Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

Το (α)δυνατόν της αυτονομίας;

  Αναδημοσίευση από τον Rakis1 (blog Heroico Desembarazo) 

Giorgio de Chirico

 Posted on by heroicodesembarazo


Μέρος 1ο
Η σημασία του «Εγώ συνειδητοποιώ» στην αυτονόμηση του υποκειμένου.


Επίδικο αντικείμενο αποτελεί η διαμόρφωση της ανθρώπινης συνείδησης και ο βαθμός πραγμάτωσης της αυτονομίας. Αρκετά μοντέλα παρουσιάζουν μια εξελικτική μορφή ανάδυσης της συνείδησης στη βάση της αλληλόδρασης του ανθρώπου και του πολιτισμικού – φυσικού περιβάλλοντος. Εντοπίζοντας στη φύση ένα μοντέλο ανάδυσης ενός φαινομένου στη βάση της αλληλεπίδρασης, επιδιώκουν με ανάλογο τρόπο να εξηγήσουν την ανάδυση της ανθρώπινης συνείδησης.

Για παράδειγμα, η φλόγα ενός κεριού υπάρχει και εξασφαλίζει την ύπαρξή της κατά την διαδραστικότητά της με το περιβάλλον,(οι κατάλληλες συνθήκες οξυγόνου, κτλ). Ακριβώς η φλόγα ως φλόγα, μη αναγώγιμη στα συστατικά της στοιχεία μπορεί να εξηγήσει το είναι της, γιατί τα συστατικά της στοιχεία κατακερματισμένα από το σύνολο της οντότητας «φλόγα» δεν εξηγούν το -είναι -στον -κόσμο της οντότητας «φλόγα». Η φλόγα ως φλόγα , σε μία διηνεκή αλληλεπίδραση με την εξωτερικότητα, αυτοκαθορίζεται ως λειτουργική αυτόνομη οντότητα. Και η αλήθεια της είναι ακριβώς αυτή η διάδραση με το περιβάλλον. Κατά κάποιο τρόπο η φλόγα κατασκευάζει το είναι της, κατά συνέπεια και την αλήθεια της διαδραστικά (interactivistic constructivism).

Αυτό το μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα βακτήριο, μέχρι και τον άνθρωπο. Έτσι αναδύεται και το καινούργιο.Για πχ :Το μολύβι από μόνο του δεν έχει την ιδιότητα του να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο, δεν είναι κάτι εγγενές, αλλά αποκτάται σε σχέση με άλλα μολύβια που είναι δίπλα του. Αυτή η ιδιότητα είναι μη-αναγώγιμη , δε χρειάζεται και δεν μπορεί να αναχθεί, στα εγγενή συστατικά του στοιχεία, για να αιτιολογηθεί η ύπαρξή της.

Το παράδειγμα της φλόγας είναι για να δείξει ότι η αλληλεπίδραση υπάρχει γενικά ως φαινόμενο.

Σε ένα άλλο επίπεδο, το παράδειγμα του βακτηρίου δείχνει ότι νομιμοποιούμαστε να μιλούμε για μια μορφή λειτουργισμού.

Πολύ σωστά όμως, ο Λακάν απέναντι στον κίνδυνο που τα παραπάνω θα οδηγούσαν  σε έναν εξελικτισμό ή σε ένα new age βουδισμό, αντιπαραθέτει τη δημιουργία ex nihilo  ως απόλυτο ξεκίνημα. Η προσομοίωση της συνείδησης με μία κάμερα μας δείχνει πως δεν μπορεί να υπάρξει ίχνος εγώ στην περίπτωση της κάμερας.

Η περίπτωση της φλόγας όπως και του βακτηρίου, μοιάζουν με την κάμερα του λακανικού πειράματος στο ότι σε καμία από τις περιπτώσεις δεν υπάρχει ίχνος εγώ.


Το ανθρώπινο Εγώ

Ο Winnicott έδειξε πως η επένδυση του αντικειμένου για να γίνει αντιληπτό προϋποθέτει το αντικείμενο να είναι ήδη εκεί για να έχει την αυταπάτη ο ψυχισμός ότι το δημιούργησε ο ίδιος. Η αυταπάτη πετυχαίνει να κάνει να φανεί το αντικείμενο ως δημιούργημα των προβολών της επιθυμίας του υποκειμένου, το λεγόμενο “υποκειμενικό αντικείμενο”. Παράλληλα, και το βρέφος επενδύεται ως αντικείμενο του αντικειμένου, καθώς επενδύεται από τη μητρική φροντίδα(ο πολιτισμός βέβαια επιβάλλεται από την κοιλιά ακόμα). Το βρέφος έτσι είναι το “αντικείμενο του αντικειμένου”.

Το ζήτημα εδώ έγκειται στο τι είναι αντίληψη από την οπτική του ψυχικού οργάνου.Στη φάση της εξωδεκτικής αντίληψης, το άτομο δεν έχει κάποια ανάγκη να διερωτηθεί για την πραγματικότητα του αντικειμένου και της δικής του επιθυμίας. Όταν οι συνθήκες αυτές δεν είναι πραγματώσιμες, τότε θα φανερωθεί η ανεξάρτητη εξωτερικότητα. Η εμπειρία αυτή της αποτυχίας ικανοποίησης εγκαθιδρύει μια αντιληπτική δραστηριότητα που θεμελιώνει το αντικείμενο ως πραγματικότητα ανεξάρτητη. Εδώ δηλ. αρχή της πραγματικότητας είναι η αναπαράσταση του εαυτού ως αντικειμένου των επιθυμιών του αντικειμένου: η αρχή της πραγματικότητας είναι η αρχή της ηδονής ενός άλλου, ήτοι η επιθυμία του άλλου.

Στο πεδίο της  ιδιοδεκτικής αντίληψης η ενορμητική δράση ή μάλλον διέγερση και η αποτυχία του πλήρους κορεσμού της θα συνδράμει στη συγκρότηση παραστάσεων που ο Freud θα ονομάσει “Εγώ”, διαδικασία που εκβάλλει στη ναρκισσιστική επένδυση.

Ο Ντερριντά νομίζω πως στο παρακάτω απόσπασμα περιγράφει τον ανεξάλειπτο χαρακτήρα του ναρκισσιστικού Εγώ υπέροχα:

“Θυμίζω τη σχέση ανάμεσα στο Νάρκισσο και στην Ηχώ, στο εκπληκτικό κείμενο του Οβιδίου, όπου η φωνή του άλλου είναι αυτή που προσποιείτο ότι επέστρεφε στο Νάρκισσο το τέλος των λόγων του. Η Ηχώ είναι καταδικασμένη από τους Θεούς να μην κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει το τέλος των φράσεων του Ναρκίσσου, και ο Νάρκισσος αρκείται στο να πιάσει το τέλος μιας φράσης που εκείνη του αναπέμπει και που διαμορφώνει μία άλλη φράση και που καταλήγει στο ότι εκείνη είναι που μιλά, στο ότι είναι οι δικές της λέξεις. Και με αφετηρία ακριβώς τον άλλον, την παραίτηση από τον εαυτό, ο ναρκισσισμός διογκώνεται, διογκώνεται όλο και περισσότερο με την απώλειά του, και αυτή η αντίφαση αποτελεί συγχρόνως το φραγμό και την προϋπόθεσή του. Αυτή επίσης η αναγκαιότητα παιδεύει την πλέον αυτοβιογραφική γραφή, κατά τα φαινόμενα την πιο αυτοβιογραφική, που δίνει την εντύπωση, που προσποιείται ότι δεν μιλά παρά για τον εαυτό της. Και εκεί όπου δεν μπορούμε να ιδιοποιηθούμε τη γλώσσα, εκεί όπου η γλώσσα αποδεικνύεται μη ιδιοποιήσιμη, ακόμη κι όταν πρόκειται για τη μητρική μου γλώσσα, το ιδίωμά μου όπως και η εικόνα μου είναι κάτι που δεν μπορώ να ιδιοποιηθώ.”

Αν δεχτούμε μια τέτοια υπόθεση, τότε μήπως θα πρέπει να ξανασκεφτούμε το τι σημαίνει αυτονομία;

Αρκετές θεωρίες από χριστιανικές έως και καστοριαδικές, εκκινούν από την πράξη της συνειδητοποίησης της θέσης του υποκειμένου ως αρχής της αυτονόμησης.


Ας αποπειραθούμε να ορίσουμε τι σημαίνει συνειδητοποιώ.

Συνειδητοποιώ: Στρέφομαι στον εαυτό μου και του αναγνωρίζω μία λανθάνουσα ταυτότητα, ή καλύτερα η λανθάνουσα ταυτότητα έρχεται στο φως και γίνεται κυρίαρχη(άρα πάλι ένα μοντέλο εξουσίας-υποταγής).

Διαμορφώνεται μία υποθετική τοπολογία(χωρίς να είναι απολύτως κακό αυτό) κατά την οποία ένα κομμάτι του εαυτού εναντιώνεται ενός άλλου που θεωρεί ψευδές. Άρα, το 1ο κατέχει την αλήθεια ή είναι το αληθές. Είναι επίσης επικριτικό και επιδιώκει να περάσει το 2ο σε δεύτερη μοίρα , αν όχι να το εξαφανίσει.

Επίσης, το πρώτο εγώ το αλλοτριωμένο, είχε στόχους , όπως και το 2ο έχουν διαφορετικούς στόχους, άρα και διαφορετικές υποσχέσεις.

Σε αυτήν τη ψυχική μορφή αναστοχαστικότητας η κριτική βαθμίδα είναι διχαστική. Το εγώ καθίσταται αντικείμενο του εαυτού του, όπου το ένοχο εγώ πρέπει να περιοριστεί ως εκφραστής των εξουσιαστικών δομών της εξωτερικότητας.
Το “νέο” αναδυθέν εγώ από την άλλη, είναι ο εκφραστής του ορθού και του τιμωρού του άλλου εγώ, του ένοχου. Ο αυτοβασανισμός είναι μια μορφή σαδισμού την ίδια στιγμή που υπάρχει και μια επιθυμία διατήρησης της ταυτότητας. Έχουμε τη σύγκρουση ανάμεσα σε μία κακή και μία καλή συνείδηση.

Επομένως, η κακή συνείδηση είναι αυτή που δημιουργεί το καλό Εγώ. Ένα Εγώ που τηρεί τον λόγο του, την υπόσχεσή του διαχρονικά, την υπόσχεση της πλήρωσης(Το καλό εγώ υπόσχεται την ολοκλήρωση).

Πρόκειται δηλ. για ένα “ένστικτο” της ελευθερίας που ήταν λανθάνον διά της βίας(η επιβολή του νόμου που δημιουργεί την κακή συνείδηση).

Πού έγκειται αυτή η ελευθερία; αυτό το ίχνος της; Στην ευχαρίστηση που προκαλεί πόνο στον εαυτό. Στην αυτοτιμωρία.

Κριτικάρω μια τέτοια ανάπτυξη της συνειδητοποίησης, γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο δυιστική (καλό-κακό εγώ), και ουσιοκρατική, ιεροκρατική(ενοχές,αυτοτιμωρία) παραβλέποντας το ναρκισσισμό, μαζοχισμό(η γνώση της αλήθειας ή του συμφέροντος δε μεταμορφώνει το υποκείμενο σε επαναστατικό, αντίθετα υπάρχουν καταστάσεις όπου η προσκόλληση σε μια φαντασίωση, ένα ιδεώδες, π.χ. έθνος, θεός, εκβάλλουν σε ένα τυφλό μίσος, όπως θα εξηγήσω παρακάτω).





 

Μέρος 2o: Πώς μπορεί να νοηθεί το αυτόνομο υποκείμενο.


 Η έλλειψη και το διχασμένο υποκείμενο.

Συνεπώς, εφόσον το Εγώ οφείλει την ύπαρξή του στην αδυναμία πλήρωσης του υποκειμένου, μπορούμε να ισχυριστούμε πως το Εγώ του υποκειμένου διαμορφώνεται σε μια ριζική έλλειψη, σε έναν διχασμό.
Και η αποσιώπηση της εγκάρσιας έλλειψης καταπολεμάται με την προσκόλληση στη φαντασίωση για να αναδυθεί ένα εγώ που φαντασιωτικά είναι πλήρες. Πράγμα που σημαίνει ότι το ΕΓΩ διαμορφώνεται από την έλλειψη και είναι η απόκρυψή της και μάλιστα είναι επικριτικό στον εαυτό του γιατί το υποκείμενο δεν μπορεί να γεμίσει αυτή την έλλειψη που δεν μπορεί να πληρωθεί ποτέ. Η αμφιθυμία λοιπόν είναι ότι το υποκείμενο αγαπά το Νόμο γιατί του δίνει ύπαρξη αλλά και το μισεί γιατί υπόρρητα υπάρχει μια διαρκής έλλειψη. Η φαντασίωση δεν εξαφανίζει την έλλειψη , την αποκρύπτει.
Το επικριτικό Εγώ είναι ο Νόμος, και άρα η αυτονομία είναι επίδικο θέμα.
ο Άλλος-το εξουσιαστικό κοινωνικό, με διαμορφώνει αλλά όχι πλήρως.
Η υποκειμενικοποίησή μου,μας,(η διαμόρφωση του Εγώ μας που είναι στη βάση της κυρίαρχης ηθικής) από το κοινωνικό που εισβάλλει μέσα μας δημιουργεί και απουποκειμενικοποιήσεις δηλ. σώματα που δεν έχουν σημασία , που αποκλείονται, που είναι παράνομα.


Η λύση (;)

Αυτή η στροφή στην επικράτεια απονομιμοποιημένων σωμάτων, είναι η δυνατότητα που δίνεται στο Εγώ να εκκεντρωθεί.
Κατά συνέπεια , όταν το Εγώ εκκεντρωθεί, τότε ανοίγονται οι οδοί για ένα πέραν της ηθικής.
Πρόκειται για μία διαδικασία πένθους που μας ξεκολλά από την αγάπη στο χαμένο αντικείμενο(πχ ένα ιδεατό αντικείμενο όπως η πατρίδα, το έθνος,ο παράδεισος,ήτοι ιδεώδη απόλυτης αρμονίας), και μας στρέφει πάλι εμάς και την επιθετικότητά μας στο εξωτερικό/κοινωνικό.
Αν η ανάληψη ευθύνης είναι μία (επι)κριτική επιθετικότητα του εγώ μας προς εμάς, ο θάνατος του Εγώ(με την έννοια της εκκέντρωσης, γιατί ο θάνατος του εγώ είναι αδύνατος) είναι ένα άνοιγμα προς το έξω και η συνθήκη για μια ριζική απουσία αυταπάτης.


Η άλλη απόλαυση ή η συνέχεια της λύσης (;)

 Το ’64 ο Λακάν χωρίς να υποπίπτει σε έναν “φαλλοκεντρικό πριαπισμό” επανεισάγει το πραγματικό ως αντικείμενο α , όχι ως φαλλικό όργανο, αλλά ως όργανο της ενόρμησης. Αυτό το άλλο όργανο δεν ενεργοποιείται από τον Φαλλό. Με βάση αυτό, η ενόρμηση δε σημασιοδοτείται από τον Φαλλό αλλά ορίζεται ως αντικειμενότροπο θραύσμα χωρίς έμφυλη σημασιοδότηση. Κατά συνάφεια, το πραγματικό ως αντικείμενο α, είναι το κατάλοιπο που απομένει έκκεντρα από κάθε προβολή που τον εντάσσει φαντασιακά σε ένα ναρκισσιστικό πλαίσιο.

Το Πραγματικό του Άλλου είναι η ύπαρξή του ως εξωτερικότητα. Υπάρχει αγάπη που αγγίζει την εξωτερικότητα του πραγματικού άλλου. Είναι η αγάπη του Πραγματικού Άλλου πέρα από το σημείο αναγνώρισης. Μόνο υποκειμενικοποιώντας το δικό του θάνατο το υποκείμενο(βλ. παραπάνω εκκέντρωση) , αποκτά τη δυνατότητα να προσεγγίσει το συμβάν της αγάπης. Εδώ όμως είναι που καθίσταται δυνατό και το αληθινό μίσος. Ο Λακάν υποστηρίζει πως “ η αληθινή αγάπη εκβάλλει στο μίσος” . Μην ξεχνούμε ότι το ξένο σώμα είναι το δικό μας σώμα. Στο φίλο ενοικεί ο εχθρός και αντίστροφα. Η εγκαθίδρυση του κοινωνικού δεσμού επέρχεται με την παραίτηση από την απόλαυση και η παραίτηση αυτή συνεπάγεται αναγκαστικά μια σχέση αγάπης-μίσους, που από τη μια, μας εξανθρωπίζει, από την άλλη μας στερεί την απόλαυση. Ε λοιπόν η ψυχανάλυση επιφέρει μια ηθική ανάληψη ευθύνης ακριβώς απέναντι σε αυτήν την αμφιθυμία. Εργάζεται προς την κατεύθυνση μιας δυνατής κατονομασίας της αμφιθυμίας.



Το μίσος ως πάθος του Είναι


Στο Σεμινάριο, Λακάν,1978, το μίσος περιγράφεται ως μια διαδρομή χωρίς όρια. Εδώ το μίσος νοείται ως ανθρώπινο πάθος. Το μίσος εδώ δεν περιορίζεται από την εικόνα του Άλλου. Είναι όντως ένα καθαρό μίσος, ακόρεστο, οριακά χωρίς αντικείμενο. Πρέπει να προσέξουμε ότι σε αυτό το καθαρό μίσος ως πάθος του Είναι δε διακυβεύεται μία φαντασιακή σύλληψη . Είναι ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό αποκλείοντας το συμβολικό. Άρα, χαρακτηρίζεται από μια απελπισμένη διαύγεια που απαιτεί το θάνατο του συμβολικού, του Νόμου. Κατά συνέπεια, το haine solide κατευθύνεται προς το Είναι , στρέφεται κατά της έλλειψης του Θεού, και είναι πέραν του ορίου φίλος/εχθρός. Αλλά αυτό δείχνει και το μίσος του θεού προς τα δημιουργήματά του.

Παρανοϊκό και καθαρό μίσος δεν αντέχουν τη διαίρεση του Είναι του υποκειμένου. Αυτή η αμφιθυμία είναι δομική στη συναισθηματική διάσταση του ανθρώπου. Εδώ είναι που αγάπη και μίσος συγχέονται και που συνδέει ο Λακάν την ανάγκη της αγάπης με εκείνη του ακρωτηριασμού του αντικειμένου της αγάπης:

«Σε αγαπώ, αλλά αφού ανεξήγητα αγαπώ κάτι σε σένα περισσότερο από σένα-το αντικείμενο α- σε ακρωτηριάζω.»

Στο παρανοϊκό μίσος το υποκείμενο δεν υποκειμενικοποιεί το ξένο ως δικό του κακό, αλλά το προβάλλει προς τα έξω , δηλ. προς το αντικείμενο που μισεί.

Στο καθαρό μίσος η απόλαυση είναι η καταστροφή της ζωής ως τέτοιας.

Στο σημείο αυτό είναι που προτείνω την πολιτική της ψυχανάλυσης ενάντια σε μια πολιτική της παράνοιας.

Η ψυχανάλυση έτσι γίνεται εμπειρία υποκειμενικοποίησης του οικείου κακού.
Καλείται να κατονομάσει την αμφιθυμία, και όχι να την ακυρώσει όπως κάνει η παρανοϊκή άμυνα. Στην παρανοϊκή άμυνα δεν υπάρχει αγάπη αλλά ερωτομανία ή καταδίωξη.

Όταν λοιπόν λέω πως η αγάπη αγγίζει την εξωτερικότητα του Άλλου , εννοώ «αυτή που μένει ως κατάλοιπο σε σχέση με αυτό που ο Άλλος παροντοποιεί από τη δική μου εξωτερικότητα(το ενορμητικό μου Είναι)»(θέση του Massimo Recalcati ) σε μένα τον ίδιο. :

«Μόνο υποκειμενικοποιώντας το δικό του θάνατο, δηλ. το ριζικότερο δικό του κακόν , έχει το υποκείμενο τη δυνατότητα να προσεγγίσει το συμβάν της αγάπης».

Το παραπάνω είναι πέραν της φαντασίωσης της πληρότητας, γιατί η πράξη αυτή της υποκειμενικοποίησης είναι πέραν του σημείου αναγνώρισης.

Η εκκέντρωση που αναφέρω ως κατάδειξη της αμφιθυμίας σημαίνει αποδιάρθρωση του Εγώ, ήτοι αμφισβήτηση της τελμάτωσης και του αμυντικού καθεστώτος του Εγώ.

Αυτή εν τέλει η συμφιλίωση ή αποτελμάτωση υπερασπίζεται ένα δικαίωμα στη ζωή που ανοίγεται πέραν μιας οικονομίας του δυνατού, που αγκαλιάζει μια ανοικονομία του αδυνάτου, ένα απροϋπόθετον χωρίς κυριαρχία.
Πρόκειται για μια περιοχή όπου πάντοτε φυλλάσσεται μια θέση για την απρόβλεπτη – απρογραμμάτιστη έλευση του άλλου, δηλ. την απροϋπόθετη φιλοξενία.

Αυτό που προτείνω ότι δηλ. μια ζωή που αξίζει να ζει κανείς βρίσκεται σε μία ανοικονομία του αδυνάτου και στο πόση φιλοξενία μπορεί να παρέχει το Εγώ στο απροϋπόθετο α-δύνατο.

Τι συνέπειες έχει μια τέτοια πρόταση;

Μας απομακρύνει από μία υποκειμενική βούληση και τη βία της.

Μας απαλλάσσει από την νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου, ενός προτύπου, μιας υπαρχής.

Μας εξωθεί στο να εκφραστούμε ανεπιφύλαχτα υπέρ της συγκυρίας. Εδώ είναι που η εγγενής έλλειψη δύναται να ιδωθεί ως amor fati.

Πού εκβάλλουν τα παραπάνω;


Μέρος 3o: Η Σαγήνη του Ομοιώματος


Είπαμε στο προηγούμενο μέρος ότι ο συγκροτητικός διχασμός του υποκειμένου δύναται να εκληφθεί ως amor fati. Μια τέτοια στροφή θα μας εισήγαγε στην έννοια του ομοιώματος. Το ομοίωμα είναι πέραν διακρίσεων τύπου αλήθειας-ψεύδους, προτύπου-αντιγράφου. Είναι ένα ολόγραμμα που είναι κενό αλλά και που είναι «ήδη εκεί» περιμένοντας να το ανακαλύψουμε. Δε δικαιολογεί καμία αυταπάτη, όμως περιμένει να δοκιμαστεί και να εκτιμηθεί για αυτό που δείχνει. Μέσα σε αυτό αποπραγμοποιείται κάθε δεδομένο. Τα νέα καθήκοντα που αναδεικνύει δεν είναι προαποφασισμένα ή προγραμματισμένα. Το εν λόγω μοντέλο δεν είναι ένα ταυτοφωνικό μοντέλο συναίνεσης, αλλά ένα πολυφωνικό. Πρόκειται για μία χορωδία πολλών φωνών. Είναι σαν ένα πικ-νικ όπου ενώνονται οι διαφορές.  Ένα πετυχημένο πικ – νικ δεν είναι όταν όλοι φέρνουν ντομάτες. Ένα πετυχημένο πικ – νικ είναι εκείνο που έχει ντομάτες , κρέας, αυγά κτλ.

Το ομοίωμα είναι απροσδιόριστο, κενό και μπορεί να φέρει σε σύμπτωση την έλλειψη του Άλλου και του υποκειμένου με τη λακανική έννοια της εκ-σωτερικότητας.

Ποιος θα το ανακαλύψει; Ο δυνάμενος να σαγηνευτεί από αυτό.
Η απροσδιοριστία του γεννά μια λογική της σαγήνης που σαγηνεύει τους σαγηνευτές.
Η σαγήνη είναι για τον θεολόγο κακό αλλά και από την πλευρά του ορθολογισμού είναι  η απόλυτη μορφή εξαπάτησης. Και οι δύο οπτικές το σαγηνεύειν το βλέπουν ως επιβολή με δόλο.

Αντίθετα στη σοφιστική ιδέα της σαγήνης απαλλάσσεται το θύμα από κάθε μομφή ή φταίξιμο. Ο Γοργίας θεωρεί τη σαγήνη είσοδο σε μια λογική που επιβάλλεται πρώτα από τον σαγηνευτή και διαλύει τη διάσταση της αποπλάνησης και του δόλου.

Στο Ελένης εγκώμιον ο Γοργίας απαλλάσσει το θύμα του Πάρη από την κακή φήμη και την αποδοκιμασία: Όποιος αφήνεται να τον σαγηνεύσει ο λόγος δεν είναι ένοχος, αντίθετα πιο σοφός, από κείνον που δεν αφήνεται να σαγηνευτεί.

Μόνο ο ευαίσθητος σαγηνεύεται από την ηδονή του λόγου. Άρα, το σαγηνεύεσθαι προϋποθέτει μιαν ιδιαίτερη σοφία.

Η λογική της σαγήνης έχει μια διάσταση ανεξάρτητη από τον σαγηνευτή και τον σαγηνευόμενο, συσχετίζεται με τον «καιρό», την ευκαιρία. Είναι αποτέλεσμα , μόνο στο βαθμό που υπακούει στην ευκαιρία. Ο καιρός δεν είναι κάτι καθολικό και απόλυτο αλλά είναι αυτό που είναι αρμόζον στη στιγμή. Η σαγήνη δεν είναι ικανοποίηση του εγώ μας, αλλά ζητά μιαν άσκηση που επιτρέπει τον καθένα να λέει και να σωπαίνει , να κάνει , να αφήνει κατά μέρος αυτό που πρέπει, την κατάλληλη στιγμή.

Η σαγήνη είναι ένας συνδυασμός γνώμης και ρώμης έτσι ώστε να λαμβάνονται αποφάσεις και να πετυχαίνεται ένα πρακτικό αποτέλεσμα.

Ο καιρός, η ευκαιρία είναι η σύμπτωση λόγου και πραγματικότητας.
Παρόμοια τα λόγια του Πυθαγόρα: Πρέπει να είναι κανείς υπεροπτικός με τους υπεροπτικούς, σεμνός με τους σεμνούς, τολμηρός με τους τολμηρούς, τρομερός σε τρομερές καταστάσεις.

Ο σαγηνευτής δεν είναι ένας νιτσεϊκός ή καντιανός πολεμιστής. Ο σαγηνευτής στερείται ταυτότητας. Εκκεντρώνεται ώστε οι όροι του παιχνιδιού να καθορίζονται από τον σαγηνευόμενο. Η αλήθεια των δεδομένων δεν καθίσταται διόλου καθαρή και ολοφάνερη από τα επιχειρήματα. Το κλειδί της πειθούς δεν εντοπίζεται σε αυτόν που μιλάει, αλλά σε αυτόν που ακούει.

Τα παραπάνω απορρίπτουν μανιχαϊστικές αντιθέσεις αλήθειας και απάτης, πραγματικότητας και φαινομενικότητας. Αυτές οι μεταφυσικές διακρίσεις δεν έχουν νόημα στην προοπτική που διανοίγεται από τον Γοργία.

Αντίθετα, η πολιτική ιδεολογία δε σαγηνεύει. Με τη φενάκη της, δεν μπορεί να συλλάβει τη συγκυρία, γιατί τη σφετερίζεται προκαταβολικά υπερκαλύπτοντάς την με σημασίες. Αγνοεί τις προϋποθέσεις της σαγήνης, δηλ. τη σιωπή και την αναμονή, την επιτυχία της που εξαρτάται από την υπακοή στα δεδομένα της ευκαιρίας και από τη διάλυση του προτύπου, και την έλευση του ομοιώματος.

Η γοητεία του σαγηνευτή έγκειται στην απροσδιοριστία του , στο ότι είναι κενός ανοιχτός, ελεύθερος , αφήνει περιθώριο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ευκαιρίας, στους καθορισμούς του σαγηνευόμενου.

Ο σαγηνευτής ανοίγει ένα κενό πεδίο που καθένας μπορεί να το γεμίσει , ένα κενό πεδίο που προσμένει ένα περιεχόμενο από την ευκαιρία, και όμως δε συγχέεται με αυτήν, διότι η ευκαιρία καθαυτή μετράει λιγότερο από την ικανότητα κάποιου να την αρπάξει.

Η σαγήνη συνεπάγεται μιαν αυτοκατάργηση της ταυτότητας της εξουσίας και μια προσομοιωτική επανάληψη της ταυτότητας των σαγηνευομένων.

Έτσι, μία αισθητική  με τα παραπάνω χαρακτηριστικά αντικαθιστά την ιδεολογική πολιτική, η λογική της ευκαιρίας προσκολλάται και εμπλουτίζει τη διαλεκτική, απορρίπτοντας τη διαλεκτική ορθοδοξία,  η ορθολογικότητα αντικαθιστά τον ορθολογισμό και την εκλογίκευση.

Η επιτυχία του ομοιώματος να σαγηνεύσει έγκειται εν τέλει σε ένα despejo , δηλ. σε ένα «δεν ξέρω τι» που ενδυναμώνει τη αποτελμάτωση ενός αμυντικού-παρανοϊκού Εγώ. Το Εγώ καλείται να αφεθεί στα χαρακτηριστικά της ευκαιρίας και στους καθορισμούς του σαγηνευόμενου. Το ομοίωμα αναδείχνει έναν άλλον άνθρωπο. Αντί για τον Homo sapiens διαμορφώνεται ο Homo sapiens demens (άνθρωπος έμφρων έκφρων).

Η γλώσσα στο ομοίωμα παίρνει το πάνω χέρι από το αντικείμενο, η γλώσσα γίνεται υποκινητής αντικειμένων. Είναι η στιγμή όπου κοινοί τόποι ανοίγονται. Είναι η στιγμή της δημιουργίας και μάλιστα της δημιουργίας αξιών.

“Ο λόγος είναι ένας μεγάλος δυνάστης, που ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα, επιτελεί τα έργα τα πιο θεϊκά. Γιατί μπορεί και το φόβο να σταματήσει και τη λύπη να αφανίσει και χαρά να προκαλέσει και τον οίκτο να αυξήσει” λέει ο Ισοκράτης στο εγκώμιο της Ελένης. Ο λόγος σαν επαναστάτης θεός μπορεί να αποδυναμώνει αξίες και να τις γκρεμίζει και να τις αναγεννά με διαφορετικό περιεχόμενο. Επιδίωξη αποτελεί μια αντισυναινετική συναίνεση όπου το αποκορύφωμά της “θα ήταν το αποκορύφωμα της ηδονής της ανάγνωσης για έναν μεταφυσικό. Και η μαγείρισσα με τον τρόπο της θα μπορούσε να τη βρει ευχάριστη. Ή να την καταλάβει” (Πονζ). Μεταφυσικός και μαγείρισσα. Να το βρει ευχάριστο ή να το καταλάβει. Ο Πλάτων δεν τόλμησε να βάλει τους σοφιστές να μιλούν με τόση ελευθεριότητα. Με τον Πονζ η ρητορική αντίληψη της συναίνεσης είναι εξίσου δραστική όσο και συναινετική: η συναίνεση είναι η τέχνη της ομωνυμίας.

Ο εγγυητής της αυτονομίας προσδιορίζεται όχι από την εγγύηση μιας υποκειμενικής βούλησης αλλά μιας ηρωικής αποδέσμευσης. Είναι ένας ασκητής εν δράσει. Είναι αδιάφορος και σε ετοιμότητα να επιλέξει. Με λακανικούς όρους, αποχωρίζεται από την επιθυμία του Άλλου και γίνεται εγγυητής νέων συμβολικών σημάνσεων. Παράλληλα, το ομοίωμα με μία λογική της σαγήνης είναι αυτό που θα αποτελματώσει το Εγώ και την επιβεβαίωση του εαυτού. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια προτείνω σαν κατακλείδα τα λόγια του Διονύσιου του Αλικαρνασσέα:” Η τέχνη του πολιτικού λόγου είναι μια μουσική. 
Ξεχωρίζει από τη φωνητική ή την οργανική μουσική λόγω διαφοράς βαθμού, όχι φύσης”


****************************************************************

2 σχόλια: