Φιλοσοφικό και Κοινωνιολογικό Λεξικό (Α’)
Φιλοσοφική άποψη που αρνείται την ύπαρξη του Θεού.
Η λέξη έχει ελληνική προέλευση. Απαντάται στην αρχαία γραμματεία (Πλάτωνος, Νόμοι, 967c, Απολ.26c) και στηνΚαινή Διαθήκη (Εφεσ.2,12: "ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω"). Χρησιμοποιείται στην ευρωπαϊκή φιλοσοφική ορολογία από τον 17ο αι. με την έννοια της αντίθεσης προς τη θρησκεία.
Η λέξη έχει ελληνική προέλευση. Απαντάται στην αρχαία γραμματεία (Πλάτωνος, Νόμοι, 967c, Απολ.26c) και στηνΚαινή Διαθήκη (Εφεσ.2,12: "ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω"). Χρησιμοποιείται στην ευρωπαϊκή φιλοσοφική ορολογία από τον 17ο αι. με την έννοια της αντίθεσης προς τη θρησκεία.
Ο όρος έχει τρεις σημασίες στη φιλοσοφία της θρησκείας,
(α) Αθεϊσμός σημαίνει κυριολεκτικά την άρνηση του Θεού (και όχι της θρησκείας οπωσδήποτε). Με αυτή την έννοια της αμφισβήτησης του προσωπικού θεού, ο αθεϊσμός αντιτίθεται στον θεϊσμό. Πρόκειται κυρίως για αντιθεϊσμό, που δεν κλιμακώνεται πάντα σε αντιθρησκευτικότητα
(β) Αθεϊσμός σημαίνει την άρνηση των ξένων θεών, της λατρείας των δημοσίων (κρατικών) θεοτήτων ή των αλλότριων θρησκευμάτων. Σε αυτή την περίπτωση η λέξη "άθεος" υπονοεί τον "αλλόθρησκο", ακόμα και τον "ετερόδοξο" ή "ανορθόδοξο" θειστή.
(γ) Αθεϊσμός σημαίνει κατά τους νεότερους χρόνους την ολοσχερή άρνηση της θρησκείας, θεϊστικής και μη. Αυτή είναι η επικρατούσα κοινής χρήσης πλέον σημασία του όρου σήμερα. Ο αθεϊσμός δεν σημαίνει μόνο τον αντιθεϊσμό ούτε απλώς την άρνηση κάποιας άλλης ή ξένης θεότητας. Αναφέρεται συνολικά στο θρησκευτικό φαινόμενο, οπότε πλέον αθεϊσμός είναι η αντιθρησκευτικότητα γενικά. Ο νεότερος δυτικοευρωπαϊκός αθεϊσμός εμφανίζεται με τρεις εκδοχές: την επιστημονική, την ανθρωπιστική και την κοινωνιστική. Η άρνηση του Θεού συμβαίνει στο όνομα της επιστήμης, του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Η ύπαρξη του θεού θεωρείται περιττή, άρα η θρησκεία δεν χρειάζεται, διότι: (α) η επιστήμη ερμηνεύει ικανοποιητικά τη φυσική πραγματικότητα του κόσμου και η τεχνολογία εγγυάται την ευημερία του ανθρώπου, (β) ο άνθρωπος είναι ελεύθερος από τα δεσμά του ηθικού νόμου, της θρησκευτικής παράδοσης και της κοινωνικής συμβατικότητας, και (γ) η ιδεολογία εγγυάται την κοινωνική ελευθερία και η πολιτική προοδεύει από τη θεοκρατική μοναρχία στην ανθρωπιστική (αστική ή λαϊκή) δημοκρατία. Σε μια τέτοια προοπτική η θρησκεία είναι περιττή και επιβλαβής, αφού (κατά την αθεϊστική άποψη) λειτουργεί συντηρητικά, αντιδραστικά και αναχρονιστικά. Και αναλυτικότερα:
(α) "επιστημολογικός αθεϊσμός"
Η ανάδυση της νεότερης φυσικής στη Δ. Ευρώπη κατά τον 17ο αι. (Κοπέρνικος*, Κέπλερ*, Γαλιλαίος*, Νεύτων*) έδωσε αφορμή στη γένεση του επιστημολογικού αθεϊσμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ίδια η επιστήμη ή ακόμα οι σκαπανείς της είχαν αθεϊστικές προθέσεις. Η επιστημονική αντιθρησκευτικότητα έχει ρίζες ιστορικές. Αποτελεί ένα πολιτιστικό φαινόμενο πέρα από τη δικαιοδοσία της θεολογίας ή της επιστημολογίας. Ο ιεροεξεταστικός διωγμός του Γαλιλαίου* πυροδότησε την ένταση των σχέσεων θρησκείας- επιστήμης, με αποτέλεσμα να ταυτισθεί η τελευταία με την αντιθρησκευτικότητα και να καταστεί προπύργιο του αθεϊσμού. Με τον Δαρβίνο* και την εξελικτική βιολογία στον 19ο αι. παίρνει την εκδίκησή του ο επιστημολογικός αθεϊσμός ανταποδίδοντας στον ιεροεξεταστικό Θεϊσμό τη φίμωση του πρωτοπόρου φυσικού του 17ου αι. Οι δύο πρωτοποριακοί κλάδοι της επιστήμης (φυσική και βιολογία), οι θεμελιωδέστερες Θεωρίες τους (μηχανικισμός και εξελικτισμός), οι επιφανέστεροι σκαπανείς τους (ο Γαλιλαίος στον 17ο αι. και ο Δαρβίνος* στον 19ο αι.) υπό την επήρεια ιστορικών συμπτώσεων εδραίωσαν την εσφαλμένη εντύπωση για το ασυμβίβαστο της πίστης με την επιστήμη και την εξίσωση του αθεϊσμού με τον επιστημονισμό*. Οι νεοϊδρυμένες τον 17ο αι. επιστημονικές εταιρείες απαγόρευαν στα μέλη τους να προφέρουν τη λέξη "Θεός" στις δημόσιες συνεδριάσεις τους. Οταν ο Ναπολέων ρώτησε τον περίφημο αστρονόμο Λαπλάς* "ποια είναι η θέση του θεού μέσα στο σύμπαν;", πήρε τη μνημειώδη απάντηση: "Δεν μου χρειάζεται η υπόθεση - θεός". Το εκλαϊκευτικό εγχειρίδιο του Χαίκελ(Ε.Haeckel,1834-1919) με τίτλο : Το αίνιγμα του κόσμου(Die Weltratsel,1899), κυκλοφόρησε σε εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφράσθηκε σε τριάντα γλώσσες. Ανάλογη τύχη είχε το κλασικό βιβλίο του Δαρβίνου, το 1859, που η πρώτη έκδοσή του εξαντλήθηκε αμέσως την ημέρα της εμφάνισής της στα βιβλιοπωλεία, αποσπώντας τη διθυραμβική κριτική του Μαρξ* και του Ένγκελς.*
β) "ανθρωπολογικός αθεϊσμός"
Μια σοβαρή πηγή αθεϊσμού είναι το πρόβλημα της θεοδικίας*: "Ο πόνος είναι ο βράχος του αθεϊσμού"(Μόλτμαν). Η ύπαρξη του κακού στην ιστορία, του πάθους στον άνθρωπο και του πόνου της ανθρωπότητας θεωρούνται ασυμβίβαστα με την ύπαρξη του θεού. Πώς ο πανάγαθος επιτρέπει το κακό; Αραγε ο παντογνώστης δεν προβλέπει την έλευση του πάθους; Γιατί ο παντοδύναμος θεός δεν παρεμβαίνει στη ζωή και στην ιστορία για να αποτρέψει τον πόνο του ανθρώπου; Αφού λοιπόν το κακό θριαμβεύει, άρα δεν υπάρχει θεός. Έτσι στο όνομα του ανθρώπου κηρύσσεται η αθεΐα. Ο ανθρωπολογικός αθεϊσμός παίρνει σοβαρά υπόψη του την ύπαρξη του κακού (θάνατος, ασθένεια, αδικία, αλλοτρίωση, ανισότητα κ.λπ.). Γι' αυτό διαμαρτύρεται εναντίον του και καταγγέλλει την ύπαρξη του θεού. Στη φιλοσοφία της θρησκείας του Φόυερμπαχ*(Feuerbach, 1804-1872) πρωτοεμφανίζεται συγκροτημένη η ανθρωπολογική αθεΐα με τη βασική πρόταση ότι "ο άνθρωπος δημιούργησε τον θεό κατ'εικόνα του". Η θρησκεία θεωρείται μια ανθρώπινη επινόηση (η περίφημη "projection", προέκταση, προβολή του ανθρώπου), σαν προσπάθεια ικανοποίησης των ανεκπλήρωτων πόθων του. "Αν δεν υπήρχε θάνατος, δεν θα υπήρχε θρησκεία". Με την ίδια λογική στα τέλη του 19ου αι. ο Νίτσε* (Nietzsche,1844-1900) θα μιλήσει για τον "θάνατο του θεού" που καθιέρωσε η δυτικοχριστιανική παράδοση από τον σχολαστικισμό* μέχρι τον διαφωτισμό*. Τη σκυτάλη θα παραλάβει στον 20ό αι. ο Σάρτρ* (J. P. Sartre, 1905-1985). Στην ίδια όχθη συναντάμε τον Καμύ* (Α.Camus, 1913-1960) που κάνει λόγο για τον "επαναστατημένο άνθρωπο". Ο Φρόυντ* (Freud,1856-1939) θα εκπροσωπήσει τον ανθρωπολογικό αθεϊσμό με στήριγμα την ψυχαναλυτική θεωρία. Η θρησκεία θα θεωρηθεί "παιδική αδυναμία", μια μορφή "νεύρωσης", θεμελιωμένη στο "οιδιπόδειο σύμπλεγμα" της ανθρωπότητας. Οι θρησκευτικές δοξασίες είναι "αυταπάτες, ικανοποίηση των πιο παλαιών, ισχυρών και πιεστικών επιθυμιών της ανθρωπότητας",
(γ) "κοινωνιολογικός αθεϊσμός"
Η κοινωνικοπολιτική ιδεολογία του διαφωτισμού συνάπτεται με τον αθεϊσμό στις δύο εκδοχές της, τον αστικό φιλελευθερισμό με κύριο εκπρόσωπο τον Κόντ* (Α. Comte, 1798-1857) και τον σοσιαλισμό με πρωταγωνιστή τον Μάρξ* (Κ.Marx, 1818-1883). Η διαφορά τους είναι ζήτημα διαβάθμισης στον τόνο της αντιθρησκευτικής κριτικής. Ο φιλελευθερισμός είναι ηπιότερος και ανεκτικότερος, γι αυτό αρκείται στον αγνωστικισμό* τις περισσότερες φορές. Ο σοσιαλισμός* είναι οξύτερος και ριζοσπαστικότερος διακηρύσσοντας ανοικτά τον αθεϊσμό. Ο κοινωνιολογικός αθεϊσμός είναι συνέπεια και κλιμάκωση του ανθρωπολογικού αθεϊσμού. Το ζήτημα της "θεοδικίας" μπαίνει σε ιστορική και κοινωνικοπολιτική βάση, όχι πια ατομοκεντρικά και υπαρξιακά. Ο Ένγκελς* (Engels,1820-1895) εκλαΐκευσε τον Μάρξ και σ' αυτότο θέμα. Ο Λένιν* (Lenin, 1870-1924) όξυνε τις αντιθρησκευτικές αιχμές κάνοντας πια λόγο για τη θρησκεία σαν το "όπιο για το λαό" (αντί του μαρξικού "όπιου του λαού"). Ο Στάλιν σκλήρυνε τη στάση του σοβιετικού καθεστώτος έναντι της θρησκείας. Στον νεομαρξισμό*της Δ. Ευρώπης του 20ού αι. (ευρω-κομμουνισμός, νέα Αριστερά, Σχολή της Φρανκφούρτης), στα τριτοκοσμικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (Λ. Αμερική) και σε στοχαστές όπως ο Γκαρωντύ* (Garaudy, 1913), ο Μπλόχ* (Bloch,1885-1977) κ.ά. έχει αμβλυνθεί ο αθεϊσμός, τονίζεται ότι δεν πρόκειται για δογματικό μεταφυσικό αξίωμα του μαρξισμού, αλλά αποτελεί μόνο μεθοδολογικό, περιστασιακό όρο του κοινωνικού αγώνα. Έτσι φθάνουν στον διάλογο με τον χριστιανισμό κατά τη μεταπολεμική εποχή, ιδίως από τη δεκαετία του 1960, που διαλύει πολλές παρεξηγημένες θέσεις του κοινωνιολογικού αθεϊσμού από το παρελθόν. Αλλά και από τη θεϊστική πλευρά, ιδίως του χριστιανισμού, έχουν σημειωθεί σοβαρότατες διαφοροποιήσεις στον αιώνα μας, όπως είναι η άρθρωση νέων γόνιμων θεολογικών προτάσεων με ποικίλα σχήματα (η υπαρξιακή θεολογία σε διάλογο με τον ανθρωπολογικό αθεϊσμό, η πολιτική θεολογία και η θεολογία της απελευθέρωσης σε διάλογο με τον κοινωνιολογικό αθεϊσμό, καθώς επίσης η εξελικτική θεολογία σε διάλογο με τον επιστημολογικό αθεϊσμό). Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα μπροστά σε μια κατάσταση ριζικά διαφορετική από εκείνη του περασμένου αιώνα με κύριο χαρακτηριστικό τη μετατροπή του εριστικού αντίλογου σε κριτικό διάλογο.
Η σύγχρονη φιλοσοφία της θρησκείας τηρεί απέναντι στην αθεΐα στάση θετική και επιφυλακτική.
(α) Η "θετική αποδοχή" συνίσταται στο ότι, μεταξύ άλλων, ο αθεϊσμός κρίνεται ότ είναι το καθαρτήριο του θεϊσμού* και αποτελεί μια λυδία λίθο της γνησιότητας της θρησκείας. Ο αθεϊσμός εκπηγάζει από τα λάθη της θεολογίας και υπενθυμίζει με την έντονη παρουσία του τις παραλείψεις του θεϊσμού. Με τη διαμαρτυρία του ο αθεϊσμός παραδίδει στη θεολογία ένα μάθημα συνέπειας, που αν προσεχθεί μπορεί να δρομολογηθεί μια ευεργετική διαδικασία αποκάθαρσης της θρησκείας από τα στοιχεία νοσηρής θρησκευτικότητας, τα οποία ακριβώς καθιστούν αναπόφευκτη ίσως απαραίτητη την ανάδυση του αθεϊσμού,
(β) Η "κριτική επιφύλαξη" έναντι του αθεϊσμού αφορά στην εκκρεμότητά του και την ασυνέπειά του. Ο επιστημολογικός αθεϊσμός δεν αναιρεί τις προϋποθέσεις μιας απάνθρωπης τεχνοκρατίας, όπου η οικουμένη υφήλιος απειλείται από τον διπλό θάνατο: τον αιφνίδιο ενός θερμοπυρηνικού ολοκαυτώματος και τον αργό θάνατο του οικολογικού μαρασμού. Ο ανθρωπολογικός αθεϊσμός ελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά της θρησκείας, αλλά ταυτόχρονα θραύει τους δεσμούς του με τον κοινωνικό περίγυρο και την ιστορική του παράδοση,έτσι ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος να είναι καταδικασμένος στην ελευθερία και στη μοναξιά ταυτόχρονα (Σάρτρ: "ο άνθρωπος είναι καταδι-κασμένος να είναι ελεύθερος" - "Οι άλλοι άνθρωποι είναι η κόλασή μου"). Ο κοινωνιολογικός αθεϊσμός δεν λύνει ικανοποιητικά το ζήτημα της ελευθερίας, αφού αναγκάζεται, στη γραφειοκρατική εκδοχή του, να θυσιάζει την ατομική ελευθερία στον βωμό της κοινωνικής ισότητας. Έτσι από το ένα άκρο της ατομικότητας περνάμε στο άλλο άκρο της μαζικότητας δίχως ελεύθερη προσωπικότητα. Η αξία του αθεϊσμού έγκειται στο ότι θέτει, με τρόπο δραματικό και αποκαλυπτικό, το δίδυμο θεμελιακό πρόβλημα: το ζήτημα της ελευθερίας και το πρόβλημα του κακού (θεοδικία). Η βασική αδυναμία του αθεϊσμού είναι ότι δενμπορεί να δώσει επαρκή απάντηση στο παραπάνω δίπτυχο ζήτημα. Ενδεχομένως να χρειάζεται ο αθεϊσμός σαν ένα πείραμα και μια απόπειρα για να συνετισθεί ο στρεβλωμένος θεϊσμός. Οπωσδήποτε όμως δεν επαρκεί ο αθεϊσμός, σήμερα πια, για να απαντήσει μόνος του με επαρκή τρόπο στα υπαρξιακά και ιστορικά προβλήματα του ανθρώπου.
Βιβλιογραφία :
Μ. Μπέγζος, Δοκίμια φιλοσοφίας της θρησκείας, Αθήνα, 1988.- του ίδιου, Ελευθερία ή θρησκεία;Αθήνα, 1991.-
του ίδιου,Φιλοσοφική ανθρωπολογία της θρησκείας,Αθήνα, 1994.-
Ν. Νησιώτης,Υπαρξισμός και Χριστιανική Πίστις, Αθήνα, 1956.-
Μ. Φαράντος. Το περίθεού ερώτημα, Αθήνα, 1977.-
Ν. Berdiaev, Les sources etle sens du communisme russe, Paris, 1951.- S. Bulgakov
__
Η έννοια του Θεού στην ορθόδοξη χριστιανική θεολογία έχει την έννοια ενός Οντος που είναι άπειρο,δεν έχει σχημα,δεν έχει ορια στην υπαρξη του δηλαδη δεν περιορίζεται στο χωρο και δεν έχει αρχή ύπαρξης.Δηλαδή ενας Άπειρος Θεός χαρακτηρίζεται απο παντοδυναμία,απο άπειρο μέγεθος,απο άπειρη λάμψη,απο αγεννησία και απο παντογνωσία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓι’αυτό και λεμε οτι ο Θεός είναι άκτιστος.Η λέξη «άκτιστος» αποτελείται από το στερητικό «α» και την λέξη «κτιστός» και δηλώνει κάτι που δεν έχει κτιστεί, δεν έχει δημιουργηθεί, και δεν προσδιορίζεται. Έτσι, το άκτιστο δεν έχει αρχή, δεν έχει φθορά, δεν έχει τέλος, ενώ το κτιστό έχει αρχή δημιουργίας, έχει φθορά και έχει τέλος, εκτός και εάν ο Θεός δεν θέλει να έχει τέλος. Δεν υπάρχει ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού, γιατί όλη η κτίση,όλο το υλικό σύμπαν δημιουργήθηκε από το μη ον, ήλθε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία με τη δημιουργική ενέργεια του Θεού, ο οποίος είναι ο Ων.
Τι ορίζουμε ως αθεϊσμό.
Οταν αποδίδουμε ιδιότητες ενός απείρου όντος σε πεπερασμένα όντα,τα οποία δεν είναι ουτέ πανταχού παρόντα ούτε παντογνωστες.Αλλά αντιθέτως είναι περιορισμένα στην φύση τους.Έχουν αρχή ύπαρξης και εχουν πάθη.
Διότι εναν ον που δεν είναι άπειρο,αλλά πεπερασμένο σημαίνει οτι δεν είναι τέλειο και έχει ελλείψεις.Και όταν ενα ον είναι πεπερασμένο και έχει ελλείψεις έχει και ανάγκες.Και οι ανάγκες είναι πάθη.
Συνεπως η πρωτη πλανη των αρχαιων θρησκειών μας οδηγεί στο συμπερασμα οτι οι θρησκείες δεν ήταν ποτέ θρησκείες,αλλά αθεϊσμός.Γιατι οι αρχαίες θρησκείες μας παρουσίαζαν πεπερασμενα όντα ως θεούς.Απέδιδαν την έννοια του Θεού σε πεπερασμένα όντα τα οποία δεν ήταν ουτε άπειροι,ούτε αγέννητοι,ουτε παντογνώστες,ουτε πανταχού παρόντες.
Και ο επισημος αθεϊσμός είναι το ίδιο πραγμα με τις αρχαίες μυθολογίες.Επικεντρώνεται στη φυση του πεπερασμένου,απορρίπτει την υπαρξη ενός απείρου Θεού και προσκολλάει σε μια πεπερασμένη φύση η οποία είναι τρεπτή,θνητή,έχει ανάγκες και πάθη.Και σαφώς έχει ροπή προς τον μηδενισμό.
Όσον αφορά για το αν υπάρχουν πολλοί άπειροι θεοί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ κοινή λογική λέει, ότι δεν γίνεται να υπάρχουν συγχρόνως δύο Θεοί πανταχού παρόντες διότι δεν θα υπήρχε χώρος και για τους δύο και ο ένας θα περιόριζε τον άλλο.
Συνεπώς αφού ο ένας Θεός θα περιοριζε τον άλλον Θεό μιλάμε για σχηματοποιημένα όντα και πεπερασμένες υπάρξεις.
Οπότε είναι αδυνατον να υπάρχουν πολλοί άπειροι Θεοί.
Η έννοια του Θεού, ως οντότητα δεν υφίσταται καθώς οι δια των αισθήσεων εμπειρία της οντότητάς του, δεν είναι εφικτή. Έτσι μιλούμε για έναν Θεό ανυπόστατο ή και «άκτιστο» όπως έγραψες, που κατά την προσπάθεια προσέγγισης η μεταξύ του υποκειμένου και του Ανυπόστατου είναι άπειρη. Το μη προσεγγίσημο, τόσο νοητικά στην ανθρώπινη συνείδηση όσο και αισθητικά κάνει την έννοια του Θεού ιδέα και όχι ον στο οποίο μπορούμε να αναφερόμαστε με όρους ανθρώπινης νόησης. Η σύλληψη αυτής της έννοιας είναι αδύνατη και γι αυτό η διατύπωση των αναφορών μας σε αυτήν, πρέπει να γίνονται με λέξεις που να εκφράζουν επαρκώς και με σαφήνεια την αδυναμία σύλληψής της ή διατύπωσής της προκειμένου να αποφεύγονται οι παρανοήσεις και έτσι και η παρερμηνεία της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτην παράγραφο "ανθρωπολογικός αθεϊσμός" στο κείμενο της ανάρτησης, γράφει : «Γιατί ο παντοδύναμος θεός δεν παρεμβαίνει στη ζωή και στην ιστορία για να αποτρέψει τον πόνο του ανθρώπου; Αφού λοιπόν το κακό θριαμβεύει, άρα δεν υπάρχει θεός. Έτσι στο όνομα του ανθρώπου κηρύσσεται η αθεΐα.». Ο πεπερασμένων δυνατοτήτων νους και περιορισμένου εύρους συλλογισμός του ανθρώπου, θεωρεί ότι το λογικό και αναμενόμενο είναι ο Θεός να παρεμβαίνει στις ανθρώπινες ενέργειες και να κατευθύνει την εξέλιξή τους ώστε να μην διαπράττονται εγκλήματα, αδικίες και καταστροφές. Σε αυτή την τοποθέτηση, την οποία έχουν πολλοί άθεοι μα και πιστοί, θα έλεγα ότι εάν γινόταν κάτι τέτοιο τότε δεν θα υπήρχε ο έκπτωτος παραδείσιος συνάνθρωπος, θα ήταν όλα παράδεισος και ο πρωτάνθρωπος δεν θα αποκτούσε την γήινη διάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα. Η προσευχή είναι το μέσον απεύθυνσης στο Θεό και δια του νοερού διαλόγου, επιζητείται η θεϊκή παρέμβαση για να ανταπεξέλθει στα βάσανα της ύπαρξης, καθώς αφού ο άνθρωπος πιστεύει στην δύναμη της αγάπης και την «ύπαρξη» Του, ελπίζει στο έλεός Του.
Είναι λογικό να επικαλούμαστε την κοινή λογική προκειμένου να προσεγγίσουμε την εικαζόμενη μη παρέμβαση του Θεού στις ανθρώπινες πράξεις και έργα. Αυτό όμως που μας διαφεύγει είναι ότι δεν είναι δεδομένο ότι η κοινή λογική είναι και λογική. Στην προκειμένη δε περίπτωση, η κοινή λογική προσπαθεί να γίνει το εργαλείο για να κατανοήσουμε το άπειρο ή το Θεό και έτσι να αποκλείσουμε το εκδοχή της πολλαπλότητας του απείρου ή των Θεών ή και την επ άπειρον πολλαπλότητα του ίδιου θεού. Μήπως το άπειρο είναι το παράθυρο όπου ατενίζουμε την ελευθερία;
Γενικά θα ήθελα να προσθέσω ότι το να προσπαθεί να εκλογικεύει ο άνθρωπος τις ιδέες, τα αδιανόητα, τα ανυπόστατα, είναι το μόνο που γνωρίζει να κάνει, καθώς είναι ο μοναδικός τρόπος να τα διαχειριστεί, να τα ελέγξει. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι, η διαδικασία που ακολουθεί καθώς και το αποτέλεσμά της, είναι λογικό.
Υ.Γ
Η μαμά μου όταν ήμουν μικρή μου έλεγε να μη μιλώ σε αγνώστους Ανώνυμε. Εγώ δεν την άκουγα τότε.... ούτε και τώρα. :)