Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Ο καλύτερος Έλληνας χορογράφος



video: Βασιλική Μουσταφερη "H σκόνη του χρόνου" 2009 
Θόδωρος Αγγελόπουλος



Γράφει ο Κωνσταντίνος Μίχος


Κάθε κείμενο που θέλει να σέβεται τις αρχές της διαλεκτικής, παρουσιάζει τη θέση του ως αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε αντίθετες ιδέες, τις οποίες οφείλει να εκθέτει. Το συμπέρασμα δηλώνεται έπειτα από αυτόν τον εσωτερικό «αγώνα». Αντίθετα, αυτό εδώ το κείμενο, θα σπεύσει να δηλώσει εξαρχής: ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος είναι ο σημαντικότερος Έλληνας χορογράφος.
Αναμφίβολα, η φράση ακούγεται ως διανοητικό πυροτέχνημα που φέρνει χαμόγελο στον αναγνώστη, και είναι αυτή ακριβώς η αντίδραση που με παρακίνησε για αυτό το κείμενο.
 Ας ξεπεράσουμε γρήγορα την υποψία ότι ο τίτλος είναι περιπαικτικός προς τον σκηνοθέτη αλλά και προς τους Έλληνες χορογράφους, και ας δοκιμάσουμε όχι να αποδείξουμε την ορθότητά του αλλά να ξεχυθούμε στην ιδέα που υποβάλλει.

Αμέσως τίθενται ερωτήματα:

Γιατί χορογράφος; Τι είναι χορός;

Γιατί ο καλύτερος Έλληνας; Τι Έλληνας;

Από τη μια, έχουμε τον γνωστό στίχο από τραγούδι του Σαββόπουλου «που οδηγήσαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά», μαζί με όλα τα αντίστοιχα τυποποιημένα πια αστειάκια για τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο και τον κατεξοχήν εκπρόσωπό του, έναν κινηματογραφιστή ο οποίος υποτίθεται ότι είναι αργός, αδιάφορος για τον χρόνο του θεατή και τους ηθοποιούς.

Ορίστε, να η απόλυτη αντίθεση – τι σχέση μπορεί αυτός ο σκηνοθέτης να έχει με την τέχνη του χορού, την τέχνη του σβέλτου σώματος, την τέχνη η οποία αποθεώνει τον χορευτή για την προσωπική του εκτελεστική ικανότητα και κυρίως ικανοποιεί την επιθυμία του θεατή για άμεση απόλαυση;

Όμως αυτό είναι ο χορός; Διότι πολλοί, έχοντας εμπειρίες μόνο μέσα από την τηλεόραση, αυτό εννοούν όταν λένε «χορό». Νέα σώματα, υγιή, με θολά αλλά «σπουδαία» συναισθήματα, αλάνθαστα μέσα σε μιαν ασαφή γενικότητα, τα οποία διακρίνονται με μόνη παράμετρο ποιο είναι ταχύτερο και δυνατότερο.  

Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά τα στην ουσία ανιστορικά σώματα με τα κουρασμένα, σκαμμένα, πελεκημένα, σπασμένα, ανθεκτικά αλλά σημαδεμένα σαν ξύλινα, γυρτά από το βάρος του κόσμου των ταινιών του Θ. Αγγελόπουλου;
Από το ένοχο φυγής σώμα του μετανάστη στην Αναπαράσταση, στα σερνάμενα σε αδιάκοπη πορεία στον χρόνο και τον τόπο των ηθοποιών του Θιάσου, στα ξέπνοα αλλά φουσκωμένα από το φαγοπότι των Κυνηγών, στο αργό σαν ζωντανεμένο άγαλμα του Μεγαλέξαντρου, στο αεικίνητο λες και ξεφεύγει από σφαίρες σώμα του Βέγγου, τα σώματα του Θ. Αγγελόπουλου κουβαλούν την Ιστορία της χώρας μας. Και μερικές φορές προβλέπουν και το μέλλον, όπως στην Εκπομπή, όπου το παίξιμο του Θ. Κατσαδράμη μάς προφητεύει το γλοιώδες, χαλαρό από ευθύνες σώμα των παρουσιαστών τηλεοπτικών λαϊφστάιλ εκπομπών.

Ας ξανακοιτάξουμε μαζί δύο σκηνές από τον Θίασο, ως παράδειγμα των περίφημων μακρών και αργών πλάνων που ταυτίζουμε με τον σκηνοθέτη και που έχουν υπάρξει αντικείμενο σκωπτικών αναφορών.

Η πρώτη είναι η γνωστή σκηνή στην ταβέρνα. Ένα μονοπλάνο διάρκειας 8 λεπτών, όπου με μέσο τα τραγούδια και τον χορό ο σκηνοθέτης περιγράφει όλη την ιστορία της έναρξης μέχρι τη γενίκευση του Εμφυλίου. Δεν θα την αξιολογήσω με το τι αφηγούνται τα τραγούδια, αν και μπορούμε να καταλαβαίνουμε την Ιστορία και μέσα από τραγούδια. Ναι! εν μέσω Εμφυλίου η καθεστωτική μουσική σε πείσμα όλου του κόσμου στιχοπλοκεί με κύριο θέμα το χτίσιμο ερωτικών φωλιών, ναι! κάποιοι καλωσόριζαν την παρέμβαση των αγγλικών δυνάμεων για να φέρουν με τη βία τον βασιλιά, ναι! κάποιοι ήθελαν λαϊκή δημοκρατία, ναι! υπήρξε κάποιος Σκόμπι με σήμα ένα πουλί, ναι! κάποιοι κατηγορούσαν ως κομμουνιστή όποιον δεν αποδεχόταν τη δικτατορία.

Ούτε θα σταθώ μόνο στον χορό-ταγκό της παρέας των χιτών, τον οποίο θα καταλήξουν να χορέψουν μόνοι τους με στείρα σώματα ικανά μόνο για θάνατο σε αντίθεση με τα ερωτικά σώματα των ζευγαριών.

Ούτε θα περιοριστώ μόνο στη λεπτομερή σωματική σηματοδοσία. Ναι κάποιοι έπαιρναν με τη βία τις γυναίκες των άλλων, ναι κάποιοι ήταν άοπλοι και αλίμονό τους δεν θα τέλειωναν ποτέ έναν χορό, ναι οι σεβαστοί «ουδέτεροι» με το χέρι κολλημένο και αμέτοχο στην πλάτη θα έχουν στο μαγαζί τους ένοπλους χίτες αλλά θα ζητήσουν από τους άοπλους αριστερούς να είναι ειρηνικοί.




Τι κάνει τελικά ο Αγγελόπουλος; Συμπυκνώνει; Συμβολίζει; Εικονοποιεί; Σωματοποιεί;

Όλα αυτά και κυρίως με αξιοθαύμαστο τρόπο οδηγεί τον Χορό, μια εξ ορισμού μη αναπαραστατική τέχνη να γίνεται ταυτόχρονα και ρεαλιστική. Αλλά αν μέναμε μόνο σε αυτά τα στοιχεία ο Αγγελόπουλος θα ήταν ένας καλός σκηνοθέτης εθνολογικών ντοκιμαντέρ.

Εγώ θα σας ζητήσω να εκτιμήσετε την τέχνη του στον τρόπο που οργανώνει χορογραφικά τη σκηνή συνδυάζοντας τις κινήσεις της κάμερας και του πλήθους των ηθοποιών. Εκεί μπορούμε να αναγνωρίσουμε την απόφαση του σκηνοθέτη να μην περιορίζεται στην απλή αναπαράσταση ενός γεγονότος αλλά να την υπερβαίνει επιζητώντας τον κριτικό στοχασμό μας.                    

Σε αντίθεση με τον αμερικανικό κινηματογράφο και την επιδεικτική πολυρυθμία των κινηματογραφικών μέσων, με την οποία όλοι πλέον έχουμε ρυθμίσει τους χρόνους της αντίληψής μας, εδώ ο σκηνοθέτης συνειδητά εξαφανίζει την παρουσία του.

Προσέξτε την αργή αλλά περίπλοκη κίνηση της κάμερας, η οποία αρχικά ακολουθώντας την Εύα Κοταμανίδου μπαίνει στην ταβέρνα, εστιάζει στο 1946 και αρχίζει μια κυκλική κίνηση, πρώτα ακολουθώντας τον χολερικό άντρα με τα λαδωμένα μαλλιά καθώς αυτός πλησιάζει μια παρέα τραμπούκων, συνεχίζει στην είσοδο των δύο ζευγαριών που σαν να δοκιμάζουν στα σώματά τους την πρόσφατα αποκτημένη ελευθερία και ολοκληρώνει την περιστροφή γύρω από τον εαυτό της ξανά στην λυκοπαρέα που συγχύζεται από την εμφάνισή τους και αγκυλώνεται με τα χέρια στα κρυμμένα όπλα, τοποθετώντας μας στη μέση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της επερχόμενης σύγκρουσης.

Η κίνηση της κάμερας, σαν αλλαγή φράσης, αλλάζει κατεύθυνση με τη χρονομετρημένη ξαφνική είσοδο ενός σερβιτόρου, για να τον ακολουθήσει γυρνώντας στον ουδέτερο μαγαζάτορα ο οποίος, ανήσυχος, μάλλον για το μαγαζί του, σταματάει τη μουσική επιτείνοντας την πρώτη αίσθηση κρίσης η οποία λύνεται παροδικά από τις καθησυχαστικές βεβαιώσεις του νεαρού κομμουνιστή. 

Στη συνέχεια η κάμερα οπισθοχωρεί ώστε να βλέπουμε μόνο τις απρόσωπες σφιχτές πλάτες και σβέρκους των χιτών έως ότου αυτοί εξαφανιστούν περιτυλιγμένοι από τη λιμπιντική έκρηξη του τραγουδιού και του χορού των ζευγαριών.

Η ταυτόχρονη με τον πυροβολισμό και το σταμάτημα του χορού ακινησία της κάμερας τελειώνει όταν επαναλαμβάνοντας το ίδιο τράβελινγκ της αρχής προς τα μπρος ξαναδιασχίζει την αίθουσα, αφήνοντας πίσω της τους χίτες να χορεύουν αγκαλιά ό ένας με τον άλλον, για να πλησιάσει την Κοταμανίδου και ακολουθώντας την να βρεθούμε σε άλλον ιστορικό χρόνο.

Μέσα σε ένα μόνο πλάνο με την κίνησή της μας εισάγει στην ψευδαίσθηση της δημοκρατίας μέσα σε ένα σαθρό περιβάλλον, στροβιλίζεται ανάμεσα στην τρομοκρατία μετά την απελευθέρωση και το μάταιο της παράδοσης των όπλων, για να προχωρήσει στο αναπόφευκτο του Εμφυλίου, ενώ ταυτόχρονα, συμπυκνώνοντας ιστορία και ψυχανάλυση, κλείνει το μάτι στις ψυχαναλυτικές ερμηνείες των ομοφυλοφιλικών εκφάνσεων του φασισμού.

Και όλα αυτά μέσα σε 8 λεπτά, χωρίς λόγια, χωρίς αλλαγή πλάνου: ποιος μπορεί να αποκαλέσει τον Αγγελόπουλο αργό; Ποιος είναι ο λόγος για να αλλάζουμε πλάνο; 

Στην αρχή της ιστορίας του κινηματογράφου ήταν η επιλογή καλύτερης θέσης για να αποδοθεί η πραγματικότητα, τώρα πια είναι ένα αδιάκοπο ζάπινγκ στην πραγματικότητα ώστε ο εξουθενωμένος καταναλωτής-θεατής να δεχτεί την ψευδαίσθηση ότι αυτή μπορεί να γίνει ανεκτή. Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό αδιάκοπης εναλλαγής θέσεων όρασης, οι περισσότερες ταινίες έχουν τελειώσει πριν καν ξεκινήσουν ή δεν τελειώνουν ποτέ καθώς δεν σε πάνε πουθενά.

Ο Αγγελόπουλος, αντί να κάνει κάθε 3 δευτερόλεπτα cut και να επαφίεται στον μοντέρ για την εύκολη ευχαρίστηση του θεατή από την εναλλαγή εικόνων, αναλαμβάνει την ευθύνη και τον καλλιτεχνικό μόχθο να οργανώσει τα περίφημα μεγάλα πλάνα του, τα οποία όμως σχεδόν ποτέ δεν είναι στατικά καθώς γύρω τους γίνονται λεπτομερείς υπολογισμοί ώστε να μας μεταφέρει τη βαθιά αλήθεια: «στον κάθε χώρο υπάρχουν τα σώματα και ταυτόχρονα όλη η ιστορία τους».

Ας δούμε μια δεύτερη σκηνή, τη σκηνή του γάμου στην ακροθαλασσιά. Ναι! είναι γνωστή όπως και η συγκίνηση του τραγουδιού της γιαγιάς το οποίο ο Αμερικανός αξιωματικός που θα πάρει την εγγονή της δεν μπορεί να ακολουθήσει. Όμως ας δούμε λίγο τον ίδιο τον χορό. Δεν είναι τόσο ότι ο Αμερικανός δεν ξέρει τα αργά βαριά αυτοσυγκρατούμενα βήματα του ηπειρώτικου συρτού, βήματα χορού ανθρώπων που ζουν σε δύσκολο τόπο, που ξενιτεύονται αλλά δεν θέλουν να τον ξεχάσουν. Ο Αμερικανός αξιωματικός δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει ποτέ να κάνει αυτά τα βήματα. Το σουίνγκ με το οποίο οι φίλοι του τελικά διασκευάζουν την «Κοντούλα Λεμονιά» και αισθάνονται άνετοι να χορέψουν είναι ένας χορός νικητών, γεμάτος ξεγνοιασιά, αδιαφορία, ελαφροπατητός, το σώμα δεν χρειάζεται μνήμη παρά μόνο ορμή, τα πόδια σαρώνουν αδιάφορα τη γη, όπως και στα αμερικανικά μιούζικαλ, δημιούργημα της κρίσης του ’29 όπου ο στόχος είναι να εξαφανισθεί το βάρος της πραγματικότητας.

Και ας εκτιμήσουμε στον Θ. Αγγελόπουλο τη θεωρητική επάρκεια αλλά και την ιδεολογική καθαρότητα, το μεταμοντέρνο τέχνασμα να διασκευασθεί το ηπειρώτικο τραγούδι  σε σουίνγκ: αντίθετα με τη σύγχρονη λογική της παγκοσμιοποιημένης ελαφράδας του «anything goes», χρησιμοποιείται κριτικά, αποκαλύπτοντας την προέλευση και τη βουλιμική επεκτατικότητα ανάλογων τακτικών.



Θ. Αγγελόπουλος, ο καλύτερος Έλληνας χορογράφος. Και γιατί Έλληνας;

Πολλοί ψάχνουν να βρουν τα αίτια της διεθνούς επιτυχίας του Αγγελόπουλου στην ιστορική σύμπτωση, το τέλος της χούντας, το εύλογο ενδιαφέρον των ξένων για την Ελλάδα κ.λπ. Τους διαφεύγει ότι ο Αγγελόπουλος με τα έργα του συμμετείχε στη δημιουργία βασικών εικόνων της Ελλάδος. Όταν πια σκεφτόμαστε τον Εμφύλιο τον σκεφτόμαστε μέσα από τις εικόνες του Αγγελόπουλου, όταν σκεφτόμαστε τους αντάρτες βλέπουμε τα σώματα του Στράτου Παχή και του Πέτρου Ζαρκάδη. Αν θελήσετε να σκεφτείτε τη μετεμφυλιακή διαφθορά του ελληνικού κράτους αυτόματα θα θυμηθείτε τον Κώστα Στυλιάρη σαν τραμπούκο όταν πυροβολεί το ’46 μέσα στην ταβέρνα και μετά θα τον φανταστείτε αρχές του ’50 να διορίζεται στο δημόσιο και να μαζεύει ψήφους για τον Πάγκαλο και τον Πιπινέλη.

Και γιατί ο καλύτερος χορογράφος;

Έχετε δίκιο, σε αυτό τον «τίτλο» έχει άξιους αντιπάλους αλλά εγώ θα έλεγα συντρόφους, μαζί τους φτιάχνει μια διαφορετική ιστορία αναπαραστάσεων ελληνικού σώματος, μια διαφορετική ιστορία του ελληνικού χορού. Να, μαζί με το ζεϊμπέκικο στον Δράκο του Ν. Κούνδουρου, όπου οι λούμπεν φουκαράδες της συμμορίας χορεύουνε ζεϊμπέκικο ενώ ταυτόχρονα σε μια επίδειξη μοντερνιστικής τεχνικής αφηγούνται τα κοντά όνειρα τους που θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν μόνο με τα λεφτά της αστυνομίας, τον βακχικό βρόμικο χορό του Γ. Διαλεγμένου στους Βοσκούς του Ν. Παπατάκη, το στρατιωτικό σώμα δίπλα στο ανεξέλεγκτο της Ευδοκίας του Δαμιανού, τα κατάφορτα επιθυμιών πέρα από φύλο σώματα του Δωματίου 1 του Δ. Παπαϊωάννου και τα ευκίνητα αλλά ανίκανα να ξεφύγουν από την επερχόμενη κρίση σώματα της μεταπολίτευσης στις ταινίες του Ν. Περάκη.  

Όλος ο σημερινός δυτικός κινηματογράφος (του Χόλιγουντ, καθώς αυτός έχει κυριαρχήσει πλέον) είναι οι περιπέτειες του σώματος, το οποίο επιβιώνει από σφαίρες, πτώσεις, συγκρούσεις, καταστροφές και κυρίως ξεπερνά την ακινησία του θεατή-καταναλωτή μέσα στην αίθουσα. Όμως το σώμα για να τα καταφέρει όλα αυτά αντικαθίσταται από κασκαντέρ, ειδικά εφέ και εκατοντάδες αλλαγές πλάνων περιορίζοντας τη ζωή της ηθοποιίας στα 3 δευτερόλεπτα που διαρκεί κατά μέσο όρο πλέον κάθε πλάνο.  

Στον Αγγελόπουλο όπως και σε όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες το σώμα έχει χρόνο και φθορά, οι περιπέτειές του είναι κοινωνικές, έχουν αιτία, συνδέονται με τη ζωή μας.
Μας υπενθυμίζει το σώμα του Έλληνα, τις περιπέτειές του και ότι αξίζει να θυμούμαστε, μας κάνει υπερήφανους και προτρέπει τον θεατή να στοχαστεί την πραγματικότητα, σε αυτόν εναπόκειται αν θα κινηθεί, αυτός θα δράσει πραγματικά. Τώρα που το σκέφτομαι, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος είναι ένας σκηνοθέτης ταινιών δράσης, των θεατών.

Υπάρχει και μια τελική ερώτηση, γιατί γράφτηκε αυτό το κείμενο;

Για να μιλήσουμε για τη σημασία του σώματος στον κινηματογράφο; Και ειδικότερα στον κινηματογράφο του Αγγελόπουλου;

Η απάντηση είναι Ναι αλλά και για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε για το σώμα της Ελλάδος.
Και όπως όταν ήμασταν παιδιά, σε κάθε αλλαγή εποχής, διαβάζαμε απ’ έξω από τους κινηματογράφους

Ραντεβού ξανά τον Οκτώβριο…
το κείμενο γράφτηκε σαν πρόσκληση στην ημερίδα του Συνδέσμου Υποτρόφων Ιδρύματος Ωνάση «Το σώμα σε κρίση» τον Οκτώβριο που έρχεται.
(Ο Κωνσταντίνος Μίχος είναι χορογράφος.)

αναδημοσίευση από Οnassis Magazine

_____________________________


2 σχόλια:

  1. Είναι ένα υπέροχο κείμενο. Φαντάζομαι πως η ιδιότητα του χορογράφου δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να δει πράγματα που εμείς απλά τα διαισθανόμαστε.Η ανάλυσή του είναι τεχνικά άρτια και ταυτόχρονα προιόν αγάπης και για το έργο του σκηνοθέτη και κατ'επέκταση για τη χώρα. Ευχαριστώ για την αναδημοσίευση και το μοίρασμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι κι εγώ νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον κείμενο και κάνει μια ασυνήθιστη προσέγγιση του Αγγελοπουλικού χρόνου.Σαφώς και η ιδιότητα του χορογράφου του Κ.Μίχου βοηθά στο να αντιληφθεί και στη συνέχεια να μας μεταφέρει αυτή τη σχέση Αγγελόπουλου με τον ρυθμό και την κίνηση.

    Ίσως και να το 'λεγα...
    "Τάνγκο με την κάμερα"

    Να'σαι καλά Μάκη.
    Σ'ευχαριστώ για την παρουσία σου

    Καλό απόγευμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή