Απόσπασμα από το βιβλίο Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, μτφρ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, επιμ.-επίμετρο Γιάννης Σταυρακάκης, Scripta, Αθήνα 2005 (σ. 270-275).*
Egon Schiele-autoportrait |
Κάθε ερμηνεία της πολιτικής σημασίας του όρου «λαός» οφείλει να εκκινεί από το μοναδικό γεγονός ότι, στις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, υποδηλώνει πάντα και τους φτωχούς, τους απόκληρους, τους αποκλεισμένους. Δηλαδή, ο ίδιος όρος προσδιορίζει τόσο το συστατικό πολιτικό υποκείμενο όσο και την τάξη η οποία, εκ των πραγμάτων, αν όχι εκ του νόμου, αποκλείεται από την πολιτική.
Ο ιταλικός popolo, ο γαλλικός peuple, ο ισπανικός pueblo (όπως και τα αντίστοιχα επίθετα «popolare», «populair», «popular» και τα υστερολατινικά populous και popularis από τα οποία προέρχονται όλα τα προηγούμενα) απεικονίζουν, τόσο στην κοινή γλώσσα όσο και στο πολιτικό λεξιλόγιο, είτε το σύνολο των πολιτών ως ενιαίο πολιτικό σώμα (όπως στις εκφράσεις «ιταλικός λαός» ή «λαϊκός δικαστής») είτε όσους ανήκουν στις κατώτερες τάξεις (όπως στις εκφράσεις home du people,[1] λαϊκή συνοικία, fronte populaire[2]). Ακόμη και ο αγγλικός people, που δεν έχει τόσο διαφοροποιημένη έννοια, διατηρεί ωστόσο τη σημασία του ordinary people[3] σε αντίθεση με τους πλούσιου και τους ευγενείς. Έτσι στο σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών διαβάζουμε χωρίς διακρίσεις «We the people of the United States…»[4]: αλλά όταν ο Lincoln, στην ομιλία του στην Γκέτισμπεργκ, επικαλείται μια «Government of the people by the people for the people”,[5] η επανάλληψη αντιπαραθέτει υπαινικτικώς στον πρώτο λαό έναν άλλο. Πόσο ουσιώδης στάθηκε αυτή η αμφισημία και κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (δηλαδή, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία προβάλει ως διεκδίκηση η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας) το μαρτυρά η αποφασιστική λειτουργία που επιτέλεσε η συμπόνια για το λαό νοούμενο ως αποκλεισμένη τάξη. Η H. Arendt υπενθύμισε ότι «η ίδια η σημασία του όρου προέρχεται από τη συμπόνια και η λέξη έγινε συνώνυμη της ατυχία και της δυστυχίας –le peuple, le malheureux m’ applaudissent,[6] συνήθιζε να λέει ο Robespierre· le people toujours malheureux,[7] όπως εκφραζόταν ακόμα και ο Sieyès, μια από τις λιγότερο συναισθηματικές και πιο φωτεινές μορφές της επανάστασης».[8] Αλλά ήδη στον Bodin, με ένα αντίθετο νόημα, στο κεφάλαιο της République, όπου ορίζεται η δημοκρατία, ή État populaire,[9] η έννοια είναι διττή: στον people en corps,[10] ως κάτοχο της κυριαρχίας, αντιπαραβάλλεται ο menu peuple,[11] που η φρόνηση συμβουλεύει να αποκλείεται από την πολιτική εξουσία.
Μια σημαντική αμφισημία τόσο διάχυτη και σταθερή δεν μπορεί να είναι τυχαία: πρέπει να αντικατοπτρίζει μια αμφιβολία εγγενή στη φύση και στη λειτουργία της έννοιας «λαός» στη δυτική πολιτική. Δηλαδή, όλα συμβαίνουν ως εάν αυτό που αποκαλούμε «λαό» να μην είναι στην πραγματικότητα ενιαίο υποκείμενο, αλλά η διαλεκτική ταλάντευση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πόλων: από τη μία πλευρά το σύνολο «Λαός» ως ακέραιο πολιτικό σώμα· από την άλλη, το υποσύνολο «λαός» ως θραυσματική πολλαπλότητα άπορων και αποκλεισμένων σωμάτων· εκεί μια περίληψη που διατείνεται ότι είναι δίχως υπολείμματα· εδώ ένας αποκλεισμός καταφανώς δίχως ελπίδα. Στο ένα άκρο, το ολικό κράτος των ενσωματωμένων και κυρίαρχων πολιτών· στο άλλο, ο απαγορευμένος τόπος –αυλή των θαυμάτων ή στρατόπεδο συγκέντρωσης– των αθλίων, των καταπιεσμένων, των ηττημένων. Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχει πουθενά μια μοναδική και στέρεη σημασία του όρου «λαός»: όπως πολλές θεμελιώδεις πολιτικές έννοιες (παρεμφερείς, ως προς αυτό, με τα Urworte των Abel και Freud και τις ιεραρχικές σχέσεις του Dumont) ο «λαός» είναι μια πολωτική έννοια, η οποία υποδηλώνει μια διπλή κίνηση και μια σύνθετη σχέση μεταξύ δύο άκρων. Αυτό όμως σημαίνει, επίσης, ότι η σύσταση του ανθρώπινου είδους σε ένα πολιτικό σώμα περνά διαμέσου μιας θεμελιώδους διάσπασης και ότι, στην έννοια «λαός», μπορούμε να αναγνωρίσουμε άνευ δυσκολίας τα κατηγορικά ζεύγη που είδαμε να ορίζουν την πρωταρχική πολιτική δομή: γυμνή ζωή (λαός) και πολιτική υπόσταση (Λαός), αποκλεισμός και περίληψη, ζωή και βίος. Δηλαδή, ο «λαός» φέρει ήδη πάντοτε εντός του το θεμελιώδες βιοπολιτικό ρήγμα. Είναι συνεπώς αυτό που δε μπορεί να περιληφθεί στο όλο του οποίου αποτελεί μέρος και που δε μπορεί να ανήκει στο σύνολο στο οποίο ήδη πάντοτε περιλαμβάνεται. Εξού και οι αντιφάσεις και οι απορίες τις οποίες η έννοια «λαός» γεννά κάθε φορά που κάποιος την επικαλείται και την εισάγει στην πολιτική σκηνή. Ο «λαός» είναι αυτό που πάντοτε υπάρχει και που, ωστόσο, οφείλει να πραγματώνεται· είναι η καθαρή πηγή κάθε ταυτότητας και όμως οφείλει συνεχώς να επαναπροσδιορίζεται και να αποκαθαίρεται μέσω του αποκλεισμού, της γλώσσας, του αίματος, του εδάφους. Δηλαδή, στον αντίθετο πόλο, αυτός είναι ό,τι κατ’ ουσίαν λείπει σε αυτόν καθαυτόν και, ως εκ τούτου η πραγμάτωσή του συμπίπτει με την κατάργησή του· είναι αυτό το οποίο, προκειμένου να υπάρξει, οφείλει να αρνηθεί, μέσω του αντιθέτου του, τον εαυτό του (από εδώ προκύπτουν οι ειδικές απορίες του εργατικού κινήματος, που απευθύνεται στον λαό και ταυτοχρόνως, τείνει στην κατάργησή του). Από καιρού εις καιρόν αιματηρό λάβαρο της αντίδρασης και αμφίβολη σημαία των επαναστάσεων και των λαϊκών μετώπων, ο λαός εμπεριέχει σε κάθε περίπτωση έναν διχασμό πολύ πιο αρχέγονο από εκείνον του φίλου-εχθρού, έναν ακατάπαυστο εμφύλιο πόλεμο που τον διαιρεί πιο ριζικά από κάθε σύγκρουση και, ταυτοχρόνως, τον κρατά ενωμένο και τον συγκροτεί πιο σταθερά από οποιαδήποτε ταυτότητα. Μια προσεκτική ματιά μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι ακόμακαι αυτό που ο Marx αποκαλεί πάλη των τάξεων και το οποίο, μολονότι παραμένει κατ’ ουσίαν κάτι το απροσδιόριστο, καταλαμβάνει μια θέση τόσο κεντρική στη σκέψη του, δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό τον εσωτερικό πόλεμο που διαιρεί κάθε λαό και που θα τελειώσει μόνο όταν, στην αταξική κοινωνία ή στο μεσσιανικό βασίλειο, Λαός και λαός θα συμπέσουν και δε θα υπάρχει πλέον όντως κανένας λαός.
Αν κάτι τέτοιο αληθεύει, αν ο λαός εμπεριέχει απαραιτήτως στο εσωτερικό του το θεμελιώδες βιοπολιτικό ρήγμα, καθίσταται τότε εφικτό να ιδωθούν και να εξεταστούν υπό νέα οπτική ορισμένες αποφασιστικής σημασίας σελίδες της ιστορίας του 20ού αιώνα. Αν και η πάλη μεταξύ των δύο «λαών» υπήρχε ασφαλώς ανέκαθεν, στην εποχή μας έχει υποστεί μια έσχατη μέχρι παροξυσμού επιτάχυνση. Στη Ρώμη, η εσωτερική διάσπαση του λαού ήταν επικυρωμένη δικαιικώς στην ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ populus[12] και plebs,[13] με το κάθε μέρος να έχει τους δικούς του θεσμούς και τους δικούς του μαγίστρους, όπως ακριβώς στον Μεσαίωνα, η διάκριση μεταξύ κατώτερου λαού (popolo minuto) και ανώτερου λαού (popolo grasso) αντιστοιχούσε σε μια ακριβή άρθρωση διαφόρων τεχνών και επαγγελμάτων·[14] όταν, όμως, αρχής γενομένης από τη Γαλλική Επανάσταση, ο Λαός καθίσταται ο μοναδικός θεματοφύλακας της κυριαρχίας, ο λαός μεταβάλλεται σε μια ενοχλητική παρουσία και τότε η εξαθλίωση και ο αποκλεισμός εμφανίζονται για πρώτη φορά ως ένα σκάνδαλο, με κάθε έννοια, αφόρητο. Στη νεωτερική εποχή, η εξαθλίωση και ο αποκλεισμός δεν συνιστούν μόνο οικονομικές και κοινωνικές έννοιες, αλλά αποτελούν κυρίως δεσπόζουσες πολιτικές κατηγορίες (ολόκληρος ο οικονομισμός και ο «σοσιαλισμός» που φαίνεται να κυριαρχούν στη νεωτερική πολιτική έχουν, στην πραγματικότητα, μια πολιτική σημασία· ή, καλύτερα, μια βιοπολιτική σημασία).
Υπό αυτή την έννοια, η εποχή μας δεν είναι άλλο παρά η απόπειρα –αδυσώπητη και μεθοδική– να πληρωθεί το ρήγμα που διαιρεί τον λαό εξοβελίζοντας ριζικώς τον λαό των αποκλεισμένων. Αυτή η απόπειρα συνδέει, σύμφωνα με διαφορετικές τροπικότητες και διαφορετικούς ορίζοντες, Δεξιά και Αριστερά, καπιταλιστικές χώρες και σοσιαλιστικές χώρες, όλες ενωμένες στο σχέδιο –σε τελική ανάλυση μάταιο, μολονότι εν μέρει υλοποιήθηκε σε όλες τις εκβιομηχανισμένες χώρες– παραγωγής ενός μοναδικού και αδιαίρετου λαού. Η ιδεοληψία της ανάπτυξης έχει τόσο μεγάλη αποτελεσματικότητα στην εποχή μας, γιατί συμπίπτει με το βιοπολιτικό εγχείρημα παραγωγής ενός λαού άνευ ρήγματος.
Υπό αυτή την οπτική γωνία, η εξόντωση των Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία προσλαμβάνει ένα ριζικώς νέο περιεχόμενο. Σαν λαός που αρνείται να ενσωματωθεί στο εθνικό πολιτικό σώμα (τωόντι, υποτίθεται ότι κάθε αφομοίωσή του δεν είναι παρά προσποιητή), οι Εβραίοι είναι οι κατεξοχήν εκπρόσωποι και σχεδόν το ζωντανό σύμβολο του λαού, εκείνης της γυμνής ζωής που η νεωτερικότητα δημιουργεί αναγκαστικώς στο εσωτερικό της, την παρουσία της οποίας, ωστόσο δεν δύναται με κανέναν τρόπο να ανεχθεί. Και στη διαυγή μανία με την οποία ο γερμανικός Volk, κατεξοχήν εκπρόσωπος του λαού ως ακέραιου πολιτικού σώματος, αποπειράται να εξαφανίσει διά παντός τους Εβραίους, θα πρέπει να διακρίνουμε την ακραία φάση της εσωτερικής πάλης που διαιρεί «Λαό» και «λαό». Με την τελική λύση (η οποία, όχι τυχαίως, συμπεριλαμβάνει επίσης Τσιγγάνους και άλλους μη ενσωματωμένους), ο ναζισμός προσπαθεί σκοτεινά και ανωφελώς να απαλλάξει την πολιτική σκηνή της δύσης από αυτή την ανυπόφορη σκιά, για να δημιουργήσει επιτέλους τον γερμανικό Volk, ως λαό που πλήρωσε την αρχική βιοπολιτική ρήξη (για τούτο και οι ναζί ηγέτες επαναλαμβάνουν με τόσο πείσμα ότι, εξαφανίζοντας Εβραίους και Τσιγγάνους, στην πραγματικότητα εργάζονται για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς).
Παραφράζοντας το φροϋδικό αξίωμα για τη σχέση μεταξύ Es[15] και Ich,[16] θα μπορούσαμε να πούμε ότι η νεωτερική βιοπολιτική διέπεται από την αρχή σύμφωνα με την οποία «όπου υπάρχει γυμνή ζωή, θα πρέπει να υπάρχει ένας Λαός»· υπό τον όρο, όμως, πως θα προσθέσουμε αμέσως ότι αυτή η αρχή ισχύει και στην αντίστροφη διατύπωσή της, που θέλει «όπου υπάρχει ένας Λαός, εκεί να υπάρχει και η γυμνή ζωή». Το ρήγμα, που πίστευαν ότι είχε πληρωθεί με την εξαφάνιση του λαού (του οποίου οι Εβραίοι είναι απλώς το σύμβολο), αναπαράγεται έτσι εκ νέου μεταβάλλοντας ολόκληρο τον γερμανικό λαό σε ιερή ζωή αφιερωμένη στον θάνατο και σε βιολογικό σώμα το οποίο θα πρέπει να αποκαθαίρεται επ’ άπειρον (εξαφανίζοντας ψυχικά άρρωστους και φορείς κληρονομικών ασθενειών). Και με διαφορετικό, αλλά ανάλογο τρόπο, σήμερα το δημοκρατικό-καπιταλιστικό σχέδιο εξαφάνισης, μέσω της ανάπτυξης, των φτωχών τάξεων, όχι μόνο αναπαράγει στο εσωτερικό του τον λαό των αποκλεισμένων, αλλά μετασχηματίζει σε γυμνή ζωή όλους τους πληθυσμούς του Τρίτου Κόσμου. Μόνο μια πολιτική η οποία θα είναι σε θέση να λογαριαστεί με τη θεμελιώδη βιοπολιτική διάσπαση της Δύσης θα μπορέσει να συλλάβει και να αναχαιτίσει αυτή την ταλάντευση και να θέσει τέρμα στον εμφύλιο πόλεμο που διαιρεί τους λαούς και τις πόλεις της γης.
Σημειώσεις
Ο ιταλικός popolo, ο γαλλικός peuple, ο ισπανικός pueblo (όπως και τα αντίστοιχα επίθετα «popolare», «populair», «popular» και τα υστερολατινικά populous και popularis από τα οποία προέρχονται όλα τα προηγούμενα) απεικονίζουν, τόσο στην κοινή γλώσσα όσο και στο πολιτικό λεξιλόγιο, είτε το σύνολο των πολιτών ως ενιαίο πολιτικό σώμα (όπως στις εκφράσεις «ιταλικός λαός» ή «λαϊκός δικαστής») είτε όσους ανήκουν στις κατώτερες τάξεις (όπως στις εκφράσεις home du people,[1] λαϊκή συνοικία, fronte populaire[2]). Ακόμη και ο αγγλικός people, που δεν έχει τόσο διαφοροποιημένη έννοια, διατηρεί ωστόσο τη σημασία του ordinary people[3] σε αντίθεση με τους πλούσιου και τους ευγενείς. Έτσι στο σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών διαβάζουμε χωρίς διακρίσεις «We the people of the United States…»[4]: αλλά όταν ο Lincoln, στην ομιλία του στην Γκέτισμπεργκ, επικαλείται μια «Government of the people by the people for the people”,[5] η επανάλληψη αντιπαραθέτει υπαινικτικώς στον πρώτο λαό έναν άλλο. Πόσο ουσιώδης στάθηκε αυτή η αμφισημία και κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (δηλαδή, ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία προβάλει ως διεκδίκηση η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας) το μαρτυρά η αποφασιστική λειτουργία που επιτέλεσε η συμπόνια για το λαό νοούμενο ως αποκλεισμένη τάξη. Η H. Arendt υπενθύμισε ότι «η ίδια η σημασία του όρου προέρχεται από τη συμπόνια και η λέξη έγινε συνώνυμη της ατυχία και της δυστυχίας –le peuple, le malheureux m’ applaudissent,[6] συνήθιζε να λέει ο Robespierre· le people toujours malheureux,[7] όπως εκφραζόταν ακόμα και ο Sieyès, μια από τις λιγότερο συναισθηματικές και πιο φωτεινές μορφές της επανάστασης».[8] Αλλά ήδη στον Bodin, με ένα αντίθετο νόημα, στο κεφάλαιο της République, όπου ορίζεται η δημοκρατία, ή État populaire,[9] η έννοια είναι διττή: στον people en corps,[10] ως κάτοχο της κυριαρχίας, αντιπαραβάλλεται ο menu peuple,[11] που η φρόνηση συμβουλεύει να αποκλείεται από την πολιτική εξουσία.
Μια σημαντική αμφισημία τόσο διάχυτη και σταθερή δεν μπορεί να είναι τυχαία: πρέπει να αντικατοπτρίζει μια αμφιβολία εγγενή στη φύση και στη λειτουργία της έννοιας «λαός» στη δυτική πολιτική. Δηλαδή, όλα συμβαίνουν ως εάν αυτό που αποκαλούμε «λαό» να μην είναι στην πραγματικότητα ενιαίο υποκείμενο, αλλά η διαλεκτική ταλάντευση μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πόλων: από τη μία πλευρά το σύνολο «Λαός» ως ακέραιο πολιτικό σώμα· από την άλλη, το υποσύνολο «λαός» ως θραυσματική πολλαπλότητα άπορων και αποκλεισμένων σωμάτων· εκεί μια περίληψη που διατείνεται ότι είναι δίχως υπολείμματα· εδώ ένας αποκλεισμός καταφανώς δίχως ελπίδα. Στο ένα άκρο, το ολικό κράτος των ενσωματωμένων και κυρίαρχων πολιτών· στο άλλο, ο απαγορευμένος τόπος –αυλή των θαυμάτων ή στρατόπεδο συγκέντρωσης– των αθλίων, των καταπιεσμένων, των ηττημένων. Υπό αυτή την έννοια δεν υπάρχει πουθενά μια μοναδική και στέρεη σημασία του όρου «λαός»: όπως πολλές θεμελιώδεις πολιτικές έννοιες (παρεμφερείς, ως προς αυτό, με τα Urworte των Abel και Freud και τις ιεραρχικές σχέσεις του Dumont) ο «λαός» είναι μια πολωτική έννοια, η οποία υποδηλώνει μια διπλή κίνηση και μια σύνθετη σχέση μεταξύ δύο άκρων. Αυτό όμως σημαίνει, επίσης, ότι η σύσταση του ανθρώπινου είδους σε ένα πολιτικό σώμα περνά διαμέσου μιας θεμελιώδους διάσπασης και ότι, στην έννοια «λαός», μπορούμε να αναγνωρίσουμε άνευ δυσκολίας τα κατηγορικά ζεύγη που είδαμε να ορίζουν την πρωταρχική πολιτική δομή: γυμνή ζωή (λαός) και πολιτική υπόσταση (Λαός), αποκλεισμός και περίληψη, ζωή και βίος. Δηλαδή, ο «λαός» φέρει ήδη πάντοτε εντός του το θεμελιώδες βιοπολιτικό ρήγμα. Είναι συνεπώς αυτό που δε μπορεί να περιληφθεί στο όλο του οποίου αποτελεί μέρος και που δε μπορεί να ανήκει στο σύνολο στο οποίο ήδη πάντοτε περιλαμβάνεται. Εξού και οι αντιφάσεις και οι απορίες τις οποίες η έννοια «λαός» γεννά κάθε φορά που κάποιος την επικαλείται και την εισάγει στην πολιτική σκηνή. Ο «λαός» είναι αυτό που πάντοτε υπάρχει και που, ωστόσο, οφείλει να πραγματώνεται· είναι η καθαρή πηγή κάθε ταυτότητας και όμως οφείλει συνεχώς να επαναπροσδιορίζεται και να αποκαθαίρεται μέσω του αποκλεισμού, της γλώσσας, του αίματος, του εδάφους. Δηλαδή, στον αντίθετο πόλο, αυτός είναι ό,τι κατ’ ουσίαν λείπει σε αυτόν καθαυτόν και, ως εκ τούτου η πραγμάτωσή του συμπίπτει με την κατάργησή του· είναι αυτό το οποίο, προκειμένου να υπάρξει, οφείλει να αρνηθεί, μέσω του αντιθέτου του, τον εαυτό του (από εδώ προκύπτουν οι ειδικές απορίες του εργατικού κινήματος, που απευθύνεται στον λαό και ταυτοχρόνως, τείνει στην κατάργησή του). Από καιρού εις καιρόν αιματηρό λάβαρο της αντίδρασης και αμφίβολη σημαία των επαναστάσεων και των λαϊκών μετώπων, ο λαός εμπεριέχει σε κάθε περίπτωση έναν διχασμό πολύ πιο αρχέγονο από εκείνον του φίλου-εχθρού, έναν ακατάπαυστο εμφύλιο πόλεμο που τον διαιρεί πιο ριζικά από κάθε σύγκρουση και, ταυτοχρόνως, τον κρατά ενωμένο και τον συγκροτεί πιο σταθερά από οποιαδήποτε ταυτότητα. Μια προσεκτική ματιά μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι ακόμακαι αυτό που ο Marx αποκαλεί πάλη των τάξεων και το οποίο, μολονότι παραμένει κατ’ ουσίαν κάτι το απροσδιόριστο, καταλαμβάνει μια θέση τόσο κεντρική στη σκέψη του, δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό τον εσωτερικό πόλεμο που διαιρεί κάθε λαό και που θα τελειώσει μόνο όταν, στην αταξική κοινωνία ή στο μεσσιανικό βασίλειο, Λαός και λαός θα συμπέσουν και δε θα υπάρχει πλέον όντως κανένας λαός.
Αν κάτι τέτοιο αληθεύει, αν ο λαός εμπεριέχει απαραιτήτως στο εσωτερικό του το θεμελιώδες βιοπολιτικό ρήγμα, καθίσταται τότε εφικτό να ιδωθούν και να εξεταστούν υπό νέα οπτική ορισμένες αποφασιστικής σημασίας σελίδες της ιστορίας του 20ού αιώνα. Αν και η πάλη μεταξύ των δύο «λαών» υπήρχε ασφαλώς ανέκαθεν, στην εποχή μας έχει υποστεί μια έσχατη μέχρι παροξυσμού επιτάχυνση. Στη Ρώμη, η εσωτερική διάσπαση του λαού ήταν επικυρωμένη δικαιικώς στην ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ populus[12] και plebs,[13] με το κάθε μέρος να έχει τους δικούς του θεσμούς και τους δικούς του μαγίστρους, όπως ακριβώς στον Μεσαίωνα, η διάκριση μεταξύ κατώτερου λαού (popolo minuto) και ανώτερου λαού (popolo grasso) αντιστοιχούσε σε μια ακριβή άρθρωση διαφόρων τεχνών και επαγγελμάτων·[14] όταν, όμως, αρχής γενομένης από τη Γαλλική Επανάσταση, ο Λαός καθίσταται ο μοναδικός θεματοφύλακας της κυριαρχίας, ο λαός μεταβάλλεται σε μια ενοχλητική παρουσία και τότε η εξαθλίωση και ο αποκλεισμός εμφανίζονται για πρώτη φορά ως ένα σκάνδαλο, με κάθε έννοια, αφόρητο. Στη νεωτερική εποχή, η εξαθλίωση και ο αποκλεισμός δεν συνιστούν μόνο οικονομικές και κοινωνικές έννοιες, αλλά αποτελούν κυρίως δεσπόζουσες πολιτικές κατηγορίες (ολόκληρος ο οικονομισμός και ο «σοσιαλισμός» που φαίνεται να κυριαρχούν στη νεωτερική πολιτική έχουν, στην πραγματικότητα, μια πολιτική σημασία· ή, καλύτερα, μια βιοπολιτική σημασία).
Υπό αυτή την έννοια, η εποχή μας δεν είναι άλλο παρά η απόπειρα –αδυσώπητη και μεθοδική– να πληρωθεί το ρήγμα που διαιρεί τον λαό εξοβελίζοντας ριζικώς τον λαό των αποκλεισμένων. Αυτή η απόπειρα συνδέει, σύμφωνα με διαφορετικές τροπικότητες και διαφορετικούς ορίζοντες, Δεξιά και Αριστερά, καπιταλιστικές χώρες και σοσιαλιστικές χώρες, όλες ενωμένες στο σχέδιο –σε τελική ανάλυση μάταιο, μολονότι εν μέρει υλοποιήθηκε σε όλες τις εκβιομηχανισμένες χώρες– παραγωγής ενός μοναδικού και αδιαίρετου λαού. Η ιδεοληψία της ανάπτυξης έχει τόσο μεγάλη αποτελεσματικότητα στην εποχή μας, γιατί συμπίπτει με το βιοπολιτικό εγχείρημα παραγωγής ενός λαού άνευ ρήγματος.
Υπό αυτή την οπτική γωνία, η εξόντωση των Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία προσλαμβάνει ένα ριζικώς νέο περιεχόμενο. Σαν λαός που αρνείται να ενσωματωθεί στο εθνικό πολιτικό σώμα (τωόντι, υποτίθεται ότι κάθε αφομοίωσή του δεν είναι παρά προσποιητή), οι Εβραίοι είναι οι κατεξοχήν εκπρόσωποι και σχεδόν το ζωντανό σύμβολο του λαού, εκείνης της γυμνής ζωής που η νεωτερικότητα δημιουργεί αναγκαστικώς στο εσωτερικό της, την παρουσία της οποίας, ωστόσο δεν δύναται με κανέναν τρόπο να ανεχθεί. Και στη διαυγή μανία με την οποία ο γερμανικός Volk, κατεξοχήν εκπρόσωπος του λαού ως ακέραιου πολιτικού σώματος, αποπειράται να εξαφανίσει διά παντός τους Εβραίους, θα πρέπει να διακρίνουμε την ακραία φάση της εσωτερικής πάλης που διαιρεί «Λαό» και «λαό». Με την τελική λύση (η οποία, όχι τυχαίως, συμπεριλαμβάνει επίσης Τσιγγάνους και άλλους μη ενσωματωμένους), ο ναζισμός προσπαθεί σκοτεινά και ανωφελώς να απαλλάξει την πολιτική σκηνή της δύσης από αυτή την ανυπόφορη σκιά, για να δημιουργήσει επιτέλους τον γερμανικό Volk, ως λαό που πλήρωσε την αρχική βιοπολιτική ρήξη (για τούτο και οι ναζί ηγέτες επαναλαμβάνουν με τόσο πείσμα ότι, εξαφανίζοντας Εβραίους και Τσιγγάνους, στην πραγματικότητα εργάζονται για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς).
Παραφράζοντας το φροϋδικό αξίωμα για τη σχέση μεταξύ Es[15] και Ich,[16] θα μπορούσαμε να πούμε ότι η νεωτερική βιοπολιτική διέπεται από την αρχή σύμφωνα με την οποία «όπου υπάρχει γυμνή ζωή, θα πρέπει να υπάρχει ένας Λαός»· υπό τον όρο, όμως, πως θα προσθέσουμε αμέσως ότι αυτή η αρχή ισχύει και στην αντίστροφη διατύπωσή της, που θέλει «όπου υπάρχει ένας Λαός, εκεί να υπάρχει και η γυμνή ζωή». Το ρήγμα, που πίστευαν ότι είχε πληρωθεί με την εξαφάνιση του λαού (του οποίου οι Εβραίοι είναι απλώς το σύμβολο), αναπαράγεται έτσι εκ νέου μεταβάλλοντας ολόκληρο τον γερμανικό λαό σε ιερή ζωή αφιερωμένη στον θάνατο και σε βιολογικό σώμα το οποίο θα πρέπει να αποκαθαίρεται επ’ άπειρον (εξαφανίζοντας ψυχικά άρρωστους και φορείς κληρονομικών ασθενειών). Και με διαφορετικό, αλλά ανάλογο τρόπο, σήμερα το δημοκρατικό-καπιταλιστικό σχέδιο εξαφάνισης, μέσω της ανάπτυξης, των φτωχών τάξεων, όχι μόνο αναπαράγει στο εσωτερικό του τον λαό των αποκλεισμένων, αλλά μετασχηματίζει σε γυμνή ζωή όλους τους πληθυσμούς του Τρίτου Κόσμου. Μόνο μια πολιτική η οποία θα είναι σε θέση να λογαριαστεί με τη θεμελιώδη βιοπολιτική διάσπαση της Δύσης θα μπορέσει να συλλάβει και να αναχαιτίσει αυτή την ταλάντευση και να θέσει τέρμα στον εμφύλιο πόλεμο που διαιρεί τους λαούς και τις πόλεις της γης.
Σημειώσεις
[1] άνθρωπος του λαού. (Σ.τ.μ.)
[2] λαϊκό μέτωπο. (Σ.τ.μ.)
[3] κοινοί άνθρωποι. (Σ.τ.μ.)
[4] «Εμείς ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών…». (Σ.τ.μ.)
[5] «Κυβέρνηση του λαού από τον λαό για τον λαό». (Σ.τ.μ.)
[6] «ο λαός, αυτοί οι δυστυχισμένοι με χειροκροτούν». (Σ.τ.μ.)
[7] «ο λαός πάντοτε δυστυχισμένος». (Σ.τ.μ.)
[8] Hannah Arendt, On Revolution, Harcourt & Brace, Νέα Υόρκη 1963, σ. 70.
[9] Λαϊκό κράτος. (Σ.τ.μ.)
[10] λαό εν σώματι. (Σ.τ.μ.)
[11] Κατώτερος λαός, ταπεινός λαός. (Σ.τ.μ.)
[12] δήμος, λαός, οι πολίτες. (Σ.τ.μ.)
[13] πλέμπα, κατώτερος όχλος, χυδαίος όχλος, ειδωλολατρικός συρφετός. (Σ.τ.μ.)
[14] Κατά τον 13ο αιώνα, την εποχή των δήμων, αλλά και αργότερα στη Φλωρεντία, όχι όμως μόνο εκεί οι όροι popolo grasso και popolo minuto αναφέρονταν, αντιστοίχως στην «αστική τάξη» (έμποροι και αστοί) και στο «προλεταριάτο» (τεχνίτες και βιοτέχνες) – βεβαίως με τους όρους της εποχής εκείνης. (Σ.τ.μ.)
[15] Εκείνο. (Σ.τ.μ.)
[16] Εγώ. (Σ.τ.μ.)
* Μου τοστειλε ο Γιώργος Κατσαμπέκης και τον ευχαριστω πολύ
____________________________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου