Posted on Νοεμβρίου 16, 2011
Την Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011, το Κέντρο Ψυχαναλυτικών Ερευνών φιλοξενεί μια ανοιχτή διάλεξη του Γάλλου ψυχαναλυτή Ζαν-Λουί Γκο, με θέμα το σύμπτωμα και την ψυχαναλυτική αντιμετώπισή του. Πρόκειται για τη θεματική που συσπειρώνει εφέτος όλους τους συναδέλφους της New Lacanian School, ενόψει του επόμενου συνεδρίου της (Τελ Αβιβ, Ιούνιος 2012). Στο πλαίσιο αυτής της προετοιμασίας, και σαν προοίμιο στην ομιλία του κ. Γκο, προσφέρουμε στους σπουδαστές του Κέντρου και στο ευρύ κοινό μια βασική βιβλιογραφική αναφορά – Το κείμενο του Ζακ-Αλέν Μιλέρ, “Διαβάζοντας ένα σύμπτωμα”, το οποίο δίνει το περίγραμμα αυτής της προβληματικής.
Ζακ-Αλέν Μιλέρ - Διαβάζοντας ένα σύμπτωμα
Μετάφραση: Ανθή Αθανασιάδου
Επιμέλεια: Βλάσης Σκολίδης
Επιμέλεια: Βλάσης Σκολίδης
Έχω να σας αποκαλύψω τον τίτλο του επόμενου συνεδρίου
της Νέας Λακανικής Σχολής, να σας τον αιτιολογήσω και να σας παρουσιάσω
κάποιες σκέψεις σχετικές με αυτόν, οι οποίες θα μπορούσαν να σας
χρησιμεύσουν σαν γνώμονες για τη σύνταξη των κλινικών εργασιών που το
συνέδριο απαιτεί. Αυτόν τον τίτλο τον επέλεξα για εσάς με βάση δύο
υποδείξεις που μου έκανε η πρόεδρός σας, η Αν Λιζί. Η πρώτη είναι ότι το
Συμβούλιο της Νέας Λακανικής Σχολής επιθυμούσε το επόμενο συνέδριο να
αναφέρεται στο σύμπτωμα και η δεύτερη είναι ότι ο τόπος του συνεδρίου θα
είναι το Τελ Αβίβ. Το ζήτημα, λοιπόν, ήταν να προσδιορίσουμε ποια
έμφαση, ποια κλίση, ποια ώθηση να δώσουμε στο θέμα του συμπτώματος. Το
εκτίμησα σε συνάρτηση με το μάθημα που κάνω στο Παρίσι κάθε εβδομάδα,
όπου εξηγούμαι με τον Λακάν και με την πρακτική της ψυχανάλυσης σήμερα,
αυτή την πρακτική που δεν είναι πλέον εντελώς ίδια, ίσως καθόλου ίδια μ’
εκείνη του Φρόιντ. Κατά δεύτερον, εκτίμησα την έμφαση που είναι να
δώσουμε στο θέμα του συμπτώματος σε συνάρτηση με τον τόπο, το Ισραήλ.
Αφού το καλοζύγισα, επέλεξα τον ακόλουθο τίτλο: διαβάζοντας ένα
σύμπτωμα, to read a symptom.
«Ξέρω να διαβάζω»
Όσοι διαβάζουν τον Λακάν θα αναγνώρισαν μάλλον εδώ έναν απόηχο από τα λεγόμενά του στο γραπτό «Ραδιοφωνία», το οποίο θα βρείτε στη συλλογή Άλλα γραπτά, στη σελίδα 428. Υπογραμμίζει εκεί ότι ο Εβραίος είναι κάποιος που ξέρει να διαβάζει. Αυτό το «ξέρω να διαβάζω» [le savoir lire] είναι που πρόκειται να διερευνήσουμε στο Ισραήλ, το «ξέρω να διαβάζω» στην πρακτική της ψυχανάλυσης. Σπεύδω να πω ότι το «ξέρω να διαβάζω», όπως το εννοώ, συμπληρώνει το «μιλάω σωστά» [le bien dire], την ορθοέπεια, που έχει γίνει σλόγκαν μεταξύ μας. Θα υποστήριζα άνετα ότι το «μιλάω σωστά» στην ψυχανάλυση δεν είναι τίποτε χωρίς το «ξέρω να διαβάζω», ότι η χαρακτηριστική ορθοέπεια της ψυχανάλυσης βασίζεται στο «ξέρω να διαβάζω». Αν περιοριστούμε στην ορθοέπεια, δεν κάνουμε παρά τη μισή δουλειά. Το «μιλάω σωστά» και το «ξέρω να διαβάζω» βρίσκονται από την πλευρά του ψυχαναλυτή, αποτελούν δικό του προνόμιο, αλλά κατά τη διάρκεια της αναλυτικής εμπειρίας το «μιλάω σωστά» και το «ξέρω να διαβάζω» μεταβιβάζονται στον ψυχαναλυόμενο. Ώστε, κατά κάποιον τρόπο, να μάθει, χωρίς πρόθεση διαπαιδαγώγησης, να μιλάει σωστά, καθώς και να ξέρει να διαβάζει. Η τέχνη της ορθοέπειας αποτελεί τον ορισμό εκείνου του παραδοσιακού γνωστικού τομέα που λέγεται ρητορική. Ασφαλώς η ψυχανάλυση μετέχει της ρητορικής, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. Νομίζω ότι το «ξέρω να διαβάζω» είναι που κάνει τη διαφορά. Η ψυχανάλυση δεν είναι μόνο ζήτημα ακρόασης, listening, είναι και ζήτημα ανάγνωσης, reading. Οπωσδήποτε, στο πεδίο της γλώσσας, η ψυχανάλυση έχει την αφετηρία της στη λειτουργία της ομιλίας, αλλά την ανάγει στη γραφή. Υπάρχει μια απόκλιση μεταξύ του μιλάω και του γράφω, του speaking και του writing. Μέσα σε αυτή την απόκλιση είναι που δρα η ψυχανάλυση, αυτή τη διαφορά εκμεταλλεύεται.
Θα προσέθετα μια πιο προσωπική πινελιά στην επιλογή του τίτλου που έκανα, «διαβάζοντας ένα σύμπτωμα», αφού το ότι «ξέρω να διαβάζω» είναι που μου είχε προσάψει ο Λακάν. Είναι κάτι που θα το βρείτε σαν μότο στο δικό του γραπτό «Τηλεόραση», στη συλλογή Άλλα Γραπτά, στη σελίδα 509, όπου του είχα υποβάλει ορισμένες ερωτήσεις εκ μέρους της τηλεόρασης και έβαλε σαν μότο στο κείμενο που αναπαράγει με κάποιες αλλαγές όσα είχε πει, το εξής: «Αυτός που με ρωτάει ξέρει και να με διαβάζει». Ο Λακάν, λοιπόν, με ξεχώρισε από το ότι «ξέρω να διαβάζω», τουλάχιστον ότι ξέρω να διαβάζω Λακάν. Μου απένειμε ένα πιστοποιητικό επειδή είχα επιτονίσει τα λεγόμενά του με σημειώσεις στο περιθώριο, πολλές από τις οποίες αναφέρονται στις δικούς του τύπους που λέγονται μαθήμια. Άρα, το ζήτημα του «ξέρω να διαβάζω» έχει κάθε λόγο να με ενδιαφέρει.
Το μυστικό της οντολογίας
Έπειτα από αυτή την εισαγωγή θα αναφερθώ τώρα στο σημείο όπου έχω φτάσει στο εφετινό μάθημά μου και το οποίο οδηγεί ακριβώς στο ζήτημα της ανάγνωσης, και μάλιστα της ανάγνωσης του συμπτώματος. Τούτες τις μέρες καταγίνομαι με την άρθρωση της εννοιολογικής αντιδιαστολής του όντος και της ύπαρξης. Είναι ένα ενδιάμεσο βήμα στην πορεία της διάκρισης και της αντιπαραβολής που σκοπεύω να κάνω του όντος και του πραγματικού, being and the real.
Πρoτίθεμαι να αναδείξω τα όρια της οντολογίας, της θεωρίας περί του όντος. Οι Έλληνες είναι εκείνοι που επινόησαν την οντολογία. Οι ίδιοι ωστόσο διαισθάνθηκαν και τα όρια της, αφού ορισμένοι ανέπτυξαν έναν λόγο που αναφερόταν ρητά σε ένα πέραν του όντος, beyond being. Σε τούτο το πέραν του όντος, που πρέπει να πιστέψουμε ότι διαισθάνθηκαν την αναγκαιότητά του, τοποθέτησαν το Ένα, the one. Εκείνος ιδιαίτερα που ανέπτυξε τη λατρεία του Ενός, ως πέραν του όντος, είναι ο επονομαζόμενος Πλωτίνος. Την οποία άντλησε, αιώνες αργότερα, από μια ανάγνωση του Πλάτωνα, και συγκεκριμένα του Παρμενίδη του Πλάτωνα. Την άντλησε, άρα, από ένα ορισμένο «ξέρω να διαβάζω» τον Πλάτωνα. Και πριν από τον Πλάτωνα υπάρχει ο Πυθαγόρας, μαθηματικός μεν, αλλά μυστικιστής-μαθηματικός. Ο Πυθαγόρας είχε θεοποιήσει τον αριθμό, και ειδικά το Ένα, εκείνος όμως δεν είχε φτιάξει μια οντολογία, αλλά μια ενολογία, όπως το αποδίδει η τεχνική ορολογία στα ελληνικά, δηλαδή μια θεωρία περί του Ενός. Η δική μου θέση είναι ότι το επίπεδο του όντος εγκαλεί, χρειάζεται ένα πέραν του όντος.
Οι Έλληνες που είχαν αναπτύξει μια οντολογία ένιωσαν την αναγκαιότητα για ένα σημείο στήριξης, για μια ακλόνητη βάση που ακριβώς το ον δεν τους παρείχε. Το ον δεν παρέχει ακλόνητη βάση στην εμπειρία, στη σκέψη, ακριβώς επειδή υπάρχει μια διαλεκτική του όντος. Θέτοντας το ον, θέτει κανείς παράλληλα το μηδέν. Θέτοντας ότι το ον είναι τούτο, θέτει κανείς παράλληλα ότι δεν είναι εκείνο, και άρα είναι εκείνο ως το αντίθετό του. Το ον, εν ολίγοις, στερείται όντος, και όχι κατά τύχη [κατά συμβεβηκός] αλλά κατά τρόπο ουσιώδη. Η οντολογία καταλήγει πάντοτε σε μια διαλεκτική περί όντος. Ο Λακάν το γνώριζε τόσο καλά, ώστε ακριβώς ορίζει το ον του υποκειμένου του ασυνείδητου ως έλλειψη όντος, ως «έλλειμμα του είναι» [manque à être]. Εκμεταλλεύεται εν προκειμένω τα διαλεκτικά αποθέματα της οντολογίας. Η μετάφραση [στα αγγλικά] της γαλλικής έκφρασης manque à être ως want to be προσθέτει κάτι εξαιρετικά πολύτιμο, την έννοια της επιθυμίας. Το want δεν είναι μόνο η πράξη, στο want υπάρχει η επιθυμία, υπάρχει η θέληση και συγκεκριμένα η επιθυμία να γίνει ον αυτό που δεν είναι. Η επιθυμία συνιστά διαμεσολάβηση μεταξύ being and nothingness. Ξαναβρίσκουμε αυτή την επιθυμία στην ψυχανάλυση στο επίπεδο της επιθυμίας του ψυχαναλυτή, η οποία εμψυχώνει την ψυχαναλυτική πράξη στον βαθμό που η επιθυμία αποσκοπεί να δώσει ον στο ασυνείδητο, αποσκοπεί να κάνει να φανερωθεί ό,τι είναι απωθημένο, όπως έλεγε ο Φρόιντ. Προφανώς ό,τι είναι απωθημένο είναι κατ’ εξοχήν ένα want to be, ό,τι είναι απωθημένο δεν αποτελεί ένα εν ενεργεία ον, δεν είναι μια λέξη όντως ειπωμένη, ό,τι είναι απωθημένο αποτελεί ένα δυνητικό ον που βρίσκεται στην κατάσταση του εφικτού, που θα φανερωθεί ή όχι. Η επενέργεια που καθιστά ον το ασυνείδητο δεν είναι η επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, είναι μια γλωσσική επενέργεια, την οποία ενεργοποιεί η ψυχανάλυση. Η γλώσσα είναι η λειτουργία η οποία καθιστά υπαρκτό αυτό που δεν υπάρχει. Είναι μάλιστα κάτι που διαπίστωσαν οι ασχολούμενοι με τη λογική – τους έπιασε απελπισία που η γλώσσα είναι ικανή να καταστήσει υπαρκτό αυτό που δεν υπάρχει και συνεπώς προσπάθησαν να ρυθμίσουν τη χρήση της, ελπίζοντας ότι η δική τους τεχνητή γλώσσα θα κατονόμαζε μόνο αυτό που υπάρχει. Ουσιαστικά, όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε εδώ όχι κάποιο ελάττωμα της γλώσσας, αλλά την ισχύ της. Η γλώσσα είναι δημιουργός, και μάλιστα δημιουργεί το ον. Εν ολίγοις, το ον εκείνο για το οποίο μιλούν ανέκαθεν οι φιλόσοφοι, είναι πάντα ένα γλωσσικό ον – αυτό είναι το μυστικό της οντολογίας. Οπότε, υπάρχει εδώ ένας ίλιγγος.
Ένας λόγος που θα ήταν κάτι το πραγματικό
Υπάρχει εδώ ένας ίλιγγος για τους ίδιους τους φιλοσόφους, που είναι ο καθαυτό ίλιγγος της διαλεκτικής. Καθότι το ον είναι το αντίθετο του επιφαινομένου, αλλά επίσης το ον δεν είναι κάτι άλλο από το επιφαινόμενο, από μια ορισμένη τροπικότητα του επιφαινομένου. Αυτή, λοιπόν, η ευθραυστότητα η συνυφασμένη με το ον, δικαιολογεί την επινόηση ενός όρου που ενώνει το ον και το επιφαινόμενο, του όρου «προσποιητό» [le semblant]. Το προσποιητό είναι μια λέξη που χρησιμοποιούμε στην ψυχανάλυση και με την οποία προσπαθούμε να συλλάβουμε αυτό που είναι συνάμα ον και επιφαινόμενο, κατά τρόπο αδιάσπαστο. Είχα άλλοτε αποπειραθεί να μεταφράσω τούτη τη λέξη στα αγγλικά με την έκφραση make believe. Πράγματι, αν το πιστέψουμε, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ επιφαινομένου και όντος. Είναι ζήτημα πίστεως.
Η δική μου θέση, λοιπόν, που είναι μια θέση περί φιλοσοφίας με βάση την ψυχαναλυτική εμπειρία, είναι ότι οι Έλληνες, ακριβώς επειδή καταπιάστηκαν πολύ έντονα με αυτόν τον ίλιγγο, αναζήτησαν ένα πέραν του όντος, ένα πέραν του προσποιητού. Αυτό που ονομάζουμε πραγματικό είναι τούτο το πέραν του προσποιητού, ένα πέραν που είναι προβληματικό. Υπάρχει άραγε κάτι πέραν του προσποιητού; Το πραγματικό θα ήταν, αν θέλετε, ένα ον που δεν θα ήταν, όμως, ον της γλώσσας, που θα ήταν απρόσβλητο από τα διφορούμενα της γλώσσας, που θα ήταν αδιάφορο στο make believe.
Αυτό το πραγματικό, πού το είχαν βρει οι Έλληνες; Το είχαν βρει στα μαθηματικά – άλλωστε, από τότε που τα μαθηματικά συνεχίστηκαν, όπως συνεχίστηκε και η φιλοσοφία, οι μαθηματικοί πάντα δηλώνουν άνετα πλατωνικοί, με την έννοια ότι δεν σκέφτονται διόλου πως οι ίδιοι δημιουργούν το αντικείμενό τους, αλλά κατ’ αυτούς συλλαβίζουν ένα πραγματικό που προϋπάρχει. Είναι κάτι που προκαλεί ονειροπόληση, εν πάση περιπτώσει στον Λακάν προκαλούσε.
Ο Λακάν είχε κάνει μια φορά ένα σεμινάριο με τίτλο «Για έναν λόγο που δεν θα ήταν προσποιητός». Είναι μια διατύπωση που παρέμεινε μυστηριώδης ακόμη κι όταν το σεμινάριο δημοσιεύτηκε, επειδή ο τίτλος αυτού του σεμιναρίου παρουσιάζεται σε δυνητική και αρνητική μορφή. Με αυτή όμως τη μορφή υπαινίσσεται έναν λόγο που να είναι κάτι το πραγματικό, αυτό εννοεί. Ο Λακάν είχε τη λεπτότητα να μην το πει με τη μορφή που αποκαλύπτω, το είπε απλώς με μορφή δυνητική και αρνητική: για έναν λόγο που θα ήταν κάτι το πραγματικό, για έναν λόγο που να έχει την αφετηρία του στο πραγματικό, όπως τα μαθηματικά. Ήταν το όνειρο του Λακάν να θέσει την ψυχανάλυση στο επίπεδο των μαθηματικών. Ως προς αυτό, πρέπει να πούμε ότι μόνο στα μαθηματικά είναι που το πραγματικό δεν μεταβάλλεται – αν και στις παρυφές μεταβάλλεται. Στη μαθηματική φυσική, που εντούτοις ενσωματώνει τα μαθηματικά και υποστηρίζεται από αυτά, η έννοια του πραγματικού είναι εντελώς ολισθηρή, διότι είναι οπωσδήποτε κληρονόμος της παλαιάς ιδέας περί φύσεως και διότι με την κβαντική μηχανική, με τις έρευνες κάποιας οντότητας πέραν του ατόμου, μπορούμε να πούμε ότι το πραγματικό στη φυσική έγινε αβέβαιο. Η φυσική γνωρίζει φιλονικίες μεταξύ των φυσικών ακόμη πιο ζωηρές απ’ ό,τι η ψυχανάλυση. Αυτό που για τον έναν είναι πραγματικό, για τον άλλο είναι προσποιητό. Κάνουν προπαγάνδα για τη δική τους έννοια του πραγματικού [ο καθένας], διότι, από κάποια ορισμένη στιγμή κι έπειτα, άρχισαν να συνυπολογίζουν και την παρατήρηση. Από εκείνη τη στιγμή, το σύμπλεγμα που απαρτίζεται από τον παρατηρητή και τα όργανα παρατήρησης βρίσκεται σε αλληλεπίδραση, οπότε το πραγματικό καθίσταται σχετικό προς το υποκείμενο, δηλαδή παύει να είναι απόλυτο. Οπότε, μπορούμε πλέον να πούμε ότι το υποκείμενο δημιουργεί προπέτασμα στο πραγματικό. Στα μαθηματικά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Πώς έχουμε πρόσβαση στο πραγματικό στα μαθηματικά; Με ποιο εργαλείο; Έχουμε πρόσβαση με τη γλώσσα αναμφίβολα, αλλά μια γλώσσα που δεν δημιουργεί προπέτασμα στο πραγματικό, μια γλώσσα που είναι το πραγματικό. Είναι μια γλώσσα συρρικνωμένη στην υλικότητά της, είναι μια γλώσσα που περιορίζεται στη σημαίνουσα ύλη της, είναι μια γλώσσα που περιορίζεται στο γράμμα. Στο γράμμα, αντίθετα με την ομοηχία [που έχουν στα γαλλικά το lettre και το être], δεν βρίσκουμε το ον, being, βρίσκουμε το πραγματικό, the real.
Αναλαμπή του ασυνειδήτου και επιθυμία του ψυχαναλυτή
Προτείνω, με βάση αυτές τις προκείμενες, να διερευνήσουμε την ψυχανάλυση. Πού βρίσκεται το πραγματικό στην ψυχανάλυση; Είναι ένα πιεστικό ερώτημα, στον βαθμό που ένας ψυχαναλυτής δεν γίνεται να μη δοκιμάσει τον ίλιγγο του όντος, από τη στιγμή που στην πρακτική του κατακλύζεται από τις δημιουργίες, από τα δημιουργήματα της ομιλίας.
Σε όλα αυτά, πού βρίσκεται το πραγματικό; Είναι πραγματικό το ασυνείδητο; Όχι! Είναι οπωσδήποτε η πιο εύκολη απάντηση. Το ασυνείδητο είναι μια υπόθεση, και αυτό παραμένει βασική προοπτική [για μας], έστω κι αν μπορούμε να την προεκτείνουμε, να την παραλλάξουμε. Για τον Φρόιντ, θυμηθείτε ότι το ασυνείδητο είναι αποτέλεσμα μιας επαγωγής. Το μεταφράζει με πιστότητα ο Λακάν, υπογραμμίζοντας ότι το υποκείμενο του ασυνειδήτου είναι ένα υποκείμενο υποτιθέμενο, δηλαδή υποθετικό. Άρα δεν είναι κάτι το πραγματικό. Θέτουμε μάλιστα το ερώτημα μήπως είναι ένα ον. Γνωρίζετε ότι ο Λακάν προτιμάει να πει ότι είναι επιθυμία όντος παρά ον. Το ασυνείδητο δεν έχει περισσότερο είναι από το ίδιο το υποκείμενο. Αυτό που ο Λακάν γράφει σαν διαγραμμένο S είναι κάτι που δεν έχει είναι, κάτι που έχει μόνο το είναι της έλλειψης και που πρέπει να επέλθει. Και το ξέρουμε καλά, αρκεί απλώς να βγάλουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα. Ξέρουμε καλά ότι το ασυνείδητο στην ψυχανάλυση υποβάλλεται σε ένα «πρέπει να είναι». Υποβάλλεται σε μια προστακτικότητα, την οποία εμείς ως ψυχαναλυτές αντιπροσωπεύουμε. Ακριβώς με αυτή την έννοια λέει ο Λακάν ότι το καθεστώς του ασυνειδήτου είναι ηθικό. Εάν το καθεστώς του ασυνειδήτου είναι ηθικό, αυτό θα πει ότι δεν είναι της τάξεως του πραγματικού. Το καθεστώς του πραγματικού δεν είναι ηθικό. Το πραγματικό, στις εκδηλώσεις του, είναι μάλλον unethical, δεν ακολουθεί φρόνιμα ό,τι θέλουμε. Λέγοντας ότι το καθεστώς του ασυνειδήτου είναι ηθικό, λέμε συγκεκριμένα ότι είναι σχετικό με την επιθυμία, και πρώτα-πρώτα με την επιθυμία του ψυχαναλυτή, ο οποίος προσπαθεί να εμπνεύσει τον αναλυόμενο να παραλάβει τη σκυτάλη αυτής της επιθυμίας.
Σε ποια στιγμή, στην πρακτική της ψυχανάλυσης, αναγκαζόμαστε να κάνουμε επαγωγή του ασυνειδήτου; Απλούστατα, όταν βλέπουμε, για παράδειγμα, να επέρχονται στην ομιλία του αναλυομένου παλιές αναμνήσεις που ως τώρα ήταν ξεχασμένες. Αναγκαζόμαστε να υποθέσουμε ότι αυτές οι αναμνήσεις, στο μεσοδιάστημα, βρίσκονταν κάπου, σε κάποιον συγκεκριμένο οντικό τόπο, έναν τόπο που παραμένει άγνωστος, απροσπέλαστος στη γνώση, για τον οποίο λέμε ακριβώς ότι δεν γνωρίζει τον χρόνο. Και για να μιμηθούμε ακόμη περισσότερο το οντολογικό καθεστώς του ασυνειδήτου, ας πάρουμε τα μορφώματά του, όπως τα ονομάζει ο Λακάν, τα οποία αναδεικνύουν συγκεκριμένα το φευγαλέο καθεστώς του όντος. Τα όνειρα σβήνονται. Είναι όντα ανυπόστατα, που συχνά μόνο κάποια θραύσματά τους έχουμε στην ανάλυση. Η παραλεξία, η παραπραξία, το ευφυολόγημα είναι όντα στιγμιαία, που κάνουν μια αναλαμπή, και στα οποία δίνουμε στην ψυχανάλυση ένα νόημα αλήθειας, αλλά αμέσως ξαναχάνονται.
Προτείνω, με βάση αυτές τις προκείμενες, να διερευνήσουμε την ψυχανάλυση. Πού βρίσκεται το πραγματικό στην ψυχανάλυση; Είναι ένα πιεστικό ερώτημα, στον βαθμό που ένας ψυχαναλυτής δεν γίνεται να μη δοκιμάσει τον ίλιγγο του όντος, από τη στιγμή που στην πρακτική του κατακλύζεται από τις δημιουργίες, από τα δημιουργήματα της ομιλίας.
Σε όλα αυτά, πού βρίσκεται το πραγματικό; Είναι πραγματικό το ασυνείδητο; Όχι! Είναι οπωσδήποτε η πιο εύκολη απάντηση. Το ασυνείδητο είναι μια υπόθεση, και αυτό παραμένει βασική προοπτική [για μας], έστω κι αν μπορούμε να την προεκτείνουμε, να την παραλλάξουμε. Για τον Φρόιντ, θυμηθείτε ότι το ασυνείδητο είναι αποτέλεσμα μιας επαγωγής. Το μεταφράζει με πιστότητα ο Λακάν, υπογραμμίζοντας ότι το υποκείμενο του ασυνειδήτου είναι ένα υποκείμενο υποτιθέμενο, δηλαδή υποθετικό. Άρα δεν είναι κάτι το πραγματικό. Θέτουμε μάλιστα το ερώτημα μήπως είναι ένα ον. Γνωρίζετε ότι ο Λακάν προτιμάει να πει ότι είναι επιθυμία όντος παρά ον. Το ασυνείδητο δεν έχει περισσότερο είναι από το ίδιο το υποκείμενο. Αυτό που ο Λακάν γράφει σαν διαγραμμένο S είναι κάτι που δεν έχει είναι, κάτι που έχει μόνο το είναι της έλλειψης και που πρέπει να επέλθει. Και το ξέρουμε καλά, αρκεί απλώς να βγάλουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα. Ξέρουμε καλά ότι το ασυνείδητο στην ψυχανάλυση υποβάλλεται σε ένα «πρέπει να είναι». Υποβάλλεται σε μια προστακτικότητα, την οποία εμείς ως ψυχαναλυτές αντιπροσωπεύουμε. Ακριβώς με αυτή την έννοια λέει ο Λακάν ότι το καθεστώς του ασυνειδήτου είναι ηθικό. Εάν το καθεστώς του ασυνειδήτου είναι ηθικό, αυτό θα πει ότι δεν είναι της τάξεως του πραγματικού. Το καθεστώς του πραγματικού δεν είναι ηθικό. Το πραγματικό, στις εκδηλώσεις του, είναι μάλλον unethical, δεν ακολουθεί φρόνιμα ό,τι θέλουμε. Λέγοντας ότι το καθεστώς του ασυνειδήτου είναι ηθικό, λέμε συγκεκριμένα ότι είναι σχετικό με την επιθυμία, και πρώτα-πρώτα με την επιθυμία του ψυχαναλυτή, ο οποίος προσπαθεί να εμπνεύσει τον αναλυόμενο να παραλάβει τη σκυτάλη αυτής της επιθυμίας.
Σε ποια στιγμή, στην πρακτική της ψυχανάλυσης, αναγκαζόμαστε να κάνουμε επαγωγή του ασυνειδήτου; Απλούστατα, όταν βλέπουμε, για παράδειγμα, να επέρχονται στην ομιλία του αναλυομένου παλιές αναμνήσεις που ως τώρα ήταν ξεχασμένες. Αναγκαζόμαστε να υποθέσουμε ότι αυτές οι αναμνήσεις, στο μεσοδιάστημα, βρίσκονταν κάπου, σε κάποιον συγκεκριμένο οντικό τόπο, έναν τόπο που παραμένει άγνωστος, απροσπέλαστος στη γνώση, για τον οποίο λέμε ακριβώς ότι δεν γνωρίζει τον χρόνο. Και για να μιμηθούμε ακόμη περισσότερο το οντολογικό καθεστώς του ασυνειδήτου, ας πάρουμε τα μορφώματά του, όπως τα ονομάζει ο Λακάν, τα οποία αναδεικνύουν συγκεκριμένα το φευγαλέο καθεστώς του όντος. Τα όνειρα σβήνονται. Είναι όντα ανυπόστατα, που συχνά μόνο κάποια θραύσματά τους έχουμε στην ανάλυση. Η παραλεξία, η παραπραξία, το ευφυολόγημα είναι όντα στιγμιαία, που κάνουν μια αναλαμπή, και στα οποία δίνουμε στην ψυχανάλυση ένα νόημα αλήθειας, αλλά αμέσως ξαναχάνονται.
Αντιπαράθεση με τα συμπτωμικά υπολείμματα
Μεταξύ των μορφωμάτων του ασυνειδήτου, λοιπόν, υπάρχει το σύμπτωμα. Γιατί συγκαταλέγουμε το σύμπτωμα στα μορφώματα του ασυνειδήτου, αν όχι επειδή και το φροϊδικό σύμπτωμα συνιστά αλήθεια; Του αποδίδουμε ένα νόημα αλήθειας, το ερμηνεύουμε. Όμως το διαφοροποιεί από όλα τα άλλα μορφώματα του ασυνειδήτου η μονιμότητά του. Έχει έναν άλλο τρόπο ύπαρξης. Για να υπάρχει σύμπτωμα με τη φροϊδική έννοια, πρέπει οπωσδήποτε να υπεισέρχεται κάποιο νόημα. Πρέπει να μπορεί να ερμηνευτεί. Ακριβώς αυτό συνιστά, κατά τον Φρόιντ, τη διαφορά του συμπτώματος από την αναστολή [inhibition]. Η αναστολή είναι απλώς ο περιορισμός μιας λειτουργίας. Μια αναστολή ως τέτοια δεν έχει νόημα αλήθειας. Επίσης, για να υφίσταται σύμπτωμα, πρέπει το φαινόμενο να διαρκεί. Παραδείγματος χάριν, το όνειρο αλλάζει καθεστώς όταν πρόκειται για επαναλαμβανόμενο όνειρο. Όταν το όνειρο είναι επαναλαμβανόμενο, εξυπακούεται ένα [ασυνείδητο] τραύμα. Η παραπραξία, όταν επαναλαμβάνεται, καθίσταται συμπτωμική, μπορεί μάλιστα να κατακλύσει όλη τη συμπεριφορά. Και τότε της αποδίδουμε καθεστώς συμπτώματος. Με αυτή την έννοια, το σύμπτωμα είναι ό,τι πιο πραγματικό μας δίνει η ψυχανάλυση.
Σχετικά με το σύμπτωμα είναι που καθίσταται φλέγον το ζήτημα να σκεφτούμε τον συσχετισμό, τη σύζευξη του αληθινού και του πραγματικού. Με αυτή την έννοια, το σύμπτωμα είναι ένας Ιανός, έχει δύο όψεις, μια όψη αλήθειας και μια όψη πραγματικού. Αυτό που ανακάλυψε ο Φρόιντ, και που ήταν εντυπωσιακό στην εποχή του, είναι ότι ένα σύμπτωμα ερμηνεύεται όπως ένα όνειρο, ερμηνεύεται σε συνάρτηση με μια επιθυμία και είναι επιτέλεσμα αλήθειας. Υπάρχει όμως, όπως γνωρίζετε, ένας δεύτερος χρόνος αυτής της ανακάλυψης, η επιμονή του συμπτώματος μετά την ερμηνεία, στοιχείο παράδοξο που ο Φρόιντ ανακάλυψε. Πρόκειται πράγματι για παράδοξο, εάν το σύμπτωμα είναι απλώς ένα γλωσσικό ον. Όταν έχουμε να κάνουμε με γλωσσικά όντα στην ψυχανάλυση, τα ερμηνεύουμε, δηλαδή τα συρρικνώνουμε. Επαναφέρουμε το γλωσσικά όντα στο τίποτε, στην ανυπαρξία. Το παράδοξο εδώ αφορά το υπόλειμμα. Υπάρχει ένα x που παραμένει πέραν της φροϊδικής ερμηνείας. Ο Φρόιντ προσέγγισε αυτό το στοιχείο με διαφορετικούς τρόπους. Ενέπλεξε την αρνητική θεραπευτική αντίδραση, την ενόρμηση θανάτου και διεύρυνε την προοπτική μέχρι να πει ότι το τέλος της ανάλυσης ως τέτοιο αφήνει πάντα να υφίστανται συμπτωμικά υπολείμματα, όπως τα ονόμαζε. Σήμερα η πρακτική μας έχει επεκταθεί πέρα από το φροϊδικό σημείο, πολύ πέρα από το σημείο όπου, για τον Φρόιντ, βρίσκει η ανάλυση το τέλος της. Ακριβώς για το τέλος αυτό ο Φρόιντ έλεγε ότι πάντα υπάρχει ένα υπόλειμμα και συνεπώς πρέπει πάντα να ξαναρχίζει κανείς την ανάλυση, ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον όποιος είναι ψυχαναλυτής. Λίγος χρόνος παύσης, και ξαναρχίζουμε. Ήταν ο ρυθμός stop and go, όπως το λέμε στα γαλλικά τώρα. Όμως αυτό δεν είναι η δική μας πρακτική. Η δική μας πρακτική επεκτείνεται πέρα από το σημείο εκείνο όπου ο Φρόιντ έκρινε ότι υπήρχαν κάποια τέλη της ανάλυσης, έστω κι αν έπρεπε να ξαναρχίσει κανείς την ανάλυση. Η δική μας πρακτική προχωρεί πέρα από το σημείο που ο Φρόιντ θεωρούσε ως τέλος της ανάλυσης. Στη δική μας πρακτική, λοιπόν, παρακολουθούμε την αντιπαράθεση του υποκειμένου με τα συμπτωμικά υπολείμματα. Περνάμε φυσικά από τη φάση της αποκρυπτογράφησης της αλήθειας του συμπτώματος, αλλά φτάνουμε στα συμπτωμικά υπολείμματα και εκεί δεν λέμε στοπ. Ο αναλυτής δεν λέει στοπ, ούτε ο αναλυόμενος λέει στοπ. Η ανάλυση, σε αυτή τη φάση, συνίσταται στην απευθείας αντιπαράθεση του υποκειμένου με αυτό που ο Φρόιντ ονόμαζε συμπτωμικά υπολείμματα, στα οποία εμείς δίνουμε ένα εντελώς διαφορετικό καθεστώς. Κατονομάζοντας τα συμπτωμικά υπολείμματα, ο Φρόιντ σκόνταψε στο πραγματικό του συμπτώματος, στο στοιχείο του συμπτώματος που είναι εκτός νοήματος.
Μεταξύ των μορφωμάτων του ασυνειδήτου, λοιπόν, υπάρχει το σύμπτωμα. Γιατί συγκαταλέγουμε το σύμπτωμα στα μορφώματα του ασυνειδήτου, αν όχι επειδή και το φροϊδικό σύμπτωμα συνιστά αλήθεια; Του αποδίδουμε ένα νόημα αλήθειας, το ερμηνεύουμε. Όμως το διαφοροποιεί από όλα τα άλλα μορφώματα του ασυνειδήτου η μονιμότητά του. Έχει έναν άλλο τρόπο ύπαρξης. Για να υπάρχει σύμπτωμα με τη φροϊδική έννοια, πρέπει οπωσδήποτε να υπεισέρχεται κάποιο νόημα. Πρέπει να μπορεί να ερμηνευτεί. Ακριβώς αυτό συνιστά, κατά τον Φρόιντ, τη διαφορά του συμπτώματος από την αναστολή [inhibition]. Η αναστολή είναι απλώς ο περιορισμός μιας λειτουργίας. Μια αναστολή ως τέτοια δεν έχει νόημα αλήθειας. Επίσης, για να υφίσταται σύμπτωμα, πρέπει το φαινόμενο να διαρκεί. Παραδείγματος χάριν, το όνειρο αλλάζει καθεστώς όταν πρόκειται για επαναλαμβανόμενο όνειρο. Όταν το όνειρο είναι επαναλαμβανόμενο, εξυπακούεται ένα [ασυνείδητο] τραύμα. Η παραπραξία, όταν επαναλαμβάνεται, καθίσταται συμπτωμική, μπορεί μάλιστα να κατακλύσει όλη τη συμπεριφορά. Και τότε της αποδίδουμε καθεστώς συμπτώματος. Με αυτή την έννοια, το σύμπτωμα είναι ό,τι πιο πραγματικό μας δίνει η ψυχανάλυση.
Σχετικά με το σύμπτωμα είναι που καθίσταται φλέγον το ζήτημα να σκεφτούμε τον συσχετισμό, τη σύζευξη του αληθινού και του πραγματικού. Με αυτή την έννοια, το σύμπτωμα είναι ένας Ιανός, έχει δύο όψεις, μια όψη αλήθειας και μια όψη πραγματικού. Αυτό που ανακάλυψε ο Φρόιντ, και που ήταν εντυπωσιακό στην εποχή του, είναι ότι ένα σύμπτωμα ερμηνεύεται όπως ένα όνειρο, ερμηνεύεται σε συνάρτηση με μια επιθυμία και είναι επιτέλεσμα αλήθειας. Υπάρχει όμως, όπως γνωρίζετε, ένας δεύτερος χρόνος αυτής της ανακάλυψης, η επιμονή του συμπτώματος μετά την ερμηνεία, στοιχείο παράδοξο που ο Φρόιντ ανακάλυψε. Πρόκειται πράγματι για παράδοξο, εάν το σύμπτωμα είναι απλώς ένα γλωσσικό ον. Όταν έχουμε να κάνουμε με γλωσσικά όντα στην ψυχανάλυση, τα ερμηνεύουμε, δηλαδή τα συρρικνώνουμε. Επαναφέρουμε το γλωσσικά όντα στο τίποτε, στην ανυπαρξία. Το παράδοξο εδώ αφορά το υπόλειμμα. Υπάρχει ένα x που παραμένει πέραν της φροϊδικής ερμηνείας. Ο Φρόιντ προσέγγισε αυτό το στοιχείο με διαφορετικούς τρόπους. Ενέπλεξε την αρνητική θεραπευτική αντίδραση, την ενόρμηση θανάτου και διεύρυνε την προοπτική μέχρι να πει ότι το τέλος της ανάλυσης ως τέτοιο αφήνει πάντα να υφίστανται συμπτωμικά υπολείμματα, όπως τα ονόμαζε. Σήμερα η πρακτική μας έχει επεκταθεί πέρα από το φροϊδικό σημείο, πολύ πέρα από το σημείο όπου, για τον Φρόιντ, βρίσκει η ανάλυση το τέλος της. Ακριβώς για το τέλος αυτό ο Φρόιντ έλεγε ότι πάντα υπάρχει ένα υπόλειμμα και συνεπώς πρέπει πάντα να ξαναρχίζει κανείς την ανάλυση, ύστερα από λίγο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον όποιος είναι ψυχαναλυτής. Λίγος χρόνος παύσης, και ξαναρχίζουμε. Ήταν ο ρυθμός stop and go, όπως το λέμε στα γαλλικά τώρα. Όμως αυτό δεν είναι η δική μας πρακτική. Η δική μας πρακτική επεκτείνεται πέρα από το σημείο εκείνο όπου ο Φρόιντ έκρινε ότι υπήρχαν κάποια τέλη της ανάλυσης, έστω κι αν έπρεπε να ξαναρχίσει κανείς την ανάλυση. Η δική μας πρακτική προχωρεί πέρα από το σημείο που ο Φρόιντ θεωρούσε ως τέλος της ανάλυσης. Στη δική μας πρακτική, λοιπόν, παρακολουθούμε την αντιπαράθεση του υποκειμένου με τα συμπτωμικά υπολείμματα. Περνάμε φυσικά από τη φάση της αποκρυπτογράφησης της αλήθειας του συμπτώματος, αλλά φτάνουμε στα συμπτωμικά υπολείμματα και εκεί δεν λέμε στοπ. Ο αναλυτής δεν λέει στοπ, ούτε ο αναλυόμενος λέει στοπ. Η ανάλυση, σε αυτή τη φάση, συνίσταται στην απευθείας αντιπαράθεση του υποκειμένου με αυτό που ο Φρόιντ ονόμαζε συμπτωμικά υπολείμματα, στα οποία εμείς δίνουμε ένα εντελώς διαφορετικό καθεστώς. Κατονομάζοντας τα συμπτωμικά υπολείμματα, ο Φρόιντ σκόνταψε στο πραγματικό του συμπτώματος, στο στοιχείο του συμπτώματος που είναι εκτός νοήματος.
Η απόλαυση του ομιλούντος όντος
Ήδη στο Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος, στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Φρόιντ χαρακτήριζε το σύμπτωμα με βάση την ενορμητική ικανοποίηση, όπως την αποκαλούσε, «ως το σήμα και το υποκατάστατο (Anzeichen und Ersatz) μιας ενορμητικής ικανοποίησης που δεν συνέβη». Το επεξηγούσε στο τρίτο κεφάλαιο με βάση την ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση και την παράνοια, σημειώνοντας ότι το σύμπτωμα που παρουσιάζεται αρχικά σαν ξένο σώμα ως προς το εγώ, τείνει όλο και περισσότερο να γίνεται ένα με το εγώ, δηλαδή τείνει να ενσωματωθεί στο εγώ. Έβλεπε στο σύμπτωμα το αποτέλεσμα της διαδικασίας της απώθησης. Προφανώς τα δύο κεφάλαια και το σύνολο του βιβλίου είναι προς μελέτη στην προοπτική του επόμενου συνεδρίου.
Θα ήθελα να υπογραμμίσω τούτο: είναι η ενεχόμενη στο σύμπτωμα απόλαυση πρωτογενής; Κατά μία έννοια, ναι. Μπορούμε να πούμε ότι η απόλαυση είναι γνώρισμα του σώματος ως τέτοιου, ότι αποτελεί σωματικό φαινόμενο. Με αυτή την έννοια, ένα σώμα είναι κάτι που απολαμβάνει, αλλά ανακλαστικά. Ένα σώμα είναι κάτι που απολαμβάνει τον εαυτό του, είναι αυτό που ο Φρόιντ ονομάζει αυτοερωτισμό. Όμως κάτι τέτοιο ισχύει για κάθε έμβιο σώμα. Μπορούμε να πούμε ότι το καθεστώς του έμβιου σώματος είναι το να απολαμβάνει τον εαυτό του. Αυτό που διακρίνει το σώμα του ομιλούντος όντος είναι ότι η απόλαυσή του υφίσταται την επίπτωση του λόγου. Και συγκεκριμένα, ένα σύμπτωμα μαρτυρεί ότι υπήρξε ένα συμβάν το οποίο σημάδεψε -υπό τη φροϊδική έννοια του Anzeichen- την απόλαυσή του, και το οποίο εισάγει ένα Ersatz, μια απόλαυση που δεν θα έπρεπε, μια απόλαυση που διαταράσσει την απόλαυση που έπρεπε, δηλαδή την απόλαυση του εκ φύσεως σώματος. Άρα, κατ’ αυτή την έννοια, όχι, η ενεχόμενη στο σύμπτωμα απόλαυση δεν είναι πρωτογενής. Παράγεται από το σημαίνον. Ακριβώς αυτή η σημαίνουσα επίπτωση είναι που καθιστά συμβάν την απόλαυση του συμπτώματος, και όχι μόνο φαινόμενο. Η απόλαυση του συμπτώματος μαρτυρεί ότι υπήρξε ένα συμβάν, ένα σωματοσυμβάν [événement de corps] έπειτα από το οποίο η «φυσική», εντός εισαγωγικών, απόλαυση, που μπορούμε να τη φανταστούμε ως τη φυσική απόλαυση του έμβιου σώματος, βρέθηκε διαταραγμένη και παρεκτραπείσα. Αυτή η απόλαυση δεν είναι πρωτογενής, αλλά προηγείται του νοήματος που το υποκείμενο της δίνει, που της δίνει με το σύμπτωμά του ως ερμηνεύσιμο.
Μπορούμε, για να το αντιληφθούμε καλύτερα, να προσφύγουμε στην αντιδιαστολή της μεταφοράς και της μετωνυμίας,. Υπάρχει μια μεταφορά της απόλαυσης του σώματος, αυτή η μεταφορά συνιστά συμβάν, συνιστά το συμβάν εκείνο που ο Φρόιντ ονομάζει καθήλωση. Αυτό προϋποθέτει τη δράση του σημαίνοντος, όπως κάθε μεταφορά, αλλά ενός σημαίνοντος που δρα εκτός νοήματος. Και ύστερα από τη μεταφορά της απόλαυσης υπάρχει η μετωνυμία της απόλαυσης, δηλαδή η διαλεκτική της. Τότε είναι που [το σημαίνον] προικίζεται με σημασία. Ο Φρόιντ μιλάει γι’ αυτό στο Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος, μιλάει για die symbolische Bedeutung, για τη συμβολική σημασία που πλήττει έναν ορισμένο αριθμό αντικειμένων.
Από την ακρόαση του νοήματος στην ανάγνωση του εκτός νοήματος
Μπορούμε να πούμε ότι αυτό αντανακλάται στην ψυχαναλυτική θεραπεία. Στην ψυχαναλυτική θεωρία έλεγαν επί πολλά χρόνια μια ιστοριούλα για την απόλαυση, μια ιστοριούλα σύμφωνα με την οποία η πρωταρχική απόλαυση εντοπιζόταν στη σχέση με τη μητέρα, η επίπτωση του ευνουχισμού προερχόταν από τον πατέρα και η ενορμητική απόλαυση έβρισκε αντικείμενα που ήταν Ersatz και έφραζαν τον ευνουχισμό. Είχαν κατασκευάσει ένα πολύ γερό σύστημα, που ακολουθεί το περίγραμμα του ψυχαναλυτικού εγχειρήματος. Πρόκειται ωστόσο -θα το σκληρύνω- για ένα μυθικό εποικοδόμημα, με το οποίο κατάφερναν, πράγματι, για κάποιο χρονικό διάστημα να καταστέλλουν τα συμπτώματα, ερμηνεύοντάς τα στο πλαίσιο αυτού του εποικοδομήματος. Όμως, ερμηνεύοντας το σύμπτωμα στο πλαίσιο αυτού του εποικοδομήματος, δηλαδή επεκτείνοντας τη μετωνυμία της απόλαυσης που έλεγα, συνέτειναν ώστε να διογκώνεται το σύμπτωμα, δηλαδή το έθρεψαν με νόημα. Ακριβώς εδώ εγγράφεται ο τίτλος μου, «διαβάζοντας ένα σύμπτωμα».
Το «διαβάζω ένα σύμπτωμα» πάει αντίθετα, δηλαδή συνίσταται στο να στερηθεί από νόημα το σύμπτωμα. Γι’ αυτό, άλλωστε, το ερμηνευτικό σύστημα του Φρόιντ –δηλαδή την οιδιπόδεια τριάδα, που ο ίδιος ο Λακάν τυποποίησε και ξεκαθάρισε-, ο Λακάν το υποκατέστησε με μια τριάδα που δεν συνιστά νόημα, την τριάδα του Πραγματικού, του Συμβολικού και του Φαντασιακού. Όμως, μετατοπίζοντας την ερμηνεία από το οιδιπόδειο πλαίσιο στο βορρόμειο πλαίσιο, αλλάζει η ίδια η λειτουργία της ερμηνείας και περνάει από την ακρόαση του νοήματος στην ανάγνωση του εκτός νοήματος.
Όταν λέμε ότι η ψυχανάλυση είναι ζήτημα ακρόασης, πρέπει να καταλαβαινόμαστε. Αυτό που ακούμε ουσιαστικά είναι πάντοτε το νόημα, και το νόημα καλεί το νόημα. Κάθε ψυχοθεραπεία κινείται σε αυτό το επίπεδο. Καταλήγει πάντα τελικά στο εξής – ότι ο ασθενής είναι που πρέπει να ακούει, να ακούει τον θεραπευτή. Αντίθετα, το ζητούμενο [για μας] είναι να εξερευνήσουμε τι είναι η ψυχανάλυση και τι μπορεί να κάνει στο κυριολεκτικό επίπεδο της ανάγνωσης, όταν πάρει κανείς αποστάσεις από τη σημασιολογία – εδώ σας παραπέμπω στις πολύτιμες υποδείξεις περί ανάγνωσης που υπάρχουν στο γραπτό του Λακάν που λέγεται «L’ Étourdit», και που θα τις βρείτε στα Άλλα γραπτά, στη σελίδα 491 και τις επόμενες, γύρω από τα τρία σημεία της ομοηχίας [homophonie], της γραμματικής και της λογικής.
Μπορούμε να πούμε ότι αυτό αντανακλάται στην ψυχαναλυτική θεραπεία. Στην ψυχαναλυτική θεωρία έλεγαν επί πολλά χρόνια μια ιστοριούλα για την απόλαυση, μια ιστοριούλα σύμφωνα με την οποία η πρωταρχική απόλαυση εντοπιζόταν στη σχέση με τη μητέρα, η επίπτωση του ευνουχισμού προερχόταν από τον πατέρα και η ενορμητική απόλαυση έβρισκε αντικείμενα που ήταν Ersatz και έφραζαν τον ευνουχισμό. Είχαν κατασκευάσει ένα πολύ γερό σύστημα, που ακολουθεί το περίγραμμα του ψυχαναλυτικού εγχειρήματος. Πρόκειται ωστόσο -θα το σκληρύνω- για ένα μυθικό εποικοδόμημα, με το οποίο κατάφερναν, πράγματι, για κάποιο χρονικό διάστημα να καταστέλλουν τα συμπτώματα, ερμηνεύοντάς τα στο πλαίσιο αυτού του εποικοδομήματος. Όμως, ερμηνεύοντας το σύμπτωμα στο πλαίσιο αυτού του εποικοδομήματος, δηλαδή επεκτείνοντας τη μετωνυμία της απόλαυσης που έλεγα, συνέτειναν ώστε να διογκώνεται το σύμπτωμα, δηλαδή το έθρεψαν με νόημα. Ακριβώς εδώ εγγράφεται ο τίτλος μου, «διαβάζοντας ένα σύμπτωμα».
Το «διαβάζω ένα σύμπτωμα» πάει αντίθετα, δηλαδή συνίσταται στο να στερηθεί από νόημα το σύμπτωμα. Γι’ αυτό, άλλωστε, το ερμηνευτικό σύστημα του Φρόιντ –δηλαδή την οιδιπόδεια τριάδα, που ο ίδιος ο Λακάν τυποποίησε και ξεκαθάρισε-, ο Λακάν το υποκατέστησε με μια τριάδα που δεν συνιστά νόημα, την τριάδα του Πραγματικού, του Συμβολικού και του Φαντασιακού. Όμως, μετατοπίζοντας την ερμηνεία από το οιδιπόδειο πλαίσιο στο βορρόμειο πλαίσιο, αλλάζει η ίδια η λειτουργία της ερμηνείας και περνάει από την ακρόαση του νοήματος στην ανάγνωση του εκτός νοήματος.
Όταν λέμε ότι η ψυχανάλυση είναι ζήτημα ακρόασης, πρέπει να καταλαβαινόμαστε. Αυτό που ακούμε ουσιαστικά είναι πάντοτε το νόημα, και το νόημα καλεί το νόημα. Κάθε ψυχοθεραπεία κινείται σε αυτό το επίπεδο. Καταλήγει πάντα τελικά στο εξής – ότι ο ασθενής είναι που πρέπει να ακούει, να ακούει τον θεραπευτή. Αντίθετα, το ζητούμενο [για μας] είναι να εξερευνήσουμε τι είναι η ψυχανάλυση και τι μπορεί να κάνει στο κυριολεκτικό επίπεδο της ανάγνωσης, όταν πάρει κανείς αποστάσεις από τη σημασιολογία – εδώ σας παραπέμπω στις πολύτιμες υποδείξεις περί ανάγνωσης που υπάρχουν στο γραπτό του Λακάν που λέγεται «L’ Étourdit», και που θα τις βρείτε στα Άλλα γραπτά, στη σελίδα 491 και τις επόμενες, γύρω από τα τρία σημεία της ομοηχίας [homophonie], της γραμματικής και της λογικής.
Στοχεύουμε το κλίναμεν της απόλαυσης
Η ανάγνωση, το διάβασμα, το «ξέρω να διαβάζω» συνίσταται στο να απομακρύνουμε την ομιλία, και το νόημα που αυτή διακινεί, βασιζόμενοι στη γραφή ως εκτός νοήματος, ως Anzeichen, ως γράμμα, βασιζόμενοι στην υλικότητά της. Ενώ η ομιλία είναι πάντοτε πνευματώδης, θα έλεγα, και η ερμηνεία που κινείται καθαρά στο επίπεδο της ομιλίας δεν κάνει παρά να διογκώνει το νόημα, η πειθαρχία της ανάγνωσης στοχεύει την υλικότητα της γραφής, δηλαδή το γράμμα ως κάτι που δημιουργεί το απολαυσιακό συμβάν που προσδιορίζει τον σχηματισμό των συμπτωμάτων. Το «ξέρω να διαβάζω» στοχεύει εκείνο το αρχικό σοκ, που είναι σαν ένα κλίναμεν της απόλαυσης – κλίναμεν είναι ένας όρος της φιλοσοφίας των στωικών.
Για τον Φρόιντ, που είχε ως αφετηρία το νόημα, αυτό εμφανιζόταν σαν ένα υπόλειμμα [συμπτώματος], ουσιαστικά όμως τούτο το υπόλειμμα είναι κάτι που ανάγεται στις απαρχές του υποκειμένου, είναι κατά κάποιον τρόπο το συμβάν το πρωταρχικό και ταυτόχρονα το μόνιμο, δηλαδή επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα.
Είναι κάτι που ανακαλύπτουμε, είναι κάτι που αποκαλύπτεται στον εθισμό, στο «ένα ποτήρι ακόμα» για το οποίο ακούσαμε να γίνεται λόγος πριν από λίγο. Ο εθισμός είναι η ρίζα του συμπτώματος που δημιουργείται από την ακατάσχετη επανάληψη του ίδιου Ενός. Είναι το ίδιο, δηλαδή για την ακρίβεια δεν επιπροστίθεται. Δεν έχουμε ποτέ το «ήπια τρία ποτήρια, άρα φτάνει», πίνει κανείς πάντα το ίδιο ποτήρι ακόμα μία φορά. Εδώ έγκειται η ρίζα του συμπτώματος. Με αυτή την έννοια είναι που ο Λακάν έφτασε να πει ότι ένα σύμπτωμα είναι ένα «και τα λοιπά». Δηλαδή η επιστροφή του ίδιου συμβάντος. Μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα με την επανάληψη του ίδιου. Συγκεκριμένα, μπορούμε να πούμε ότι το σύμπτωμα είναι κατ’ αυτήν την έννοια σαν ένα μορφοκλασματικό [ή φράκταλ] αντικείμενο, επειδή το μορφοκλασματικό αντικείμενο δείχνει ότι η επανάληψη του ίδιου μέσω διαδοχικών εφαρμογών σας δίνει τους πιο αλλόκοτους και τους πιο πολύπλοκους τύπους που μπορεί να δώσει ο μαθηματικός λόγος.
Η ερμηνεία ως «ξέρω να διαβάζω» στοχεύει στο να αναχθεί το σύμπτωμα στην αρχική του διατύπωση, δηλαδή στην υλική συνάντηση ενός σημαίνοντος και του σώματος, δηλαδή στην αμιγή σύγκρουση της γλώσσας στο σώμα. Λοιπόν, για να θεραπεύσετε το σύμπτωμα πρέπει να περάσετε οπωσδήποτε από την ασταθή διαλεκτική της επιθυμίας, πρέπει όμως επίσης να αποποιηθείτε τις πλάνες της αλήθειας που αυτή η αποκρυπτογράφηση σας φέρνει, και να στοχεύσετε, πέρα από την καθηλωμένη θέση της απόλαυσης, την αδιαφάνεια του πραγματικού. Αν ήθελα να το κάνω να μιλήσει αυτό το πραγματικό, θα του απέδιδα εκείνο που λέει ο Θεός του Ισραήλ μέσα στη φλεγομένη βάτο, προτού διατυπώσει τις εντολές που είναι το περίβλημα του δικού του πραγματικού: «Είμαι αυτό που είμαι».
Η ανάγνωση, το διάβασμα, το «ξέρω να διαβάζω» συνίσταται στο να απομακρύνουμε την ομιλία, και το νόημα που αυτή διακινεί, βασιζόμενοι στη γραφή ως εκτός νοήματος, ως Anzeichen, ως γράμμα, βασιζόμενοι στην υλικότητά της. Ενώ η ομιλία είναι πάντοτε πνευματώδης, θα έλεγα, και η ερμηνεία που κινείται καθαρά στο επίπεδο της ομιλίας δεν κάνει παρά να διογκώνει το νόημα, η πειθαρχία της ανάγνωσης στοχεύει την υλικότητα της γραφής, δηλαδή το γράμμα ως κάτι που δημιουργεί το απολαυσιακό συμβάν που προσδιορίζει τον σχηματισμό των συμπτωμάτων. Το «ξέρω να διαβάζω» στοχεύει εκείνο το αρχικό σοκ, που είναι σαν ένα κλίναμεν της απόλαυσης – κλίναμεν είναι ένας όρος της φιλοσοφίας των στωικών.
Για τον Φρόιντ, που είχε ως αφετηρία το νόημα, αυτό εμφανιζόταν σαν ένα υπόλειμμα [συμπτώματος], ουσιαστικά όμως τούτο το υπόλειμμα είναι κάτι που ανάγεται στις απαρχές του υποκειμένου, είναι κατά κάποιον τρόπο το συμβάν το πρωταρχικό και ταυτόχρονα το μόνιμο, δηλαδή επαναλαμβάνεται ακατάπαυστα.
Είναι κάτι που ανακαλύπτουμε, είναι κάτι που αποκαλύπτεται στον εθισμό, στο «ένα ποτήρι ακόμα» για το οποίο ακούσαμε να γίνεται λόγος πριν από λίγο. Ο εθισμός είναι η ρίζα του συμπτώματος που δημιουργείται από την ακατάσχετη επανάληψη του ίδιου Ενός. Είναι το ίδιο, δηλαδή για την ακρίβεια δεν επιπροστίθεται. Δεν έχουμε ποτέ το «ήπια τρία ποτήρια, άρα φτάνει», πίνει κανείς πάντα το ίδιο ποτήρι ακόμα μία φορά. Εδώ έγκειται η ρίζα του συμπτώματος. Με αυτή την έννοια είναι που ο Λακάν έφτασε να πει ότι ένα σύμπτωμα είναι ένα «και τα λοιπά». Δηλαδή η επιστροφή του ίδιου συμβάντος. Μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα με την επανάληψη του ίδιου. Συγκεκριμένα, μπορούμε να πούμε ότι το σύμπτωμα είναι κατ’ αυτήν την έννοια σαν ένα μορφοκλασματικό [ή φράκταλ] αντικείμενο, επειδή το μορφοκλασματικό αντικείμενο δείχνει ότι η επανάληψη του ίδιου μέσω διαδοχικών εφαρμογών σας δίνει τους πιο αλλόκοτους και τους πιο πολύπλοκους τύπους που μπορεί να δώσει ο μαθηματικός λόγος.
Η ερμηνεία ως «ξέρω να διαβάζω» στοχεύει στο να αναχθεί το σύμπτωμα στην αρχική του διατύπωση, δηλαδή στην υλική συνάντηση ενός σημαίνοντος και του σώματος, δηλαδή στην αμιγή σύγκρουση της γλώσσας στο σώμα. Λοιπόν, για να θεραπεύσετε το σύμπτωμα πρέπει να περάσετε οπωσδήποτε από την ασταθή διαλεκτική της επιθυμίας, πρέπει όμως επίσης να αποποιηθείτε τις πλάνες της αλήθειας που αυτή η αποκρυπτογράφηση σας φέρνει, και να στοχεύσετε, πέρα από την καθηλωμένη θέση της απόλαυσης, την αδιαφάνεια του πραγματικού. Αν ήθελα να το κάνω να μιλήσει αυτό το πραγματικό, θα του απέδιδα εκείνο που λέει ο Θεός του Ισραήλ μέσα στη φλεγομένη βάτο, προτού διατυπώσει τις εντολές που είναι το περίβλημα του δικού του πραγματικού: «Είμαι αυτό που είμαι».
__________________________________________________
εξαιρετικο
ΑπάντησηΔιαγραφήφυσικα το αναδημοσιευσα
πολύτιμο κείμενο...
ΑπάντησηΔιαγραφήγια την αναδημοσίευση ...φυσικότα Νόσφυ :)
ας είναι καλά ο rakis που το δημοδίευσε