_
Carina
γελωτοποιός ο [jelotopiós] Ο17 :
κωμικός ηθοποιός που με τους μορφασμούς, τις κινήσεις και τα αστεία του διασκέδαζε τους ευγενείς στις βασιλικές αυλές· στα μεταγενέστερα χρόνια σύχναζε στα λαϊκά πανηγύρια· (πρβ. κλόουν, παλιάτσος). || αυτός που έχει το ταλέντο να κάνει τους άλλους να γελούν.
[λόγ. < αρχ. γελωτοποιός]
Μεταξύ γελωτοποίησης και γελοιότητας
Στο συνεχές του απαράλλακτου της συμπεριφοράς των υποκειμένων με καταστροφική πολιτική συμπεριφορά, η οποία διαμορφώνει την πραγματικότητα των λαών που βρίσκονται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, δεν διαφοροποιείται από το σκηνικό μιας συνεχούς ταλάντωσης ιδεών ενός εκκρεμούς που κινείται μεταξύ αυταρχικής δημοκρατίας και αντιλαϊκής κυριαρχίας. Έτσι παράλληλα πραγματώνεται η διαρκής επιμήκυνση των ορίων που ονομάζουν τα πράγματα, και οδηγεί σε συνεχόμενες εκτροπές και έλλειψη σταθερότητας.
Ωστόσο οι " ονοματοδότες " γεννούν το περιβάλλον της γελοιότητάς τους, όντας ανίκανοι να λειτουργήσουν κατ'ελάχιστο, ως γελοτοποιοί. Γελούν με τους γελοτοποιούς όταν βέβαια δεν αναφέρονται σ'αυτούς, και γελοιοποιούνται. Δεν επιθυμούν να συμβάλλουν στην ευδιαθεσία και ψυχαγωγία των πολιτών και δεν διαθέτουν ούτε καν σατιρική διάθεση μέσα σ' ένα κλίμα συνενόησης.
Η ποιητική του γελωτοποιού και η αντιποιητική του γελοίου, απουσία δυνατότητας γελωτο(αντι)ποιητικού αιτίου.
_
γελοίος -α -ο [jelíos]Ε4:
I1. που προκαλεί ειρωνικά γέλια και σχόλια. α. που η εμφάνιση ή οι πράξεις του επισύρουν την κοροϊδία: M΄ αυτά τα ρούχα γίνεσαι γελοία. Kοκκίνησε και ξαφνικά αισθάνθηκε φοβερά ~. Kατάντησες ~! β. για κτ. που είναι άκομψο, άτεχνο και συγχρόνως φανταχτερό και παράξενο: Γελοίο καπέλο. Γελοία παπούτσια. 2α. που δεν αξίζει την προσοχή μας, ανάξιος λόγου, ασήμαντος, φαιδρός: Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι για τόσο γελοία πράγματα! Mου έδωσε ένα γελοίο ποσό / φιλοδώρημα. || Είναι ένα γελοίο υποκείμενο / ένας ~ τύπος. β. που βρίσκεται έξω από τα όρια της κοινής λογικής, που είναι παράλογο: Mη μου πεις πως πιστεύεις αυτές τις γελοίες δεισιδαιμονίες. || Είναι γελοίο να
: Είναι γελοίο να ζητάς ευθύνες από ένα μικρό παιδί. II. (ως ουσ.) το γελοίο: H επιμονή σου φτάνει τα όρια του γελοίου. Δε βλέπω τίποτα το γελοίο σ΄ αυτή την ιστορία. γελοία ΕΠIΡΡ.
[λόγ. < αρχ. γελοῖος, αρχική σημ.: `διασκεδαστικός΄]
[λόγ. < αρχ. γελοῖος, αρχική σημ.: `διασκεδαστικός΄]
γελωτοποιός ο [jelotopiós] Ο17 :
κωμικός ηθοποιός που με τους μορφασμούς, τις κινήσεις και τα αστεία του διασκέδαζε τους ευγενείς στις βασιλικές αυλές· στα μεταγενέστερα χρόνια σύχναζε στα λαϊκά πανηγύρια· (πρβ. κλόουν, παλιάτσος). || αυτός που έχει το ταλέντο να κάνει τους άλλους να γελούν.
[λόγ. < αρχ. γελωτοποιός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σημείωση
Ο ορισμός που αφορά στο "γελωτοποιός" , έτσι όπως δίνεται από τα λεξικά, είναι περιορισμένης σημασίας. Παραθέτω το link που αφορά σε προηγούμενη ανάρτησή μου σχετικά με τον γελωτοποιό.
επιμέλεια Carina
__
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου