Walter Benjamin-Για μια κριτική της βίας
(Tρίτο Μέρος)
Σημείωση από τις εκδόσεις Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας: Το κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν Zur Kritik Der Gewalt, Gesammelte Schriften, 1977, μετέφρασε από το γερμανικό πρωτότυπο ο Λεωνίδας Μαρσιανός. Η έκδοση ετοιμάστηκε στο Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας με γενική επιμέλεια του Παναγιώτη Καλαμαρά Κυκλοφόρησε στην πόλη της Αθήνας το Καλοκαίρι του 2002 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και η χρήση είναι ελεύθερη γιο τους σκοπούς του κοινωνικού ανταγωνιστικού κινήματος με τη θερμή παράκληση να αναφέρονται οι πηγές.
Επεξεργασία: Praxis
Η ευγένεια της ψυχής, η συμπάθεια, η αγάπη για την ειρήνη, η εμπιστοσύνη και ό,τι άλλο θα μπορούσε να αναφερθεί στην προκειμένη περίπτωση, είναι τα υποκειμενικά προαπαιτούμενα τους. Η αντικειμενική τους εκδήλωση όμως καθορίζεται από τον νόμο (του οποίου η τεράστια σπουδαιότητα δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ), ότι τα ανόθευτα μέσα δεν αφορούν ποτέ άμεσες, παρά μόνον έμμεσες λύσεις.
Επομένως δεν αναφέρονται ποτέ άμεσα στη διευθέτηση της σύγκρουσης ανθρώπου με άνθρωπο, αλλά μόνο σ’ εκείνη που αφορά αντικείμενα. Η επικράτεια των μη βίαιων μέσων αποκαλύπτεται στη σφαίρα των ανθρώπινων συγκρούσεων σε σχέση με τα αγαθά. Για τον λόγο αυτό, η τεχνική με την ευρύτερη έννοια του όρου, είναι το πλέον συγκεκριμένο πεδίο τους. Το πιο απτό παράδειγμα είναι ίσως η σύσκεψη, που θεωρείται μια τεχνική για τη σύναψη συμφωνιών μεταξύ των πολιτών. Σ’ αυτήν δηλαδή όχι μόνο ο μη βίαιος συμβιβασμός είναι εφικτός, αλλά και ο κατ’ αρχήν αποκλεισμός της βίας είναι σαφώς ευαπόδεικτος μέσω μιας σημαντικής αρχής: της ατιμωρησίας του ψέματος. Δεν υπάρχει ίσως καμιά νομοθεσία στον κόσμο που να το τιμωρεί πρωτογενώς. Αυτό δείχνει ότι υπάρχει σε κάποιο βαθμό μια ειρηνική σφαίρα ανθρώπινης συμφωνίας, στην οποία η βία δεν έχει καμία πρόσβαση: στη σφαίρα της"συνεννόησης"καθαυτής, στη γλώσσα.
Μόνο πολύ αργότερα και σε μια ιδιόμορφη διαδικασία παρακμής, εισχώρησε η έννομη βία, τιμωρώντας την απάτη. Ενώ δηλαδή η έννομη τάξη στις απαρχές της, βασιζόμενη στη νικητήρια εξουσία της, ικανοποιούνταν πατάσσοντας την παρανομία όπου εμφανιζόταν και η απάτη -καθώς δεν ενέχει καθόλου βία εντός της- παρέμενε σύμφωνα με τη βασική αρχή ius civile vigilantibus scriptum est ατιμώρητη στο ρωμαϊκό και παλαιό τευτονικό δίκαιο, το δίκαιο μιας όψιμης εποχής, έχοντας απωλέσει την εμπιστοσύνη στην ίδια του τη βία, δεν θεώρησε τον εαυτό του ικανό να ανταπεξέλθει, όπως το πρότερο δίκαιο, στη βία των άλλων.
Έτσι, ο φόβος ενώπιον της βίας και η έλλειψη αυτοπεποίθησης, σηματοδοτούν τον κλονισμό του δικαίου. Αρχίζει, λοιπόν, να θέτει σκοπούς με την προοπτική να εμποδίσει εντονότερες εκδηλώσεις της βίας που συντηρεί το δίκαιο. Επομένως αντιτίθεται στην απάτη όχι βάσει ηθικών λόγων, αλλά από τον φόβο για τις βιαιοπραγίες στις οποίες πιθανόν θα προέβαινε ο εξαπατημένος. Καθώς ένας τέτοιος φόβος βρίσκεται σε αντίθεση με την ίδια την πρωταρχικά βίαιη φύση του δικαίου, τέτοιοι σκοποί δεν ταιριάζουν με τα νόμιμα μέσα του δικαίου. Δεν εκφράζουν μόνο την παρακμή της ίδιας της σφαίρας του δικαίου, αλλά ταυτόχρονα και την έκπτωση των καθαρών μέσων. Διότι το δίκαιο απαγορεύοντας την απάτη, περιορίζει τη χρήση των απόλυτα μη βίαιων μέσων, με το σκεπτικό ότι παράγουν εν δυνάμει βία ως μορφή αντίδρασης.
Η εν λόγω τάση του δικαίου έχει συμβάλλει επίσης στον περιορισμό του δικαιώματος απεργίας που αντιτίθεται στα συμφέροντα του κράτους. Ο νόμος παραχωρεί αυτό το δικαίωμα, επειδή αποτρέπει βίαιες ενέργειες τις οποίες φοβάται να αντιμετωπίσει. Παλαιότερα οι εργάτες επιδίδονταν αμέσως σε σαμποτάζ και πυρπολούσαν τα εργοστάσια. Για να παρακινηθούν οι άνθρωποι προς μια ειρηνική διευθέτηση των συμφερόντων τους χωρίς την ανάμιξη της έννομης τάξης, υπάρχει τελικά ένα αποτελεσματικό κίνητρο ανεξαρτήτως αρετών, το οποίο προσφέρει αρκετά συχνά, ακόμα και στην πιο αδύναμη θέληση, καθαρά αντί για βίαια μέσα: είναι ο φόβος των αμοιβαίων απωλειών που μπορεί να προκαλέσει μια βίαιη αντιπαράθεση, ανεξαρτήτως έκβασης.
Τέτοια κίνητρα είναι εμφανή σήμερα στη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ιδιωτών σε αναρίθμητες περιπτώσεις. Τα πράγματα διαφέρουν όταν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ τάξεων και εθνών, οπότε η ανώτερη τάξη πραγμάτων που απειλεί να επιβληθεί σε "νικητές"και"ηττημένους", διαφεύγει της αίσθησης αρκετών και της αντίληψης σχεδόν όλων. Εν προκειμένω, η αναζήτηση μιας τέτοιας ανώτερης τάξης πραγμάτων και των κοινών συμφερόντων που αντιστοιχούν σ' αυτή και που προσφέρει ένα μόνιμο κίνητρο για μια πολιτική καθαρών μέσων, θα οδηγούσε πολύ μακριά. Ως εκ τούτου, θα ήταν προτιμότερο να γίνει μνεία μόνο στα καθαρά μέσα της ίδιας της πολιτικής σε αναλογία προς εκείνα που διέπουν την ειρηνική συναναστροφή μεταξύ ιδιωτών.
Όσον αφορά τους ταξικούς αγώνες, σ’ αυτούς η απεργία θα πρέπει να επέχει υπό ορισμένες συνθήκες θέση καθαρού μέσου. Δύο ουσιωδώς διαφορετικοί τύποι απεργίας, τα ενδεχόμενα των οποίων έχουν ήδη ληφθεί υπόψη, χρήζουν στο σημείο αυτό λεπτομερέστερης ανάλυσης. Οφείλουμε τον διαχωρισμό αυτόν στον Σορέλ, ο οποίος τον επιχείρησε πρώτος, βάσει περισσότερο πολιτικών, παρά αμιγώς θεωρητικών σκέψεων. Αντιπαραθέτει την πολιτική στην προλεταριακή γενική απεργία. Ανάμεσα τους υφίσταται επίσης μια αντίθεση όσον αφορά τη σχέση με τη βία.
Στους θιασώτες της πρώτης λέει :"η ενίσχυση της κρατικής εξουσίας είναι η βάση των αντιλήψεων τους. Στις σημερινές οργανώσεις τους οι πολιτικοί (βλ. μετριοπαθείς σοσιαλιστές) ήδη προετοιμάζουν την υποδομή μιας σε μεγάλο βαθμό συγκεντρωτικής και πειθαρχημένης εξουσίας, απέναντι στην οποία δεν θα μπορέσει να σταθεί εμπόδιο καμιά αντιπολιτευτική κριτική και η οποία γνωρίζει να επιβάλλει τη σιωπή και να θεσπίζει ψευδή διατάγματα"5."Η πολιτική γενική απεργία...δείχνει πώς το κράτος δεν θα χάσει τίποτα από την ισχύ του, πώς η μάζα των παραγωγών θα αλλάξει απλά τους αφέντες της"6. Έναντι αυτής της γενικής απεργίας (η οποία τυπολογικά φαίνεται, παρεμπιπτόντως, να μοιάζει στην περασμένη γερμανική επανάσταση), η προλεταριακή απεργία θεωρεί ως μοναδικό της έργο την καταστροφή της κρατικής εξουσίας."Αποκλείει όλες τις ιδεολογικές συνέπειες κάθε πιθανής κοινωνικής πολιτικής" οι θιασώτες της θεωρούν μπουρζουάδικες ακόμα και τις πιο δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις"7.
Η εν λόγω τάση του δικαίου έχει συμβάλλει επίσης στον περιορισμό του δικαιώματος απεργίας που αντιτίθεται στα συμφέροντα του κράτους. Ο νόμος παραχωρεί αυτό το δικαίωμα, επειδή αποτρέπει βίαιες ενέργειες τις οποίες φοβάται να αντιμετωπίσει. Παλαιότερα οι εργάτες επιδίδονταν αμέσως σε σαμποτάζ και πυρπολούσαν τα εργοστάσια. Για να παρακινηθούν οι άνθρωποι προς μια ειρηνική διευθέτηση των συμφερόντων τους χωρίς την ανάμιξη της έννομης τάξης, υπάρχει τελικά ένα αποτελεσματικό κίνητρο ανεξαρτήτως αρετών, το οποίο προσφέρει αρκετά συχνά, ακόμα και στην πιο αδύναμη θέληση, καθαρά αντί για βίαια μέσα: είναι ο φόβος των αμοιβαίων απωλειών που μπορεί να προκαλέσει μια βίαιη αντιπαράθεση, ανεξαρτήτως έκβασης.
Τέτοια κίνητρα είναι εμφανή σήμερα στη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ιδιωτών σε αναρίθμητες περιπτώσεις. Τα πράγματα διαφέρουν όταν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ τάξεων και εθνών, οπότε η ανώτερη τάξη πραγμάτων που απειλεί να επιβληθεί σε "νικητές"και"ηττημένους", διαφεύγει της αίσθησης αρκετών και της αντίληψης σχεδόν όλων. Εν προκειμένω, η αναζήτηση μιας τέτοιας ανώτερης τάξης πραγμάτων και των κοινών συμφερόντων που αντιστοιχούν σ' αυτή και που προσφέρει ένα μόνιμο κίνητρο για μια πολιτική καθαρών μέσων, θα οδηγούσε πολύ μακριά. Ως εκ τούτου, θα ήταν προτιμότερο να γίνει μνεία μόνο στα καθαρά μέσα της ίδιας της πολιτικής σε αναλογία προς εκείνα που διέπουν την ειρηνική συναναστροφή μεταξύ ιδιωτών.
Όσον αφορά τους ταξικούς αγώνες, σ’ αυτούς η απεργία θα πρέπει να επέχει υπό ορισμένες συνθήκες θέση καθαρού μέσου. Δύο ουσιωδώς διαφορετικοί τύποι απεργίας, τα ενδεχόμενα των οποίων έχουν ήδη ληφθεί υπόψη, χρήζουν στο σημείο αυτό λεπτομερέστερης ανάλυσης. Οφείλουμε τον διαχωρισμό αυτόν στον Σορέλ, ο οποίος τον επιχείρησε πρώτος, βάσει περισσότερο πολιτικών, παρά αμιγώς θεωρητικών σκέψεων. Αντιπαραθέτει την πολιτική στην προλεταριακή γενική απεργία. Ανάμεσα τους υφίσταται επίσης μια αντίθεση όσον αφορά τη σχέση με τη βία.
Στους θιασώτες της πρώτης λέει :"η ενίσχυση της κρατικής εξουσίας είναι η βάση των αντιλήψεων τους. Στις σημερινές οργανώσεις τους οι πολιτικοί (βλ. μετριοπαθείς σοσιαλιστές) ήδη προετοιμάζουν την υποδομή μιας σε μεγάλο βαθμό συγκεντρωτικής και πειθαρχημένης εξουσίας, απέναντι στην οποία δεν θα μπορέσει να σταθεί εμπόδιο καμιά αντιπολιτευτική κριτική και η οποία γνωρίζει να επιβάλλει τη σιωπή και να θεσπίζει ψευδή διατάγματα"5."Η πολιτική γενική απεργία...δείχνει πώς το κράτος δεν θα χάσει τίποτα από την ισχύ του, πώς η μάζα των παραγωγών θα αλλάξει απλά τους αφέντες της"6. Έναντι αυτής της γενικής απεργίας (η οποία τυπολογικά φαίνεται, παρεμπιπτόντως, να μοιάζει στην περασμένη γερμανική επανάσταση), η προλεταριακή απεργία θεωρεί ως μοναδικό της έργο την καταστροφή της κρατικής εξουσίας."Αποκλείει όλες τις ιδεολογικές συνέπειες κάθε πιθανής κοινωνικής πολιτικής" οι θιασώτες της θεωρούν μπουρζουάδικες ακόμα και τις πιο δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις"7.
Αυτή η γενική απεργία αναγγέλλει με απόλυτη σαφήνεια την αδιαφορία της έναντι των υλικών κερδών των διεκδικήσεων, δηλώνοντας ότι επιθυμεί την κατάλυση του κράτους˙ το κράτος είναι πράγματι... η βάση για την ύπαρξη των κυρίαρχων ομάδων που επωφελούνται από κάθε εγχείρημα, τα βάρη του οποίου φέρει το σύνολο"8. Ενώ η πρώτη μορφή διακοπής της εργασίας συνιστά βία, καθώς προκαλεί μονάχα μια εξωτερική τροποποίηση των συνθηκών εργασίας, η δεύτερη, ως καθαρό μέσο είναι μη βίαιη, καθώς δεν αναλαμβάνεται με την πρόθεση επιστροφής στην εργασία μετά από εξωτερικές παραχωρήσεις και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις των συνθηκών εργασίας, αλλά με την απόφαση επιστροφής μόνο σε μια εργασία εξολοκλήρου αλλαγμένη, μια εργασία την οποία δεν επιβάλλει το κράτος, μια ανατροπή, που αυτός ο τύπος απεργίας δεν την προκαλεί, αλλά μάλλον την πραγματώνει. Γι' αυτό και το πρώτο εξ αυτών των εγχειρημάτων είναι νομοθετικό, ενώ το άλλο, αντιθέτως, αναρχικό.
Ακολουθώντας τις σχετικές δηλώσεις του Μαρξ, ο Σορέλ αρνείται κάθε είδος προγράμματος, ουτοπίας, με μια λέξη νομοθεσίας για το επαναστατικό κίνημα :"Με την γενική απεργία εξαφανίζονται όλα αυτά τα ωραία πράγματα. Η επανάσταση εμφανίζεται ως μια σαφής, απλή εξέγερση και δεν υπάρχει χώρος για τους κοινωνιολόγους ή τους εκλεπτυσμένους ερασιτέχνες των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ούτε ακόμη για τους διανοούμενους, οι οποίοι έχουν κάνει επάγγελμα το να σκέπτονται για λογαριασμό του προλεταριάτου"9. Σ’ αυτή τη βαθιά, ηθική και πραγματικά επαναστατική σύλληψη δεν μπορεί να αντιταχθεί καμία σκέψη που θα ήθελε να στιγματίσει μια τέτοια γενική απεργία σαν βία, λόγω των ενδεχόμενων καταστροφικών συνεπειών της. Και αν κάποιος δικαίως ισχυριζόταν ότι η σύγχρονη οικονομία, ιδωμένη ως όλον, δεν μοιάζει τόσο με μηχανή που βγαίνει εκτός λειτουργίας όταν την εγκαταλείψει ο θερμαστής της, όσο με θηρίο που αναπαύεται μόλις ο δαμαστής του γυρίσει την πλάτη, άλλο τόσο η βιαιότητα μιας πράξης δεν μπορεί να κριθεί βάσει των αποτελεσμάτων ή των σκοπών της, παρά μόνο βάσει του νόμου των μέσων της.
Η κρατική εξουσία βέβαια, η οποία βλέπει μόνο τα αποτελέσματα, εναντιώνεται στη γενική απεργία για την υποτιθέμενη βία της, σε αντίθεση με τις μερικές απεργίες που πράγματι είναι εκβιαστικές σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Ο Σορέλ έδειξε με ευφυέστατο τρόπο κατά πόσο μια τόσο δραστική σύλληψη της γενικής απεργίας ως τέτοιας, ενδείκνυται για τη μείωση της ανάπτυξης της ουσιαστικής βίας στις επαναστάσεις. Αντιθέτως, μια εξαιρετική περίπτωση βίαιης παράλειψης, πιο ανήθικης και ωμότερης από την πολιτική γενική απεργία, συγγενής του αποκλεισμού, είναι η απεργία των γιατρών, όπως την έχουν βιώσει οι περισσότερες γερμανικές πόλεις.
Σ’ αυτήν αποκαλύπτεται με τον πλέον ειδεχθή τρόπο μια αδίστακτη (και διεφθαρμένη) εφαρμογή της βίας και μάλιστα από μια επαγγελματική τάξη η οποία επί σειρά ετών, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια αντίστασης, "εξασφάλιζε στον θάνατο τη λεία του"και εγκατέλειπε στη συνέχεια αυτοβούλως και με την πρώτη ευκαιρία τη ζωή..
Συγκριτικά με τους πρόσφατους ταξικούς αγώνες, η ανάπτυξη μέσων ειρηνικής συμφωνίας ήταν πολύ πιο συγκεκριμένη στην πολυετή ιστορία των κρατών. Μόνο περιστασιακά το καθήκον των διπλωματών, κατά τις διαβουλεύσεις τους, έγκειται στην τροποποίηση της έννομης τάξης. Βασικά οφείλουν, κατ’ αναλογία προς τις συμφωνίες μεταξύ ιδιωτών, να επιλύουν κατά περίπτωση τις διαφορές στο όνομα των κρατών τους, ειρηνικά και χωρίς συμβάσεις. Πρόκειται για ένα λεπτό ζήημα, που επιλύεται αποτελεσματικότερα μέσω διαιτητικών δικαστηρίων, μια μέθοδος λύσης όμως, που είναι θεμελιωδώς ανώτερη από τη διαιτησία, επειδή βρίσκεται πέρα από κάθε έννομη τάξη και επομένως βία. Έτσι, όπως στις επαφές μεταξύ ιδιωτών και οι διπλωμάτες έχουν δημιουργήσει αντίστοιχους τύπους και αξίες, οι οποίες δεν είναι απλώς τυπικότητες, ακόμη κι αν έχουν καταστεί τέτοιες.
Σ’ αυτήν αποκαλύπτεται με τον πλέον ειδεχθή τρόπο μια αδίστακτη (και διεφθαρμένη) εφαρμογή της βίας και μάλιστα από μια επαγγελματική τάξη η οποία επί σειρά ετών, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια αντίστασης, "εξασφάλιζε στον θάνατο τη λεία του"και εγκατέλειπε στη συνέχεια αυτοβούλως και με την πρώτη ευκαιρία τη ζωή..
Συγκριτικά με τους πρόσφατους ταξικούς αγώνες, η ανάπτυξη μέσων ειρηνικής συμφωνίας ήταν πολύ πιο συγκεκριμένη στην πολυετή ιστορία των κρατών. Μόνο περιστασιακά το καθήκον των διπλωματών, κατά τις διαβουλεύσεις τους, έγκειται στην τροποποίηση της έννομης τάξης. Βασικά οφείλουν, κατ’ αναλογία προς τις συμφωνίες μεταξύ ιδιωτών, να επιλύουν κατά περίπτωση τις διαφορές στο όνομα των κρατών τους, ειρηνικά και χωρίς συμβάσεις. Πρόκειται για ένα λεπτό ζήημα, που επιλύεται αποτελεσματικότερα μέσω διαιτητικών δικαστηρίων, μια μέθοδος λύσης όμως, που είναι θεμελιωδώς ανώτερη από τη διαιτησία, επειδή βρίσκεται πέρα από κάθε έννομη τάξη και επομένως βία. Έτσι, όπως στις επαφές μεταξύ ιδιωτών και οι διπλωμάτες έχουν δημιουργήσει αντίστοιχους τύπους και αξίες, οι οποίες δεν είναι απλώς τυπικότητες, ακόμη κι αν έχουν καταστεί τέτοιες.
Ανάμεσα σε όλα τα είδη της βίας που αναγνωρίζουν το φυσικό και το θετικό δίκαιο, δεν υπάρχει ούτε ένα που να διαφεύγει του έντονου προβληματισμού για κάθε έννομη βία. Επειδή, ωστόσο, κάθε πιθανή λύση των ανθρώπινων προβλημάτων και πόσο μάλλον μια λύτρωση από τους περιορισμούς όλων των κοσμοϊστορικών συνθηκών που έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα, είναι αδύνατη αν εξαλειφθεί για λόγους αρχής η βία, είναι απαραίτητο να αναζητηθούν άλλοι τρόποι βίας εκτός από αυτούς που προβλέπει μια θεωρία του δικαίου.
Πρόκειται παράλληλα για το ζήτημα του κατά πόσο αληθεύει η βασική αρχή που είναι κοινή και στις δύο θεωρίες, δηλαδή οι δίκαιοι σκοποί πρέπει να επιτυγχάνονται με νόμιμα μέσα, τα νόμιμα μέσα χρησιμοποιούνται για δίκαιους σκοπούς.
Τι θα συνέβαινε λοιπόν, αν η βία, η επιβεβλημένη από τη μοίρα, χρησιμοποιώντας νόμιμα μέσα, ερχόταν σε σύγκρουση, ανεπίδεκτη συμβιβασμού, με τους δίκαιους σκοπούς και αν ταυτοχρόνως προέκυπτε μια βία διαφορετικού είδους, η οποία δεν θα ήταν, προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί οι σκοποί, ούτε νόμιμο ούτε παράνομο μέσο, ούτε θα συνδεόταν μαζί τους ως μέσο, αλλά με κάποιον διαφορετικό τρόπο; Έτσι θα φωτιζόταν η περίεργη και κυρίως αποθαρρυντική ανακάλυψη της έσχατης αδυναμίας επίλυσης όλων των προβλημάτων του δικαίου (η απελπισία της οποίας είναι συγκρίσιμη μόνο με την αδυναμία ύπαρξης μιας λακωνικής απόφανσης σχετικά με το"ορθό"και το"λάθος"στις μεταγενέστερες γλώσσες). Συνεπώς σχετικά με τη δικαίωση των μέσων και τη δίκαιη φύση των σκοπών δεν μπορεί ποτέ να αποφανθεί ο λόγος, αλλά στην πρώτη περίπτωση αποφαίνεται η επιβεβλημένη από τη μοίρα βία και στη δεύτερη ο θεός.
Μια εντύπωση ασυνήθιστη επειδή ακριβώς επικρατεί η επίμονη συνήθεια οι δίκαιοι αυτοί σκοποί να θεωρούνται σκοποί ενός πιθανού δικαίου, δηλαδή όχι μόνον ότι έχουν γενική ισχύ (κάτι που προκύπτει αναλυτικά από τη φύση της δικαιοσύνης), αλλά επίσης ότι μπορούν να γενικευθούν, γεγονός που όπως φαίνεται αντιτίθεται στη φύση της δικαιοσύνης. Καθώς για σκοπούς που σε συγκεκριμένες συνθήκες θεωρούνται δίκαιοι, γενικά αποδεκτοί και έγκυροι, δεν ισχύει το ίδιο σε καμιά άλλη περίπτωση, ανεξαρτήτως της ομοιότητας τους υπό άλλη οπτική γωνία. Μια μη μεσολαβημένη λειτουργία της βίας, για την οποία γίνεται λόγος εδώ, είναι ήδη εμφανής στην καθημερινή εμπειρία. Ο άνθρωπος οδηγείται, παραδείγματος χάρη, από το θυμό σε μεγάλες εκρήξεις βίας, βίας που δεν αποτελεί μέσο για κάποιον προσχεδιασμένο σκοπό. Δεν είναι μέσο, αλλά εκδήλωση. Παραπέρα, η βία αυτή παρουσιάζει εντελώς αντικειμενικές εκδηλώσεις, οι οποίες υπόκεινται σε κριτική. Αυτές οι εκδηλώσεις απαντώνται κυρίως στον μύθο.
Η μυθική βία στην αρχετυπική μορφή της είναι αμιγής εκδήλωση των θεών. Όχι μέσο προς επίτευξη των σκοπών τους και ακόμη λιγότερο εκδήλωση της θέλησης τους, αλλά κυρίως εκδήλωση της ύπαρξης τους. Ο μύθος της Νιόβης αποτελεί έξοχο παράδειγμα. Μάλιστα, θα μπορούσε η πράξη του Απόλλωνα και της Άρτεμης να είναι απλά μια τιμωρία. Όμως η βία που ασκούν, πολύ περισσότερο εγκαθιδρύει ένα δίκαιο, παρά τιμωρεί την παραβίαση ενός ήδη υφιστάμενου. Η αλαζονεία της Νιόβης προκαλεί συμφορά όχι επειδή παραβιάζει το δίκαιο, αλλά επειδή προκαλεί τη μοίρα, -σ’ έναν αγώνα στον οποίο η μοίρα πρέπει να νικήσει και είναι σε θέση να αναδείξει κάποιας μορφής δίκαιο, μόνο αν θριαμβεύσει.
Η μυθική βία στην αρχετυπική μορφή της είναι αμιγής εκδήλωση των θεών. Όχι μέσο προς επίτευξη των σκοπών τους και ακόμη λιγότερο εκδήλωση της θέλησης τους, αλλά κυρίως εκδήλωση της ύπαρξης τους. Ο μύθος της Νιόβης αποτελεί έξοχο παράδειγμα. Μάλιστα, θα μπορούσε η πράξη του Απόλλωνα και της Άρτεμης να είναι απλά μια τιμωρία. Όμως η βία που ασκούν, πολύ περισσότερο εγκαθιδρύει ένα δίκαιο, παρά τιμωρεί την παραβίαση ενός ήδη υφιστάμενου. Η αλαζονεία της Νιόβης προκαλεί συμφορά όχι επειδή παραβιάζει το δίκαιο, αλλά επειδή προκαλεί τη μοίρα, -σ’ έναν αγώνα στον οποίο η μοίρα πρέπει να νικήσει και είναι σε θέση να αναδείξει κάποιας μορφής δίκαιο, μόνο αν θριαμβεύσει.
Το ότι η θεϊκή βία δεν ήταν, κατά την αντίληψη των αρχαίων, η τιμωρητική βία που συντηρεί το δίκαιο, το δείχνουν οι ηρωικοί μύθοι στους οποίους ο πρωταγωνιστής, όπως παραδείγματος χάρη ο Προμηθέας, με αξιοπρεπές θάρρος προκαλεί τη μοίρα, την αντιμάχεται παρά τα κάθε λογής απρόοπτα, ενώ η αφήγηση του αφήνει την ελπίδα πως κάποτε θα φέρει στους ανθρώπους ένα νέο δίκαιο. Ακριβώς αυτόν τον ήρωα και την έννομη βία του αρχέγονου μύθου του ανακαλεί ο λαός ακόμα και σήμερα, όταν θαυμάζει τους μεγαλύτερους παράνομους. Επομένως η βία ξεσπά πάνω στη Νιόβη από την αβέβαιη, αμφίσημη σφαίρα της μοίρας. Κατά βάση δεν είναι ολέθρια. Παρόλο που επιφέρει αιματηρό θάνατο στα παιδιά της Νιόβης, διστάζει όσον αφορά τη ζωή της μάνας, την οποία αφήνει πίσω περισσότερο ένοχη από πριν, μέσω του θανάτου των παιδιών της, ως αιώνιο, σιωπηλό φορέα της ενοχής αλλά και ως ένδειξη του ορίου μεταξύ ανθρώπων και θεών. Αν αυτή η άμεση βία, στις μυθικές εκδηλώσεις της εμφανίζει στενή σχέση και ουσιαστικά ταυτίζεται με τη νομοθετική βία, γεννάται μια προβληματική όσον αφορά τη νομοθετική βία, εφόσον αυτή προηγουμένως χαρακτηρίστηκε, στην περιγραφή της πολεμικής βίας, απλώς ως μεσολαβητική βία.Ταυτόχρονα, ο συσχετισμός αυτός υπόσχεται να φωτίσει περαιτέρω τη μοίρα, η οποία σε όλες τις περιπτώσεις υπολανθάνει της έννομης βίας και σε γενικές γραμμές να ολοκληρώσει την κριτική της.
Η λειτουργία της βίας στη νομοθεσία είναι διττή, με την έννοια ότι η νομοθεσία επιδιώκει ως σκοπό της, με τη βία ως μέσο, αυτό που θα εδραιωθεί ως δίκαιο, όμως την ίδια τη στιγμή της εφαρμογής του η βία δεν απορρίπτεται˙ αλλά ακριβώς τη στιγμή της νομοθέτησης, θεσπίζεται συγκεκριμένα ως νόμος όχι ένας σκοπός ανεξάρτητος από τη βία, αλλά ένας αναγκαστικά και στενά συνδεδεμένος μαζί της, υπό τον τίτλο της εξουσίας. Η θέσπιση του δικαίου είναι εγκαθίδρυση εξουσίας και, στο πλαίσιο αυτό, άμεση εκδήλωση βίας.
4 Βλ. όμωςUnger, όπ., σελ. 18 επ.Βλ. όμωςUnger, όπ., σελ. 18 επ.
5 Georges Sorel, Reflections sur la violence, 5η έκδοση, Παρίσι 1919, σελ 250.Georges Sorel, Reflections sur la violence, 5η έκδοση, Παρίσι 1919, σελ 250.
6 όπ., σελ. 265.όπ., σελ. 265.
7 όπ., σελ. 195.όπ., σελ. 195.
8 όπ., σελ. 249.όπ., σελ. 249.1
9 όπ., σελ. 200.όπ., σελ. 200.
10 Herman Cohen, Ethnik des reines Willens, 2η έκδοση, Βερολίνο 1907, σ. 362.Herman Cohen, Ethnik des reines Willens, 2η έκδοση, Βερολίνο 1907, σ. 362.
5 Georges Sorel, Reflections sur la violence, 5η έκδοση, Παρίσι 1919, σελ 250.Georges Sorel, Reflections sur la violence, 5η έκδοση, Παρίσι 1919, σελ 250.
6 όπ., σελ. 265.όπ., σελ. 265.
7 όπ., σελ. 195.όπ., σελ. 195.
8 όπ., σελ. 249.όπ., σελ. 249.1
9 όπ., σελ. 200.όπ., σελ. 200.
10 Herman Cohen, Ethnik des reines Willens, 2η έκδοση, Βερολίνο 1907, σ. 362.Herman Cohen, Ethnik des reines Willens, 2η έκδοση, Βερολίνο 1907, σ. 362.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το blog PRAXIS
To link
__________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου