Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

"The Matrix" ή οι δύο όψεις της διαστροφής του Slavoj Zizek



Αναδημοσίευση από το
Μια εισήγηση του συγγραφέα στο "Μέσα στον Matrix", διεθνές συνέδριο στο Κέντρο Τέχνης και Μέσων της Καρλσρούης, 28 Οκτωβρίου 1999. Μέσα από μια μαρξιστική-λακανική οπτική, ο Zizek αποπειράται μια ιδιότυπη ανάγνωση του γνωστού φιλμ, που είδαμε στους κινηματογράφους.

΄Οταν είδα το "Τhe Matrix" σ' ένα σινεμά στη Σλοβενία, είχα τη μοναδική ευκαιρία να κάθομαι κοντά στον ιδανικό θεατή του φιλμ -- δηλαδή, έναν ηλίθιο. ΄Εναν άνδρα 25-30 ετών στα δεξιά μου που είχε τόσο πολύ απορροφηθεί από το φιλμ που ενοχλούσε συνεχώς τους διπλανούς του με δυνατές αναφωνήσεις του είδους: "Θεούλη μου, πω πω, δεν υπάρχει λοιπόν πραγματικότητα!"... Προτιμώ όμως εκατό φορές αυτή την αφελή απορρόφηση από τα ψευδοδιανοουμενίστικα άρθρα που βλέπουν στο φιλμ ραφινάτες φιλοσοφικές ή ψυχαναλυτικές έννοιες[1].

Εντούτοις, είναι εύκολο να καταλάβουμε τη διανοητική έλξη του "Τhe Matrix": Είναι ένα από εκείνα τα φιλμ τα οποία λειτουργούν σαν ένα είδος τεστ Rorschach που θέτει σε κίνηση τη γενική λειτουργία της αναγνώρισης, σαν τις παλιές ζωγραφιές του θεού που φαίνεται σα να σε κοιτάει κατάματα απ' οποιαδήποτε γωνία κι αν τον βλέπεις -- σχεδόν οποιαδήποτε άποψη δείχνει σα να διακρίνει τον εαυτό της σ' αυτό το φιλμ. Οι λακανιστές φίλοι μου μου λένε ότι οι συγγραφείς του πρέπει να έχουν διαβάσει Λακάν. Οι οπαδοί της Σχολής της Φρακφούρτης βλέπουν στο "The Matrix" την ενσαρκωμένη προβολή της Kulturindustrie, την αλλοτριωμένη-πραγματωμένη κοινωνική Ουσία (του Κεφαλαίου) να επιβάλλεται άμεσα, αποικίζοντας την ενδοχώρα του ίδιου του εαυτού μας και χρησιμοποιώντας μας σαν πηγή ενέργειας. Οι New Agers βλέπουν σ' αυτό την επιβεβαίωση ότι ο κόσμος είναι απλώς ένας αντικατοπτρισμός που γεννιέται από έναν οικουμενικό Νου ενσαρκωμένο στο Διαδίκτυο. Και η σειρά φτάνει πίσω στην Πολιτεία του Πλάτωνα -- δεν επαναλαμβάνει το "The Matrix" ακριβώς την αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα (συνηθισμένοι άνθρωποι φυλακισμένοι, δεμένοι σφιχτά στα καθίσματά τους και αναγκασμένοι να παρακολουθούν τη σκιώδη παράσταση που λαθεμένα θεωρούν πως είναι πραγματικότητα); Η μεγάλη διαφορά βεβαίως είναι ότι όταν μερικά άτομα δραπετεύουν από την καταδίκη τους στο σπήλαιο και βγαίνουν στην επιφάνεια της γης, αυτό που βρίσκουν εκεί δεν είναι πια η λαμπρή επιφάνεια που λούζεται από το φως του ΄Ηλιου, του υπέρτατου θεού, αλλά η ακατοίκητη "έρημος του πραγματικού". Η βασική σύγκρουση εδώ είναι ανάμεσα στη Σχολή της Φρακφούρτης και στον Λακάν: Θα πρέπει να ιστορικοποιήσουμε τον Matrix ως μια αλληγορία του κεφαλαίου που αποίκισε την κουλτούρα και την υποκειμενικότητα ή είναι μια πραγμάτωση της ίδια της συμβολικής τάξης; Τί γίνεται όμως εάν αυτή ακριβώς η αντίθεση είναι εσφαλμένη; Τί γίνεται εάν ο εικονικός χαρακτήρας αυτής καθεαυτής της συμβολικής τάξης είναι η ίδια η προϋπόθεση της ιστορικότητας;

Φτάνοντας στο τέλος του κόσμου


Βεβαίως, η ιδέα του ήρωα που ζει σε ένα εντελώς χειραγωγημένο και ελεγχόμενο τεχνητό σύμπαν κάθε άλλο παρά πρωτότυπη είναι. Το "The Matrix" απλώς τη ριζοσπαστικοποιεί προσθέτοντας την εικονική πραγματικότητα (ΕΠ). Το πρόβλημα εδώ βρίσκεται στη ριζική αβεβαιότητα της ΕΠ σε σχέση με την προβληματική της εικονοκλασίας. Από τη μια πλευρά, η ΕΠ σηματοδοτεί τη ριζική αναγωγή του πλούτου της αισθητηριακής μας εμπειρίας σε μια ελάχιστη ψηφιακή αλληλουχία όχι καν γραμμάτων αλλά 0 και 1, δηλαδή διαβιβαζόμενων ή μη διαβιβαζόμενων ηλεκτρικών σημάτων. Από την άλλη, αυτή ακριβώς η ψηφιακή μηχανή γεννάει μια "προσομοιωμένη" εμπειρία πραγματικότητας που τείνει να μη διακρίνεται από την "αληθινή" πραγματικότητα, με συνέπεια να υπονομεύεται η ίδια η έννοια της "πραγματικότητας". ΄Ετσι η ΕΠ γίνεται ταυτόχρονα και η πιο ριζική επιβεβαίωση της σαγηνευτικής δύναμης των εικόνων.

Η έσχατη αμερικανική παρανοϊκή φαντασίωση είναι ένα άτομο που ζει σε μια μικρή ειδυλλιακή πόλη της Καλιφόρνια, έναν καταναλωτικό παράδεισο, και ξαφνικά αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο κόσμος που ζει είναι κίβδηλος, ένα θέαμα σκηνοθετημένο για να τον πείθει ότι ζει στον πραγματικό κόσμο, ενώ όλοι οι άνθρωποι γύρω του είναι στην πραγματικότητα ηθοποιοί και κομπάρσοι σε ένα γιγάντιο σόου. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτής της φαντασίωσης είναι το φιλμ "The Truman Show" του Peter Weir (1998), με τον Jim Carrey να παίζει έναν υπάλληλο σε μια κωμόπολη, ο οποίος αρχίζει να ανακαλύπτει σιγά σιγά την αλήθεια, ότι είναι ο ήρωας ενός μόνιμου 24ωρου τηλεοπτικού σόου. Η πόλη του είναι κατασκευασμένη σε ένα γιγάντιο στούντιο και οι κάμερες τον παρακολουθούν συνεχώς. Η "σφαίρα" του Sloterdijk κυριολεκτικά γίνεται εδώ πραγματικότητα, σαν μια γιγάντια σφαίρα που περιβάλλει και απομονώνει την πόλη. Η τελική αυτή σκηνή του "The Truman Show" μπορεί να δείχνει πως πραγματώνει την απελευθερωτική εμπειρία της δραπέτευσης από τα ιδεολογικά ράματα του κλειστού σύμπαντος σε μια εξωτερική πραγματικότητα, αόρατη από το ιδεολογικό εντός. ΄Ομως, τί γίνεται εάν η "ευτυχής" αυτή έκβαση του φιλμ (ας μην ξεχνάμε ότι εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο χειροκρότησαν αυτή την τελευταία σκηνή), με τον ήρωα να δραπετεύει για να συναντήσει σύντομα, όπως οδηγούμαστε να πιστέψουμε, την αληθινή του αγάπη (να που πάλι έχουμε τη φόρμουλα της παραγωγής του ζευγαριού!), δεν είναι παρά ιδεολογία στην καθαρότερη μορφή της; Τί γίνεται εάν η ιδεολογία κατοικεί στην ίδια την πεποίθηση ότι έξω από τα όρια του κλειστού σύμπαντος υπάρχει κάποια "αληθινή πραγματικότητα" για να εισέλθουμε;[2]

Μεταξύ των προδρόμων αυτής της ιδέας αξίζει να αναφέρουμε το "Time Out of Joint" του Phillip Dick (1959), όπου ο ήρωας ζει μια απλή καθημερινή ζωή σε μια μικρή ειδυλλιακή πόλη της Καλιφόρνια στα τέλη της δεκαετίας του '60 και βαθμιαία ανακαλύπτει ότι ολόκληρη η πόλη είναι ένα σκηνοθετημένο ψεύδος για να μένει ικανοποιημένος... Η κοινή εμπειρία του "Time Out of Joint" και του "The Truman Show" είναι ότι ο ώριμος καπιταλιστικός καταναλωτικός παράδεισος της Καλιφόρνια είναι, στην ίδια του την υπερ-πραγματικότητα, κατά κάποιο τρόπο μη-πραγματικός, άνευ ουσίας, απογυμνωμένος από το βάρος και την αδράνεια της υλικότητας -- ότι στην ώριμη καπιταλιστική καταναλωτική κοινωνία η ίδια η "αληθινή κοινωνική ζωή" κατά κάποιο τρόπο αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός σκηνοθετημένου ψεύδους, με τους γείτονές μας να συμπεριφέρονται στην "αληθινή" ζωή σαν ηθοποιοί και κομπάρσοι... Η έσχατη αλήθεια του καπιταλιστικού ωφελιμιστικού αποπνευματοποιημένου σύμπαντος είναι η απο-υλοποίηση της ίδιας της "πραγματικής ζωής", το αναποδογύρισμά της σε ένα φασματικό σόου.

Στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, πρέπει να αναφέρουμε και το "Starship" του Brian Aldiss, όπου τα μέλη μιας φυλής, αιχμαλωτισμένα στον κλειστό κόσμο ενός τούνελ μέσα σε ένα γιγάντιο αστρόπλοιο και απομονωμένα από το υπόλοιπο σκάφος λόγω πυκνής βλάστησης, δεν έχουν επίγνωση για το σύμπαν που βρίσκεται γύρω τους. Τελικά, μερικά παιδιά περνούν τους θάμνους και φτάνουν στον έξω κόσμο που κατοικείται από άλλες φυλές. Επίσης, ανάμεσα στους παλιότερους, "αφελέστερους" προδρόμους θα πρέπει να αναφέρουμε το φιλμ "36 Hours" του George Seaton, ένα φιλμ από τις αρχές της δεκαετίας του '60 για έναν Αμερικανό αξιωματικό (τον έπαιζε ο James Garner) που γνωρίζει όλα τα σχέδια για την απόβαση στη Νορμανδία (D Day) και τυχαία συλλαμβάνεται αιχμάλωτος από τους Γερμανούς λίγες ημέρες πριν από την απόβαση. Επειδή λόγω μιας έκρηξης ήταν αναίσθητος όταν συνελήφθη, οι Γερμανοί κατασκευάζουν στα γρήγορα γι' αυτόν ένα αντίγραφο ενός μικρού αμερικανικού στρατιωτικού νοσοκομείου βετεράνων, προσπαθώντας να τον πείσουν ότι ζει τώρα στη δεκαετία του '50, ότι η Αμερική κέρδισε τον πόλεμο και ότι είχε χάσει τη μνήμη του τα τελευταία έξη χρόνια. Η ιδέα είναι ότι έτσι θα τους πει τα πάντα για το σχέδιο της εισβολής ώστε οι Γερμανοί να προετοιμαστούν. Φυσικά, σύντομα εμφανίζονται ρωγμές σ' αυτό το προσεκτικά στημένο κατασκεύασμα... Αλλά και ο Λένιν ο ίδιος τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε σε ένα σχεδόν παρόμοιο ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου, όπως είναι γνωστό, ο Στάλιν τύπωνε γι' αυτόν ένα μοναδικό και ειδικά προετοιμασμένο φύλλο της Pravda, με λογοκριμένη κάθε είδηση που θα έλεγε στο Λένιν για τις πολιτικές συγκρούσεις που μαίνονταν, με τη δικαιολογία ότι ο σύντροφος Λένιν πρέπει να αναπαύεται και να μην ταράζεται από αχρείαστες προκλήσεις.

Αυτό που ελλοχεύει στο φόντο είναι βεβαίως η προ-μοντέρνα ιδέα ότι "έχουμε φτάσει στο τέλος του σύμπαντος". Στις πολύ γνωστές σχετικές γκραβούρες, οι έκπληκτοι πεζοπόροι πλησιάζουν την οθόνη/κουρτίνα του ουρανού, μια επιφάνεια με ζωγραφισμένα άστρα πάνω της, και την τρυπάνε για να δουν το επέκεινα -- πρόκειται ακριβώς γι' αυτό που συμβαίνει στο τέλος του "The Truman Show". Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι στην τελευταία σκηνή του φιλμ, όταν ο Truman ανεβαίνει στον τοίχο όπου είναι ζωγραφισμένος ο ορίζοντας του "γαλάζιου ουρανού" και ανοίγει εκεί την πόρτα, υπάρχει μια χαρακτηριστική ατμόσφαιρα Magritte. Μήπως επιστρέφει σήμερα δριμύτερη αυτή η παλιά ευαισθησία; Μήπως έργα σαν το Parsifal του Syberberg, όπου ο άπειρος ορίζοντας επίσης μπλοκάρεται από φανερά "τεχνητές" προβολές, σηματοδοτούν ότι ο χρόνος της απεριόριστης καρτεσιανής προοπτικής τελειώνει και ότι επιστρέφουμε σε ένα είδος ανανεωμένου προ-προοπτικού σύμπαντος; Ο Fred Jameson έχει επισύρει με διαύγεια την προσοχή μας στο ίδιο φαινόμενο σε μερικά από τα μυθιστορήματα του Raymond Chandler και τα φιλμ του Hitchcock. Η ακτή του Ειρηνικού ωκεανού στο "Farewell, My Lovely" λειτουργεί σαν ένα είδος "ορίου/τέλους του κόσμου", πέρα από το οποίο υπάρχει μια άγνωστη άβυσσος, και είναι παρόμοια με την αχανή ανοιχτή πεδιάδα που απλώνεται μπροστά από τις κεφαλές του όρους Ράσμορ όταν, τρέχοντας για να ξεφύγουν από τους διώκτες της, η Eva-Marie Saint και ο Cary Grant φτάνουν στην κορυφή του μνημείου, απ' όπου η Eva-Marie Saint παραλίγο να πέσει πριν την ανασύρει ο Cary Grant. Και μπαίνει κανείς στον πειρασμό να προσθέσει σ' αυτή τη σειρά την περίφημη σκηνή μάχης στη γέφυρα στα βιετμανο-καμποτζιανά σύνορα στο "Αποκάλυψη Τώρα", όπου ο χώρος πέρα από τη γέφυρα γίνεται αντιληπτός σαν κάτι "πέρα από το γνωστό μας σύμπαν". Και πώς να μη θυμηθεί κανείς και την ιδέα ότι η Γη μας δεν είναι ένα πλανήτης που πλέει στο άπειρο σύμπαν, αλλά ένα κυκλικό άνοιγμα, μια τρύπα, μέσα στην άπειρη πυκνή μάζα πάγου, με τον ήλιο στο κέντρο της, που ήταν μια από τις αγαπημένες ψευδοεπιστημονικές φαντασιώσεις των Ναζί (σύμφωνα με μερικές αναφορές, σκέφθηκαν μάλιστα και να βάλουν τηλεσκόπια στα νησιά Sylt για να κατασκοπεύουν την Αμερική);


Το "αληθινά υπαρκτό" μεγάλο ΄Αλλο

Τότε, τί είναι ο Matrix; Είναι απλώς το "μεγάλο ΄Αλλο", η εικονική συμβολική τάξη, το δίκτυο που δομεί την πραγματικότητα για μας. Η διάσταση αυτή του "μεγάλου ΄Αλλου" είναι η διάσταση της δομικής αλλοτρίωσης του υποκειμένου στη συμβολική τάξη: Το μεγάλο Αλλο τραβάει τα σχοινιά, το υποκείμενο δεν μιλάει, αλλά "μιλιέται" από τη συμβολική δομή. Με άλλα λόγια, αυτό το "μεγάλο ΄Αλλο" είναι το όνομα για την κοινωνική Ουσία, για όλα εκείνα τα πράγματα για τα οποία το υποκείμενο ποτέ δεν κυριαρχεί πλήρως πάνω στα αποτελέσματα των πράξεών του, δηλαδή το όνομα των πραγμάτων εξαιτίας των οποίων η τελική έκβαση της δραστηριότητάς του είναι πάντοτε κάτι άλλο σε σχέση με αυτό που στόχευε ή περίμενε. ΄Ομως είναι σημαντικό να προσέξουμε ότι στα βασικά κεφάλαια του Σεμιναρίου XI ο Lacan παλεύει να σκιαγραφήσει τη λειτουργία που ακολουθεί την αλλοτρίωση και είναι κατά κάποια έννοια το αντίθετό της, δηλαδή τη διάζευξη: Η αλλοτρίωση μέσα στο μεγάλο ΄Αλλο ακολουθείται από τη διάζευξη από το μεγάλο ΄Αλλο. Η διάζευξη λαβαίνει χώρα όταν το υποκείμενο αντιλαμβάνεται ότι το μεγάλο ΄Αλλο είναι αφ' εαυτού ασυνεπές, εντελώς εικονικό, "αποκλεισμένο", απογυμνωμένο από το Πράγμα -- και η φαντασία είναι μια προσπάθεια να αναπληρωθεί αυτή η έλλειψη του ΄Αλλου, όχι του υποκειμένου, δηλαδή να (ανα)συγκροτηθεί η συνέπεια του μεγάλου ΄Αλλου. Γι' αυτό τον λόγο, η φαντασία και η παράνοια είναι εγγενώς αλληλένδετες. Η παράνοια στην απλούστερη μορφή της είναι μια πεποίθηση για ένα "΄Αλλο του ΄Αλλου", για ένα αλλιώτικο ΄Αλλο κρυμένο πίσω από το ΄Αλλο της δεδηλωμένης κοινωνικής υφής, που προγραμματίζει (όπως μας φαίνεται) τα απρόβλεπτα αποτελέσματα της κοινωνικής ζωής και έτσι εγγυάται τη συνέπειά της: Πίσω από το χάος της αγοράς, την κατάπτωση των ηθών κλπ., υπάρχει η συνειδητή στρατηγική της εβραϊκής συνωμοσίας... Η παρανοϊκή αυτή στάση απέκτησε περισσότερη ορμή με τη σημερινή ψηφιοποίηση της καθημερινής μας ζωής: ΄Οταν ολόκληρη η κοινωνική μας ύπαρξη προοδευτικά εξωτερικεύεται-υλοποιείται στο μεγάλο ΄Αλλο του δικτύου κομπιούτερ, είναι εύκολο να φανταστούμε ένα σατανικό προγραμματιστή να διαγράφει την ψηφιακή μας ταυτότητα και έτσι να μας αφαιρεί την κοινωνική ύπαρξη, μετατρέποντάς μας σε μη-πρόσωπα.

Ακολουθώντας την ίδια παρανοϊκή διαστρέβλωση, η θέση του "The Matrix" είναι ότι αυτό το μεγάλο ΄Αλλο εξωτερικεύεται στον πράγματι υπαρκτό Μεγα-Κομπιούτερ. Υπάρχει -- πρέπει να υπάρχει -- ένας Matrix επειδή "τα πράγματα δεν πάνε καλά, ευκαιρίες χάνονται, κάτι πάει λάθος συνεχώς". Δηλαδή, η ιδέα του φιλμ είναι ότι τα πράγματα έχουν έτσι επειδή υπάρχει ο Matrix που συσκοτίζει την "αληθινή" πραγματικότητα, η οποία υπάρχει πίσω απ' όλα. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα με το φιλμ είναι ότι δεν είναι αρκετά "τρελό", επειδή υποθέτει μια άλλη "αληθινή" πραγματικότητα πίσω από την καθημερινή μας πραγματικότητα που βαστάζεται από τον Matrix. Εντούτοις, για να αποφύγουμε μια μοιραία παρεξήγηση: Η αντίστροφη έννοια, ότι "όλα όσα υπάρχουν γεννιούνται από τον Matrix", ότι δεν υπάρχει έσχατη πραγματικότητα, αλλά απλώς μια άπειρη σειρά εικονικών πραγματικοτήτων που αντανακλώνται η μια στην άλλη, δεν είναι λιγότερο ιδεολογική. (Στο επόμενο "The Matrix" κατά πάσα πιθανότητα θα μάθουμε ότι η ίδια η "έρημος του πραγματικού" γεννιέται από έναν άλλο Matrix). Πολύ πιο υπονομευτικός από αυτό τον πολλαπλασιασμό των εικονικών πραγματικοτήτων θα ήταν ο πολλαπλασιασμός των ίδιων των πραγματικοτήτων -- κάτι που θα αναπαρήγαγε τον παράδοξο κίνδυνο που μερικοί φυσικοί βλέπουν σε πρόσφατα πειράματα ατομικών επιταχυντών. ΄Οπως είναι γνωστό, επιστήμονες προσπαθούν τώρα να κατασκευάσουν έναν επιταχυντή ικανό να αναγκάσει τους πυρήνες πολύ βαρέων ατόμων να συγκρουστούν σχεδόν με ταχύτητα φωτός. Η ιδέα είναι ότι μια τέτοια σύγκρουση όχι μόνο θα θρυμματίσει τον πυρήνα του ατόμου στα συστατικά του πρωτόνια και νετρόνια, αλλά θα κονιορτοποιήσει και τα ίδια τα πρωτόνια και νετρόνια, αφήνοντας στη θέση τους ένα "πλάσμα", ένα είδος ενεργειακής σούπας που θα αποτελείται από ελεύθερα σωματίδια quark και gluon, τα δομικά δηλαδή στοιχεία της ύλης, τα οποία δεν έχουν ποτέ μελετηθεί σε τέτοια κατάσταση, εφ' όσον η κατάσταση αυτή υπήρξε μόνο πολύ σύντομα μετά τη Μεγάλη ΄Εκρηξη. Το ενδεχόμενο όμως αυτό έχει δώσει λαβή για ένα εφιαλτικό σενάριο: Τί θα γίνει εάν η επιτυχία αυτού του πειράματος δημιουργήσει μια μηχανή συντέλειας, ένα είδος τέρατος που καταβροχθίζει κόσμους, η οποία από αναπόδραστη αναγκαιότητα θα εκμηδενίσει την κανονική ύλη γύρω της, εξαφανίζοντας έτσι τον κόσμο όπως τον ξέρουμε; Η ειρωνεία είναι πως αυτό το τέλος του κόσμου, η διάλυση του σύμπαντος, θα ήταν η τελική αδιάψευστη απόδειξη ότι η υπό δοκιμασία θεωρία είναι σωστή, εφ' όσον η μηχανή θα απορροφούσε όλη την ύλη σε μια μαύρη οπή και ύστερα θα γεννούσε ένα νέο σύμπαν, δηλαδή να αναπαρήγαγε τέλεια το σενάριο για τη Μεγάλη ΄Εκρηξη.

Το παράδοξο είναι έτσι ότι και οι δύο εκδοχές -- (1) ένα υποκείμενο που πλέει ελεύθερα από τη μια στην άλλη εικονική πραγματικότητα, δηλαδή ένα καθαρό φάντασμα με επίγνωση ότι κάθε πραγματικότητα είναι φενάκη και (2) η παρανοϊκή υπόθεση για μια αληθινή πραγματοκότητα κάτω από τον Matrix -- είναι ψευδείς. Και οι δύο χάνουν το Πραγματικό. Το φιλμ δεν κάνει λάθος επιμένοντας ότι υπάρχει ένα Πραγματικό κάτω από την προσομοίωση της εικονικής πραγματικότητας. -- ή όπως το θέτει ο Μορφέας στον Νέο όταν του δείχνει το ερειπωμένο τοπίο του Σικάγου: "Καλωσόρισες στην έρημο του πραγματικού". Το Πραγματικό όμως δεν είναι η "αληθής πραγματικότητα" πίσω από την εικονική προσομοίωση, αλλά το κενό που κάνει την πραγματικότητα ατελή/ασυνεπή και η λειτουργία κάθε συμβολικού Matrix είναι να αποκρύψει αυτή την ασυνέπεια. Και ένας από τους τρόπους να πετύχει αυτή την απόκρυψη είναι ακριβώς να υποστηρίζει ότι πίσω από την ατελή/ασυνεπή πραγματικότητα που ξέρουμε υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα χωρίς κανένα αδιέξοδο απιθανότητας στη δομή της.


"Το μεγάλο ΄Αλλο δεν υπάρχει"

Το "μεγάλο ΄Αλλο" είναι επίσης ο χώρος της κοινής λογικής όπου φτάνει κανείς μετά από ελεύθερο διαλογισμό. Φιλοσοφικά, η τελευταία του μεγάλη εκδοχή είναι η επικοινωνιακή κοινότητα του Habermas με το ρυθμιστικό της ιδεώδες της συμφωνίας. Και είναι ακριβώς αυτό το "μεγάλο ΄Αλλο" που αποσυντίθεται προοδευτικά σήμερα. Αυτό που έχουμε σήμερα είναι ένα βαθύ χάσμα: Από τη μια πλευρά, η αντικειμενικοποιημένη γλώσσα των ειδικών και των επιστημόνων που δεν μπορεί πια να μεταφραστεί στην κοινή γλώσσα, την προσιτή στον καθένα, αλλά είναι παρούσα στις φετιχοποιημένες φόρμουλες που κανείς δεν καταλαβαίνει πραγματικά, αλλά παρ' όλα αυτά διαπλάθουν το λαϊκό και καλλιτεχνικό μας φαντασιακό (Μαύρη Οπή, Μεγάλη ΄Εκρηξη, Υπερχορδές, Κβαντική Ταλάντωση...) ΄Οχι μόνο στις φυσικές επιστήμες, αλλά και στην οικονομία και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες η αργκό των ειδικών παρουσιάζεται σαν αντικειμενική ενόραση με την οποία κανείς δεν μπορεί διαφωνεί πραγματικά και η οποία ταυτόχρονα είναι αμετάφραστη στην κοινή μας εμπειρία. Με άλλα λόγια, το χάσμα ανάμεσα στην επιστημονική ενόραση και την κοινή λογική είναι αγεφύρωτο και είναι ακριβώς αυτό το χάσμα που ανυψώνει επιστήμονες στις λαϊκές μορφές "αυτών που ξέρουν" (το φαινόμενο Stephen Hawking). Η άλλη όψη του νομίσματος αυτής της αντικειμενικότητας είναι ο τρόπος με τον οποίο, στα πολιτιστικά ζητήματα, τοποθετούμαστε μπροστά στο πλήθος των life-styles, τα οποία κανείς δεν μπορεί να μεταφράσει από το ένα στο άλλο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξασφαλίσουμε τις συνθήκες για την αμοιβαία ανεκτική τους συνύπαρξη σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Μια χαρακτηριστική ίσως εικόνα είναι ο Ινδός προγραμματιστής κομπιούτερ, ο οποίος τη μέρα αριστεύει στην ειδικότητά του, ενώ το απόγευμα γυρίζοντας σπίτι ανάβει το καντήλι στη τοπική ινδουιστική θεότητα και σέβεται την ιερότητα της αγελάδας. Το χάσμα αυτό εικονογραφείται τέλεια στο φαινόμενο του κυβερνοχώρου. Ο κυβερνοχώρος υποτίθεται πως θα μας έφερνε όλους κοντά σε ένα Παγκόσμιο Χωριό. Εντούτοις, αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι ότι βομβαρδιζόμαστε από ένα πλήθος μηνύματα που ανήκουν σε αντιφατικά και ασύμβατα σύμπαντα. Αντί για το Παγκόσμιο Χωριό, το μεγάλο ΄Αλλο, αυτό που παίρνουμε είναι ένα πλήθος "μικρών άλλων", πολλές φυλετικές ταυτότητες που εμείς επιλέγουμε. Για να μην παρεξηγηθώ: Ο Lacan σ' αυτό το σημείο απέχει πολύ απ' το να σχετικοποιεί τις επιστήμες απλώς σαν μια ακόμα αυθαίρετη αφήγηση, που βρίσκεται τελικά στο ίδιο επίπεδο με τους μύθους, λ.χ., του Πολιτικώς Ορθού. Η επιστήμη πράγματι "αγγίζει το πραγματικό", η γνώση της είναι "γνώση του πραγματικού" -- το αδιέξοδο βρίσκεται απλώς στο γεγονός ότι η επιστημονική γνώση δεν μπορεί να υπηρετήσει ως συμβολικό "μεγάλο ΄Αλλο". Το χάσμα ανάμεσα στη μοντέρνα επιστήμη και την αριστοτέλεια φιλοσοφική οντολογία της κοινής λογικής είναι αγεφύρωτο. Εμφανίζεται ήδη με τον Γαλιλαίο και φτάνει στην ακρότητά του στην κβαντική φυσική, όπου ασχολούμαστε με κανόνες/νόμους που ναι μεν λειτουργούν, αλλά δεν μπορούν να ξαναμεταφραστούν στην εμπειρία μας για την αντιπροσωπευτική πραγματικότητα.

Η θεωρία της ριψοκίνδυνης κοινωνίας και της παγκόσμιας ιδιοπάθειάς της έχει δίκιο στην έμφασή της ότι σήμερα βρισκόμαστε στο άλλο άκρο της κλασικής οικουμενιστικής ιδεολογίας του Διαφωτισμού, που προϋπέθετε ότι μακροπρόθεσμα οι θεμελιώδεις ερωτήσεις μπορούν να απαντηθούν με καταφυγή στην "αντικειμενική γνώση" των ειδικών. ΄Οταν αντιμετωπίζουμε τις αντιφατικές απόψεις για τις περιβαλλοντικές συνέπειες ορισμένων νέων προϊόντων (ας πούμε, των γενετικά τροποποιημένων λαχανικών), μάταια ψάχνουμε για την τελική γνώμη των ειδικών. Και το ζήτημα δεν είναι απλά ότι τα πραγματικά προβλήματα συσκοτίζονται επειδή η επιστήμη είναι διεφθαρμένη λόγω οικονομικών εξαρτήσεων από μεγάλες εταιρείες και κρατικές υπηρεσίες -- ακόμα και ανεπηρέαστες, οι επιστήμες δεν μπορούν να προσφέρουν απαντήσεις. Οι οικολόγοι προέβλεπαν πριν 15 χρόνια τον θάνατο των δασών μας -- το πρόβλημα σήμερα είναι η πολύ μεγάλη αύξηση της ξυλείας... Εκεί που η θεωρία της ριψοκίνδυνης κοινωνίας είναι ανεπαρκής είναι στην έμφασή της στην παράλογη θέση που μας τοποθετεί αυτό: Πάλι και πάλι είμαστε αναγκασμένοι να αποφασίζουμε, αν και έχουμε πλήρη επίγνωση ότι δεν είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε, ότι οι αποφάσεις μας θα είναι αυθαίρετες. Ο Ulrich Beck και οι υποστηρικτές του αναφέρονται εδώ στη δημοκρατική συζήτηση όλων των ενδεχομένων και τη δημιουργία ομοφωνίας. Αυτό όμως δεν επιλύει το παραλυτικό δίλημμα: Γιατί η δημοκρατική συζήτηση όπου συμμετέχει η πλειονότητα οδηγεί σε καλύτερο αποτέλεσμα, όταν γνωσιολογικά η άγνοια της πλειονότητας παραμένει; Η πολιτική απογοήτευση της πλειονότητας γίνεται έτσι κατανοητή: Καλείται να αποφασίσει, ενώ την ίδια στιγμή δέχεται το μήνυμα ότι δεν είναι σε θέση να αποφασίσει πραγματικά, δηλαδή να ζυγίσει αντικειμενικά τα υπέρ και τα κατά. Η καταφυγή σε "θεωρίες συνωμοσίας" είναι ένας απελπισμένος τρόπος εξόδου από το αδιέξοδο, μια προσπάθεια ανάκτησης ενός μίνιμουμ αυτού που ο Fred Jameson αποκαλεί "γνωσιολογική χαρτογράφηση".


Ο Jodi Dean[3] έχει επισύρει τη προσοχή μας σε ένα περίεργο φαινόμενο που είναι φανερό στο "διάλογο κωφών" ανάμεσα στην επίσημη ("σοβαρή", "ακαδημαϊκά θεσμισμένη") επιστήμη και στον τεράστιο χώρο των αποκαλούμενων ψευδοεπιστημών, από την ουφολογία μέχρις εκείνους που θέλουν να αποκρυπτογραφήσουν τα μυστικά των πυραμίδων: Γι' αυτό που μένει κανείς κατάπληκτος είναι το γεγονός ότι αυτοί που συμπεριφέρονται με δογματικό, απορριπτικό τρόπο είναι οι επίσημοι επιστήμονες, ενώ οι ψευδεπιστήμονες είναι εκείνοι που αναφέρονται σε γεγονότα και επιχειρήματα χωρίς τις συνήθεις προκαταλήψεις. Βεβαίως, η απάντηση εδώ είναι ότι οι καθιερωμένοι επιστήμονες μιλάνε με την αυθεντία του μεγάλου ΄Αλλου του επιστημονικού θεσμού. Το πρόβλημα όμως είναι ακριβώς ότι το επιστημονικό μεγάλο ΄Αλλο συνεχώς αποκαλύπτεται ως μια ομόφωνη επιστημονική μυθοπλασία. ΄Ετσι, όταν αντιμετωπίζουμε θεωρίες συνωμοσίας, πρέπει να προχωράμε με αυστηρή αναλογία με τη σωστή ανάγνωση του The Turn of the Screw του Henry James: Ούτε να δεχόμαστε την ύπαρξη φαντασμάτων σαν τμήμα της (αφηγηματικής) πραγματικότητας ούτε να τα υποβαθμίζουμε, με ψευδο-φροϋδικό τρόπο, σε "προβολές" της υστερικής σεξουαλικής απογοήτευσης της ηρωίδας. Οι θεωρίες συνωμοσίας βεβαίως δεν πρέπει να γίνονται αποδεκτές ως "γεγονός", εντούτοις δεν πρέπει κανείς να τις υποβαθμίζει σε φαινόμενο μοντέρνας μαζικής υστερίας. Μια τέτοια αντιμετώπιση συνεχίζει να βασίζεται στο "μεγάλο ΄Αλλο", στο μοντέλο της "φυσιολογικής" αντίληψης της κοινής κοινωνικής εμπειρίας και γι' αυτό δεν λαμβάνει υπ' όψη της ότι είναι ακριβώς αυτή η αντιμετώπιση της πραγματικότητας που υπονομεύεται σήμερα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι ουφολόγοι και οι συνωμοσιολόγοι παλινδρομούν σε μια παρανοϊκή στάση, ανίκανοι να δεχτούν την (κοινωνική) πραγματικότητα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή ακριβώς η πραγματικότητα γίνεται παρανοϊκή. Η σύγχρονη εμπειρία συνεχώς μας θέτει μπροστά σε καταστάσεις όπου είμαστε υποχρεωμένοι να συνειδητοποιούμε ότι η αίσθησή μας για την πραγματικότητα και η φυσιολογική μας στάση απέναντί της είναι θεμελιωμένη σε συμβολικούς μύθους, δηλαδή ότι το "μεγάλο ΄Αλλο" είναι αυτό που καθορίζει τι μετράει ως φυσιολογική και αποδεκτή αλήθεια, ότι το ποιοί είναι οι ορίζοντες του νοήματος σε μια δεδομένη κοινωνία δεν είναι κατά κανένα τρόπο θεμελιωμένο σε "γεγονότα" που απηχούν μια επιστημονική "γνώση του πραγματικού".

Ας πάρουμε μια παραδοσιακή κοινωνία όπου η μοντέρνα επιστήμη δεν έχει ακόμα αναδειχτεί σε κυρίαρχο λόγο: Εάν, στον συμβολικό της χώρο, ένα άτομο συνηγορήσει υπέρ κάποιων προτάσεων της μοντέρνας επιστήμης, θα αγνοηθεί ως "τρελός". Και το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι να πούμε πως δεν είναι "πραγματικά τρελός", ότι πρόκειται για μια στενοκέφαλη και απληροφόρητη κοινωνία που τον βάζει σ' αυτή τη θέση -- από μια ορισμένη σκοπιά η αντιμετώπισή του ως τρελού, ο αποκλεισμός του από το κοινωνικό μεγάλο ΄Αλλο, στην ουσία ισοδυναμεί με το να είναι τρελός. Η "τρέλα" δεν είναι ένας χαρακτηρισμός που μπορεί να θεμελιωθεί σε μια άμεση αναφορά σε "γεγονότα" (με την έννοια ότι ο τρελός είναι ανίκανος να αντιληφθεί τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, επειδή είναι πιασμένος σε παραισθήσεις), αλλά μόνο αναφορικά με τον τρόπο που συσχετίζεται με το μεγάλο ΄Αλλο. Ο Lacan συνήθως υπογραμμίζει τις αντιφατικές όψεις αυτού του παραδόξου: "Τρελός δεν είναι μόνο ο ζητιάνος που νομίζει ότι είναι βασιλιάς, αλλά και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς", δηλαδή ότι η τρέλα καθορίζει την κατάρρευση της απόστασης ανάμεσα στο Συμβολικό και το Πραγματικό, την άμεση ταύτιση με τη συμβολική εντολή. ΄Η, για να αναφέρουμε μια άλλη του υποδειγματική διατύπωση, όταν ένας σύζυγος είναι παθολογικά ζηλιάρης και τον βασανίζει η ιδέα ότι η γυναίκα του ξαπλώνει με άλλους άντρες, η έμμονη ιδέα του παραμένει παθολογικό χαρακτηριστικό ακόμα και αν αποδειχτεί ότι έχει δίκιο και ότι η γυναίκα του πράγματι κοιμάται και με άλλους άντρες.

Το δίδαγμα από τέτοια παράδοξα είναι σαφές: Η παθολογική ζήλια δεν είναι ζήτημα λάθους αντίληψης των γεγονότων, αλλά του τρόπου με τον οποίο αυτά τα γεγονότα ενσωματώνονται στη λιβιδινική οικονομία του υποκειμένου. Αυτό όμως που πρέπει να υπογραμμίσει κανείς εδώ είναι ότι το ίδιο παράδοξο ισχύει και προς την αντίθετη κατεύθυνση: Η κοινωνία (το κοινωνικο-συμβολικό της πεδίο, το μεγάλο ΄Αλλο) είναι "λογική" και "νορμάλ" ακόμα και αν αποδειχτεί ότι κάνει λάθος ως προς τα γεγονότα. (΄Ισως υπ' αυτή την έννοια ο Lacan χαρακτήρισε τον εαυτό του "ψυχωτικό": ΄Ηταν στην πραγματικότητα ψυχωτικός στο βαθμό που δεν ήταν δυνατό να ενσωματώσει τον λόγο του στο μεγάλο ΄Αλλο). Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποστηρίξει, με την καντιανή έννοια, ότι το λάθος των συνωμοσιολογικών θεωριών είναι κάπως ανάλογο με τον "παραλογισμό του καθαρού λόγου", με τη σύγχυση δηλαδή ανάμεσα στα δύο επίπεδα: Της υποψίας (με την παραδεκτή επιστημονική, κοινωνική κλπ. κοινή λογική) ως τυπικής μεθοδολογικής στάσης και της θετικοποίησης αυτής της υποψίας σε μια ακόμα γενική ερμηνευτική παρα-θεωρία.


Η οθόνη του Πραγματικού


Από μια άλλη σκοπιά, ο Matrix αντιπροσωπεύει επίσης τις λειτουργίες μιας "οθόνης" που μας χωρίζει από το Πραγματικό, που κάνει ανεκτή την "έρημο του πραγματικού". Εδώ ακριβώς όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε την αμφισημία του λακανικού Πραγματικού: Δεν πρόκειται για το τελικό νόημα που πρέπει να καλυφθεί / ωραιοποιηθεί / εξημερωθεί από την οθόνη της φαντασίας -- το Πραγματικό είναι επίσης και κυρίως η ίδια η οθόνη σαν το εμπόδιο που πάντοτε-ήδη παραμορφώνει την αντίληψή μας για το νόημα, για την πραγματικότητα εκεί έξω. Με φιλοσοφικούς όρους, εδώ έγκειται η διαφορά ανάμεσα στον Kant και το Hegel: Για τον Kant, το Πραγματικό είναι το πεδίο των νοουμένων που το αντιλαμβανόμαστε "σχηματοποιημένο" μέσω της οθόνη των υπερβατικών κατηγοριών. Για το Hegel, αντίθετα, όπως μας διαβεβαιώνει στην "Εισαγωγή στη Φαινομενολογία" του, αυτό το καντιανό χάσμα είναι εσφαλμένο. Ο Hegel εισάγει εδώ τρεις όρους: ΄Οταν η οθόνη παρεμβαίνει ανάμεσα σ' εμάς και το Πραγματικό, γεννάει πάντοτε την έννοια του πράγματος εν-εαυτώ, πέρα από την οθόνη (των φαινομένων), και γι' αυτό το χάσμα ανάμεσα στο φαινόμενο και στο πράγμα εν-εαυτώ υπάρχει πάντοτε-ήδη "για μας". Συνεπώς, αν αφαιρέσουμε από το Πράγμα την παραμόρφωση της Οθόνης, χάνουμε το ίδιο το Πράγμα (με θρησκευτικούς όρους, ο θάνατος του Χριστού είναι ο θάνατος του ίδιου του Θεού και όχι μόνο της ανθρώπινης ενσάρκωσής του). Ακριβώς γι' αυτό για τον Lacan, που ακολουθεί εδώ τον Hegel, το πράγμα εν-εαυτώ είναι τελικά η ματιά και όχι το εννοούμενο αντικείμενο. Και για να επιστρέψουμε στο Matrix: Ο Matrix είναι το ίδιο το Πραγματικό που παραμορφώνει την αντίληψή μας για την πραγματικότητα.

Μια αναφορά στην υποδειγματική ανάλυση του Levi-Strauss στη "Δομική Ανθρωπολογία" του για τη χωροταξία των κτιρίων των Winnebago, μιας από τις φυλές των Μεγάλων Λιμνών, ίσως βοηθήσει εδώ. Η φυλή χωρίζεται σε δύο υπο-ομάδες, "αυτούς που είναι από πάνω" και "αυτούς που είναι από τα κάτω". ΄Οταν ζητήσουμε από ένα άτομο να σχεδιάσει σε ένα κομμάτι χαρτί ή στην άμμο την κάτοψη του χωριού του (τη χωροταξία των οικίσκων), παίρνουμε δύο εντελώς διαφορετικές απαντήσεις, ανάλογα με την υπο-ομάδα στην οποία ανήκει. Και οι δύο κατηγορίες αντιλαμβάνονται το χωριό σαν κύκλο. Αλλά για τη μια υπο-ομάδα υπάρχει μέσα στον κύκλο ένας άλλος κύκλος κεντρικών σπιτιών και έτσι έχουμε δύο ομόκεντρους κύκλους, ενώ για την άλλη υπο-ομάδα ο κύκλος είναι ξεκάθαρα χωρισμένος στα δύο από μια γραμμή. Με άλλα λόγια, ένα μέλος της πρώτης υπο-ομάδας (ας τους ονομάσουμε "συντηρητικούς-οργανωτικούς") αντιλαμβάνεται την κάτοψη του χωριού σαν ένα δακτύλιο σπιτιών λίγο πολύ συμμετρικά διατεταγμένων γύρω από τον κεντρικό ναό, ενώ τα μέλη της δεύτερης υπο-ομάδας ("επαναστάτες-ανταγωνιστικοί") αντιλαμβάνονται το χωριό τους σαν δύο ξεχωριστούς σωρούς σπιτιών που χωρίζονται από ένα αόρατο σύνορο...[4]

Η κεντρική θέση του Levi-Strauss είναι ότι αυτό το παράδειγμα κατά κανένα τρόπο δεν πρέπει να μας παρασύρει σε ένα πολιτιστικό σχετικισμό, σύμφωνα με τον οποίο η αντίληψη του κοινωνικού χώρου εξαρτάται από την ομάδα στην οποία ανήκει ο παρατηρητής: Αυτός καθεαυτός ο διχασμός σε δύο "σχετικές" αντιλήψεις υποδηλώνει μια κρυφή αναφορά σε μια σταθερά -- όχι την αντικειμενική, "πραγματική" χωροταξία των κτιρίων, αλλά ένα τραυματικό κέλυφος, ένα θεμελιακό ανταγωνισμό που οι κάτοικοι του χωριού δεν μπόρεσαν να συμβολίσουν, να ελέγξουν, να "εσωτερικεύσουν", να αντιμετωπίσουν, μια ανισορροπία στις κοινωνικές σχέσεις που εμποδίζει την κοινότητα να σταθεροποιηθεί σε ένα αρμονικό σύνολο. Οι δύο αντιλήψεις για την κάτοψη του χωριού είναι απλώς δύο αμοιβαία αποκλειόμενες προσπάθειες αντιμετώπισης του τραυματικού ανταγωνισμού, επούλωσης του τραύματος μέσω της επιβολής μιας ισορροπημένης συμβολικής δομής. Είναι ανάγκη να προσθέσουμε ότι τα πράγματα είναι ακριβώς ίδια σε σχέση με τη σεξουαλική διαφορά: ΄Αραγε το "ανδρικό" και το "γυναικείο" είναι σαν τις δύο διατάξεις των σπιτιών στο χωριό του Levi-Strauss; Και για να διαλύσουμε την ψευδαίσθηση ότι το "αναπτυγμένο" σύμπαν μας δεν κυριαρχείται από την ίδια λογική, αρκεί να θυμηθούμε το διχασμό του πολιτικού μας χώρου σε Αριστερά και Δεξιά: Ο Αριστερός και ο Δεξιός συμπεριφέρονται ακριβώς σαν τα μέλη των αντίστοιχων υπο-ομάδων του Levi-Strauss. Δεν κατέχουν απλώς διαφορετικούς χώρους μέσα στον πολιτικό χώρο, αλλά ο καθένας τους αντιλαμβάνεται διαφορετικά την ίδια τη διάταξη του πολιτικού χώρου -- ο Αριστερός σαν ένα πεδίο που είναι εγγενώς διασπασμένο από κάποιο θεμελιακό ανταγωνισμό, ο Δεξιός σαν οργανική ενότητα μιας κοινότητας που διαταράσσεται μόνο από εξωτερικούς εισβολείς.

Ο Levi-Strauss όμως κάνει εδώ μια ακόμα κρίσιμη παρατήρηση: Εφ' όσον έτσι ή αλλιώς οι δύο υπο-ομάδες σχηματίζουν την ίδια και την αυτή φυλή, που ζει στο ίδιο χωριό, η ταυτότητα αυτή πρέπει κατά κάποιο τρόπο να έχει εγγραφεί συμβολικά. Μήπως λοιπόν ολόκληρη η συμβολική έκφραση, όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί της φυλής δεν είναι ουδέτεροι, αλλά είναι υπερπροσδιορισμένοι από τον θεμελιακό και συστατικό ανταγωνιστικό διχασμό; Από αυτό δηλαδή που ο Levi-Strauss προσφυώς αποκαλεί "μηδενικό θεσμό", ένα είδος θεσμικού αντίστοιχου του περίφημου mana, του κενού σημαίνοντος χωρίς προσδιορισμένο νόημα εφ' όσον σημαίνει μόνο την παρουσία του νοήματος ως νόημα σε αντιπαράθεση με την απουσία νοήματος; ΄Ενα ειδικό θεσμό που δεν έχει θετική προσδιορισμένη λειτουργία και λειτουργεί μόνο αρνητικά για να σηματοδοτεί την παρουσία και πραγματικότητα των ίδιων των κοινωνικών θεσμών, σε αντιπαράθεση με την απουσία τους -- το προ-κοινωνικό χάος; Ακριβώς αυτή η αναφορά σε ένα τέτοιο μηδενικό θεσμό είναι αυτό που επιτρέπει σε όλα τα μέλη της φυλής να αισθάνονται πως είναι μέλη της ίδιας φυλής. Δεν είναι λοιπόν αυτός ο μηδενικός θεσμός μια ιδεολογία στην καθαρότερη μορφή της, δηλαδή μια άμεση ενσάρκωση της ιδεολογικής λειτουργίας παροχής ενός ουδέτερου περιβάλλοντος χώρου, όπου ο κοινωνικός ανταγωνισμός εκμηδενίζεται, όπου όλα τα μέλη της κοινωνίας μπορούν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους; Και δεν είναι ο αγώνας για ηγεμονία ακριβώς ένας αγώνας για το πώς θα υπερπροσδιοριστεί αυτός ο μηδενικός θεσμός και θα χρωματιστεί με κάποια ειδική σημασία; Και για να δώσουμε ένα σαφές παράδειγμα: Δεν είναι η μοντέρνα έννοια του έθνους ένας τέτοιος μηδενικός θεσμός, ο οποίος εμφανίζεται με τη διάλυση των δεσμών που βασίζονταν στις άμεσες οικογενειακές ή παραδοσιακές συμβολικές μήτρες; ΄Οταν δηλαδή με την έφοδο του μοντερνισμού οι κοινωνικοί θεσμοί άρχισαν να χάνουν την επαφή τους με τη ζωντανή παράδοση και να γίνονται όλο και περισσότερο αντιληπτοί σαν ζήτημα "συμβολαίου"[5]. Ιδιαίτερη σημασία έχει εδώ το γεγονός ότι η εθνική ταυτότητα γίνεται αντιληπτή σαν μια μίνιμουμ "φυσικότητα", σαν μια ένταξη που βασίζεται σε "αίμα και έδαφος" και γι' αυτό βρίσκεται σε αντίθεση με τις "τεχνητές" εντάξεις σε κοινωνικούς θεσμούς (κράτος, επάγγελμα...) Οι προ-μοντέρνοι θεσμοί λειτουργούσαν σαν "φυσικές" συμβολικές οντότητες, σαν θεσμοί βασισμένοι σε αδιαμφισβήτητες παραδόσεις, και τη στιγμή που οι θεσμοί έγιναν αντιληπτοί σαν κοινωνικές κατασκευές γεννήθηκε η ανάγκη για ένα "φυσικό" μηδενικό θεσμό που θα μπορούσε να λειτουργεί σαν ουδέτερο κοινό έδαφος.

Επιστρέφοντας στη σεξουαλική διαφορά, μπαίνω στον πειρασμό να διακινδυνεύσω την υπόθεση ότι η ίδια λογική του μηδενικού θεσμού θα μπορούσε να εφαρμοστεί όχι μόνο στην ενότητα της κοινωνίας, αλλά και στον ανταγωνιστικό διχασμό της: Μήπως η σεξουαλική διαφορά είναι τελικά ένα είδος μηδενικού θεσμού του κοινωνικού διχασμού της ανθρωπότητας, μα "φυσική" ελάχιστη μηδενική διαφορά, ένα χάσμα που πριν από τη σηματοδότηση οποιασδήποτε συγκεκριμένης διαφοράς σηματοδοτεί τη διαφορά ως διαφορά; Ο αγώνας τότε για ηγεμονία είναι και πάλι ένας αγώνας για το πώς θα υπερπροσδιοριστεί αυτή η μηδενική διαφορά από άλλες συγκεκριμένες κοινωνικές διαφορές. Πάνω σ' αυτό το φόντο θα πρέπει κανείς να διαβάσει ένα σημαντικό, αν και συνήθως παραγνωρισμένο, χαρακτηριστικό του σχήματος του Lacan για το σημαίνον: Ο Lacan αντικαθιστά το κλασικό σχήμα του Saussure (πάνω από τη γραμμή η λέξη "δέντρο" και αποκάτω το σχέδιο ένός δέντρου) με ένα άλλο, όπου πάνω από τη γραμμή υπάρχουν η μια μετά την άλλη οι λέξεις "άνδρας" και "γυναίκα" και κάτω από τη γραμμή δύο ίδια σχέδια μιας πόρτας. Για να υπογραμμίσει το διαφορικό χαρακτήρα του σημαίνοντος, ο Lacan κατ' αρχήν αντικαθιστά το μοναδικό σχέδιο του Saussure με το ζεύγος σημαινόντων, με την αντίθεση άνδρας/γυναίκα, με τη σεξουαλική διαφορά. Αλλά η αληθινή έκπληξη βρίσκεται στο γεγονός ότι, στο επίπεδο της φαντασιακής σημασίας, δεν υπάρχει διαφορά, δεν βρίσκουμε κάποια γραφική ένδειξη της σεξουαλικής διαφοράς, π.χ. το απλοποιημένο σχέδιο ενός άνδρα και μια γυναίκας, όπως γίνεται συνήθως σήμερα στις περισσότερες δημόσιες τουαλέτες, αλλά την ίδια πόρτα αναπαραγμένη δύο φορές. Μπορεί άραγε να υποστηρίξει κανείς με σαφέστερους όρους ότι η σεξουαλική διαφορά δεν προσδιορίζει οποιαδήποτε βιολογική αντιπαράθεση βασισμένη σε "πραγματικές" ιδιότητες, αλλά σε μια καθαρώς συμβολική αντιπαράθεση που ανταποκρίνεται στα προσδιορισμένα αντικείμενα -- δηλαδή ότι τίποτα παρά μόνο το Πραγματικό κάποιου απροσδιόριστου Χ δεν μπορεί ποτέ να συλληφθεί από την εικόνα του σημαινόμένου;

Επιστρέφουμε στο παράδειγμα του Levi-Strauss για τα δύο σχεδιαγράμματα του χωριού. Εδώ μπορεί κανείς να δει με ποιά επακριβή έννοια παρεμβαίνει το Πραγματικό μέσω της αναμόρφωσης. ΄Εχουμε κατ' αρχήν την "πραγματική", "αντικειμενική" διάταξη των σπιτιών και δύο διαφορετικούς συμβολισμούς που και οι δύο παραμορφώνουν με αναμορφικό τρόπο την πραγματική διάταξη. Εντούτοις, το "πραγματικό" εδώ δεν είναι η πραγματική διάταξη, αλλά ο τραυματικός πυρήνας του κοινωνικού ανταγωνισμού που παραμορφώνει στα μάτια των μελών της φυλής το θέαμα του πραγματικού ανταγωνισμού. Το πραγματικό είναι έτσι το αποκηρυγμένο Χ εξαιτίας του οποίου το όραμά μας για την πραγματικότητα παραμορφώνεται αναμορφικά. (Παρενθετικά, αυτό το τριών επιπέδων σχήμα είναι εντελώς ανάλογο με το τριών επιπέδων σχήμα της ερμηνείας των ονείρων από το Φρόυντ: Ο αληθινός πυρήνας του ονείρου δεν είναι η υπολανθάνουσα σκέψη του ονείρου που υποκαθίσταται/μεταφράζεται στη σαφή υφή του ονείρου, αλλά η υποσυνείδητη επιθυμία που εγγράφεται μέσω της ίδιας της παραμόρφωσης της υπολανθάνουσας σκέψης στη σαφή δομή).

Και τα ίδια ισχύουν στη σημερινή σκηνή της τέχνης: Εδώ το Πραγματικό δεν επιστρέφει κυρίως με το προσωπείο της αποκρουστικής βίαιας εισβολής περιττωμάτων, σακατεμένων πτωμάτων κλπ. Τα αντικείμενα αυτά βεβαίως βρίσκονται εκτός χώρου, αλλά για να μην έχουν χώρο, ο (κενός) χώρος πρέπει ήδη να υπάρχει. Και ο χώρος αυτός έχει αναδειχτεί με τη "μινιμαλιστική" τέχνη, αρχής γενομένης από τον Malevitch. Εδώ βρίσκεται η συνεργία των δύο αντιθετικών εικόνων του υψηλού μοντερνισμού, του "Μαύρου τετραγώνου και της λευκής επιφάνειας" του Kazimir Malevitch και της παρουσίασης έτοιμων αντικειμένων του Marcel Duchamp ως έργων τέχνης. Η υποκείμενη ιδέα στην ανύψωση κάποιου καθημερινού αντικειμένου από τον Malevitch σε έργο τέχνης είναι ότι το να μεταμορφωθεί κάτι σε έργο τέχνης δεν είναι μια εγγενής ιδιότητα του αντικειμένου: Ο ίδιος ο καλλιτέχνης είναι εκείνος που οικειοποιούμενος το αντικείμενο (ή μάλλον, οποιοδήποτε αντικείμενο) και τοποθετώντας το σε ένα ορισμένο χώρο το ανυψώνει σε έργο τέχνης -- το να είναι κάτι έργο τέχνης δεν έχει σχέση με το "γιατί", αλλά με το "πού". Και αυτό που κάνει η μινιμαλιστική προδιάθεση του Malevitch είναι απλά να αναδεικνύει (απομονώνει) αυτό τον χώρο σαν χώρο (ή πλαίσιο) κενό με την πρωτο-μαγική ιδιότητα να μεταμορφώνει οποιοδήποτε αντικείμενο που βρίσκεται εντός των ορίων του σε έργο τέχνης. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει Duchamp χωρίς Malevitch. Μόνο αφού απομονωθεί ο χώρος/πλαίσιο σαν χώρος/πλαίσιο, άδειος από κάθε περιεχόμενο, μπορεί κανείς να ασχοληθεί με τη διαδικασία του έτοιμου. Πρίν από το Malevitch, ένα ουροδοχείο θα παρέμενε απλώς ουροδοχείο, έστω και αν παρουσιαζόταν στην πιο φημισμένη γκαλλερί.

΄Ετσι, η εμφάνιση περιττωματικών αντικειμένων που βρίσκονται εκτός χώρου είναι στενά συνδεδεμένη με την εμφάνιση του χώρου χωρίς κανένα αντικείμενο μέσα του, του κενού δηλαδή πλαισίου. Συνεπώς, το Πραγματικό στη σύγχρονη τέχνη έχει τρεις διαστάσεις, οι οποίες κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνουν εντός του Πραγματικού την τριάδα Φαντασιακό-Συμβολικό-Πραγματικό. Το Πραγματικό βρίσκεται εδώ σαν αναμορφική κηλίδα, σαν αναμορφική παραμόρφωση της άμεσης εικόνας της πραγματικότητας -- σαν παραμορφωμένη εικόνα, σαν καθαρό είδωλο που "υποκειμενικοποιεί" την αντικειμενική πραγματικότητα. ΄Υστερα, το Πραγματικό βρίσκεται εδώ σαν κενός χώρος, σαν δομή, σαν κατασκευή που δεν είναι ποτέ εδώ, σαν εμπειρία καθεαυτή, αλλά που μπορεί να κατασκευαστεί μόνο αναδρομικά και πρέπει να προϋποτίθεται ως τέτοιο -- το Πραγματικό σαν συμβολική κατασκευή. Τέλος, το Πραγματικό είναι το αισχρό περιττωματικό αντικείμενο εκτός χώρου, το Πραγματικό "εν-εαυτώ". Το τελευταίο Πραγματικό, εάν απομονωθεί, είναι ένα απλό φετίχ, που η γοητευτική/συναρπαστική παρουσία του μεταμφιέζει το δομικό Πραγματικό, με τον ίδιο τρόπο που στο ναζιστικό αντισημιτισμό ο Εβραίος σαν περιττωματικό αντικείμενο είναι το Πραγματικό που συγκαλύπτει το αβάσταχτο δομικό Πραγματικό του κοινωνικού ανταγωνισμού. Οι τρεις αυτές διαστάσεις του Πραγματικού προκύπτουν από τους τρεις τρόπους για να εξασφαλιστεί απόσταση στην "κανονική" πραγματικότητα: Ο ένας υποβάλλει την πραγματικότητα σε αναμορφική παραμόρφωση, ο άλλος εισάγει ένα αντικείμενο που δεν έχει θέση σ' αυτή και ο τρίτος αφαιρεί/διαγράφει όλο το περιεχόμενο (αντικείμενα) της πραγματικότητας, ώστε ό,τι απομένει να είναι ο κενός χώρος που γέμιζαν αυτά τα αντικείμενα.


Το φροϋδικό άγγιγμα

Το ψεύδος του "The Matrix" διακρίνεται ίσως καλύτερα στον χαρακτηρισμό του Νέου ως "ο ΄Ενας". Ποιός είναι ο ΄Ενας; Υπάρχει πράγματι ένας τέτοιος χώρος στον κοινωνικό δεσμό. Υπάρχει, πρώτα απ' όλα, ο Κύριος των Σημαινόντων, η συμβολική αυθεντία. Ακόμα και στη χειρότερη μορφή κοινωνικής ζωής, στις αναμνήσεις όσων επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σταθερά αναφέρεται ο ΄Ενας, ένα άτομο που δεν έσπασε, που μέσα στις αβάσταχτες συνθήκες οι οποίες υποβάθμισαν όλους τους άλλους σε ένα εγωιστικό αγώνα γυμνής επιβίωσης, με θαυμαστό τρόπο διατηρούσε και ακτινοβολούσε μια "παράδοξη" γενναιοδωρία και αξιοπρέπεια -- με λακανικούς όρους, έχουμε εδώ τη λειτουργία του Y'a de l'Un: Ακόμα κι εδώ, υπήρχε ο ΄Ενας ο οποίος λειτουργούσε σαν έρεισμα του μίνιμουμ αλληλεγγύης, σαν προσιδιάζων κοινωνικός δεσμός σε αντίθεση με τη συνεργασία στο πλαίσιο της καθαρής στρατηγικής επιβίωσης. Δύο είναι τα κρίσιμα χαρακτηριστικά εδώ: Πρώτον, το άτομο αυτό ήταν πάντοτε αντιληπτό ως ένας (δεν υπήρχαν ποτέ πολλά τέτοια άτομα, λες και από μια ασαφή αναγκαιότητα το ανεξήγητο αυτό θαύμα αλληλεγγύης να έπρεπε να ενσαρκώνεται μόνο από Έναν). Δεύτερον, δεν ήταν τόσο αυτό που αυτός ο ΄Ενας έκανε πράγματι για τους άλλους, αλλά μάλλον αυτό που εξασφάλιζε η ίδια του η παρουσία ανάμεσά τους (αυτό που επέτρεπε στους άλλους να επιβιώνουν ήταν η επίγνωση ότι, ακόμα και αν τον περισσότερο καιρό είχαν καταντήσει απλές μηχανές επιβίωσης, υπήρχε ο ΄Ενας που εξασφάλιζε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια). Με τρόπο ανάλογο με τα κονσερβαρισμένα γέλια, έχουμε εδώ κάτι σαν κονσερβαρισμένη αξιοπρέπεια, όπου ο ΄Αλλος (ο ΄Ενας) διατηρεί την αξιοπρέπειά μου για μένα, στη θέση μου, ή, πιο συγκεκριμένα, όπου εγώ διατηρώ την αξιοπρέπειά μου μέσω του ΄Αλλου: Μπορεί να έχω ταπεινωθεί στο σκληρό αγώνα για επιβίωση, αλλά η ίδια η επίγνωση ότι υπάρχει ο ΄Ενας που διατηρεί την αξιοπρέπειά μου, μου επιτρέπει να διατηρώ έναν ελάχιστο δεσμό με την ανθρωπιά. Πολλές φορές, όταν αυτός ο ΄Ενας έσπαζε ή ξεσκεπαζόταν σαν τσαρλατάνος, οι άλλοι κρατούμενοι έχαναν τη βούληση για επιβίωση και μεταβάλλονταν σε αδιάφορους ζωντανούς νεκρούς -- παραδόξως, η ίδια τους η απόφαση να αγωνιστούν για τη σκέτη επιβίωση υποβασταζόταν από την εξαίρεσή της, από το γεγονός ότι υπήρχε ο ΄Ενας που δεν είχε καταντήσει σ' αυτό το επίπεδο, ούτως ώστε όταν η εξαίρεση εξαφανιζόταν, ο ίδιος ο αγώνας για επιβίωση έχανε το νόημά του. Βεβαίως, αυτό που σημαίνουν όλα αυτά είναι ότι αυτός ο ΄Ενας δεν προσδιοριζόταν αποκλειστικά από τις "πραγματικές" του ποιότητες (σ' αυτό το επίπεδο, μπορεί να υπήρξαν πράγματι αρκετά άτομα σαν κι αυτόν ή να μην ήταν πράγματι αδάμαστος, αλλά ένας τσαρλατάνος που έπαιζε ένα ρόλο) -- ο έκτακτος ρόλος του ήταν μια ψυχολογική μεταβίβαση, δηλαδή κατείχε ένα χώρο κατασκευασμένο από τους άλλους.

Αντίθετα, στο "The Matrix" ο ΄Ενας είναι αυτός που είναι ικανός να βλέπει ότι η καθημερινή μας πραγματικότητα δεν είναι πραγματική, αλλά απλώς μια κωδικοποιημένη εικονική πραγματικότητα, και ο οποίος συνεπώς είναι σε θέση να αποσυνδέεται από αυτή, να τη χειραγωγεί και να παραμερίζει τους κανόνες της (να πετάει στον αέρα, να σταματάει σφαίρες...) Κρίσιμο γεγονός για τη λειτουργία αυτού του Ενός είναι η εικονοποίηση της πραγματικότητας από αυτόν: Η πραγματικότητα είναι μια τεχνητή κατασκευή που οι κανόνες της μπορούν να παραμερίζονται ή τουλάχιστον να ξαναγράφονται. Εδώ βρίσκεται η γνήσια παρανοϊκή ιδέα ότι ο ΄Ενας μπορεί να ακυρώσει την αντίσταση του Πραγματικού ("Μπορώ να περάσω μέσα από ένα τοίχο, αν πραγματικά το αποφασίσω...", δηλαδή η αδυναμία των περισσοτέρων από εμάς να κάνουμε κάτι τέτοιο ανάγεται στην αδυναμία της βούλησης του υποκειμένου).΄Ομως, ούτε εδώ το φιλμ δεν το πηγαίνει μακριά: Στην αξιομνημόνευτη σκηνή στον προθάλαμο της προφήτισσας που θα αποφασίσει εάν ο Νέος είναι ο ΄Ενας, ένα παιδί που το βλέπουμε να λυγίζει ένα κουτάλι με τη δύναμη της σκέψης του λέει στον έκπληκτο Νέο ότι ο τρόπος για να το κάνει κανείς δεν είναι να πείσει τον εαυτό του ότι μπορεί να λυγίσει το κουτάλι, αλλά να πείσει τον εαυτό του ότι δεν υπάρχει κουτάλι... Τί γίνεται όμως με τον εαυτό μου; Το επόμενο βήμα δεν είναι να δεχτώ τη βουδιστική πρόταση ότι εγώ ο ίδιος, το υποκείμενο, δεν υπάρχω;

Για να δείξει κανείς καλύτερα τι είναι ψεύτικο στο "The Matrix", θα πρέπει να ξεχωρίσει το απλό τεχνολογικό ακατόρθωτο από το φαντασματικό ψεύδος: Το ταξίδι στο χρόνο είναι (πιθανώς) αδύνατο, αλλά παρ' όλα αυτά τα φαντασματικά σενάρια γι' αυτό είναι "αληθινά" ως προς τον τρόπο που διαλύουν τα λιβινιδικά αδιέξοδα. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα με το "The Matrix" δεν είναι η επιστημονική αφέλεια των ευρημάτων του: Η ιδέα να περνάς από την πραγματικότητα στην εικονική πραγματικότητα μέσω του τηλεφώνου έχει νόημα, εφ' όσον το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μια τρύπα απ' την οποία να μπορεί κανείς να δραπετεύει. (΄Ισως μια ακόμα καλύτερη λύση να ήταν η τουαλέτα: Ο χώρος απ' όπου τα περιττώματα εξαφανίζονται μόλις τραβήξουμε το καζανάκι δεν είναι πράγματι μια από τις αλληγορίες για το τρομακτικο-υπέροχο Επέκεινα του αρχέγονου, προ-οντολογικού Χάους στο οποίο τα πράγματα εξαφανίζονται; Αν και λογικά γνωρίζουμε τι συμβαίνει με τα περιττώματα, εντούτοις το φαντασιακο μυστήριο επιμένει -- τα σκατά παραμένουν μια παρουσία που δεν χωράει στην καθημερινή μας πραγματικότητα και ο Lacan είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι περνάμε από το ζώο στον άνθρωπο τη στιγμή που ένα ζώο έχει πρόβλημα με το τι να κάνει τα περιττώματά του, τη στιγμή που γίνονται μια ενοχλητική παρουσία. ΄Ετσι, το Πραγματικό δεν είναι πρωταρχικά η τρομακτική-αηδιαστική ύλη που ξαναβγαίνει από την τρύπα της τουαλέτας, αλλά μάλλον η ίδια η τρύπα, το χάσμα που λειτουργεί σαν δίοδος σε μια διαφορετική οντολογική τάξη -- η τοπολογική τρύπα ή συστροφή που "καμπυλώνει" το χώρο της πραγματικότητάς μας με τρόπο που φανταζόμαστε ότι τα περιττώματα εξαφανίζονται σε μια εναλλακτική διάσταση που δεν είναι τμήμα της καθημερινής μας πραγματικότητας). Το πρόβλημα είναι μια ριζικότερη φαντασματική ασυνέπεια, που προβάλλει με μεγαλύτερη ενάργεια όταν ο Μορφέας (ο Αφρο-αμερικανός ηγέτης της αντιστασιακής ομάδας που πιστεύει ότι ο Νέος είναι ο ΄Ενας) προσπαθεί να εξηγήσει στον σαστισμένο ακόμα Νέο τι είναι ο Matrix και κυριολεκτικά τον συνδέει με μια ανεπάρκεια στη δομή του σύμπαντος:

Μορφέας: "Είναι αυτή η αίσθηση που είχες όλη σου τη ζωή ότι κάτι ήταν λάθος με τον κόσμο. Δεν ξέρεις τι είναι, αλλά βρίσκεται εκεί, σαν μια αγκίθα στο μυαλό σου που σε τρελαίνει [...] Ο Matrix βρίσκεται παντού, είναι γύρω μας, ακόμα και σ' αυτό εδώ το δωμάτιο [...] Είναι ο κόσμος που σου σκεπάζει τα μάτια για να σε κάνει τυφλό στην αλήθεια". Νέος: "Ποιά αλήθεια;" Μορφέας: "΄Οτι είσαι ένας σκλάβος, Νέο. ΄Οτι κι εσύ, όπως και όλοι οι άλλοι, γεννήθηκες δούλος... κρατούμενος σε μια φυλακή που δεν μπορείς να μυρίσεις, να γευθείς ή να αγγίξεις. Μια φυλακή του νου σου".

Εδώ το φιλμ συναντά την έσχατη ασυνέπειά του: Η εμπειρία της έλλειψης / ασυνέπειας / εμποδίου υποτίθεται ότι αποδεικνύει το γεγονός ότι η εμπειρία της πραγματικότητας είναι ένα ψεύδος. Προς το τέλος, όμως, του φιλμ, ο Σμιθ, ο πράκτορας του Matrix, δίνει μια διαφορετική και πολύ πιο φροϋδική ερμηνεία:

"Το ξέρεις ότι ο πρώτος Matrix σχεδιάστηκε να είναι ένας τέλειος ανθρώπινος κόσμος; ΄Οπου κανείς δεν θα υπέφερε, όπου όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι; ΄Ηταν μια καταστροφή. Κανείς δεν μπορούσε να δεχτεί το πρόγραμμα. Ολόκληρες σοδειές [ανθρώπων που λειτουργούσαν ως μπαταρίες] χάθηκαν. Μερικοί πιστεύουν ότι δεν έχουμε τη γλώσσα προγραμματισμού που να μπορεί να περιγράψει τον τέλειο κόσμο σας. Εγώ όμως πιστεύω ότι, σαν είδος, τα ανθρώπινα πλάσματα ορίζουν την πραγματικότητά τους μέσα από τον πόνο και τη μιζέρια. Ο τέλειος κόσμος ήταν ένα όνειρο απ' το οποίο ο πρωτόγονος εγκέφαλός σας προσπαθούσε να ξυπνήσει. Να γιατί ο Matrix ξανασχεδιάστηκε για να γίνει η κολοφώνα του πολιτισμού σας".

΄Ετσι, η ατέλεια του κόσμου μας είναι ταυτόχρονα σημάδι της εικονικότητάς του και σημάδι της πραγματικότητάς του. Μπορεί λοιπόν κανείς να υποστηρίξει ότι ο πράκτορας Σμιθ (ας μην ξεχνάμε, όχι ένα ανθρώπινο πλάσμα σαν τα άλλα, αλλά άμεση εικονική ενσάρκωση του ίδιου του Matrix -- του μεγάλου ΄Αλλου) είναι το υποκατάστατο της φιγούρας του ψυχαναλυτή μέσα στο σύμπαν του φιλμ: Το μάθημά του είναι ότι η εμπειρία του ανυπέρβλητου εμποδίου είναι η θετική συνθήκη για μας, τους ανθρώπους, για να αντιληφθούμε κάτι ως πραγματικότητα -- η πραγματικότητα είναι τελικά αυτό που αντιστέκεται.


Ο Μαλμπράνς στο Χόλλυγουντ


Μια παραπέρα ασυνέπεια αφορά τον θάνατο: Γιατί πρέπει να πεθαίνει κανείς "πραγματικά" όταν πεθαίνει μόνο στην εικονική πραγματικότητα που ρυθμίζει ο Matrix; Το φιλμ προσφέρει μια σκοταδιστική απάντηση. Νέος: "Αν σκοτωθείς στον Matrix, πεθαίνεις κι εδώ [δηλαδή, όχι μόνο στη ΕΠ, αλλά και στην πραγματική ζωή];" Μορφέας: "Το σώμα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς το νου". Η λογική αυτής της λύσης είναι ότι το "πραγματικό" σου σώμα μπορεί να παραμείνει ζωντανό (να λειτουργεί) μόνο σε συνύπαρξη με το νου, δηλαδή το διανοητικό σύμπαν μέσα στο οποίο είσαι εμβυθισμένος. ΄Ετσι, εάν βρίσκεσαι σε μια εικονική πραγματικότητα και σκοτωθείς εκεί, αυτός ο θάνατος επηρεάζει επίσης και το σώμα σου... Η προφανής αντίθετη λύση (πεθαίνεις πραγματικά όταν σκοτωθείς στην πραγματικότητα) είναι επίσης ανεπαρκής. Το ζήτημα είναι: Είναι το υποκείμενο εντελώς εμβυθισμένο στην εικονική πραγματικότητα που κυριαρχείται από τον Matrix ή μήπως γνωρίζει ή τουλάχιστον υποψιάζεται την πραγματική κατάσταση πραγμάτων; Εάν η απάντηση είναι ναι, τότε μια απλή υποχώρηση σε μια προπατορική αδαμική κατάσταση θα μας έκανε αθάνατους στην εικονική πραγματικότητα και, κατά συνέπεια, ο Νέος που έχει ήδη απελευθερωθεί από την πλήρη εμβύθιση στην ΕΠ θα μπορούσε να επιζήσει στον αγώνα με τον πράκτορα Σμιθ ο οποίος λαβαίνει χώρα μέσα στην ΕΠ που ελέγχεται από το Matrix (με τον ίδιο τρόπο που είναι σε θέση να σταματάει σφαίρες, θα μπορούσε επίσης να ακυρώνει και τα χτυπήματα που πληγώνουν το σώμα του). Κι αυτό μας γυρίζει πίσω στον οκκαζιοναλισμό (από το occasion=περίπτωση) του Μαλμπράνς (Malebranche): Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τον θεό του Berkeley που φέρει τον κόσμο στο νου του, ο τελικός Matrix είναι ο οκκαζιοναλιστικός θεός του Μαλμπράνς[α].

Ο Μαλμπράνς χωρίς αμφιβολία είναι ο φιλόσοφος που προσέφερε τα καλύτερα νοητικά εργαλεία για τη σύλληψη της εικονικής πραγματικότητας. Μαθητής του Καρτέσιου, απέρριψε τη γελοία ερμηνεία του δασκάλου του ότι η επίφυση είναι αυτό που συντονίζει την υλική και την πνευματική ουσία, δηλαδή το σώμα και την ψυχή. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να ερμηνεύσουμε αυτό τον συντονισμό, εάν δεν υπάρχει επαφή ανάμεσα στα δύο, εάν δεν υπάρχει ένα σημείο όπου η ψυχή να μπορεί να επενεργεί αιτιωδώς στο σώμα και αντίστροφα; Εφ' όσον τα δύο αιτιώδη δίκτυα (αυτό των ιδεών στο νου μου και εκείνο των σωματικών μου διασυνδέσεων) είναι εντελώς ανεξάρτητα, η μόνη λύση είναι ότι μια τρίτη, αληθινή Ουσία (θεός) συνεχώς συντονίζει και μεσολαβεί ανάμεσα στα δύο, διατηρώντας μια φαινομενική συνέχεια: ΄Οταν σκέφτομαι να σηκώσω το χέρι μου και το χέρι μου πράγματι σηκώνεται, η σκέψη μου προκαλεί το σήκωμα του χεριού μου όχι άμεσα αλλά μόνο "περιπτωσιακά" -- μόλις βλέπει τη σκέψη μου να σηκώσω το χέρι μου, ο Θεός θέτει σε κίνηση την άλλη, υλική, αιτιώδη αλυσίδα που οδηγεί στο πραγματικό σήκωμα του χεριού μου. Εάν αντικαταστήσουμε τον "θεό" με το μεγάλο ΄Αλλο, τη συμβολική τάξη, μπορούμε να δούμε την εγγύτητα του οκκαζιοναλισμού με τις απόψεις του Lacan. ΄Οπως το θέτει ο Lacan στην πολεμική του κατά του Αριστοτέλη στο Television[6], η σχέση ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα δεν είναι ποτέ άμεση, εφ' όσον το μεγάλο ΄Αλλο παρεμβαίνει πάντοτε ανάμεσα στα δύο. Ο οκκαζιοναλισμός είναι έτσι ένα όνομα για το "αυθαίρετο του σημαίνοντος", για το χάσμα που χωρίζει το δίκτυο των ιδεών από το δίκτυο της σωματικής (πραγματικής) αιτιότητας, για το γεγονός ότι το μεγάλο ΄Αλλο είναι αυτό που ευθύνεται για το συντονισμό των δύο δικτύων, ούτως ώστε όταν το σώμα μου δαγκώνει ένα μήλο, η ψυχή μου νιώθει μια ευχάριστη αίσθηση. Το ίδιο χάσμα είχε στόχο και ο αρχαίος Αζτέκος ιερέας που οργάνωνε ανθρωποθυσίες για να είναι σίγουρο ότι ο ήλιος θα ανατείλει και πάλι: Η ανθρωποθυσία είναι εδώ μια έκκληση στον θεό να διατηρήσει τον συντονισμό ανάμεσα στις δύο σειρές, τη σωματική αναγκαιότητα και την αλληλουχία των συμβολικών γεγονότων. ΄Οσο "παράλογη" κι αν φαίνεται η θυσία του Αζτέκου ιερέα, ο βασικός συλλογισμός της είναι πολύ πιο ενορατικός από την κοινότοπη ιδέα μας σύμφωνα με την οποία ο συντονισμός ανάμεσα στο σώμα και τη ψυχή είναι άμεσος, δηλαδή είναι "φυσικό" για μένα να έχω μια ευχάριστη αίσθηση όταν δαγκώνω ένα μήλο επειδή αυτή η αίσθηση προκαλείται άμεσα από το μήλο: Αυτό που χάνεται εδώ είναι ο μεσολαβητικός ρόλος του μεγάλου ΄Αλλου ως εγγυητή του συντονισμού ανάμεσα στην πραγματικότητα και την πνευματική εμπειρία μας γι' αυτήν. Και το ίδιο δεν συμβαίνει με την εμβύθισή μας στην εικονική πραγματικότητα; ΄Οταν σηκώνω το χέρι μου για να σπρώξω ένα αντικείμενο στον εικονικό χώρο, το αντικείμενο πράγματι μετακινείται -- η ψευδαίσθησή μου, βεβαίως, είναι ότι η κίνηση του χεριού μου ήταν αυτό που άμεσα προκάλεσε τη μετακίνηση του αντικειμένου, δηλαδή στην εμβύθισή μου παραβλέπω τον πολύπλοκο μηχανισμό του συντονισμού από τον κομπιούτερ, που είναι ανάλογος με τον ρόλο του θεού ως εγγυητή του συντονισμού ανάμεσα στις δύο σειρές στον οκκαζιοναλισμό[7].

Είναι πολύ γνωστό το γεγονός ότι το κουμπί "κλείστε την πόρτα" στα περισσότερα ασανσέρ είναι χωρίς καμιά απολύτως λειτουργία και τοποθετείται εκεί για να δίνει στα άτομα την εντύπωση ότι κατά κάποιο τρόπο συμμετέχουν στην ταχύτητα του ταξιδιού με το ασανσέρ -- όταν πατάμε αυτό το κουμπί, η πόρτα κλείνει στον ίδιο ακριβώς χρόνο όπως και όταν πατάμε το κουμπί κάποιου ορόφου χωρίς να επιταχύνεται η διαδικασία. Η ακραία αυτή και σαφής περίπτωση ψευδοσυμμετοχής είναι μια καλή αλληγορία για τη συμμετοχή των ατόμων στη "μεταμοντέρνα" πολιτική μας διαδικασία. Και είναι οκκαζιοναλισμός στην καθαρότερη μορφή του: Σύμφωνα με το Μαλμπράνς, πατάμε συνεχώς τέτοια κουμπιά και η ασταμάτητη δραστηριότητα του θεού είναι αυτό που συντονίζει τα πατήματα και τα γεγονότα που επακολουθούν (κλείσιμο της πόρτας), ενώ εμείς σκεφτόμαστε ότι τα γεγονότα απορρέουν από το δικό μας πάτημα του κουμπιού.

Γι' αυτό τον λόγο, είναι κρίσιμο να αφήσουμε ανοιχτή τη ριζική αμφιβολία για το πώς ο κυβερνοχώρος θα επηρεάσει τη ζωή μας: Αυτό δεν εξαρτάται από την τεχνολογία καθεαυτή, αλλά από τον τρόπο της κοινωνικής της εγγραφής. Η εμβύθιση στον κυβερνοχώρο μπορεί να εντείνει τη σωματική μας εμπειρία (νέα αισθαντικότητα, νέο σώμα με περισσότερα όργανα, νέα φύλα...), αλλά μπορεί επίσης να δημιουργήσει τη δυνατότητα γι' αυτόν που χειρίζεται τους μηχανισμούς του κυβερνοχώρου κυριολεκτικά να κλέψει το (εικονικό) σώμα μας, αφαιρώντας μας το έλεγχο πάνω του, ούτως ώστε να μην μπορούμε να συσχετιστούμε πια με το σώμα μας σα να είναι "δικό" μας. Συναντάμε τη δομική αμφιβολία της έννοιας της διαμεσολάβησης[8]: Αρχικά, αυτή η έννοια αναφερόταν στα μέσα με τα οποία ένα υποκείμενο απογυμνωνόταν από το άμεσο δικαίωμά του να παίρνει αποφάσεις. Ο μεγάλος μάστορας της πολιτικής διαμεσολάβησης ήταν ο Ναπολέων που άφηνε στους υποταγμένους μονάρχες την επίφαση της εξουσίας, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν πια σε θέση να την ασκούν. Σε ένα γενικότερο επίπεδο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια τέτοια "διαμεσολάβηση" του μονάρχη ορίζει τη συνταγματική μοναρχία, όπου ο μονάρχης υποβαθμίζεται στην καθαρά τυπική και συμβολική έκφραση της υπογραφής και της μεταβίβασης εκτελεστικής ισχύος σε διατάγματα που το περιεχόμενό τους καθορίζεται από το εκλεγμένο κυβερνών σώμα.


Και το ίδιο δεν ισχύει, mutatis mutandis, με τη σημερινή βαθμιαία κομπιουτεροποίηση της καθημερινής μας ζωής, όπου το υποκείμενο "διαμεσολαβείται" όλο και περισσότερο και απογυμνώνεται ανεπαίσθητα από την εξουσία του με την επίφαση της αύξησής της; ΄Οταν το σώμα μας διαμεσολαβείται (πιασμένο στο δίκτυο των ηλεκτρονικών μέσων), ταυτόχρονα εκτίθεται στην απειλή μιας ριζικής "προλεταριοποίησης": Το υποκείμενο δυνητικά υποβαθμίζεται σε καθαρό χρήμα, επειδή ακόμα και η προσωπική μας εμπειρία μπορεί να κλαπεί, να χειραγωγηθεί και να ρυθμιστεί από το μηχανικό ΄Αλλο. Μπορεί να δει κανείς και πάλι πώς η προοπτική της ριζικής εικονοποίησης χαρίζει στον κομπιούτερ μια θέση που είναι εντελώς ανάλογη με τη θέση του θεού στον οκκαζιοναλισμό του Μαλμπράνς: Εφ' όσον ο κομπιούτερ συντονίζει τη σχέση ανάμεσα στο νου μου και σ' αυτό που θεωρώ κίνηση των μελών μου (στην εικονική πραγματικότητα), μπορώ να φανταστώ ένα κομπιούτερ που παθαίνει αμόκ κι αρχίζει να συμπεριφέρεται σαν Κακός Θεός, διαταράσσοντας τον συντονισμό ανάμεσα στο νου μου και την εμπειρία του σώματός μου -- όταν το σήμα του νου μου να σηκώσω το χέρι μου ακυρώνεται ή αντιστρέφεται στην (εικονική) πραγματικότητα, τότε η πιο θεμελιακή εμπειρία του σώματός μου ως "δικό μου" υπονομεύεται... Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο κυβερνοχώρος πραγματώνει έτσι την παρανοϊκή φαντασία που ανέπτυξε ο Schreber, ο Γερμανός δικαστής που τα απομνημονεύματά του αναλύθηκαν από τον Φρόυντ[9]: Το "καλωδιωμένο σύμπαν" είναι ψυχωτικό στο βαθμό που δείχνει να υλοποιεί την παραίσθηση του Schreber για θείες ακτίνες με τις οποίες ο θεός ελέγχει άμεσα τον ανθρώπινο νου. Με άλλα λόγια, μήπως η εξωτερίκευση του μεγάλου ΄Αλλου στον κομπιούτερ εξηγεί την εγγενή παρανοϊκή διάσταση του καλωδιωμένου σύμπαντος; ΄Η, για να το θέσουμε αλλιώς: Είναι κοινοτοπία ότι στον κυβερνοχώρο η ικανότητα "ανεβάσματος" της συνείδησης στον κομπιούτερ, ναι μεν απελευθερώνει τους ανθρώπους από τα σώματά τους, αλλά επίσης απελευθερώνει και τις μηχανές από τους ανθρώπους "τους"...


Η σκηνοθεσία της θεμελιακής φαντασίωσης


Η τελική ασυνέπεια αφορά την αμφίβολη κατάσταση της απελευθέρωση της ανθρωπότητας που ανακοινώνεται από τον Νέο στην τελευταία σκηνή. Αποτέλεσμα της παρέμβασης του Νέου είναι ένα μήνυμα "System Failure" ("Αποτυχία Συστήματος") στον Matrix. Την ίδια στιγμή, ο Νέος απευθύνεται στους ανθρώπους που είναι ακόμα εγκλωβισμένοι στον Matrix ως ο Σωτήρας που θα τους διδάξει πώς να απελευθερωθούν από τα δεσμά του Matrix -- θα είναι σε θέση να σπάζουν τους φυσικούς νόμους, να λυγίζουν σίδερα, να πετούν στον αέρα... Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι όλα αυτά τα "θαύματα" είναι δυνατά μόνο αν παραμείνουν μέσα στην εικονική πραγματικότητα που φέρεται από τον Matrix και αν παραβιάσουν απλώς ή αλλάξουν τους κανόνες του: Η "πραγματική" μας κατάσταση είναι πως είμαστε ακόμα σκλάβοι του Matrix και απλώς κερδίσαμε επιπλέον δύναμη να αλλάζουμε τους κανόνες της πνευματικής μας φυλακής. Δεν θα μπορέσουμε δηλαδή να βγούμε τελείως από τον Matrix και να εισέλθουμε στην "αληθινή πραγματικότητα", όπου είμαστε θλιβερά πλάσματα που θα ζουν στην επιφάνεια της κατεστραμμένης γης;

Με έναν αντόρνειο τρόπο, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτές οι ασυνέπειες[10] είναι οι στιγμές της αλήθειας του φιλμ: Σηματοδοτούν τους ανταγωνισμούς της ώριμης καπιταλιστικής κοινωνικής μας εμπειρίας, ανταγωνισμούς που αφορούν βασικά οντολογικά ζεύγη, όπως πραγματικότητα και πόνος (πραγματικότητα σαν κάτι που διαταράσσει την εξουσία της αρχής της ηδονής), ελευθερία και σύστημα (η ελευθερία είναι δυνατή μόνο εντός του συστήματος που εμποδίζει την πλήρη της έκφραση). ΄Ομως, παρ' όλα αυτά, η τελική δύναμη του φιλμ πρέπει να αναζητηθεί σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Πριν από χρόνια, μια σειρά φιλμ επιστημονικής φαντασίας, όπως το "Zardoz" και το "Logan's Run", προέβλεψαν τη σημερινή μεταμοντέρνα καταδίκη: Την απομονωμένη ομάδα που ζει μια ασηπτική ζωή σε μια κλειστή περιοχή και νοσταλγεί την εμπειρία του πραγματικού κόσμου της υλικής φθοράς. Μέχρι τον μεταμοντερνισμό, η ουτοπία ήταν η προσπάθεια να ξεφύγεις από το πραγματικό του ιστορικού χρόνου σε ένα άχρονο Διαφορετικό. Με τη μεταμοντέρνα αλληλοκάλυψη του "τέλους της ιστορίας" και της πλήρους μετατροπής του παρελθόντος σε ψηφιακή μνήμη, τη στιγμή που ζούμε την άχρονη ουτοπία σαν καθημερινή ιδεολογική εμπειρία, η ουτοπία γίνεται νοσταλγία για το ίδιο το Πραγματικό της Ιστορίας, για μνήμη, για ίχνη του πραγματικού παρελθόντος -- μια προσπάθεια να ξεφύγουμε από τον κλειστό θόλο στις οσμές και τη φθορά της γυμνής πραγματικότητας. To "The Matrix" δίνει την τελική συστροφή σ' αυτή την ανατροπή, συνδυάζοντας την ουτοπία με τη δυστοπία: Η πραγματικότητα στην οποία ζούμε, η άχρονη ουτοπία που έχει σκηνοθετηθεί από τον Matrix, έχει τεθεί με τρόπο που μας υποβιβάζει στην παθητική κατάσταση ζωντανών μπαταριών οι οποίες προσφέρουν ενέργεια στον Matrix.


Ο πραγματικός αντίκτυπος του φιλμ δεν βρίσκεται, λοιπόν, τόσο στην κεντρική του θέση (αυτό που ζούμε σαν πραγματικότητα είναι μια τεχνητή εικονική πραγματικότητα δημιουργημένη από τον Matrix, τον μεγα-κομπιούτερ που συνδέεται άμεσα με το νου όλων μας), αλλά στην κεντρική εικόνα εκατομμυρίων ανθρωπίνων πλασμάτων που ζουν μια κλειστοφοβική ζωή σε λίκνα γεμάτα νερό και διατηρούνται ζωντανά για να προσφέρουν ενέργεια (ηλεκτρισμό) στον Matrix. ΄Ετσι, όταν μερικοί από τους ανθρώπους "ξυπνούν" από την εμβύθισή τους στην εικονική πραγματικότητα του Matrix, το ξύπνημα αυτό δεν είναι ένα ξάνοιγμα στις ανοιχτές εκτάσεις της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά πρώτα απ' όλα η φριχτή συνειδητοποίηση αυτού του κλεισίματος, όπου ο καθένας μας είναι στην πραγματικότητα ένας εμβρυώδης οργανισμός εμβυθισμένος στο αμνιακό υγρό... Η απόλυτη αυτή παθητικότητα είναι η υποθηκευμένη φαντασίωση που βαστάζει τη συνειδητή μας εμπειρία ως δραστήρια, αυτόνομα υποκείμενα -- είναι η έσχατη διεστραμμένη φαντασίωση, η ιδέα ότι τελικά είμαστε όργανα απόλαυσης του ΄Αλλου (του Matrix), απομυζημένα από τη ζωτική μας ενέργεια σαν μπαταρίες. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το αληθινό λιβιδινικό αίνιγμα αυτού του σχήματος: Γιατί ο Matrix χρειάζεται ανθρώπινη ενέργεια; Η καθαρά ενεργειακή εξήγηση είναι βεβαίως παράλογη: Ο Matrix θα μπορούσε εύκολα να βρει μια άλλη, πιο αξιόπιστη, πηγή ενέργειας που δεν θα απαιτούσε την εξαιρετικά πολύπλοκη κατασκευή μια εικονικής πραγματικότητας συντονισμένης για εκατομμύρια ανθρώπινες μονάδες. (Μια ακόμα ασυνέπεια είναι εμφανής εδώ: Γιατί δεν εμβυθίζει ο Matrix κάθε άτομο σε ένα δικό του σολιψιστικό σύμπαν; Γιατί περιπλέκει τα πράγματα με τον συντονισμό των προγραμμάτων ούτως ώστε ολόκληρη η ανθρωπότητα να εγκατοικεί σε ένα και μόνο εικονικό σύμπαν;) Η μόνη συνεπής απάντηση είναι η εξής: Ο Matrix τρέφεται από ανθρώπινη απόλαυση -- και έτσι επιστρέφουμε στη βασική λακανική θέση ότι το ίδιο το μεγάλο ΄Αλλο, αντί να είναι μια ανώνυμη μηχανή, χρειάζεται τη σταθερή εισροή ανθρώπινης απόλαυσης. Και έτσι, να πώς θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε την κατάσταση πραγμάτων που παρουσιάζει το φιλμ: Αυτό που το φιλμ προβάλλει ως ξύπνημα στην πραγματική μας κατάσταση, είναι στην πραγματικότητα το ακριβώς αντίθετο, η ίδια η θεμελιώδης φαντασίωση που στηρίζει το είναι μας.

Η στενή σχέση ανάμεσα στη διαστροφή και τον κυβερνοχώρο είναι σήμερα κοινοτοπία. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, το σενάριο της διαστροφής παρουσιάζει την "αποκήρυξη του ευνουχισμού": Η διαστροφή μπορεί να ειδωθεί σαν άμυνα ενάντια στο μοτίβο του θανάτου και της σεξουαλικότητας, ενάντια στην απειλή της θνητότητας καθώς και της υποχρεωτικής επιβολής της σεξουαλικής διαφοράς. Αυτό που θεσπίζει ο διεστραμμένος είναι ένα σύμπαν, όπου, όπως στα καρτούν, το ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να επιζήσει οποιασδήποτε καταστροφής, όπου η σεξουαλικότητα των ενηλίκων υποβαθμίζεται σε παιδιάστικο παιχνίδι, όπου κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να πεθάνει ή να διαλέξει το ένα από τα δύο φύλα. ΄Ετσι, το σύμπαν του διεστραμμένου είναι ένα σύμπαν καθαρής συμβολικής τάξης, ένα σύμπαν όπου το παιχνίδι του σημαίνοντος τραβάει το δρόμο του απερίσπαστο από το Πραγματικό του ανθρώπινου πεπερασμένου. Σε μια πρώτη προσέγγιση, ίσως φαίνεται ότι η εμπειρία μας από τον κυβερνοχώρο ταιριάζει απόλυτα μ' αυτό το σύμπαν: ΄Αραγε η κυβερνοχώρος δεν είναι ένα σύμπαν ελεύθερο από την αδράνεια του πραγματικού και περιορισμένο μόνο από τους δικούς του κανόνες; Και δεν ισχύει το ίδιο με την εικονική πραγματικότητα του "The Matrix"; Η "πραγματικότητα" στην οποία ζούμε χάνει τον αμείλικτο χαρακτήρα της, γίνεται ένα βασίλειο αυθαίρετων κανόνων (που επιβάλλει ο Matrix) τους οποίους μπορεί κανείς να παραβιάζει εάν η θέλησή του είναι αρκετά ισχυρή... Εντούτοις, σύμφωνα με το Lacan, αυτό που δεν υπολογίζει η τυπική αυτή ιδέα είναι η ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στο ΄Αλλο και την απόλαυση στη διαστροφή. Αλλά τί ακριβώς σημαίνει αυτό;

Στο "Τίμημα της Προόδου", ένα από τα αποσπάσματα που κλείνουν τη Διαλεκτική του Διαφωτισμού, οι Adorno και Horkheimer παραθέτουν τα επιχειρήματα του Γάλλου φυσιολόγου του 19ου αιώνα, Pierre Flourens, ενάντια στην ιατρική αναισθησία με χλωροφόρμιο: Ο Flourens υποστηρίζει ότι μπορεί να αποδειχτεί πως το αναισθητικό επιδρά μόνο στο νευρωνικό δίκτυο της μνήμης μας. Με άλλα λόγια, την ώρα που μας κατακρεουργούν ζωντανούς στο χειρουργικό τραπέζι, νιώθουμε όλο τον φριχτό πόνο, αλλά αργότερα, όταν ξυπνήσουμε, δεν το θυμόμαστε... Για τον Adorno και τον Horkheimer, αυτό βεβαίως είναι η τέλεια αλληγορία για τη μοίρα του Λόγου που βασίζεται στην καταπίεση της φύσης: Το σώμα, το τμήμα της φύσης στο υποκείμενο, νιώθει ολόκληρο τον πόνο, αλλά το υποκείμενο δεν το θυμάται λόγω της καταπίεσης. Εδώ βρίσκεται η τέλεια εκδίκηση της φύσης για την κυριαρχία μας πάνω της: Χωρίς να το ξέρουμε, είμαστε τα μεγαλύτερα θύματά μας, κατακρεουργούμε τον ίδιο μας τον εαυτό... Και δεν θα μπορούσαμε επίσης να το δούμε σαν το τέλειο φανταστικό σενάριο εσωτερικής παθητικότητας, της ΄Αλλης Σκηνής όπου πληρώνουμε το τίμημα για την ενεργητική παρέμβασή μας στον κόσμο; Δεν υπάρχει ενεργός ελεύθερος παράγων χωρίς αυτή την ΄Αλλη Σκηνή στην οποία χειραγωγείται απόλυτα από το ΄Αλλο[11]. ΄Ενας σαδομαζοχιστής πρόθυμα δέχεται αυτό τον πόνο σαν πρόσβαση στο Είναι.

΄Ισως, πάνω σ' αυτές τις γραμμές θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει επίσης το πάθος των βιογράφων του Χίτλερ για τη σχέση του με την ανηψιά του, Γκέλι Ράουμπαλ, που βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμα του Χίτλερ στο Μόναχο το 1931, σα να μπορούσε η υποτιθέμενη σεξουαλική διαστροφή του Χίτλερ να προσφέρει την "κρυφή μεταβλητή", τον μύχιο χαμένο κρίκο, τη φαντασματική υπόθεση που θα μπορούσε να εξηγήσει τη δημόσια προσωπικότητά του. Να, το σενάριο αυτό, όπως αναφέρεται από τον Otto Strasser: "Ο Χίτλερ την έβαλε να γδυθεί, ενώ αυτός ξάπλωσε στο πάτωμα. ΄Υστερα έπρεπε να γονατίσει πάνω από το πρόσωπό του ώστε να μπορεί να την εξετάσει από κοντά κι αυτό τον διήγειρε πολύ. ΄Οταν η διέγερσή του έφτασε στο αποκορύφωμα, απαίτησε να ουρήσει πάνω του κι αυτό του έφερε ηδονή"[12]. Το κρίσιμο σημείο εδώ είναι η απόλυτη παθητικότητα του ρόλου του Χίτλερ σ' αυτό το σενάριο σαν η φαντασματική υπόθεση που τον ώθησε στην ξέφρενη και καταστρεπτική δημόσια πολιτική του δραστηριότητα -- δεν εκπλήσσεται κανείς που η Γκέλι ήταν απελπισμένη και αηδιασμένη από αυτές τις τελετουργίες.

Εδώ βρίσκεται η σωστή θεώρηση του "The Matrix": Στην υπέρθεση των δύο όψεων της διαστροφής -- από τη μια πλευρά, στην αναγωγή της πραγματικότητας σε ένα εικονικό βασίλειο που ρυθμίζεται από αυθαίρετους κανόνες, οι οποίοι μπορούν να ανασταλούν, και από την άλλη, στην κρυμμένη αλήθεια αυτής της ελευθερίας, τον υποβιβασμό του υποκειμένου σε μια έσχατη εργαλειακή παθητικότητα.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

α. Nicolas de Malebranche (1638-1715). Γάλλος μεταφυσικός, γιός του Nicolas de Malebranche, γραμματέα του Λουδοβίκου ΧΙΙΙ, και της Catherine de Lauzon, αδελφής του αντιβασιλέα του Καναδά. Αφού σπούδασε θεολογία στη Σορβόνη, έγινε ιερέας το 1660. ΄Εξοχος χειριστής της γαλλικής γλώσσας, θεωρείται ο δεύτερος σε σημασία μεταφυσικός στοχαστής της Γαλλίας μετά τον Καρτέσιο. Η ουσία της φιλοσοφίας του, που βασίζεται στον καρτεσιανισμό, είναι ένα είδος μυστικιστικού ιδεαλισμού. ΄Οπως υποστηρίζει στο λαμπρό έργο του De la recherche de la verité (Αναζήτηση της αλήθειας), αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και τις αντικειμενικές πραγματικότητες ως υποκειμενικές σκέψεις και αισθήματα μέσω της ιδέας που κατοικεί στην ψυχή μας. Το σώμα όμως δεν μπορεί να επιδρά στο πνεύμα και αντίστροφα, αλλά ο θεός προσαρμόζει το ένα στο άλλο και εξασφαλίζει τη μεταξύ σώματος και πνεύματος αλληλεπίδραση.

Από εδώ πηγάζει το περίφημο δόγμα του οκκαζιοναλισμού ή της διαμεσολάβησης, σύμφωνα με το οποίο το αντικειμενικό πράγμα και η υποκειμενική εντύπωση υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση να συμπίπτουν λόγω της άμεσης παρέμβασης του θεού, διά του οποίου μόνο σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε. Κανένα πεπερασμένο πράγμα δεν μπορεί, κατά τον Μαλμπράνς, να επιφέρει κάποιο αποτέλεσμα, αλλά όλες οι φαινομενικές επιδράσεις των πεπερασμένων πραγμάτων πάνω σε άλλα είναι στην πραγματικότητα επιδράσεις του θεού, τα δε φαινομενικώς επιδρώντα πράγματα είναι οι κατά περίπτωση τυχαίες αιτίες.

Στην ιστορία της φιλοσοφίας, ο Μαλμπράνς μπορεί να θεωρηθεί ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον Καρτέσιο και τον Σπινόζα, επειδή δεν υπερβαίνει τα όρια της αμφιταλάντευσης ανάμεσα στην πανθεϊστική και τη θεϊστικοδυιστική θεωρία. Ο θεός είναι κατ' αυτόν απεριόριστο "είναι", δηλαδή πραγματικότητα χωρίς όρια. ΄Ολα δε τα πεπερασμένα πράγματα είναι περιορισμοί της ουσίας του. Γνωρίζουμε τα πράγματα δι' αυτού, επειδή περιεχόμενοι στον θεό μετέχουμε των ιδεών του. Βλέπουμε όλα τα πράγματα εν θεώ. Ενώ όμως φαίνεται ότι ο θεός -- καθ' εαυτός ούτε ύλη ούτε πνεύμα -- είναι η κοινή αιτία των σωματικών και πνευματικών όντων, εντούτοις σε άλλα σημεία ο Μαλμπράνς έχει τη γνώμη ότι μόνο τα πνευματικά όντα περιέχονται, και μάλιστα αμέσως, στον θεό, ενώ τα σώματα είναι τροποποιήσεις (modificationes) της έκτασης, η οποία δεν ανήκει στον θεό. Και τούτο επειδή ο θεός είναι ασώματο ον και σαν τέτοιο μπορεί να περιλαμβάνει στον εαυτό του μόνο την ιδέα της έκτασης, αλλά δεν μπορεί να έχει ο ίδιος έκταση. Ο θεός είναι ο τόπος που περιέχει τα πνεύματα, η δε έκταση (δηλαδή ο χώρος) είναι ο τόπος των σωμάτων.

Παράλληλα με το Μεγάλο ΄Αλλο του κομπιούτερ στην τεχνολογική εικονική πραγματικότητα, που αναφέρει εδώ ο Zizek σαν μια σαφή περίπτωση οκκαζιοναλισμού, η εικονική πραγματικότητα του χρήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί κι αυτή καθαρός οκκαζιοναλισμός: Σαν τον πολυάσχολο θεό του Μαλμπράνς, συντονίζει επίσης τη βούληση και τις ενέργειές μας και διαμεσολαβεί όλο και περισσότερο ανάμεσα στις πνευματικές μας κατασκευές και τις "υλικές" μας πράξεις ("Μιλάει το χρήμα"). Κάντε ένα μικρό πείραμα: Αντικαταστήστε στα κείμενα του Μαλμπράνς τη λέξη "θεός" με τη λέξη "χρήμα" και θα δείτε το αποτέλεσμα.

Μπορείτε να γνωρίσετε τη σκέψη του Μαλμπράνς, και τη φιλοσοφική/θεολογική ατμόσφαιρα του καιρού του, σε ένα από τα έργα του (Διάλογος χριστιανού και Κινέζου φιλοσόφου), που δημοσιεύουμε σε μετάφραση του Χρήστου Μαρσέλλου. Τα Επιλεγόμενα του μεταφραστή, στο τέλος του Διαλόγου, θα σας βοηθήσουν να δείτε καλύτερα τον ενδιαφέροντα αυτό φιλόσοφο.



Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

1. Αν συγκρίνει κανείς το αρχικό σενάριο (είναι δημοσιευμένο στο Internet) με το ίδιο το φιλμ, μπορεί να δει ότι οι σκηνοθέτες (οι αδελφοί Wachowski, οι οποίοι έγραψαν και το σενάριο) ήταν αρκετά ευφυείς ώστε να πετάξουν τις πολύ άμεσες διανοουμενίστικες αναφορές, όπως την παρακάτω ατάκα: "Κοίταξέ τους. Αυτόματα. Δεν σκέφτονται τι κάνουν ή γιατί το κάνουν. Ο κομπιούτερ τους λέει τι να κάνουν και το κάνουν". "Η πεζότητα του κακού". Η πομπώδης αυτή αναφορά στην Arendt ξαστοχάει εντελώς: Οι άνθρωποι που είναι εντελώς εμβυθισμένοι στην ΕΠ του Matrix βρίσκονται σε μια τελείως διαφορετική, σχεδόν αντίθετη, θέση από τους εκτελεστές του ολοκαυτώματος. Μια επίσης σοφή κίνηση ήταν να πετάξουν τις ολοφάνερες αναφορές στις ανατολίτικες τεχνικές του αδειάσματος του νου σαν τρόπο απόδρασης από τον έλεγχο του Matrix: "Πρέπει να μάθεις να αφήνεις αυτό το θυμό. Πρέπει να αφήνεις τα πάντα. Πρέπει να αδειάζεις τον εαυτό σου για να απελευθερώσεις το νου σου".

2. Κρίσιμο είναι επίσης ότι αυτό που επιτρέπει στο ήρωα του "The Truman Show" να δει και να ξεφύγει από τον χειραγωγημένο κόσμο του είναι η απρόβλεπτη παρέμβαση του πατέρα του -- υπάρχουν δύο πατρικές μορφές στο φιλμ, ο πραγματικός-συμβολικός πατέρας και ο παρανοϊκός "αληθινός" πατέρας, ο σκηνοθέτης του τηλεοπτικού σόου, που τον παίζει ο Ed Harris, και ο οποίος χειραγωγεί τελείως τη ζωή του και τον προστατεύει στο κλειστό περιβάλλον.

3. Στον οποίο στηρίζομαι εδώ σε μεγάλο βαθμό. Βλ. Jodi Dean, Aliens in America. Conspiracy Cultures from Outerspasce to Cyberspace, Ithaca and London, Cornell University Press 1998.

4. Claude Levi-Strauss, "Do Dual Organizations Exist?", στο Structural Anthropology (New York: Basic Books 1963), σσ. 131-163. Τα σχέδια βρίσκονται στις σελίδες 133-134.

5. Βλ. Rastko Mocnik, "Das 'Subjekt, dem unterstellt wird zu glauben' und die Nation als eine Null-Institution," στο Denk-Prozesse nach Althusser, ed. by H. Boke, Hamburg, Argument Verlag 1994.

6. Στο Jacques Lacan, "Television", στο October 40 (1987).

7. Το κύριο έργο του Nicolas Malebranche είναι το Recherches de la verite (1674-75). Η πιο πρόσφατη έκδοση: Vrin 1975, Paris.

8. Ως προς αυτή την αμφιβολία, βλ. Paul Virilio, The Art of the Motor, Minneapolis, Minnesota University Press 1995.

9. Η ιδέα γι' αυτό το σύνδεσμο ανάμεσα στον κυβερνοχώρο και το ψυχωτικό σύμπαν του Achreber μού υποδείχθηκε από τη Wendy Chun, Princeton.

10. Μια επιπλέον σχετική ασυνέπεια σχετίζεται επίσης με την κατάσταση της αλληλοϋποκειμενικότητας στο σύμπαν που κυβερνιέται από τον Matrix: Μοιρλαζονται όλα τα άτομα την ίδια εικονική πραγματικότητα; Γιατί; Γιατί το καθένα δεν έχει αυτή που προτιμάει περισσότερο;

11. Αυτό που κάνει ο Hegel είναι να αντικρούσει αυτή τη φαντασία αποδεικνύοντας ότι η λειτουργία της είναι να γεμίζει την προ-οντολογική άβυσσο της ελευθερίας, δηλαδή να επαναφέρει την αρχική Σκηνή όπου το υποκείμενο εντίθεται σε μια θετική νοουμενική τάξη. Με άλλα λόγια, για τον Hegel, το όραμα του Kant είναι άνευ νοήματος και συνεπείας, εφ' όσον μυστικά επανεισάγει την οντολογικά πλήρως σχηματισμένη θεία ολότητα, δηλαδή ένα κόσμο που συλλαμβάνεται μόνο ως Ουσία, αλλά όχι και ως Υποκείμενο.
12. Αναφέρεται από τον Ron Rosenbaum, Explaining Hitler, New York, Harper 1999, σ. 134.






__


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου