ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΞΕΝΩΣΗ ( Ι )
Νόημα της αυτονομίας-Το άτομο
Αν η αυτονομία βρίσκεται στο κέντρο των στόχων και των οδών του επαναστατικού προτάγματος, είναι αναγκαίο να προσδιορίσουμε ακριβέστερα και να διαυγάσουμε αυτό τον όρο. Θα επιχειρήσουμε αυτή τη διαύγαση πρώτα στον χώρο που φαίνεται πιο εύκολη, τον σχετικό με το άτομο, για να περάσουμε έπειτα στο επίπεδο που κυρίως ενδιαφέρει εδώ,στο συλλογικό επίπεδο. Προσπαθούμε να κατανοήσουμε τί είναι ένα αυτόνομο άτομο, και τί είναι μια αύτονομη ή μη ξενωμένη κοινωνία. Ο Φρόυντ πρότεινε την εξής πρόταση για αξίωμα της ψυχανάλυσης:
"Όπου ήταν Αυτό, πρέπει Εγώ να γίνω " (Wo Es was, soll Ich werden)25.
Το Εγώ είναι εδώ, σε μια πρώτη προσέγγιση, το συνειδητό εν γένει. Το Αυτό, κυριολεκτικά αρχή και τόπος των ενορμήσεων*("ενστίκτων"), πρέπει να θεωρηθεί, μέσα σ'αυτό το πλαίσιο, ως εκπρόσωπος του ασυνειδήτου με την ευρύτερη έννοια του όρου. Εγώ, συνείδηση και θέληση, πρέπει να πάρω τη θέση των σκοτεινών δυνάμεων που, "μέσα μου", κυριαρχούν, δρούν για μένα - "με δρούν" όπως έλεγε ο G.Groddeck 26. Αυτές οι δυνάμεις δεν έιναι απλώς - δεν είναι τόσο, θα επανέλθουμε πιο κάτω-οι καθαρές ενορμήσεις, λιβιδώ ή ενόρμηση του θάνάτου' είναι η ατέλειωτη φαντασματική και καταπληκτική αλχημεία τους,είναι επίσης, και κυρίως, οι ασυνείδητες δυνάμεις διαμόρφωσης και καταστολής το Υπερ-Εγώ και το ασυνείδητο Εγώ. Μια ερμηνεία της φράσης καθίσταται αμέσως αναγκαία. Πρέπει να πάρω τη θέση που έχει το Αυτό - τούτο δεν μπορεί να σημαίνει ούτε την κατάργηση των ενορμήσεων ούτε την εξαφάνιση ή την απορρόφηση του ασυνειδήτου, αλλά την αντικατάστασή τους ως αρχών λήψεως αποφάσεων. Η αυτονομία θα είναι η κυραρχία του συνειδητού πάνω στο ασυνείδητο. Με την επιφύλαξη της νέας σε βάθος διάστασης που αποκάλυψε ο Φρόυντ 27, αυτό αποτελεί το πρόγραμμα του φιλοσοφικού στοχασμού για το άτομο εδώ και εικοσιπέντε αιώνες, την προϋπόθεση και ταυτόχρονα την κατάληξη της ηθικής έτσι όπως την είδαν ο Πλάτων ή οι στωικοί, ο Σπινόζα ή ο Κάντ. (Είναι τεραστίας σημασίας καθ'εαυτό, όχι όμως γι'αυτή τη συζήτηση, ότι ο Φρόυντ προτείνει μια αποτελεσματική οδό για την επίτευξη αυτού που είχε παραμείνει γαι τους φιλοφόφους ως "ιδεώδες", προσιτό από μια αφηρημένη γνώση)28. Αν στην αυτονομία, τη νομοθεσία ή τη ρύθμιση που γίνεται από μένα αντιτάσσεται η ετερονομία, ή νομοθεσία ή η ρύθμιση που γίνεται από άλλον, η αυτονομία είναι ο νόμος μου, αντιτιθέμενος στη ρύθμιση από το ασυνείδητο που είναι ένας νόμος άλλος, ο νόμος ενός άλλου από εμένα.
Με ποια έννοια μπορούμε να πούμε ότι η ρύθμιση από το ασυνείδητο είναι ο νόμος ενός άλλου; Για ποιον άλλον πρόκειται; Για έναν άλλον κατά κυριολεξία, όχι για ένα άγνωστο "άλλο Εγώ" αλλά για έναν άλλο μέσα μου. Όπως λέει o Jacques Lacan, "το ασυνείδητο είναι ο λόγος * του άλλου" είναι, σ' έναν αποφασιστικό βαθμό, το ίζημα των βλέψεων, των πόθων, των επενδύσεων, των απαιτήσεων, των προσδοκιών - των σημασιών που είχαν ως αντικείμενό τους το άτομο ήδη από τη γέννησή τους, άλλά και πριν, γι αυτούς που το γέννησαν και το ανάθρεψαν. 29 Η αυτονομία γίνεται τότε: ο λόγος μου πρέπει να πάρει τη θέση του λόγου του Άλλου, ενός λόγου ξένου που βρίσκεται μέσα μου και με κυριαρχεί: ομιλεί δι' εμού. Αυτή η διαύγαση υποδεικνύει αμέσως την κοινωνική διάσταση του προβλήματος (λίγο ενδιαφέρει, αν ο Άλλος για τον οποίον πρόκειται είναι στην αρχή ο "στενός" άλλος, ο γονεύς' μέσα απο μια σειρά προφανών διασυνδέσεων, το ζεύγος των γονέων παραπέμπει τελικά σ' ολόκληρη την κοινωνία και στην ιστορία της).
Ποιός όμως είναι αυτός ο λόγος του Άλλου - όχι πια ως προς την προέλευσή του, αλλά ως προς την ποιότητά του; Και ως ποιό σημείο μπορεί να εξαλειφθεί;
Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του λόγου του Άλλου, από την άποψη που ενδιαφέρει εδώ, είναι η σχέση του με το φαντασιακό.Διότι υπό το κράτος αυτού του λόγου, το υποκείμενο εκλαμβάνει τον εαυτό του σαν κάτι που δεν είναι( που εν πάση περιπτώσει δεν είναι αναγκαστικά για το υποκείμενο), και θεωρεί τους άλλους και τον κόσμο ολόκληρο υφιστάμενους μια αντίστοιχη μεταμφίεση. Το υποκείμενο δεν λέει τον εαυτό του, αλλά λέγεται από κάποιον, υπάρχει συνεπώς σαν τμήμα του κόσμου ενός άλλου(που κι αυτός είναι μεταμφιεσμένος). Το υποκείμενο κυριαρχείται από ένα φαντασιακό που βιώνεται σαν πιο πραγματικό απ'το πραγματικό,αν και αγνοείται σαν τέτοιο, ακριβώς διότι αγνοείται σαν τέτοιο.30 Το ουσιώδες της ετερονομίας -ή της ξένωσης, με τη γενική έννοια του όρου - στο ατομικό επίπεδο, είναι η κυριαρχία ενός αυτονομημένου φαντασιακού που ιδιοποιήθηκε τη λειτουργία να καθορίζει για λογαριασμό του υποκειμένου, και την πραγματικότητα και τον πόθο του. "Η καταστολή των ενορμήσεων" σαν τέτοια, η σύγκρουση ανάμεσα στην "αρχή της ηδονής" και την "αρχή της πραγματικότητας, δεν συνιστούν την ατομική ξένωση που κατά βάθος αποτελεί τη σχεδόν απεριόριστη κυριαρχία μιας αρχής α-πραγματικότητας. Η σημαντική σύγκρουση από αυτή την άποψη δεν είναι η σύγκρουση μεταξύ ενορμήσεων και πραγματικότητας (αν αυτή η σύγκρουση αρκούσε ως παθογενής αίτία, ποτέ μια έστω και κατά προσέγγιση κανονική λύση του οιδιποδείου συμπλέγματος δεν θα είχε υπάρξει, από καταβολής κόσμου, και ποτέ άνδρας και γυναίκα δεν θα είχαν ποτέ πατήσει πάνω σ'αυτή τη γη). Η πιο σημαντική σύγκρουση είναι η σύγκρουση μεταξύ ενορμήσεων και πραγματικότητας, αφ' ενός, και της φαντασιακής επεξεργασίας μέσα στο υποκείμενο, αφ' ετέρου.31
Το Αυτό, σ'αυτή τη φράση του Φρόυντ, πρέπει λοιπόν να κατανοηθεί σαν κάτι που σημαίνει ουσιαστικά αυτή τη λειτουργία του ασυνειδήτου, η οποία επενδύει με πραγματικότητα το φαντασιακό, το αυτονομεί και του προσδίδει αποφασιστική εξουσία - βέβαια το περιεχόμενο αυτού του φαντασιακού βρίσκεται σε σχέση με τον λόγο του Άλλου ("επανάληψη", αλλά συγχρόνως διευρυμένος μετασχηματισμός αυτού του λόγου).
Εκεί λοιπόν που ήταν αυτή η λειτουργία του ασυνειδήτου, και ο λόγος του Άλλου που την τροφοδοτεί, Εγώ πρέπει να γίνω. Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος μου πρέπει να πάρει τη θέση του λόγου του Άλλου. Τί είναι όμως ο λόγος μου; Τί είναι ένας λόγος δικός μου;
Ένας λόγος δικός μου είναι ένας λόγος που αρνήθηκε τον λόγου του Άλλου' που τον αρνήθηκε όχι κατ' ανάγκην στο περιεχόμενό του,αλλά ως λόγο του Άλλου' με άλλα λόγια,που ,διασαφηνίζοντας τόσο την προέλευση όσο και το νόημα αυτού του λόγου, τον αρνήθηκε ή τον αποδέχθηκε εν επιγνώσει, αναφέροντας το νόημά του σ' αυτό που συγκροτείται ως η ίδια η αλήθεια του υποκειμένου - ως η ίδια μου η αλήθεια.
Αν η φράση του Φρόυντ,με την ερμηνεία που της δίδουμε,λαμβανόταν κατά τρόπο απόλυτο,ο στόχος της θα ήταν απρόσιτος.Ποτέ ο λόγος μου δεν θα είναι εξ ολοκλήρου δικός μου,με την έννοια που ορίσαμε πιο πάνω.Κι αυτό,γιατί προφανώς δεν θα μπορούσα ποτέ να ξανακοιτάξω τα πάντα, έστω κι απλώς για να τα επικυρώσω. Κι επίσης - θα επανέλθουμε πιο κάτω - γιατί η έννοια της αλήθειας του υποκειμένου αποτελεί η ίδια περισσότερο πρόβλημα παρά λύση.
Αυτό είναι εξίσου αληθινό και για τη σχέση με τη φαντασιακή λειτουργία του ασυνειδήτου. Πως μπορούμε να σκεφθούμε ένα υποκείμενο που θα είχε ολοκληρωτικά " απορροφήσει" τη φαντασιακή του λειτουργία, πως θα μπορούσε κανείς να στερέψει αυτή την πηγή που βρίσκεται στα ενδότατα της ψυχής μας, απ' όπου ταυτόχρονα αναβλύζουν φαντάσματα ξενωτικά κι ελεύθερες δημιουγίες πιο αληθινές κι απ' την αλήθεια, εξωπραγματικά παραληρήματα και υπερρεαλιστικά ποιήματα, αυτό το διττό βάθος κάθε πράγματος που φτιάχνεται αιώνια, και που χωρίς αυτό τίποτα δεν θα είχε βάθος, πώς μπορούμε να εξαλείψουμε εκείνο που βρίσκεται στη βάση αυτού που μας κάνει ανθρώπους ( ή εν πάση περιπτώσει είναι άρρηκτα συμυφασμένο μαζί του) - τη συμβολική μας λειτουργία, που προυποθέτει την ικανότητά μας να βλέπουμε και να σκεπτόμαστε ένα πράγμα σαν κάτι που δεν είναι;
Στο μέτρο λοιπόν που δεν θέλουμε να κάνουμε τη φράση του Φρόυντ μια απλή ρυθμιστική ιδέα, ορισμένη δι' αναφοράς σε μια αδύνατη κατάσταση - συνεπώς μια νέα φενάκη - πρέπει να την καταλάβουμε διαφορετικά: Ότι παραπέμπει όχι σ' ένα τελειωμένο καθεστώς, αλλά σε μια ενεργό κατάσταση' όχι σ' ένα ιδανικό πρόσωπο που θα είχε γίνει ένα μια για πάντα καθαρό Εγώ, που θα διατύπωνε έναν αποκελιστικά δικό μου λόγο, που δεν θα δημιουργούσε ποτέ - αλλά σ' ένα πραγματικό πρόσωπο,που δεν θα σταματά να ξανακοιτάξει το κεκτημένο, το λόγο του Άλλου, που είναι ικανό να ξεσκεπάσει τα φαντάσματά του σαν φαντάσματα και που τελικά δεν αφήνει τον εαυτό του να κυριευθεί απ αυτά- εκτός και αν το θέλει. Δεν πρόκειτα εδώ για ένα παλό "τίνειν προς", αλλά για μια κατάσταση, ορίσιμη από χαρακτηριστικά που χαράζουν ένα ριζικό διαχωρισμό ανάμεσά της και στην κατάσταση ετερονομίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν συνίστανται σε μια "συνειδητοποίηση" πραγματοποιημένη για πάντα, αλλά σε μια άλλη σχέση συνειδητού και ασυνειδήτου, διαύγειας και φαντασιακής λειτουργίας, σε μια άλλη στάση του υποκειμένου απέναντι στον εαυτό του, σε μια βαθιά τροποποίηση του μίγματος ενεργητικότητας - παθητικότητας, των συνθηκών υπό τις οποίες αυτό πραγματοποιείται, της αμοιβαίας θέσης των σύο στοιχείων που το αποτελούν. Πόσο λίγο πρόκειτα,σε όλα αυτά, για μια κατάληψη της εξουσίας από τη συνείδηση με την στενή έννοια,το δείχνει το γεγονός ότι θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε την πρόταση του Φρόυντ με το αντίστροφό της : Όπου Εγών είμαι, Αυτό πρέπει να αναδυθεί (Who Ich bin, soll Es auftauchen). Ο πόθος, οι ενορμήσεις - είτε πρόκειται για τον Έρωτα είτε για τον Θάνατο - είναι κι αυτές ο εαυτός μου, και πρέπει να τις οδηγήσω όχι μόνο στη συνείδηση, αλλά στην έκφραση και στην ύπαρξη 32. Ένα αυτόνομο υποκείμενο είναι αυτό που ξέρει ότι έχει βάσιμους λόγους για να συμπεράνει: αυτό είναι πράγματι αλήθεια. Και: αυτό πράγματι αλήθεια. Και: αυτό ακριβώς επιθυμώ.
Η αυτονομία δεν είναι λοιπόν διαύγαση που δεν αφήνει κατάλοιπο και ολοκληρωτική εξάλειψη του λόγου του Άλλου, λόγου που αγνοείται ως λόγος του Άλλου. Είναι εγκαθίδρυση μιας άλλης σχέσης ανάμεσα στον λόγο του Άλλου, και στον λόγου του υποκειμένου. Η ολοκληρωτική εξάλειψη του λόγου του Άλλου, λόγου που αγνοείται ως τέτοιος, αποτελεί μια ιστορική κατάσταση.Το βάρος του, μη γνωστού ως τέτοιου, λόγου Άλλου μπορούμε να το δούμε ακόμα και σ' αυτούς που προσπάθησαν με τον πιο ριζικό τρόπο να προχωρήσουν μέχρι τα όρια της διερεύνησης και της κριτικής των σιωπηρών προϋποθέσεων - είτε πρόκειται για τον Πλάτωνα, τον Καρτέσιο, τον Κάντ, τον Μάρξ ή και τον ίδιο τον Φρόυντ. Υπάρχουν όμως ακριβώς αυτοί που - όπως ο Πλάτων ή ο Φρόυντ - δεν σταμάτησαν ποτέ σ' αυτή την αναζήτηση και υπάρχουν κι αυτοί που στάματησαν και οι οποίοι, ως εκ τούτου, μερικές φορές ξενώθηκαν μέσα στον ίδο τους τον λόγο που έγινε άλλος.
Αυτό όμως το υποκείμενο τί είναι; Αυτός ο τρίτος όρος της φράσης του Φρόυντ, που πρέπει να γίνει εκεί που ήταν Αυτό, δεν είναι ασφαλώς το στιγμικό Εγώ του "εγώ σκέπτομαι". Δεν είναι το υποκείμενο - καθαρή δραστηριότητα,χωρίς εμπόδια ή αδράνεια,αυτή τη απατηλή ανταύγεια των υποκειμενιστικών φιλοσοφιών, αυτή η φλόγα η απαλλαγμένη από κάθε στήριγμα, σύνδεσμό και τροφή. Αυτή η δραστηριότητα του υποκειμένου που "εργάζεται πάνω στον ίδιο του τον εαυτό" συναντά σαν αντικείμενό της το πλήθος των περιεχομένων(τον λόγο του Άλλου), με το οποίο δεν τελειώνει ποτέ' και, χωρίς αυτό το αντικείμενο,δεν είναι καν. Το υποκείμενο είναι επίσης δραστηριότητα, όμως η δραστηριότητα είναι δραστηριότητα πάνω σε κάτι, διαφορετικά δεν είναι τίποτα. Συγκαθορίζεται συνεπώς από αυτό που λαμβάνει σαν αντικείμενο. Αυτή όμως η πλευρά της αμοιβαίας σύμφυσης*, το γεγονός ότι το υποκείμενο δεν υπάρχει παρά στον βαθμό που θέτει ένα αντικείμενο - δεν είναι παρά ένας πρώτος καθορισμός, σχετικά επιφανειακός, είναι αυτό που φέρει το υποκείμενο στον κόσμο, αυτό που το βάζει μόνιμα στον δρόμο. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος καθορισμός, που δεν αφορά τον προσανατολισμό των προθεσιακών ινών του υποκειμένου, αλλά την ίδια τους την ύλη, που φέρει τον κόσμο μέσα στο υποκείμενο, και εισάγει τον δρόμο σ'αυτό που το υποκείμενο θα μπορούσε να θεωρήσει σαν την δρυφή γνωιά του. Διότι αυτό το ενεργητικό υποκείμενο που είναι υποκείμενο τινός, που αναπολεί, θέτει, εξαντικειμενώνει, παρατηρεί και θέτει σε απόσταση,τί είναι; - είναι καθαρό βλέμμα, γυμνή ικανότητα αναπόλησης, θέση σε απόσταση, εξωχρονικός σπινθήρας, μη-διαστασιακότητα; Όχι, είναι βλέμμα και στήριγμα του βλέμματος, σκέψη και δρών σώμα - υλικό σώμα και μεταφορικό σώμα. Ένα βλέμμα μας,μέσα στο οποίο δεν υπάρχει τίποτα που να έχουμε ήδη δει, δεν μπορεί να δει τίποτα' μια σκέψη,μέσα στην οποία δεν υπάρχει τίποτα που να έχουμε ήδη σκεφθεί, δεν μπορεί να σκεφθεί τίποτα33. Αυτό που ονομάσαμε στήριγμα δνε είναι το απλό βιολογικό στήριγμα, είναι το γεγονός ότι ένα οποιοδήποτε περιεχόμενο είναι πάντα ήδη παρόν και ότι δεν είναι ίζημα, σκωρία, κώλυμα ή αδιάφορη ύλη, αλλά ποιητικός όρος της δραστηριότητας του υποκειμένου. Αυτό το στήριγμα, αυτό το περιεχόμενο, δεν είναι ούτε απλώς του υποκειμένου, ούτε απλώς του άλλου (ή του κόσμου). Είναι η ένωση, προϊόν και παραγωγός, του εαυτού και του άλλου (ή του κόσμου). Μέσα στο υποκείμενο ως υποκείμενο υπάρχει το μή-υποκείμενο, και όλους τους λάκκους μέσα στους οποίους πέφτει η ίδια η υποκειμενιστική φιλοσοφία τους σκάβει ξεχνώντας αυτή τη θεμελίώδη αλήθεια. Μέσα στο υποκείμενο υπάρχει φυσικά σαν στιγμή "αυτό που δεν μπορεί να γίνει ποτέ αντικείμενο", η αναπαλλοτρίωτη ελευθερία, η πάντοτε παρούσα δυνατότητα να στρέψουμε το βλέμμα αλλού, να κάνουμε αφαίρεση κάθε καθορισμένου περιεχομένου, να θέτουμε σε παρένθεση τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού, εκτός όταν αυτός είναι εκείνη η ικανότητα που, τη στιγμή ακριβώς που τοποθετείται η ίδια σε απόσταση, ξεπροβάλλει ως παρουσία και απόλυτη εγγύτητα. Αυτή όμως η στιγμή είναι αφηρημένη, είναι κενή, ποτέ δεν παρήγαγε και δεν θα παραγάγει τίποτ' άλλοαπό την άφωνη και άχρηστη προδηλότητα του cogito sum, την άμεση βεβαιότητα του υπάρχω ως σκεπτόμενος,που δεν μπορεί καν να οδηγηθεί νόμιμα στην έκφραση μέσα από την ομιλία. Διότι, μόλις η ομιλία, έστω και χωρίς να προφερθεί, ανοίξει μια πρώτη ρωγμή, ο κόσμος και οι άλλοι εισδύουν από παντού, η ασυνείδηση κατακλύζεται από τον χειμαρο των σημασιών, που προέρχεται, αν μπορούμε να πούμε, όχι από εξωτερικό, αλλ' από το εσωτερικό. Μόνο μέσα από τον κόσμο μπορούμε να σκεφθούμε τον κόσμο. Μόλις η σκέψη είναι σκέψη κάποιου πράγματος, το περιεχόμενο ξεπροβάλλει, όχι μόνο μέσα σ'αυτό που είναι προς σκέψιν, αλλά και σ' αυτό δια του οποίου αυτό που είναι προς σκέψιν νοείται (darin, wodurches gedacht wird). Χωρίς αυτό το περιεχόμενο, δεν θα βρίσκαμε στη θέση του υποκειμένου παρά το σκιάχτρο του. Και μέσα σ' αυτό το περιεχόμενο, υπάρχει πάντα ο άλλος κα οι άλλοι, άμεσα ή έμμεσα. Ο άλλος είναι εξίσου παρών στη μορφή και στο γεγονός του λόγου, σαν απαίτηση αντιπαράστασης και αλήθειας (πράγμα που προφανώς δεν σημαίνει ότι η αλήθεια συγχέεται με τη συμφωνία των γνωμών). Τέλος, μόνο φαινομενικά θα μας απομάκρυνε απο το θέμα μας,αν υπενθυμίζαμε ότι το στήριγμα αυτής της ένωσης του υποκειμένου και του μη-υποκειμένου μέσα στο υποκείμενο, ο στροφέας αυτής της άρθρωσης του εαυτού και του άλλου, είναι το σώμα, αυτή η "υλική" δομή που κυοφορεί ένα δυνάμει νόημα. Το σώμα, που δεν είναι ξένωση - αυτό δεν θα εσήμαινε τίποτα - αλλά μέθεξη στον κόσμο και στο νόημα, σύνδεση και κινητικότητα, προ-συγκρότηση ενός σύμπαντος σημασιών πριν από κάθε ανακλασμένη σκέψη.
Ακριβώς διότι "ξεχνάει" αυτή τη συγκεκριμένη δομή του υποκειμένου, η παραδοσιακή φιλοσοφία, ναρκισσισμός της μαγεμένης απ' τις ίδιες της τίς γυμνές μορφές συνείδησης, υποβιβάζει στο επίπεδο των συνθηκών δουλείας τόσο τον άλλο όσο και τη σωματικότητα. Και ακριβώς επειδή θέλει να θεμελιωθεί πάνω στην καθαρή ελευθερία ενός πλασματικού υποκειμένου, καταδικάζεται να βρίσκει μπροστά της την ξένωση του πραγματικού υποκειμένου σαν άλυτο πρόβλημα' όπως επίσης, θέλοντας να θεμελιωθεί πάνω στην εξαντλητική ορθολογικότητα,σκοντάφτει διαρκώς στην αδύνατη πραγματικότητα μιας απαραμείωτης ανορθολογικότητας. Έτσι, καταλήγει να είναι μια επιχείρηση ανορθολογική και ξενωμένη' τόσο μάλλον ανορθολιγική, που ψάχνει, σκάβει, εκκαθαρίζει απεριόριστα τους όρους της ορθολογικότητάς της' τόσο μάλλον ξενωμένη, που δεν παύει να καταφάσκει τη γυμνή ελευθερία, τη στιγμή που αυτή είναι αδιαμφισβήτητη και ταυτόχρονα μάταιη.
Το εν λόγω υποκείμενο δεν είναι λοιπόν η αφηρημένη στιγμή της φιλοσοφικής υποκειμενικότητας, είναι το πραγματικό υποκείμενο διαπερασμένο από άκρου εις άκρον από τον κόσμο και από τους άλλους. Το Εγώ της αυτονομίας δεν είναι απόλυτος Εαυτός, μονάδα που καθαρίζει και στιλβώνει την εξωτερικο-εσωτερική της επιφάνεια για να την απαλλάξει απ' τις βρωμιές που έφερε η επαφή με άλλους' είναι η ενεργός και διαυγής αρχή που αναδοργανώνει συνεχώς τα περιεχόμενα, βοηθούμενη από τα ίδια αυτά περιεχόμενα, που παράγει μ' ένα υλικό και σε συνάρτηση με ανάγκες και ιδέες, οι οποίες είναι μίγμα αυτού που βρήκε να υπάρχει ήδη και αυτού που η ίδια παρήγαγε.
Δεν πρόκειται λοιπόν, ούτε και υπο αυτή τη σχέση, για μια εξ ολοκλήρου εξάλειψη του λόγου του άλλου - όχι μόνο γιατί αυτό είναι ένα έργο ατέλειωτο, αλλά και γιατί ο άλλος είναι κάθε φορά παρών μέσα στη δραστηριότητα που τον "εξαλείφει". Γι' αυτό επίσης τον λόγο, δεν μπορεί ούτε μια "ίδία αλήθεια" του υποκειμένου, με μία απόλυτη έννοια να υπάρξει. Η ίδια η αλήθεια του υποκειμένου είναι πάντα μέθεξη σε μια αλήθεια που το υπερβαίνει, η οποία τελικά ριζώνει, και ριζώνει το υποκείμενο, μέσα στην κοινωνία και μέσα στην ιστορία και μέσα στην ιστορία, τη στιγμή ακριβώς που αυτό πραγματοποιεί την αυτονομία του.
Το Εγώ είναι εδώ, σε μια πρώτη προσέγγιση, το συνειδητό εν γένει. Το Αυτό, κυριολεκτικά αρχή και τόπος των ενορμήσεων*("ενστίκτων"), πρέπει να θεωρηθεί, μέσα σ'αυτό το πλαίσιο, ως εκπρόσωπος του ασυνειδήτου με την ευρύτερη έννοια του όρου. Εγώ, συνείδηση και θέληση, πρέπει να πάρω τη θέση των σκοτεινών δυνάμεων που, "μέσα μου", κυριαρχούν, δρούν για μένα - "με δρούν" όπως έλεγε ο G.Groddeck 26. Αυτές οι δυνάμεις δεν έιναι απλώς - δεν είναι τόσο, θα επανέλθουμε πιο κάτω-οι καθαρές ενορμήσεις, λιβιδώ ή ενόρμηση του θάνάτου' είναι η ατέλειωτη φαντασματική και καταπληκτική αλχημεία τους,είναι επίσης, και κυρίως, οι ασυνείδητες δυνάμεις διαμόρφωσης και καταστολής το Υπερ-Εγώ και το ασυνείδητο Εγώ. Μια ερμηνεία της φράσης καθίσταται αμέσως αναγκαία. Πρέπει να πάρω τη θέση που έχει το Αυτό - τούτο δεν μπορεί να σημαίνει ούτε την κατάργηση των ενορμήσεων ούτε την εξαφάνιση ή την απορρόφηση του ασυνειδήτου, αλλά την αντικατάστασή τους ως αρχών λήψεως αποφάσεων. Η αυτονομία θα είναι η κυραρχία του συνειδητού πάνω στο ασυνείδητο. Με την επιφύλαξη της νέας σε βάθος διάστασης που αποκάλυψε ο Φρόυντ 27, αυτό αποτελεί το πρόγραμμα του φιλοσοφικού στοχασμού για το άτομο εδώ και εικοσιπέντε αιώνες, την προϋπόθεση και ταυτόχρονα την κατάληξη της ηθικής έτσι όπως την είδαν ο Πλάτων ή οι στωικοί, ο Σπινόζα ή ο Κάντ. (Είναι τεραστίας σημασίας καθ'εαυτό, όχι όμως γι'αυτή τη συζήτηση, ότι ο Φρόυντ προτείνει μια αποτελεσματική οδό για την επίτευξη αυτού που είχε παραμείνει γαι τους φιλοφόφους ως "ιδεώδες", προσιτό από μια αφηρημένη γνώση)28. Αν στην αυτονομία, τη νομοθεσία ή τη ρύθμιση που γίνεται από μένα αντιτάσσεται η ετερονομία, ή νομοθεσία ή η ρύθμιση που γίνεται από άλλον, η αυτονομία είναι ο νόμος μου, αντιτιθέμενος στη ρύθμιση από το ασυνείδητο που είναι ένας νόμος άλλος, ο νόμος ενός άλλου από εμένα.
Με ποια έννοια μπορούμε να πούμε ότι η ρύθμιση από το ασυνείδητο είναι ο νόμος ενός άλλου; Για ποιον άλλον πρόκειται; Για έναν άλλον κατά κυριολεξία, όχι για ένα άγνωστο "άλλο Εγώ" αλλά για έναν άλλο μέσα μου. Όπως λέει o Jacques Lacan, "το ασυνείδητο είναι ο λόγος * του άλλου" είναι, σ' έναν αποφασιστικό βαθμό, το ίζημα των βλέψεων, των πόθων, των επενδύσεων, των απαιτήσεων, των προσδοκιών - των σημασιών που είχαν ως αντικείμενό τους το άτομο ήδη από τη γέννησή τους, άλλά και πριν, γι αυτούς που το γέννησαν και το ανάθρεψαν. 29 Η αυτονομία γίνεται τότε: ο λόγος μου πρέπει να πάρει τη θέση του λόγου του Άλλου, ενός λόγου ξένου που βρίσκεται μέσα μου και με κυριαρχεί: ομιλεί δι' εμού. Αυτή η διαύγαση υποδεικνύει αμέσως την κοινωνική διάσταση του προβλήματος (λίγο ενδιαφέρει, αν ο Άλλος για τον οποίον πρόκειται είναι στην αρχή ο "στενός" άλλος, ο γονεύς' μέσα απο μια σειρά προφανών διασυνδέσεων, το ζεύγος των γονέων παραπέμπει τελικά σ' ολόκληρη την κοινωνία και στην ιστορία της).
Ποιός όμως είναι αυτός ο λόγος του Άλλου - όχι πια ως προς την προέλευσή του, αλλά ως προς την ποιότητά του; Και ως ποιό σημείο μπορεί να εξαλειφθεί;
Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του λόγου του Άλλου, από την άποψη που ενδιαφέρει εδώ, είναι η σχέση του με το φαντασιακό.Διότι υπό το κράτος αυτού του λόγου, το υποκείμενο εκλαμβάνει τον εαυτό του σαν κάτι που δεν είναι( που εν πάση περιπτώσει δεν είναι αναγκαστικά για το υποκείμενο), και θεωρεί τους άλλους και τον κόσμο ολόκληρο υφιστάμενους μια αντίστοιχη μεταμφίεση. Το υποκείμενο δεν λέει τον εαυτό του, αλλά λέγεται από κάποιον, υπάρχει συνεπώς σαν τμήμα του κόσμου ενός άλλου(που κι αυτός είναι μεταμφιεσμένος). Το υποκείμενο κυριαρχείται από ένα φαντασιακό που βιώνεται σαν πιο πραγματικό απ'το πραγματικό,αν και αγνοείται σαν τέτοιο, ακριβώς διότι αγνοείται σαν τέτοιο.30 Το ουσιώδες της ετερονομίας -ή της ξένωσης, με τη γενική έννοια του όρου - στο ατομικό επίπεδο, είναι η κυριαρχία ενός αυτονομημένου φαντασιακού που ιδιοποιήθηκε τη λειτουργία να καθορίζει για λογαριασμό του υποκειμένου, και την πραγματικότητα και τον πόθο του. "Η καταστολή των ενορμήσεων" σαν τέτοια, η σύγκρουση ανάμεσα στην "αρχή της ηδονής" και την "αρχή της πραγματικότητας, δεν συνιστούν την ατομική ξένωση που κατά βάθος αποτελεί τη σχεδόν απεριόριστη κυριαρχία μιας αρχής α-πραγματικότητας. Η σημαντική σύγκρουση από αυτή την άποψη δεν είναι η σύγκρουση μεταξύ ενορμήσεων και πραγματικότητας (αν αυτή η σύγκρουση αρκούσε ως παθογενής αίτία, ποτέ μια έστω και κατά προσέγγιση κανονική λύση του οιδιποδείου συμπλέγματος δεν θα είχε υπάρξει, από καταβολής κόσμου, και ποτέ άνδρας και γυναίκα δεν θα είχαν ποτέ πατήσει πάνω σ'αυτή τη γη). Η πιο σημαντική σύγκρουση είναι η σύγκρουση μεταξύ ενορμήσεων και πραγματικότητας, αφ' ενός, και της φαντασιακής επεξεργασίας μέσα στο υποκείμενο, αφ' ετέρου.31
Το Αυτό, σ'αυτή τη φράση του Φρόυντ, πρέπει λοιπόν να κατανοηθεί σαν κάτι που σημαίνει ουσιαστικά αυτή τη λειτουργία του ασυνειδήτου, η οποία επενδύει με πραγματικότητα το φαντασιακό, το αυτονομεί και του προσδίδει αποφασιστική εξουσία - βέβαια το περιεχόμενο αυτού του φαντασιακού βρίσκεται σε σχέση με τον λόγο του Άλλου ("επανάληψη", αλλά συγχρόνως διευρυμένος μετασχηματισμός αυτού του λόγου).
Εκεί λοιπόν που ήταν αυτή η λειτουργία του ασυνειδήτου, και ο λόγος του Άλλου που την τροφοδοτεί, Εγώ πρέπει να γίνω. Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος μου πρέπει να πάρει τη θέση του λόγου του Άλλου. Τί είναι όμως ο λόγος μου; Τί είναι ένας λόγος δικός μου;
Ένας λόγος δικός μου είναι ένας λόγος που αρνήθηκε τον λόγου του Άλλου' που τον αρνήθηκε όχι κατ' ανάγκην στο περιεχόμενό του,αλλά ως λόγο του Άλλου' με άλλα λόγια,που ,διασαφηνίζοντας τόσο την προέλευση όσο και το νόημα αυτού του λόγου, τον αρνήθηκε ή τον αποδέχθηκε εν επιγνώσει, αναφέροντας το νόημά του σ' αυτό που συγκροτείται ως η ίδια η αλήθεια του υποκειμένου - ως η ίδια μου η αλήθεια.
Αν η φράση του Φρόυντ,με την ερμηνεία που της δίδουμε,λαμβανόταν κατά τρόπο απόλυτο,ο στόχος της θα ήταν απρόσιτος.Ποτέ ο λόγος μου δεν θα είναι εξ ολοκλήρου δικός μου,με την έννοια που ορίσαμε πιο πάνω.Κι αυτό,γιατί προφανώς δεν θα μπορούσα ποτέ να ξανακοιτάξω τα πάντα, έστω κι απλώς για να τα επικυρώσω. Κι επίσης - θα επανέλθουμε πιο κάτω - γιατί η έννοια της αλήθειας του υποκειμένου αποτελεί η ίδια περισσότερο πρόβλημα παρά λύση.
Αυτό είναι εξίσου αληθινό και για τη σχέση με τη φαντασιακή λειτουργία του ασυνειδήτου. Πως μπορούμε να σκεφθούμε ένα υποκείμενο που θα είχε ολοκληρωτικά " απορροφήσει" τη φαντασιακή του λειτουργία, πως θα μπορούσε κανείς να στερέψει αυτή την πηγή που βρίσκεται στα ενδότατα της ψυχής μας, απ' όπου ταυτόχρονα αναβλύζουν φαντάσματα ξενωτικά κι ελεύθερες δημιουγίες πιο αληθινές κι απ' την αλήθεια, εξωπραγματικά παραληρήματα και υπερρεαλιστικά ποιήματα, αυτό το διττό βάθος κάθε πράγματος που φτιάχνεται αιώνια, και που χωρίς αυτό τίποτα δεν θα είχε βάθος, πώς μπορούμε να εξαλείψουμε εκείνο που βρίσκεται στη βάση αυτού που μας κάνει ανθρώπους ( ή εν πάση περιπτώσει είναι άρρηκτα συμυφασμένο μαζί του) - τη συμβολική μας λειτουργία, που προυποθέτει την ικανότητά μας να βλέπουμε και να σκεπτόμαστε ένα πράγμα σαν κάτι που δεν είναι;
Στο μέτρο λοιπόν που δεν θέλουμε να κάνουμε τη φράση του Φρόυντ μια απλή ρυθμιστική ιδέα, ορισμένη δι' αναφοράς σε μια αδύνατη κατάσταση - συνεπώς μια νέα φενάκη - πρέπει να την καταλάβουμε διαφορετικά: Ότι παραπέμπει όχι σ' ένα τελειωμένο καθεστώς, αλλά σε μια ενεργό κατάσταση' όχι σ' ένα ιδανικό πρόσωπο που θα είχε γίνει ένα μια για πάντα καθαρό Εγώ, που θα διατύπωνε έναν αποκελιστικά δικό μου λόγο, που δεν θα δημιουργούσε ποτέ - αλλά σ' ένα πραγματικό πρόσωπο,που δεν θα σταματά να ξανακοιτάξει το κεκτημένο, το λόγο του Άλλου, που είναι ικανό να ξεσκεπάσει τα φαντάσματά του σαν φαντάσματα και που τελικά δεν αφήνει τον εαυτό του να κυριευθεί απ αυτά- εκτός και αν το θέλει. Δεν πρόκειτα εδώ για ένα παλό "τίνειν προς", αλλά για μια κατάσταση, ορίσιμη από χαρακτηριστικά που χαράζουν ένα ριζικό διαχωρισμό ανάμεσά της και στην κατάσταση ετερονομίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν συνίστανται σε μια "συνειδητοποίηση" πραγματοποιημένη για πάντα, αλλά σε μια άλλη σχέση συνειδητού και ασυνειδήτου, διαύγειας και φαντασιακής λειτουργίας, σε μια άλλη στάση του υποκειμένου απέναντι στον εαυτό του, σε μια βαθιά τροποποίηση του μίγματος ενεργητικότητας - παθητικότητας, των συνθηκών υπό τις οποίες αυτό πραγματοποιείται, της αμοιβαίας θέσης των σύο στοιχείων που το αποτελούν. Πόσο λίγο πρόκειτα,σε όλα αυτά, για μια κατάληψη της εξουσίας από τη συνείδηση με την στενή έννοια,το δείχνει το γεγονός ότι θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε την πρόταση του Φρόυντ με το αντίστροφό της : Όπου Εγών είμαι, Αυτό πρέπει να αναδυθεί (Who Ich bin, soll Es auftauchen). Ο πόθος, οι ενορμήσεις - είτε πρόκειται για τον Έρωτα είτε για τον Θάνατο - είναι κι αυτές ο εαυτός μου, και πρέπει να τις οδηγήσω όχι μόνο στη συνείδηση, αλλά στην έκφραση και στην ύπαρξη 32. Ένα αυτόνομο υποκείμενο είναι αυτό που ξέρει ότι έχει βάσιμους λόγους για να συμπεράνει: αυτό είναι πράγματι αλήθεια. Και: αυτό πράγματι αλήθεια. Και: αυτό ακριβώς επιθυμώ.
Η αυτονομία δεν είναι λοιπόν διαύγαση που δεν αφήνει κατάλοιπο και ολοκληρωτική εξάλειψη του λόγου του Άλλου, λόγου που αγνοείται ως λόγος του Άλλου. Είναι εγκαθίδρυση μιας άλλης σχέσης ανάμεσα στον λόγο του Άλλου, και στον λόγου του υποκειμένου. Η ολοκληρωτική εξάλειψη του λόγου του Άλλου, λόγου που αγνοείται ως τέτοιος, αποτελεί μια ιστορική κατάσταση.Το βάρος του, μη γνωστού ως τέτοιου, λόγου Άλλου μπορούμε να το δούμε ακόμα και σ' αυτούς που προσπάθησαν με τον πιο ριζικό τρόπο να προχωρήσουν μέχρι τα όρια της διερεύνησης και της κριτικής των σιωπηρών προϋποθέσεων - είτε πρόκειται για τον Πλάτωνα, τον Καρτέσιο, τον Κάντ, τον Μάρξ ή και τον ίδιο τον Φρόυντ. Υπάρχουν όμως ακριβώς αυτοί που - όπως ο Πλάτων ή ο Φρόυντ - δεν σταμάτησαν ποτέ σ' αυτή την αναζήτηση και υπάρχουν κι αυτοί που στάματησαν και οι οποίοι, ως εκ τούτου, μερικές φορές ξενώθηκαν μέσα στον ίδο τους τον λόγο που έγινε άλλος.
Υπάρχει η διαρκής και διαρκώς ενεργοποιήσιμη δυνατότητα θεώρησης, εξαντικειμένωσης, αποοστασιοποίησης, απόστασης, και τελικά μεταμόρφωσης του λόγου του Άλλου σε λόγο του υποκειμένου.
Αυτό όμως το υποκείμενο τί είναι; Αυτός ο τρίτος όρος της φράσης του Φρόυντ, που πρέπει να γίνει εκεί που ήταν Αυτό, δεν είναι ασφαλώς το στιγμικό Εγώ του "εγώ σκέπτομαι". Δεν είναι το υποκείμενο - καθαρή δραστηριότητα,χωρίς εμπόδια ή αδράνεια,αυτή τη απατηλή ανταύγεια των υποκειμενιστικών φιλοσοφιών, αυτή η φλόγα η απαλλαγμένη από κάθε στήριγμα, σύνδεσμό και τροφή. Αυτή η δραστηριότητα του υποκειμένου που "εργάζεται πάνω στον ίδιο του τον εαυτό" συναντά σαν αντικείμενό της το πλήθος των περιεχομένων(τον λόγο του Άλλου), με το οποίο δεν τελειώνει ποτέ' και, χωρίς αυτό το αντικείμενο,δεν είναι καν. Το υποκείμενο είναι επίσης δραστηριότητα, όμως η δραστηριότητα είναι δραστηριότητα πάνω σε κάτι, διαφορετικά δεν είναι τίποτα. Συγκαθορίζεται συνεπώς από αυτό που λαμβάνει σαν αντικείμενο. Αυτή όμως η πλευρά της αμοιβαίας σύμφυσης*, το γεγονός ότι το υποκείμενο δεν υπάρχει παρά στον βαθμό που θέτει ένα αντικείμενο - δεν είναι παρά ένας πρώτος καθορισμός, σχετικά επιφανειακός, είναι αυτό που φέρει το υποκείμενο στον κόσμο, αυτό που το βάζει μόνιμα στον δρόμο. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος καθορισμός, που δεν αφορά τον προσανατολισμό των προθεσιακών ινών του υποκειμένου, αλλά την ίδια τους την ύλη, που φέρει τον κόσμο μέσα στο υποκείμενο, και εισάγει τον δρόμο σ'αυτό που το υποκείμενο θα μπορούσε να θεωρήσει σαν την δρυφή γνωιά του. Διότι αυτό το ενεργητικό υποκείμενο που είναι υποκείμενο τινός, που αναπολεί, θέτει, εξαντικειμενώνει, παρατηρεί και θέτει σε απόσταση,τί είναι; - είναι καθαρό βλέμμα, γυμνή ικανότητα αναπόλησης, θέση σε απόσταση, εξωχρονικός σπινθήρας, μη-διαστασιακότητα; Όχι, είναι βλέμμα και στήριγμα του βλέμματος, σκέψη και δρών σώμα - υλικό σώμα και μεταφορικό σώμα. Ένα βλέμμα μας,μέσα στο οποίο δεν υπάρχει τίποτα που να έχουμε ήδη δει, δεν μπορεί να δει τίποτα' μια σκέψη,μέσα στην οποία δεν υπάρχει τίποτα που να έχουμε ήδη σκεφθεί, δεν μπορεί να σκεφθεί τίποτα33. Αυτό που ονομάσαμε στήριγμα δνε είναι το απλό βιολογικό στήριγμα, είναι το γεγονός ότι ένα οποιοδήποτε περιεχόμενο είναι πάντα ήδη παρόν και ότι δεν είναι ίζημα, σκωρία, κώλυμα ή αδιάφορη ύλη, αλλά ποιητικός όρος της δραστηριότητας του υποκειμένου. Αυτό το στήριγμα, αυτό το περιεχόμενο, δεν είναι ούτε απλώς του υποκειμένου, ούτε απλώς του άλλου (ή του κόσμου). Είναι η ένωση, προϊόν και παραγωγός, του εαυτού και του άλλου (ή του κόσμου). Μέσα στο υποκείμενο ως υποκείμενο υπάρχει το μή-υποκείμενο, και όλους τους λάκκους μέσα στους οποίους πέφτει η ίδια η υποκειμενιστική φιλοσοφία τους σκάβει ξεχνώντας αυτή τη θεμελίώδη αλήθεια. Μέσα στο υποκείμενο υπάρχει φυσικά σαν στιγμή "αυτό που δεν μπορεί να γίνει ποτέ αντικείμενο", η αναπαλλοτρίωτη ελευθερία, η πάντοτε παρούσα δυνατότητα να στρέψουμε το βλέμμα αλλού, να κάνουμε αφαίρεση κάθε καθορισμένου περιεχομένου, να θέτουμε σε παρένθεση τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού, εκτός όταν αυτός είναι εκείνη η ικανότητα που, τη στιγμή ακριβώς που τοποθετείται η ίδια σε απόσταση, ξεπροβάλλει ως παρουσία και απόλυτη εγγύτητα. Αυτή όμως η στιγμή είναι αφηρημένη, είναι κενή, ποτέ δεν παρήγαγε και δεν θα παραγάγει τίποτ' άλλοαπό την άφωνη και άχρηστη προδηλότητα του cogito sum, την άμεση βεβαιότητα του υπάρχω ως σκεπτόμενος,που δεν μπορεί καν να οδηγηθεί νόμιμα στην έκφραση μέσα από την ομιλία. Διότι, μόλις η ομιλία, έστω και χωρίς να προφερθεί, ανοίξει μια πρώτη ρωγμή, ο κόσμος και οι άλλοι εισδύουν από παντού, η ασυνείδηση κατακλύζεται από τον χειμαρο των σημασιών, που προέρχεται, αν μπορούμε να πούμε, όχι από εξωτερικό, αλλ' από το εσωτερικό. Μόνο μέσα από τον κόσμο μπορούμε να σκεφθούμε τον κόσμο. Μόλις η σκέψη είναι σκέψη κάποιου πράγματος, το περιεχόμενο ξεπροβάλλει, όχι μόνο μέσα σ'αυτό που είναι προς σκέψιν, αλλά και σ' αυτό δια του οποίου αυτό που είναι προς σκέψιν νοείται (darin, wodurches gedacht wird). Χωρίς αυτό το περιεχόμενο, δεν θα βρίσκαμε στη θέση του υποκειμένου παρά το σκιάχτρο του. Και μέσα σ' αυτό το περιεχόμενο, υπάρχει πάντα ο άλλος κα οι άλλοι, άμεσα ή έμμεσα. Ο άλλος είναι εξίσου παρών στη μορφή και στο γεγονός του λόγου, σαν απαίτηση αντιπαράστασης και αλήθειας (πράγμα που προφανώς δεν σημαίνει ότι η αλήθεια συγχέεται με τη συμφωνία των γνωμών). Τέλος, μόνο φαινομενικά θα μας απομάκρυνε απο το θέμα μας,αν υπενθυμίζαμε ότι το στήριγμα αυτής της ένωσης του υποκειμένου και του μη-υποκειμένου μέσα στο υποκείμενο, ο στροφέας αυτής της άρθρωσης του εαυτού και του άλλου, είναι το σώμα, αυτή η "υλική" δομή που κυοφορεί ένα δυνάμει νόημα. Το σώμα, που δεν είναι ξένωση - αυτό δεν θα εσήμαινε τίποτα - αλλά μέθεξη στον κόσμο και στο νόημα, σύνδεση και κινητικότητα, προ-συγκρότηση ενός σύμπαντος σημασιών πριν από κάθε ανακλασμένη σκέψη.
Ακριβώς διότι "ξεχνάει" αυτή τη συγκεκριμένη δομή του υποκειμένου, η παραδοσιακή φιλοσοφία, ναρκισσισμός της μαγεμένης απ' τις ίδιες της τίς γυμνές μορφές συνείδησης, υποβιβάζει στο επίπεδο των συνθηκών δουλείας τόσο τον άλλο όσο και τη σωματικότητα. Και ακριβώς επειδή θέλει να θεμελιωθεί πάνω στην καθαρή ελευθερία ενός πλασματικού υποκειμένου, καταδικάζεται να βρίσκει μπροστά της την ξένωση του πραγματικού υποκειμένου σαν άλυτο πρόβλημα' όπως επίσης, θέλοντας να θεμελιωθεί πάνω στην εξαντλητική ορθολογικότητα,σκοντάφτει διαρκώς στην αδύνατη πραγματικότητα μιας απαραμείωτης ανορθολογικότητας. Έτσι, καταλήγει να είναι μια επιχείρηση ανορθολογική και ξενωμένη' τόσο μάλλον ανορθολιγική, που ψάχνει, σκάβει, εκκαθαρίζει απεριόριστα τους όρους της ορθολογικότητάς της' τόσο μάλλον ξενωμένη, που δεν παύει να καταφάσκει τη γυμνή ελευθερία, τη στιγμή που αυτή είναι αδιαμφισβήτητη και ταυτόχρονα μάταιη.
Το εν λόγω υποκείμενο δεν είναι λοιπόν η αφηρημένη στιγμή της φιλοσοφικής υποκειμενικότητας, είναι το πραγματικό υποκείμενο διαπερασμένο από άκρου εις άκρον από τον κόσμο και από τους άλλους. Το Εγώ της αυτονομίας δεν είναι απόλυτος Εαυτός, μονάδα που καθαρίζει και στιλβώνει την εξωτερικο-εσωτερική της επιφάνεια για να την απαλλάξει απ' τις βρωμιές που έφερε η επαφή με άλλους' είναι η ενεργός και διαυγής αρχή που αναδοργανώνει συνεχώς τα περιεχόμενα, βοηθούμενη από τα ίδια αυτά περιεχόμενα, που παράγει μ' ένα υλικό και σε συνάρτηση με ανάγκες και ιδέες, οι οποίες είναι μίγμα αυτού που βρήκε να υπάρχει ήδη και αυτού που η ίδια παρήγαγε.
Δεν πρόκειται λοιπόν, ούτε και υπο αυτή τη σχέση, για μια εξ ολοκλήρου εξάλειψη του λόγου του άλλου - όχι μόνο γιατί αυτό είναι ένα έργο ατέλειωτο, αλλά και γιατί ο άλλος είναι κάθε φορά παρών μέσα στη δραστηριότητα που τον "εξαλείφει". Γι' αυτό επίσης τον λόγο, δεν μπορεί ούτε μια "ίδία αλήθεια" του υποκειμένου, με μία απόλυτη έννοια να υπάρξει. Η ίδια η αλήθεια του υποκειμένου είναι πάντα μέθεξη σε μια αλήθεια που το υπερβαίνει, η οποία τελικά ριζώνει, και ριζώνει το υποκείμενο, μέσα στην κοινωνία και μέσα στην ιστορία και μέσα στην ιστορία, τη στιγμή ακριβώς που αυτό πραγματοποιεί την αυτονομία του.
_________________
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
25. Το απόσπασμα όπου βρίσκεται αυτή η φράση,στο τέλος της 3ης(31ης,στη συνεχή αρίθμηση που υιοθέτησε ο Φρόυντ)των "παραδόσεων" της Νέας σειράς εισαγωγικών παραδόσεων στην Ψυχανάλυση ,έχει ως εξής: "Το αντικείμενο τους (των θεραπευτικών προσπαθειών της ψυχανάλυσης) είναι να ενισχύσουν το Εγώ,να το καταστήσουν πιο ανεξάρτητο απ' το Υπερ-Εγώ ,να διευρύνουν το οπτικό του πεδίο και να επεκτείνουν την οργάνωσή του με τέτοιο τρόπο,που να μπορέσει να κατακτήσει νέες περιοχές του Αυτού.Όπου ήταν Αυτό,πρέπει Εγώ να γίνω.Είναι μια εργασία,για να αποκτηθεί έδαφος,όπως η αποξήρανση της Zuy-der Zee".O Jacques Lacan αποδίδει το Wo Es war,soll Ich werden με "La ou fut ca,il me faut advenir" ("l' instance de la lettre dans l' inconscient", "la Psychanalyse,3,Παρίσι,P.U.F.,1957, σελ.76 [τώρα στα Ecrits,Le Seuil,1966,σελ 524] και προσθέτει,σχετικά με τον "σκοπό που προτείνει "στον άνθρωπο η ανακάλυψη του Φρόυντ" :
" Αυτός ο σκοπός είναι σκοπός επανένταξης και συμφωνίας,θα έλεγα συμφιλίωσης (Versohnung)
26. Στο βιβλίο Das Buch nom Es (1932)
27. Θα ήταν πιο δίκαιο να πούμε : τη διασαφήνιση και την εξερεύνηση της βαθύτητας της ψυχικής διάστασης,που ασφαλώς ούτε ο Ηράκλειτος ούτε ο Πλάτων αγνοούσε,όπως ακόμη και μια επιπόλαιη ανάγνωση του Συμποσίου επιτρέπει να δούμε.
28. "... δεν είναι τόσο ο πυρήνας του εαυτού μας αυτό που ο Φρόυντ μας επιτάσσει να σκοπεύσουμε,όπως τόσοι άλλοι το έκαναν πριν απ' αυτόν με το μάταιο ρητό " Γνώθι σαυτόν" , όσο ότι μας επιτρέπει να αναθεωρήσουμε τις οδούς που άγουν σ\ αυτόν" Jacques Lacan,οπ.π.σ.79.[ Ecrits,σ.525].
29. Βλ.Jacques Lacan, "Remarques sur le rapport de K.Lagache", la Psychanalyse,6(1961),σ.116. " Ένας πόσο κατηγορημάτων ,ιδού τι είναι το υποκείμενο πριν την γέννησή του ( και ίσως κα΄τω από τον σωρό τους θα πνιγεί μια μέρα).Κατηγορημάτων,δηλ.σημαινόντων λίγο πολύ συνδεδεμένων με ένα λόγο.." [Ecrits,σ.652).
30. Εδώ βρίσκεται προφανώς η ουσιαστική διάκριση από άλλες μορφές του φαντασιακού ( όπως η τέχνη ή η " λογική" χρήση του φαντασιακού στα μαθηματικά,επί παραδειγματι) που δεν αυτονομούνται ως τέτοιες.Θα επανέλθουμε δια μακρών στην συνέχεια. [ Ο όρος "φαντασιακό" ,εδώ και στις δύο σελίδες που ακολουθούν,χρησιμοποείται ακόμα με μια αμφισήμαντη έννοια,φορτισμένη από την τρέχουσα χρήση της).
31. [ Το υποδεικνύουν τόσο η εγκατάλειψη από τον Φρόυντ της υπόθεσης της " παιδικής αποπλάνησης",όσο κυρίως,η βαθμιαία - αν και ποτέ οριστική- θέση υπό αμφισβήτηση,μέσα στην καταγραφή που έκανε της ανάλυσης του Ανθρώπου με τους λύκους,τη ς " πραγματικότητας" της πρωταρχικής σκηνής].Δεν πρόκειται για την "πραγματικότητα" ή για τις "απαιτήσεις της ζωής μέσα στην κοινωνία" ως τέτοιες,αλλά γι' αυτό που γίνονται αυτές οι απαιτήσεις μέσα στον λόγ του Άλλου ( που άλλωστε δεν είναι καθόλου,με τη σειρά του,ένας ουδέτερος φορέας τους) και στη φαντασιακή επεξεργασία αυτού του λόγου από το υποκείμενο.Αυτό δεν αίρει προφανώς την κεφαλαιώδη σημασία , για το περιεχόμενο του λόγου του Άλλου και για την ειδική χροιά που θα πάρει η φαντασιακή επεξεργασία του,αυτού που είναι συγκεκριμένα η θεωρούμενη κοινωνία,ούτε τη σημασία,όσον αφορά στην συχνότητα και στη βαρύτητα των παθογενών καταστάσεων,του υπερβολικού και ανορθολογικού χαρακτήρα της κοινωνικής διατύπωσης αυτών των "απαιτήσεων" : πάνω σ' αυτή ο Φρόυντ ήταν ξεκάθαρος (πρβλ.ειδικότερα τον Πολιτισμό πηγή δυσφορίας ).Όμως,σ' αυτό το επίπεδο,συναντούμε πάλι αυτό το γεγονός,διότι οι "απαιτήσεις" της κοινωνίας δεν ανάγονται ούτε στις απαιτήσεις της "παραγματικότητας" ούτε στις απαιτήσεις της ζωής "ζωή μεσα στην κοινωνία" εν γένει,ούτε καν τελικά στις απαιτήσεις μιας "κοινωνίας διηρημένης σε τάξεις", αλλά βαίνουν πέραν αυτού που αυτές οι τελευταίες απαιτήσεις θα μπορούσαν να συνεπάγονται ορθολογικά.Εδώ βρίσκουμε το σημείο συμβολής του ατομικού με το κοινωνικό φαντασιακό - πάνω στο οποίο θα επανέλθουμε πιο κάτω.
32. Μια ηθική αναγγέλεται...όχι από τη λεωφόρο του τρόμου αλλά του πόθου " ,Jacques Lacan,αυτο..,σελ 147 [Ecrits,σελ.684).
33. Δεν πρόκειται εδώ για μια περιγραφή των εμπειρικών-ψυχολογικών όρων της λειτουργίας του υποικειμένου αλλά για μια διάρθρωση της λογικής (υπερβασιακής) δομής της υποκειμενικότητας : δεν υπάρχει σκεπτόμενο υποκείμενο παρά ως διαθέτον περιεχόμενα,κα΄θε ιδιαίτερο περιεχόμενο μπορεί να τεθεί σε παρένθεση ,αλλ' όχι το οποιοδήποτε περιεχόμενο ως τέτοιο.Το ίδιο ισχύει και για το πρόβλημα της γέννεσης του υποκειμένου,θεωρημένο από τη λογική του πλευρά : κάθε στιγμή το υποκείμενο είναι παραγωγός - προϊόν,και, "στην αρχή", το υποκείμενο συγκροτείται ως ταυτόχρονο εξ υπαρχής δεδομένο του Εαυτού και του Άλλου.[Το υποκείμενο,για το οποίο εδώ προκειται,είναι αυτό που εγκαθιδρύεται με τη ρήξη της ψυχικής μονάδας.Βλ.κατ.,Κεφ ΣΤ].
_________________________________
ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ΘΕΣΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ
14 η ΕΚΔΟΣΗ 1978
Μετάφραση : ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΛΙΚΙΑΣ
ΓΙΟΥΛΗ ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗ
ΚΩΣΤΑΣ ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ
Επιμέλεια : ΚΩΣΤΑΣ ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ
Δημοσίευση-επιμέλεια CaRiNa
__
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου