Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

G.W.F Hegel-Από την επιστήμη της Λογικής

 

Αναδημοσίευση από RadicalDesire

G.W.F Hegel-Από την επιστήμη της Λογικής ΙII

 

Ο Παρμενίδης αγκυρώθηκε στο είναι και ήταν πολύ συνεπής στο να διαβεβαιώνει την ίδια στιγμή ότι το τίποτε εντελώς δεν είναι· μόνον το είναι είναι. Εφόσον εννοηθεί έτσι, εντελώς αφ' εαυτού, το είναι είναι ακαθόριστο, και συνεπώς δεν έχει καμία σχέση με ένα άλλο· συνεπώς, φαίνεται ότι από αυτή την αρχή δεν μπορεί να επέλθει άλλη πρόοδος --από αυτή την αρχή καθαυτή, δηλαδή-- και ότι η πρόοδος μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την σύνδεσή τού [είναι] με κάτι εξωγενές, κάτι εκτός του. Έτσι, η πρόοδος που σημειώνεται στην επιβεβαίωση ότι το είναι είναι το ίδιο με το τίποτε εμφανίζεται ως μια δεύτερη, απόλυτη αρχή -- μια μετάβαση που είναι ανεξάρτητη από το είναι και προστίθεται σ' αυτό έξωθεν. Αν το είναι είχε καθορισμένο χαρακτήρα, τότε δεν θα ήταν καθόλου η απόλυτη αρχή· γιατί τότε θα εξαρτώταν από ένα άλλο και δεν θα ήταν άμεσο, δεν θα ήταν η αρχή. Αλλά αν είναι ακαθόριστο και συνεπώς αν είναι γνήσια αρχή, τότε δεν έχει επίσης τίποτε με το οποίο να μπορεί να γεφυρώσει το κενό μεταξύ του εαυτού του και ενός άλλου· είναι την ίδια στιγμή το τέλος. Είναι το ίδιο αδύνατο για οτιδήποτε να εξέλθει από αυτό [το είναι] όσο είναι και για κάτι να εισέλθει σε αυτό. Στον Παρμενίδη όπως και στον Σπινόζα, δεν υπάρχει πρόοδος από το είναι ή την απόλυτη ουσία στο αρνητικό, στο πεπερασμένο.

[...]

Η διαλεκτική που χρησιμοποίησε ο Πλάτωνας στην πραγματεία του για το Ένα στον Παρμενίδη πρέπει επίσης να εννοηθεί μάλλον ως μια διαλεκτική της εξωτερικής ανάκλασης. Το Είναι και το Ένα είναι και οι δύο ελεατικές μορφές οι οποίες είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά πρέπει επίσης να διαχωριστούν· και έτσι τις εκλαμβάνει ο Πλάτωνας στον διάλογο αυτό. Αφού απομακρύνει από το Ένα τους διάφορους καθορισμούς του όλου και των μερών, του είναι καθεαυτόν, του είναι σε ένα άλλο, κλπ, του σχήματος, του χρόνου, κλπ, φτάνει στο αποτέλεσμα ότι το είναι δεν ανήκει στον Ένα, διότι το είναι ανήκει σε κάθε συγκεκριμένο κάτι μόνον μέσω ενός από αυτούς τους τρόπους. Στη συνέχεια, ο Πλάτωνας ασχολείται με την πρόταση: Το Ένα είναι, και θα πρέπει να αναφερθούμε στον ίδιο τον Πλάτωνα για να δούμε πώς, αρχίζοντας από την πρόταση αυτή, καταφέρνει την μετάβαση στο μη είναι του Ενός. Αυτό το κατορθώνει συγκρίνοντας τους δύο καθορισμούς της πρότασης την οποία καταθέτει: Το Ένα είναι περιέχει το Ένα και το είναι, ενώ "το Ένα είναι" περιέχει περισσότερα από ότι όταν λέμε απλώς: Το Ένα. Η στιγμή της άρνησης που περιέχεται στην πρόταση αποδεικνύεται από το γεγονός ότι [το Ένα και το είναι] είναι διαφορετικά. Είναι προφανές ότι αυτή η πορεία έχει μια προϋπόθεση και ότι αποτελεί μια εξωγενή ανάκλαση. 

Εδώ, ο τρόπος με τον οποίο το Ένα συνδέεται με το είναι είναι τέτοιος ώστε το είναι, το οποίο υποτίθεται ότι το δράττουμε αφηρημένα καθεαυτόν, δείχνεται --με τον απλούστερο τρόπο και χωρίς καμία προσπάθεια της σκέψης-- πως βρίσκεται σε μια ενότητα η οποία υπονοεί το αντίθετο από αυτό που υποτίθεται πως ισχυριζόμαστε. Το είναι, εφόσον έχει εκληφθεί άμεσα, ανήκει σε ένα υποκείμενο, είναι κάτι που δηλώνεται, έχει μια εμπειρική ύπαρξη γενικά, και άρα υφίσταται στο πεδίο των περιορισμών και του αρνητικού. Με οποιεσδήποτε φράσεις ή τρόπους του λέγειν εκφραστεί η κατανόηση στην προσπάθειά της να επιτεθεί στην ενότητα του είναι και του τίποτε και να επικαλεστεί αυτό που μας αντικρίζει άμεσα, δεν θα βρει σε αυτή την ίδια εμπειρία τίποτε παρά το καθορισμένο είναι, το είναι με περιορισμό ή άρνηση -- την ίδια την ενότητα την οποία απορρίπτει. Η επιβεβαίωση του άμεσου είναι λοιπόν το αναγάγει σε μια εμπειρική ύπαρξη, και δεν μπορεί να απορρίψει την απόδειξη του γεγονότος αυτού διότι επιθυμεί να αγκυροβοληθεί στην αμεσότητα που υφίσταται έξω από τη σκέψη.

Το ίδιο συμβαίνει με το τίποτε, απλώς αντίστροφα, και αυτού του είδους ο συλλογισμός για αυτό είναι οικείος και έχει γίνει συχνά. Το τίποτε, εφόσον εκλαμβάνεται στην αμεσότητά του, εμφανίζεται ως καταφατικό, ως είναι· διότι σύμφωνα με τη φύση του είναι το ίδιο με το είναι. Το τίποτε είναι κάτι το οποίο σκεφτόμαστε, φανταζόμαστε, για το οποίο μιλούμε, και συνεπώς είναι· το τίποτε έχει την ύπαρξή του στις πράξεις της σκέψης, της φαντασίας, της ομιλίας, και ούτω κάθε εξής. Αλλά επιπλέον το είναι αυτό διαχωρίζεται επίσης από αυτό [από το τίποτε]. Και έτσι λέγεται ότι αν και το τίποτε υπάρχει στη σκέψη ή τη φαντασία, παρ' όλα αυτά για τον λόγο ακριβώς αυτό, δεν είναι το τίποτε που είναι, το είναι δεν ανήκει στο τίποτε ως τέτοιο, αλλά το είναι αυτό είναι μόνον η σκέψη ή η φαντασία. Με την διάκριση αυτή δεν μπορούμε επίσης να αρνηθούμε ότι το τίποτε στέκεται σε μια σχέση με το είναι· αλλά στη σχέση, αν και περιέχει τη διαφορά αυτή, υπάρχει μια ενότητα με το είναι. Με οποιονδήποτε τρόπο και αν δηλώσουμε ή δείξουμε το τίποτε, αποδεικνύεται κάτι που συνδέεται, ή αν προτιμάτε κάτι που βρίσκεται σε σύνδεση με ένα είναι, που είναι αδιαχώριστο από ένα είναι, δηλαδή σε [σχέση με] ένα καθορισμένο είναι.


============================================

 

 

G.W.F Hegel-Από την επιστήμη της Λογικής ΙI



Αναδημοσίευση από RadicalDesire
Ιωάννης Πρωτονοτάριος  -Ιωάννης Πρωτονοτάριος,  2009
 


G.W.F Hegel
Η επιστήμη της Λογικής
Κεφάλαιο 1
Το είναι
Μτφρ.: Radical Desire

Α. Το είναι
Το είναι, το καθαρό είναι, χωρίς κανέναν επιπρόσθετο καθορισμό. Στην ακαθόριστη αμεσότητά του, είναι ίσο μόνο με τον εαυτό του. Επίσης, δεν είναι άνισο σε σχέση με ένα άλλο· δεν έχει ποικιλία μέσα του, ούτε σε συνάρτηση με κάτι εκτός του. Δεν θα μπορούσε να αδραχτεί στην καθαρότητά του αν περιείχε κάποιον καθορισμό ή περιεχόμενο το οποίο να μπορεί να διακριθεί εντός του, ή δια μέσω του οποίου να μπορεί [το είναι] να διακριθεί από ένα άλλο. Είναι καθαρή ακαθοριστία και κενότητα. Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να εποπτεύσει κανείς μέσα του, αν μπορεί κανείς εδώ να μιλήσει για εποπτεία· ή αλλιώς, είναι μόνο αυτή η καθαρή εποπτεία η ίδια. Το ίδιο ελάχιστα υπάρχουν να σκεφτεί κανείς εντός του, ή αλλιώς είναι εξίσου μόνον αυτή η κενή σκέψη. Το είναι, το ακαθόριστο άμεσο, στην πραγματικότητα είναι τίποτε, και ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από τίποτε.

Β. Το τίποτε
Τίποτε, καθαρό τίποτε: είναι απλώς η ισότητα με τον εαυτό του, η πλήρης κενότητα, η απουσία κάθε καθορισμού και περιεχομένου--η έλλειψη διαφοροποίησης αυτή καθαυτή. Στον βαθμό που μπορούμε να αναφερθούμε εδώ για εποπτεία και σκέψη, το αν κάτι ή τίποτε μπορεί να τύχει εποπτείας ή σκέψης λειτουργεί ως διάκριση. Το να εποπτεύεις ή να σκέφτεσαι το τίποτε λοιπόν έχει ένα νόημα: και τα δύο διακρίνονται και άρα το τίποτε είναι (υπάρχει) στην εποπτεία και τη σκέψη μας· ή μάλλον είναι η κενή εποπτεία και σκέψη η ίδια, και η ίδια κενή εποπτεία ή σκέψη όπως το καθαρό είναι. Το τίποτε λοιπόν είναι ο ίδιος καθορισμός, ή μάλλον απουσία καθορισμού, και άρα εντελώς το ίδιο πράγμα όπως το καθαρό είναι.

Γ. Το γίγνεσθαι
Το καθαρό είναι και το καθαρό τίποτε λοιπόν είναι το ίδιο. Η αλήθεια δεν είναι ούτε το είναι ούτε το τίποτε αλλά το ότι το είναι--δεν περνά αλλά έχει περάσει--στο τίποτε, και το τίποτε στο είναι. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι [τα δύο] δεν είναι μη διακριτά το ένα από το άλλο, αλλά αντίθετα δεν είναι τα ίδια, είναι εντελώς διακριτά, είναι όμως παρ' όλα αυτά αδιαχώριστα και μη διαχωρίσιμα και ότι το καθένα εξαφανίζεται άμεσα στο αντίθετό του. Η αλήθεια λοιπόν είναι αυτή η κίνηση της άμεσης εξαφάνισης του ενός στο άλλο: το γίγνεσθαι, μια κίνηση στην οποία τα δύο είναι διακριτά, αλλά μέσω μιας διαφοράς η οποία επίσης έχει άμεσα διαλυθεί.

[...]

Ήταν οι Ελεάτες, και κυρίως ο Παρμενίδης, που πρώτοι διατύπωσαν την απλή σκέψη του καθαρού είναι ως απόλυτη και μοναδική αλήθεια: μόνο το είναι είναι, και το τίποτε εντελώς δεν είναι, και στα διασωθέντα σπαράγματα του Παρμενίδη αυτό δηλώνεται με τον καθαρό ενθουσιασμό της σκέψης η οποία για πρώτη φορά συλλαμβάνει τον εαυτό της στην απόλυτη αφαίρεσή της. Όπως γνωρίζουμε, στα ανατολίτικα [θρησκευτικά] συστήματα, και κυρίως στον Βουδισμό, το τίποτε, το κενό, είναι η απόλυτη αρχή. Ενάντια σε αυτή την απλή και μονομερή αφαίρεση, ο εμβριθής Ηράκλειτος προέταξε την ανώτερη, ολική έννοια του γίγνεσθαι και είπε: το είναι είναι τόσο λίγο όσο είναι το τίποτε, ή, τα πάντα ρει, το οποίο σημαίνει, όλα είναι γίγνεσθαι. Οι λαοφιλείς ρήσεις, κυρίως οι ανατολίτικες, που λένε πως όλα όσα υπάρχουν έχουν το σπέρμα του θανάτου στην ίδια τους γέννηση, και ότι ο θάνατος, από την άλλη, είναι η είσοδος σε μια νέα ζωή, εκφράζουν ουσιαστικά την ίδια ενότητα του είναι και του τίποτε. Αλλά οι εκφράσεις αυτές έχουν ένα υπόστρωμα στο οποίο λαμβάνει χώρα η μετάβαση. Το είναι και το τίποτε διαχωρίζονται στον χρόνο, εννοούνται ως κάτι που λαμβάνει χώρα εκ περιτροπής σ' αυτόν, αλλά δεν εννοούνται στην αφαιρετικότητά τους και συνεπώς επίσης, δεν εννοούνται έτσι ώστε να είναι καθεαυτόν εντελώς τα ίδια.



===========================================



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου