Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Χάμπερμας: Για μια ισχυρή Ευρώπη – τι σημαίνει όμως αυτό;




Με άρθρο-παρέμβαση στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος αναφέρεται στις σκληρές θεραπείες που επιβλήθηκαν σε χώρες της Ευρώπης με κόστος την πολιτική υποβάθμιση και ταπείνωση ολόκληρων λαών. Και επισημαίνει πως ειναι προς το εθνικό συμφέρον των Γερμανών να μη γυρίσουν ξανα στην ημι-ηγεμονική.



Του Γιούργκεν Χάμπερμας (Επιμέλεια: Τάσος Τσακίρογλου)

ΓΙΟΥΡΓΚΕΝ ΧΑΜΠΕΡΜΠΑΣΗ εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη δυσαναλογία ανάμεσα σε μια συστημικά ομογενοποιημένη παγκόσμια κοινωνία και τον κατακερματισμό του κόσμου των κρατών, ο οποίος παραμένει απαράλλαχτος. Αυτό οδηγεί σε δύο σημαντικά προβλήματα. Τα κράτη που ενσωματώνουν τη θέληση και συνείδηση των πολιτών τους αποτελούν όπως πάντα τις μοναδικές συλλογικότητες, οι οποίες στη βάση της δημοκρατικής διαμόρφωσης της βούλησης των πολιτών μπορούν να δρουν αποτελεσματικά και να επηρεάζουν συνειδητά τις κοινωνίες τους. Όμως υποπίπτουν έτσι όλο και περισσότερο σε λειτουργικούς συσχετισμούς, οι οποίοι διαπερνούν τα εθνικά σύνορα. Προ πάντων παγκοσμιοποιημένες αγορές και ψηφιακές συνδέσεις πλέκουν, κατά μια έννοια πίσω από την πλάτη αυτών των συλλογικών δρώντων, αλληλεξαρτήσεις με τη μορφή δικτύων. Απέναντι στις πολιτικά ανεπιθύμητες συνέπειες αυτής της συστημικής ολοκλήρωσης προβάλλει η ανάγκη καθοδήγησης, την οποία τα εθνικά κράτη ακόμα δεν μπορούν να ικανοποιήσουν. Οι πολιτικοί και πολίτες αντιλαμβάνονται αυτή την απώλεια της ικανότητάς τους να δράσουν και «γαντζώνονται» όλο και πιο πολύ στην ψυχολογικά κατανοητή, ωστόσο παράδοξη στην ουσία άμυνά τους, το εθνικό κράτος και τα προ πολλού «διάτρητα» σύνορά του

Επίκαιρα παραδείγματα υπερβολικών αξιώσεων από το εθνικό κράτος αποτελούν η υποστήριξη, την οποία ζητά η Γαλλία στην Κεντρική Αφρική από τους εταίρους της στην Ε.Ε. ή η μάταιη προσπάθεια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας να συνάψει αντικατασκοπική συμφωνία με τις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή η αποφυγή από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να νομοθετήσει για την επίτευξη εθνικών στόχων όπως της συμμόρφωσής της σε πολιτικές για την κλιματική αλλαγή, είναι ένα από τα πολλά δείγματα μιας μοιραίας παλινδρόμησης στο εθνικό κράτος. Κυριολεκτικά το κενό πεδίου δράσης στο εθνικό επίπεδο μπορεί να αναπληρωθεί μόνο σε υπερεθνικό επίπεδο. Αυτό συντελείται εξάλλου με τη μορφή των διακρατικών συνεργασιών: Με τον γρήγορο πολλαπλασιασμό του αριθμού των σημαντικών διεθνών οργανισμών εντωμεταξύ διαμορφώθηκε μια μορφή διακυβέρνησης πέρα από το εθνικό κράτος, η οποία υπό την έννοια της διακυβέρνησης αποθεώνεται ως μια σημαντική κατάκτηση. Ωστόσο αυτές οι διεθνείς συμπράξεις εκπίπτουν σε σημαντικό βαθμό του δημοκρατικού ελέγχου(1). Μια εναλλακτική λύση αποτελεί ο σχηματισμός υπερεθνικών κοινοτήτων, οι οποίες ακόμα και χωρίς να προσλαμβάνουν τη γενική μορφή κράτους, μπορούν να ικανοποιήσουν ουσιαστικά τα δημοκρατικά κριτήρια της νομιμοποίησης. Καθώς μόνος του αυτός ο δρόμος, τον οποίο διαβήκαμε με τη δημιουργία της Ε.Ε., μπορεί να οδηγήσει σε μια δι-εθνικοποίηση της δημοκρατίας(2) είναι ήδη δικαιωμένο το εγχείρημα της Ε.Ε. για λόγους δημοκρατικής αυτοεπιπεβαίωσης, απέναντι στους κανονιστικά ανθεκτικούς καταναγκασμούς μιας έως τώρα μόνο συστημικά δικτυωμένης παγκόσμιας κοινωνίας.

Για μια ευρωπαϊκή ρύθμιση – ενάντια σε μια δημοκρατία- «βιτρίνα»

Όποιος δεν θέλει να δημιουργηθεί μια σύγχρονη δημοκρατία-«βιτρίνα», πρέπει να στρέψει το βλέμμα του στην ατζέντα εκείνης της παγκόσμιας οικονομικής πολιτικής, από την οποία σήμερα εξαρτάται πρωταρχικά το πεδίο δράσης για μια πολιτική επιρροή στις κοινωνικές υπαρξιακές προϋποθέσεις μιας δημοκρατικής κοινωνίας πολιτών. Ο νεοφιλελευθερισμός θέτει ένα κράτος δικαίου χωρίς κοινωνικό κράτος στη θέση της δημοκρατίας. Όσο θλιβερό και αν είναι αυτό, τα κράτη του Ευρώ δεν αξιοποιούν καν τη δυνατότητα κοινής θέσης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα ώστε να ασκηθούν πολιτικές πιέσεις στην κατεύθυνση μιας παγκόσμιας πολιτικής τάξης, που να ικανοποιεί τα συμφέροντά τους.

Το σκληρά αποδοκιμαζόμενο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο θεμελιώνεται στην εσωτερική συσχέτιση κοινωνικού κράτους και δημοκρατίας. Αυτή η συσχέτιση είναι βέβαιο ότι θα διαρραγεί εάν δεν αντιστραφεί η εμπειρικά καταγεγραμμένη τάση της διαρκούς αύξησης της κοινωνικής ανισότητας που καταγράφεται εδώ και δύο δεκαετίες στα βιομηχανικά κράτη. Η κίνηση προς διχοτόμηση της κοινωνίας συνδέεται παρεμπιπτόντως με την ανησυχητική τάση μιας όλο και πιο έντονης πολιτικής παραλυσίας και αποξένωσης από τους ψηφοφόρους κύρια εκείνους που προέρχονται από μη- προνομιούχες τάξεις. Αυτό σημαίνει ότι συνδέεται με τη διάβρωση της έννοιας της ίσης εκπροσώπησης όλου του εκλογικού σώματος και όλων των συμφερόντων μέσα σε αυτό(3).
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς υποστηρικτής των μαρξιστικών αρχών για να αναγνωρίσει ως βασική αιτία αυτής της εξέλιξης την ανεξέλεγκτη λειτουργία του καπιταλισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών (4) και με αυτό τον τρόπο να συμπεράνει ότι είναι αναγκαίο να επιβάλουμε τη ρύθμιση του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος καταρχήν σε μια οικονομική ζώνη τουλάχιστον της σημασίας και του μεγέθους της ευρωζώνης (5). Πρώτα απ’ όλα η εύρυθμη λειτουργία των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι οποίες δεν μπορούν πια να επενδύσουν κερδοφόρα το εικονικό, αποκομμένο από την πραγματική οικονομία κεφάλαιο-«φούσκα», είναι αυτή που απαιτεί μια κοινή ευρωπαϊκή λύση(6). Και εκτός από τα γνωστά θύματα στις χώρες της κρίσης, τα οποία γνωρίζουμε ήδη τώρα, μένει να διαπιστώσουμε στο τέλος της κρίσης ποιος θα έχει πληρώσει τη νύφη. Ακόμα και αυτό εξαρτάται από την πολιτική την οποία θα επιλέξουμε σήμερα.

Αυτές οι σημειώσεις θα πρέπει απλώς να μας παρακινήσουν να υιοθετήσουμε μια συγκεκριμένη προοπτική, η οποία θα μας βοηθήσει να αναγνωρίσουμε τη σημασία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ως κομμάτι αυτής της προοπτικής θα πρέπει να λάβουμε υπόψη αρχικά τους σύνθετους κινδύνους, στην αποφυγή των οποίων μπορεί να συμβάλει μια ισχυρή Ευρώπη. Η συνέχιση της ευρωπαϊκής ενοποίησης μπορεί σήμερα να θεωρηθεί περισσότερο αμυντική παρά επιθετική, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να βασίζεται στα οράματα της χειραφέτησης, τα οποία μέσω κάποιου είδους διαισθητικής απόδειξης είχαν εμπνεύσει στο παρελθόν τις ευρωπαϊκές συνταγματικές αλλαγές-οράματα, όπως αυτά που στηρίζουν τώρα την επανάσταση στις αραβικές, ανατολικοευρωπαϊκές ή ασιατικές χώρες, όπου η αγανάκτηση μεγαλώνει. Οι ευρωπαϊκοί λαοί έχουν καλούς λόγους να θέλουν μια πολιτική ένωση, όμως το συνεπακόλουθο αυτού, να επεκτείνουν τον οικείο χώρο τους για να μοιραστούν έναν άλλο ενιαίο χώρο με άλλα έθνη, μοιάζει να τους είναι μακρινό. Επιπλέον οι πράξεις αλληλεγγύης προϋποθέτουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη, ότι η άλλη πλευρά θα συμπεριφερθεί στο μέλλον ανάλογα. Η σπασμωδική διαχείριση της κρίσης έχει κλονίσει αυτή την αδύναμη εμπιστοσύνη ακόμη περισσότερο.
Έτσι δεν προσφέρονται για τη συνέχιση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης θέματα προεκλογικού ενδιαφέροντος, τα οποία θα μπορούσαν να σταθούν μόνα τους (ακόμα και αν πετυχαίνει το ρητορικό ταμπεραμέντο του Μάρτιν Σουλτς να μεταφέρει εν μέρει στους ακροατές του την επαναστατική διάθεση του 1848). Ο Κλάους Όφφε έχει περιγράψει την «παγίδα» στην οποία το ευρωπαϊκό εγχείρημα μοιάζει να είναι στάσιμο ανάμεσα στις «οικονομικές πιέσεις» και αυτού που είναι «πολιτικά εφικτό»(7) . Αυτό το δίλημμα αποτελεί εξάλλου συνέπεια της παράλειψης των ευρωπαϊκών ελίτ, να συμπεριλάβουν τους λαούς έγκαιρα στη διαδικασία της ενοποίησης. Συνεπακόλουθα πέφτει σήμερα μεγάλο βάρος της ευθύνης για αναδρομική ενημέρωση των πολιτών κύρια στα πολιτικά κόμματα και τα μέσα.

Η ημι-ηγεμονική στάση της Γερμανίας και ο κίνδυνος μιας γερμανικής Ευρώπης

Αρκούμαι στο σημείο αυτό να αιτιολογήσω την ανάγκη πολιτικής αλλαγής με τρία κρίσιμα, αλλά μέχρι σήμερα αποσιωπημένα προβλήματα. Πρώτον, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας, από τον Μάιο του 2010 έχει παίξει με σθένος τον ρόλο του ημι-ηγεμόνα της Ευρώπης και με αυτό τον τρόπο έχει επιδράσει δυναμικά στην ευρωπαϊκή εσωτερική πολιτική. Αυτός ο ρόλος της δεν μπορεί πλέον με ετεροχρονισμένους κατευνασμούς να ανακοπεί. Επιπλέον η διαχείριση της κρίσης οδήγησε τα τελευταία χρόνια στη διεύρυνση των θεσμικών αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η οποία μεγαλώνει σημαντικά το ήδη υπαρκτό έλλειμμα νομιμοποίησης στην Ε.Ε. και με αυτό τον τρόπο ενισχύει τις τάσεις εθνικών αντιστάσεων. Βασικά το ανησυχητικό σε αυτή την πολιτική, την οποία επιδιώκει να προωθήσει η συμμαχία(8) , είναι ότι δεν αγγίζει τις αιτίες της κρίσης.

Ο κίνδυνος μιας «γερμανικής Ευρώπης»
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση με τη μεγάλη οικονομική της βαρύτητα και τη διαπραγματευτική της ισχύ στις άτυπες διαπραγματεύσεις στο ευρωπαϊκό συμβούλιο επέβαλε τις γερμανικές θέσεις, οι οποίες διακατέχονταν από τις αρχές του Ordoliberalism, για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Έτσι εξανάγκασε τις μαστιζόμενες από την κρίση χώρες σε τεράστιες μεταρρυθμίσεις, χωρίς να αναλαμβάνει συνολικά την ευρωπαϊκή ευθύνη για τις δραστικές συνέπειες μιας τέτοιας κοινωνικά μονόπλευρης πολιτικής λιτότητας(9). Σε αυτή τη στάση απέναντι στους πιο αδύναμους εταίρους της αντικατοπτρίζεται μια αλλαγή αντίληψης. Η πετυχημένη επανένωση της Δυτικής Γερμανίας των 17 εκατ. πολιτών, οι οποίοι συμμετείχαν σε μια διαφορετική πολιτική κοινωνικοποίηση, είχε επαναφέρει πράγματι στους Γερμανούς μια ξεχασμένη αίσθηση, αυτή της κανονικότητας του γερμανικού εθνικού κράτους. Αυτή η αποκατάσταση παλαιότερων πλευρών της συλλογικής συνείδησης μετατόπισε τη σημασία, την οποία είχε κάποτε η ευρωπαϊκή ενοποίηση για τους πολίτες της πρώην BRD στον επαναπροσδιορισμό της πολιτικά και ηθικά κατεστραμμένης διεθνούς φήμης της(10).

Και όμως το ζήτημα δεν αφορά μόνο το στιλ. Είναι προς το δικό μας εθνικό συμφέρον να μη γυρίσουμε ξανά στην ημι-ηγεμονική θέση της Γερμανίας, η οποία είχε ανοίξει τον δρόμο για δύο παγκόσμιους πολέμους και που με την ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε επιτέλους ξεπεραστεί. Χωρίς μια πανευρωπαϊκά αναγνωρίσιμη πολιτική αλλαγή δεν θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε την καλή θέληση των γειτόνων μας, την οποία θέσαμε σε κίνδυνο με μια υπεροπτική πολιτική για την κρίση. Ναι μεν πρέπει να κάνουμε το πρώτο βήμα για μια πιο στενή συνεργασία, από την άλλη όμως να δείξουμε την προθυμία μας να αποβάλουμε με δομικό τρόπο τον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας και σε μια δίκαιη σχέση με τα μικρότερα κράτη, να συμμετέχουμε σε περισσότερες πρωτοβουλίες από κοινού και από την ίδια θέση ισχύος με την Γαλλία. Η κριτική αντιπαράθεση του Φραντς Βάλτερ Στάινμαγερ για το ενδεχόμενο μιας στενότερης διεθνούς κινητοποίησης αποτελεί τη λυδία λίθο. Ο τόνος, με τον οποίο τοποθετήθηκε ανοιχτά η Ούρσουλα φον ντερ Λέγεν σε αυτή την αντιπαράθεση απέναντι στον Γιόακιμ Γκάουκ στη διάσκεψη για την ασφάλεια του Μονάχου(11), κάνει συνολικά τη διαφορά. Πιο προκλητικά τίθεται το ερώτημα: Πρέπει να επανέλθει η έννοια του εκ νέου συστημένου εθνικού κράτους ως τέτοια πρωταρχικά υπό ένα πρίσμα ασφάλειας-πολιτικής στο διεθνές προσκήνιο; Ή μήπως πρέπει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο μιας κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής να κινητοποιηθεί πιο δραστικά από ό,τι μέχρι σήμερα, έτσι ώστε να επιβάλει το ισχύον δίκαιο της διεθνούς κοινότητας στις περιοχές της κρίσης;

Το διευρυμένο έλλειμμα νομιμοποίησης της Ε.Ε.
  Το οξυμένο έλλειμμα νομιμοποίησης. Τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από τη διαχείριση της κρίσης απαιτούν μια επιπρόσθετη νομιμοποίηση του εν τω μεταξύ άτυπα διευρυνόμενου πεδίου δράσης της Επιτροπής, του Συμβουλίου και της ΕΚΤ. Προέκυψαν περισσότεροι συσχετισμοί δυνάμεων(12) όπου όμως σε κάθε περίπτωση το Ευρωκοινοβούλιο, ακόμα και εκεί που είχε ρόλο να διαδραματίσει στη νομοθετική διαδικασία, δεν φαίνεται να είχε καμία συμμετοχή στην αργή και αθόρυβη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των οργάνων της Ε.Ε.(13):

- Το σύμφωνο για τη δημοσιονομική πολιτική από τις 2 Μαρτίου 2012 είναι μια σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο σύμβαση ανάμεσα στις χώρες- μέλη της Ε.Ε. (εξαιρουμένης της Μ. Βρετανίας), οι ρυθμίσεις του οποίου πρέπει να έχουν ενσωματωθεί έως την 1η Ιανουαρίου 2019 στο δίκαιο της Ε.Ε. Αυτό το παράξενο σύμφωνο είναι προϊόν της γερμανικής δυσπιστίας. Ως ασφαλιστική δικλίδα διατυπώνει για μία ακόμα φορά προ πολλού ειλημμένες αποφάσεις της Ε.Ε. σχετικά με τα επιτρεπτά όρια των κρατικών ελλειμμάτων και του ύψους του χρέους –μαζί με την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη-τήρησης– στο εθνικό συνταγματικό δίκαιο των κρατών. (Όπου για την ανακοπή του χρέους και παρόμοιων οδηγιών γίνεται λόγος για παραμέτρους μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής, αποδίδεται σε αυτές η σημασία πολιτικής απόφασης που πρέπει προβλεφθεί και από το σύνταγμα!)

- Με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης τα μέλη της ΟΝΕ δημιούργησαν ένα εργαλείο χρηματοδότησης για κρατικούς προϋπολογισμούς εκτός στόχων, όπου τα όργανα του εν λόγω μηχανισμού δεν υπόκεινται σε κανέναν κοινοβουλευτικό έλεγχο. Διότι η μορφή του διεθνούς αυτού συμφώνου δεν αφήνει περιθώριο για τη δημοκρατική νομιμοποίηση αυτής της βαθύτερης συνεργασίας των κρατών, παρ” όλο που τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει, άρχισαν να προκύπτουν με τη δημιουργία της ΟΝΕ.

- Ουσιαστικές ρυθμίσεις του δημοσιονομικού συμφώνου συμπεριλαμβάνονταν ήδη στο περιβόητο Six-Pack (Πακέτο των 6), το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 13 Δεκεμβρίου 2011 με τη σύμφωνη γνώμη του Ευρωκοινοβουλίου με την προβλεπόμενη διαδικασία νομοθέτησης. Οι διατάξεις του εμβαθύνουν στη διακυβερνητική συνεργασία επιδιώκοντας τους αναθεωρημένους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Εκτός αυτού καθιερώνουν ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για καθολικές δημοσιονομικές ανισορροπίες. Τα όργανα της Ε.Ε. δεν διαθέτουν νομιμοποίηση γι” αυτές τις εκτεταμένες αρμοδιότητες. Διότι η Κομισιόν μπορεί να παρέμβει πλέον προληπτικά, ελεγκτικά και διορθωτικά σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό εθνικών προϋπολογισμών, παρ” όλο που εξουσιοδοτείται να το πράξει μόνο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ελέγχεται μόνο κατά τη διεξαγωγή της παρέμβασής της, και ενώ το Κοινοβούλιο απλώς ενημερώνεται γι’ αυτές τις διαδικασίες, εφόσον το ζητήσει.

- Τέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να διαδραματίσει ρόλο αντίβαρου στο ισχυρό Eurogroup του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Χωρίς τη δημιουργία μιας μόνιμης επιτροπής για τα μέλη της ΟΝΕ, το Κοινοβούλιο δεν θα μπορέσει ποτέ να ασκήσει σωστά τις ούτως ή άλλως εξαιρετικά αδύναμες ελεγκτικές του αρμοδιότητες.

Ανέφικτη μια λειτουργική νομισματική ένωση χωρίς πολιτική ένωση Το πρόβλημα-ταμπού μιας νομισματικής ένωσης χωρίς πολιτική ένωση.
Τα προαναφερόμενα προβλήματα, τόσο ο κλονισμός της πολιτικής ισορροπίας στην Ευρώπη όσο και το έλλειμμα νομιμοποίησης στη διαδικασία αυτο-ενίσχυσης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και οι διευρυμένες εξουσίες της Επιτροπής, ενισχύουν στις Βρυξέλλες τις φωνές υπέρ της ομοσπονδιοποίησης και ασκούν με αυτό τον τρόπο φυγόκεντρες δυνάμεις στην προοπτική μιας επιστροφής στο εθνικό κράτος. Στην κοινή γνώμη των κρατών-μελών προωθείται δυσπιστία και αρνητισμός μέσα από τον διαχωρισμό της Ευρώπης σε κράτη δανειστές και δανειζόμενους. Η εκατέρωθεν στρεβλή αντίληψη της χυδαία διαφορετικής μοίρας που έχει για τα κράτη η κρίση παγιώθηκε και στη Γερμανία μέσα από μια λανθασμένη προσέγγιση των αιτιών που οδήγησαν σε αυτή. Διότι με εξαίρεση την ελληνική περίπτωση, η άμεση αιτία για την υπερχρέωση των κρατών ήταν ο ιδιωτικός δανεισμός και όχι ,όπως πιστεύεται, η δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων.(14)

Προπάντων όμως αποδίδεται στην αποκλειστική επικέντρωση στην προβληματική του δημόσιου χρέους των κρατών, ότι η διαχείριση της κρίσης ουσιαστικά παραβλέπει μέχρι σήμερα το πραγματικό δομικό πρόβλημα. Σαφώς η κρίση χρέους των κρατών μπόρεσε να αναχαιτιστεί, επειδή η ΕΚΤ με σκοπό να αποφευχθεί το ενδεχόμενο στάσης πληρωμών υιοθέτησε με πειστικό τρόπο μια κοινή ευθύνη, δηλαδή έδωσε στην Ένωση την απούσα έως τότε δημοσιονομική της κυριαρχία. Όμως το έλλειμμα αρμοδιότητας της ΕΚΤ για την επιστροφή των χρημάτων δεν είναι το πραγματικό δομικό λάθος της νομισματικής ένωσης. Εδώ και καιρό πολιτικοί οικονομολόγοι υπογραμμίζουν τις άριστες προϋποθέσεις που κάνουν την ευρωζώνη κατάλληλη για να σχηματίσει μια κοινή νομισματική περιοχή. (15) Εξαιτίας των διαφορών στους ισολογισμούς των διαφορετικών εθνικών οικονομιών τα ενιαία επιτόκια παραπλανούν τις κυβερνήσεις. One size for all fits none (το ένα μέγεθος για όλους δεν κάνει σε κανέναν). Οι δημοσιονομικές επιδόσεις δομικά διαφορετικών οικονομιών θα τείνουν σε ακόμα μεγαλύτερες αποκλίσεις αν δεν υπάρξει μια κοινή οικονομική διακυβέρνηση.

Γι” αυτό τον λόγο η γραμμή που ακολουθεί η Γερμανία –μια αυστηρή πολιτική φιλική για τις επενδύσεις-, η οποία επιβάλλει στις χώρες της κρίσης παράλληλα με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση και την αγορά εργασίας να υιοθετήσουν μια πολιτική λιτότητας εις βάρος μισθών, κοινωνικών παροχών, δημόσιων υπηρεσιών και κρατικών υποδομών, είναι άκρως αντιπαραγωγική. Αντί αυτού θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί το δομικό λάθος της ίδιας της ύπαρξης μιας νομισματικής κοινότητας χωρίς να υφίσταται πολιτική ένωση. Χωρίς θεσμικό πλαίσιο για μια κοινώς συμφωνημένη δημοσιονομική και οικονομική πολιτική (με συνέπειες όσον αφορά σε μια κοινή κοινωνική πολιτική) θα αυξάνονται οι δομικές ανισορροπίες ανάμεσα στις διαφορετικές οικονομίες. Η πολιτική της σταθεροποίησης τροφοδοτείται από τη λάθος υπόθεση ότι οι χώρες της κρίσης θα μπορούσαν με τις δικές τους δυνάμεις να ανακτήσουν τις επιδόσεις τους απέναντι στις πιο ανταγωνιστικές χώρες, παρότι είναι εγκλωβισμένες όσον αφορά το πεδίο δράσης της δημοσιονομικής πολιτικής και της χάραξης του προϋπολογισμού τους.

Δεν είμαι οικονομολόγος, αλλά με εντυπωσιάζει η σήμερα υπερισχύουσα θέση, ότι αυτή η παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί δημιούργημα της φαντασίας. Για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει το σχήμα της μετατόπισης των προβλημάτων στους ώμους των χωρών της κρίσης (μέσω δανείων) να συγχέεται με την αρχή της επικουρικότητας, δηλαδή της ανάληψης αρμοδιοτήτων, οι οποίες μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητές στα κατώτερα επίπεδα ενός πολυεπίπεδου πολιτικού συστήματος. Αντί να επιβάλλονται όροι στις εθνικές κυβερνήσεις και να αντιμετωπίζονται οι πολίτες μιας δημοκρατικής κοινής συλλογικότητας σαν άτακτα παιδιά, πρέπει το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού να αποφασίσουν για τις κατευθυντήριες γραμμές της δημοσιονομικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Απέναντι στην καχυποψία ότι περισσότερη αλληλεγγύη στην Ευρώπη οδηγεί σε κερδοσκοπία, κατ’ επέκταση στην επιβράδυνση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει ότι ούτε και οι τεχνοκρατικοί ελιγμοί είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί. Κανένας δεν μπορεί να πιέσει τις ανυπάκουες κυβερνήσεις να ακολουθήσουν τις προτάσεις της Επιτροπής εάν οι ίδιες δεν το θέλουν. Και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πράγματι δεν το θέλουν.(16) Η αποτελεσματική εφαρμογή ρεαλιστικών προγραμμάτων μπορεί μονάχα να εξασφαλίσει μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομοθετική διαδικασία. Για την περίπτωση μιας νομισματικής ένωσης που μετεξελίσσεται σε πολιτική ένωση αποκλειστικά και μόνο η προτεραιότητα του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού δεν επαρκεί. Διότι απλώς καθιστά περιττά το φόβητρο της ηθικής και τους τεχνητούς μηχανισμούς κυρώσεων στο πλαίσιο περίτεχνων στη σύλληψή τους δομών δικαίου.(17)

Ενάντια στον φαύλο κύκλο της ριζοσπαστικοποίησης

Η συνέχιση της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης πολιτικής πρέπει να ριζοσπαστικοποιήσει τον φαύλο κύκλο που αντανακλάται ανάμεσα στα τρία προαναφερόμενα προβλήματα. Όσο περισσότερες εξουσίες αποκτούν το Συμβούλιο και η Επιτροπή στην πορεία προς την επιβολή μιας πολιτικής σταθεροποίησης τόσο περισσότερο η διακυβέρνηση πίσω από κλειστές πόρτες καθιερώνει στη συνείδηση των πολιτών την ελλειμματική νομιμοποίηση της υπερτροφικής τεχνοκρατίας. Και τόσο βαθύτερα παγιδεύεται η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Γερμανίας στο δίλημμα της ημι-ηγεμονικής της θέσης: Οι ενδοευρωπαϊκές εντάσεις οξύνονται επειδή αντικειμενικά αποδίδεται στη Γερμανία όλο και πιο μεγάλη πολιτική ευθύνη για κάθε βήμα διακυβερνητικής συνεργασίας με τις γειτονικές της χώρες, οι οποίες της αναθέτουν την επιφανειακά κυρίαρχη μοίρα τους.

Εν τω μεταξύ η σκληρή θεραπεία που επιβλήθηκε με την αδιαλλαξία, με κόστος την πολιτική υποβάθμιση και την ταπείνωση ολόκληρων λαών(18) και την κοινωνική κατάρρευση γενεών, κοινωνικών στρωμάτων και ολόκληρων περιοχών, άφησε τόσο τις οικονομίες των χωρών της κρίσης να συρρικνωθούν, ώστε «τα άλογα να πιουν ξανά» (οι επενδυτές να επιστρέψουν). Όμως ακόμα και ο αρχισυντάκτης ενός όχι και τόσο φιλοευρωπαϊκού οικονομικού εντύπου προειδοποιεί τις πολιτικές ελίτ να μην εφησυχάσουν παραμερίζοντας τα ουσιαστικά προβλήματα(19) . Δεν αρκεί να ενισχυθεί νομικά και τεχνοκρατικά το πολιτικό μοντέλο της σταθεροποίησης. Όπως και να το πάρει κανείς, μια αλλαγή πολιτικής, η οποία θα περιλαμβάνει μεταβίβαση των εξουσιών πέρα από τα εθνικά σύνορα, είναι εκπρόθεσμο μέτρο. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει εάν πρέπει να προτείνει στις υπόλοιπες κυβερνήσεις της ευρωζώνης για δικό τους μακροπρόθεσμο συμφέρον τη μετεξέλιξη της νομισματικής κοινότητας σε μια «Ένωση του Ευρώ».(20)

Μόνο αυτή μπορεί να πάρει αυτή την πρωτοβουλία. Μόνο αυτή είναι σε θέση να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στη Γαλλία και στον Ευρωπαϊκό Νότο, όπου η ιδέα μιας διευρυμένης ενοποίησης δεν είναι αποδεκτή με ενθουσιασμό. Βεβαίως με ένα τέτοιο σημάδι θα προκαλούσε μια πολύ μακρά και σύνθετη διαδικασία. Και εξάλλου το σημάδι αυτό θα ήταν πιστευτό μόνο εάν με αυτό (α) αποδεχόμασταν την Ευρώπη των δύο ταχυτήτων, (β) αποφεύγαμε την ιδέα της διακυβερνητικότητας, (γ) προωθούσαμε ένα ευρωπαϊκό σύστημα πολιτικών κομμάτων και (δ) αποχωριζόμασταν το μοντέλο ευρωπαϊκής διακυβέρνησης των ελίτ. (Μια γραμματική παρατήρηση: Το «πρέπει» που χρησιμοποιείται στις επόμενες προτάσεις είναι το λογικό Πρέπει των συνεπειών, οι οποίες θα προέκυπταν από τη βούληση για την αναγκαία αλλαγή πολιτικής).

Βήματα προς τα εμπρός
 
(α) Οι υπάρχοντες ευρωπαϊκοί θεσμοί πρέπει να αλλάξουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να διαμορφωθεί μια «Ένωση του Ευρώ», η οποία θα είναι ανοιχτή στη διεύρυνση με την είσοδο και άλλων κρατών στο Ευρώ (προπαντός της Πολωνίας). Μια ένωση, η οποία αποτελείται από πυρήνα και περιφέρεια, μπορεί και να ικανοποιήσει τα βρετανικά αιτήματα για την επιστροφή συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων στα κράτη-μέλη, όπως επίσης να προσεγγίσει αποτελεσματικά αμφιλεγόμενα αιτήματα εισόδου σε αυτήν (π.χ. της Τουρκίας). Πολύ πιο αποτελεσματικά τουλάχιστον από ό,τι το μπορεί τώρα στο πλαίσιο των υφιστάμενων ευρωπαϊκών συμφωνιών. Μια αλλαγή του πρωτογενούς δικαίου, για την οποία υπάρχουν ήδη καλά διατυπωμένες προτάσεις(21), θα ήταν ωστόσο μόνο τότε εφικτή, εάν είχε προηγηθεί αλλαγή πολιτικής η οποία θα αποφασιζόταν εντός του Eurogroup.
(β) Η διακυβερνητική μέθοδος, η οποία ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, πρέπει να απορριφθεί προς όφελος της κοινοτικής μεθόδου. Ενώ η διάσκεψη των αρχηγών κρατών, οι οποίοι νομιμοποιούνται αποκλειστικά από τους ψηφοφόρους των χωρών τους, είναι προσαρμοσμένη στα μέτρα της διαπραγμάτευσης και των συμβιβασμών μεταξύ άκαμπτων εθνικών συμφερόντων(22), η διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης σε ένα Ευρωκοινοβούλιο, που αποτελείται από κοινοβουλευτικές ομάδες, καθιστά εφικτή την εξισορρόπηση εθνικών συμφερόντων με τη γενίκευση των συμφερόντων έξω από τα εθνικά σύνορα.

(γ) Οι επικείμενες ευρωεκλογές προσφέρουν για πρώτη φορά τη δυνατότητα πολιτικοποίησης της ατζέντας με φόντο την αμφιλεγόμενη ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης. Χωρίς αυτή την πολιτικοποίηση δεν μπορούν να υπάρξουν ευρωεκλογές αν θέλουμε αυτές να έχουν την ποιότητα δημοκρατικών εκλογών – και δεν έχουν υπάρξει στην ουσία ποτέ. Μόνο οι κοινοί υποψήφιοι και οι κοινές λίστες μπορούν να κάνουν ορατά τα διαφορετικά προγράμματα πέρα από τα εθνικά σύνορα –και μαζί τις ίδιες τις εναλλακτικές των εκλογών. Με αυτό ως αφετηρία θα πρέπει να ακολουθήσει ένα ευρωπαϊκό εκλογικό δικαίωμα. Και από το χαλαρό σύστημα των κομμάτων θα πρέπει να εξελιχθεί ένα ευρωπαϊκό σύστημα κομμάτων.

(δ) Τέλος, θα πρέπει οι πολιτικές ελίτ να προετοιμαστούν για το τέλος του βολέματός τους: Πρέπει να αποχαιρετίσουν την τακτική της απομόνωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής τους από τα εθνικά εκλογικά κοινά (η αντιδημοκρατική αποκοπή των πολιτικών –policies- από πολιτικούς –politics-), ακριβώς όπως πρέπει και να εγκαταλείψουν το λαϊκιστικό μίγμα των επιθέσεων κατά των Βρυξελλών προς εγχώρια κατανάλωση και της ανούσιας, ασύνδετης με το παραπάνω φιλοευρωπαϊκής ρητορικής του φαίνεσθαι. Παρεκκλίνοντας από τη ρουτίνα τους πρέπει να βλέπουν τη μάχη της κοινής γνώμης όχι μόνο γύρω από το πρίσμα των δημοσκοπήσεων, αλλά με το στόχο να διαμορφώσουν καταρχήν την κοινή γνώμη. Διότι ώς τώρα εμφανίζονται στις εθνικές κοινές γνώμες κυρίως προκαταλήψεις για τις «Βρυξέλλες», ωστόσο δεν είναι ενημερωμένες σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούν σοβαρά να συναγωνιστούν μεταξύ τους.

Έχουμε την τύχη να έχουμε σήμερα στην Ευρώπη ευφυείς πληθυσμούς και όχι εθνικές μάζες που θα μπορούσαν να πεισθούν ακολουθώντας τις συναισθηματικά φορτισμένες μυθοπλασίες του δεξιού λαϊκισμού. Για μια διεθνική δημοκρατία που θα διατηρεί το επίκεντρό της στα εθνικά κράτη δεν χρειαζόμαστε έναν ευρωπαϊκό λαό, αλλά άτομα, τα οποία έχουν μάθει ότι είναι ταυτόχρονα πολίτες ενός κράτους και Ευρωπαίοι πολίτες. Και αυτοί ακριβώς οι πολίτες μπορούν εύκολα εντός της εθνικής κοινής τους γνώμης, εφόσον και τα Μέσα αναλάβουν την ευθύνη που τους αναλογεί, να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση μιας πανευρωπαϊκής πολιτικής βούλησης. Για το σκοπό αυτό δεν χρειαζόμαστε τίποτα περισσότερο από τις υφιστάμενες εθνικές κοινές γνώμες και τα υφιστάμενα Μέσα. Αυτά τα πολιτικά κυρίαρχα Μέσα πρέπει προπαντός να αναλάβουν μια σύνθετη μετάφραση, μόλις οι εθνικές γνώμες θα έχουν γίνει εξωστρεφείς και ανοιχτές μεταξύ τους. Για να γίνει αυτό πρέπει να αναφέρονται και σε συζητήσεις, οι οποίες διεξάγονται σε άλλες χώρες για θέματα επίκαιρα που αφορούν όλους τους πολίτες της Ένωσης.


……………………………………………………………………………………………………….



1. Το έλλειμμα αυτό αναλύουν για το νομικό μέρος του διεθνούς Δικτύου οι Armin von Bogdany και Ingo Venzke, Στο όνομα τίνος; Διεθνή δικαστήρια στην εποχή της διεθνούς διακυβέρνησης (In wessen Namen? Internationale Gerichte in Zeiten des globalen Regierens), Βερολίνο 2014. Γενικά σχετικά με αυτό, βλ. Jürgen Habermas, Σημειώσεις σχετικά με μια θεωρία του δικαίου και του δημοκρατικού κράτους δικαίου, στο: Στον στρόβιλο της Δημοκρατίας (Im Sog der Demokratie), Βερολίνο 2013, σελ. 67-81, εδώ S. 77.
2. Η συνεισφορά της ΕΕ στην διεθνικοποίηση της δημοκρατίας είναι το αντικείμενο της μελέτης μου στο: Jürgen Habermas, Περί Ευρωσυντάγματος (Zur Verfassung Europas), Βερολίνο 2011.
3. Armin Schäfer, Απελευθέρωση, ανισότητα και δυσαρέσκεια για τη δημοκρατία (Liberalisation, Inequality and Democracy’s Discontent). Στο : Armin Schäfer και Wolfgang Steeck (Εκδ.), Πολιτικές στην εποχή της λιτότητας (Policies in the Age of Austerity) , Κέμπριτζ (Η.Β.) 2013, σελ. 196-218, και του ιδίου: Ο απέχων από τις εκλογές είναι ο μέσος πολίτης (Der Nicht- Wähler als Durchschnittsbürger), στο: Evelyn Bytzek και Sigrid Roßteutscher (Εκδ.), Ο άγνωστος ψηφοφόρος (Der unbekannte Wähler), Φρανκφούρτη α.Μ. 2013, σελ. 133-154.
4. Wolfgang Streeck, Αγορασμένος χρόνος. Η καθυστερημένη κρίση στον καιρό του δημοκρατικού καπιταλισμού (Die vertagte Krise des demokratischen Kapitalismus), Βερολίνο 2013.
5.  Οι εντυπωσιακές αποφάσεις, τις οποίες συνέταξε η πρώτη διάσκεψη κορυφής G-20 τον Νοέμβριο 2008 υπό το πρίσμα της κρίσης των τραπεζών, η οποία μόλις είχε ξεσπάσει, έμειναν δυστυχώς χωρίς εφαρμογή, καθώς δεν επαρκούν διεθνείς συμφωνίες μεταξύ κρατών χωρίς προηγούμενη θεσμοποίηση της συμφωνίας διαφορετικών συμφερόντων. Απέναντι στις προσταγές των αγορών, οι οποίες αντανακλούν τα συμφέροντα των κρατών μεταξύ τους, μια πολιτική μπορεί μόνο τότε να είναι αποτελεσματική, εφόσον θεμελιώνεται στην συμμετοχή θεσμών για τη γενίκευση των συμφερόντων, που σημαίνει, με την οικοδόμηση υπερεθνικών φορέων δράσης.
6.  Christoph Deutschmann, Γιατί δεν πίνουν τα άλογα; (Warum trinken die Pferde nicht?), Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), 25.09.2013.
7. Claus Offe, Η Ευρώπη στην παγίδα. (Europa in der Falle), Blätter, 1/2013, σελ. 67-80.
8.  Δύο (προφανώς από την πλευρά της CDU εισηγμένες) προτάσεις στο κομμάτι της ευρωπαϊκής πολιτικής του συμφώνου της κυβερνητικής συμμαχίας θέτουν την κυβέρνηση ενώπιον της συνέχισης της στρατηγικής της για την διαχείριση της κρίσης: «Η αρχή, ότι κάθε κράτος-μέλος είναι υπεύθυνο για την αξιοπιστία του, πρέπει να διατηρηθεί. Κάθε μορφή συλλογικοποίησης των κρατικών χρεών πιθανόν να απέβαινε επικίνδυνη για τις εθνικές πολιτικές σε κάθε ένα κράτος χωριστά.» Με αυτό επιχειρείται μια λάθος ερμηνεία των αιτιών της κρίσης και συντηρείται για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης μια επίπλαστη αίσθηση κυριαρχικότητας, η οποία χλευάζει το πραγματικό πεδίο δράσης και απόφασης στις χώρες της κρίσης.
9.  «Η καταστροφή του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής διάσωσης των τραπεζών- Η Γερμανία αρνείται την δημιουργία κοινού ταμείου». «Η Γερμανία εμποδίζει την κοινή δράση διάσωσης της Ελλάδας- Η μαντάμ ΟΧΙ υπαγορεύει την ευρωπαϊκή πολιτική της κρίσης», «Η Γερμανία προσπαθεί να ξανακερδίσει τον έλεγχο της πολιτικής για τη διάσωση του Ευρώ και να εμποδίσει συλλογικοποίηση της κρίσης στο ευρωπαϊκό επίπεδο», «Η μονάρχης- Άνγκελα Μέρκελ κυβερνά την Ευρώπη». Αυτοί (με χρονολογική σειρά) είναι οι τίτλοι των κεφαλαίων στην έκθεση που έγραψε για την κρίση η ανταποκρίτρια της Süddeutsche Zeitung στις Βρυξέλλες, Cerstin Gammelin και του ORF- ανταποκριτή στο εξωτερικό, Raimund Löw (Αυτός που χειραγωγεί την Ευρώπη- Europas Strippenzieher, Βερολίνο 2014).
10. Αυτή η αλλαγή νοοτροπίας δεν αντανακλάται μόνο σε ταινίες όπως «Οι πατέρες και οι μητέρες μας (Unsere Väter und unsere Mütter), στην ηρωοποίηση του Heinrich George και σε κυρίαρχα άρθρα ή ομιλίες σχετικά της 20ης Ιουλίου 2013, αλλά και στην έμφαση των αριθμών χρονολογιών των γερμανικών εορτών μνήμης το έτος 2014: Ο συνδεδεμένος με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς ιστορικός σταθμός της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πριν από 75 χρόνια εμφανίζεται πολύ πίσω από τα άλλα δύο στοιχεία – πίσω από το «Οι υπνοβάτες» Christopher Clarks για το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου πριν από έναν αιώνα και πίσω από την «Ειρηνική επανάσταση», πριν από 25 χρόνια, σύγκρ. με Volker Ulrich, Και λοιπόν γλιστρούν ξανά (Nun schlittern sie wieder), sto: Die Zeit, 16 Ιανουαρίου 2014, σελ. 17. Με αυτό τον τρόπο προκύπτει αντίφαση στην εντυπωσιακή, υπό τον Πρόεδρο του Bundestag εκδήλωση του Bundestag στις 27 Ιανουαριου 2014 η οποία συνέδεσε τη μνήμη του Άουσβιτς με το έγκλημα πολέμου της συστηματικής λιμοκτονίας της πόλης Λένινγκραντ, το οποίο είχε στόχο τον «εβραϊκό μπολσεβικισμό».
11. Σύγκρινε με την έκθεση του Christoph Hickmann και Paul Anton Krüger σχετικά με την έναρξη της διάσκεψης για την ασφάλεια στην Süddeutsche Zeitung από 1/ 2 Φεβρουαρίου 2014.
12. Δεν μπορώ να υπεισέρθω στον καθοριστικό κατά τη διάρκεια της κρίσης ρόλο της δημοκρατικά ανεξέλεγκτης ΕΚΤ. Με τον άτυπο συμψηφισμό της στο έλλειμμα πανευρωπαϊκής εγγύησης για την επιστροφή των κρατικών δανείων κάλυψε ουσιαστικά το ανήμπορο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Σύγκρινε με: Ulf Meyer Rix, Η κρίση στην ΟΝΕ: Κοινό χρήμα χωρίς κοινή κυριαρχία (Die Krise der Europäischen Währungsunion: Gemeinsames Geld ohne gemeinsame Souveränität), στο: Annegert Eppler και Henrik Scheller (Εκδ.), προς την ιδεολογικοποίηση της ευρωπαϊκής από-ενοποίησης (Zur Konzeptionalisierung europäischer Desintegration), Μπάντεν, Μπάντεν 2014, σελ. 207-232.
13. Στο εξής: Marcus Höreth και Dennis-Jonathan Mann, Το ερώτημα της νομιμοποίησης ως δύναμη ώθησης και απώθησης στην ευρωπαϊκή διαδικασία της ενοποίησης (Die Legitimitätsfrage als Zug- oder Gegenkraft im europäischen Integrationsprozess) στο: Eppler/ Scheller, a.a. O. Σελ. 89-116, Daniela Schwarzer, Ενοποίηση και Από- ενοποίηση στην Ευρωζώνη, ομοίως, 185-206.
14. Daniela Schwarzer, a.a.O. σελ. 185-206, εδώ σελ. 186 και επ.
15. Henrick Enderlein, Εθνική Δημοσιονομική Πολιτική στην ΟΝΕ (Nationale Wirtschaftspolitik in der Europäischen Währungsunion), Φρανκφούρτη α.Μ., 2014. Fritz W. Scharpf, Monetary Union, Fiscal Crisis and the Preemption of Democracy, στο: «Επιστημονικό περιοδικό για το κράτος και τις ευρωπαϊκές επιστήμες» Zeitschrift für Staats u. Europawissenschaften”), 2/2011, σελ. 163-198, του ιδίου, Η οικονομική κρίση της οικονομικής και νομικής υπέρ- ενοποίησης (Die Finanzkrise als Krise der Ökonomischen und rechtlichen Überintegration), στο: Claudio Franzius, Franz C. Mayer και Jürgen Neyer (εκδ.), Σύνορα της ευρωπαϊκής ενοποίησης (Grenzen der europäischen Integration), Μπάντεν Μπάντεν 2014, σελ. 51-60.
16.  Βλ. Gammellin και Löw, τίτλος ομοίως με πάνω, σελ. 81 και επ.
17. Τίποτα δεν θα αλλάξει στο δομικό λάθος μιας νομισματικής ένωσης χωρίς πρότερη πολιτική ένωση ακόμα και αν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ήταν πρόθυμη να στηρίξει τα προγράμματα στήριξης, τα οποία η Κομισιόν είχε προτείνει τον Δεκέμβριο του 2012 ως το επόμενο βήμα με τον τίτλο «Η ιδέα για μια βαθύτερη και πραγματική δημοσιονομική και νομισματική ένωση». Διότι αυτή η πρόταση έκανε τα εθνικά κράτη να μοιάζουν με αιτούντες μπροστά στην Κομισιόν, η οποία τους αντιμετώπιζε μπροστά στα μάτια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σαν να ήταν ένα μικρό διεθνές νομισματικό ταμείο. Το «Όργανο για σύγκλιση και ανταγωνιστικότητα» προβλέπει εξειδικευμένα αναπτυξιακά προγράμματα στη βάση συμφωνιών, οι οποίες διαπραγματεύθηκαν ανάμεσα στις μεμονωμένες χώρες και την Κομισιόν και εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Μια ιδέα για βαθιά και πραγματική οικονομική και νομισματική ένωση: Η έναρξη της ευρωπαϊκής συζήτησης, COM 2012.
18. Εάν διαβάσουμε (στους Gammelin / Löw ομοίως όπως επάνω, σελ. 39-45)με ποιο τρόπο οι Μέρκελ, Σαρκοζί, Ντράγκι και άλλοι ηγέτες των ευρωπαϊκών θεσμών σχεδίαζαν και μεθόδευαν την πτώση των ελληνικών και ιταλικών κυβερνήσεων, θα καταλήξουμε σε ένα σενάριο που θα μπορούσε να είναι πιθανό μόνο επειδή εξυπηρετεί θεωρίες συνωμοσίας.
19. Marc Beise, Μετά τη θύελλα (Nach dem Sturm), Süddeutsche Zeitung, 25-26.1.2014, σελ. 26
20. Η «ομάδα Glienicker», έντεκα διάσημοι από τον πυρήνα της κοινωνίας, οικονομολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, νομικοί, προτείνουν να δημιουργηθεί σε επίπεδο ΕΕ μια πολιτική και ικανή να δράσει οικονομική διακυβέρνηση, η οποία θα πρέπει και να νομιμοποιηθεί δημοκρατικά. Αυτή θα έπρεπε να έχει δικό της προϋπολογισμό και κλιμακούμενο δικαίωμα παρέμβασης στην εθνική αυτονομία κατάρτισης προϋπολογισμών, να διαπραγματεύεται για περιφερειακά αναπτυξιακά προγράμματα, να κλείνει τράπεζες και να εξασφαλίζει στην περίπτωση κρίσης δημόσια αγαθά σε ευρωπαϊκό επίπεδο (περίληψη της πρόσκλησης- έκκλησης στο: Die Zeit, 17.10.2013.
21. Βλ. για μια δημιουργική επεξεργασία των ισχυόντων ευρωπαϊκών συμφωνιών: The Spinelli Group, Bertelsmann Stiftung, A Fundamental Law of the European Union, Gütersloh 2013.
22. Gammelin/ Löw, ομοίως με πάνω, σελ. 10: «Αναλύουμε πως 28 εγωιστές από τα κράτη υπερασπίζονται τα εθνικά τους συμφέροντα στην ευρωπαϊκή σκηνή και πως σε αυτή τη διαδικασία μετατρέπονται στους μεγαλύτερους λομπίστες των χωρών τους».

* Τη μετάφραση στα ελληνικά έκανε ο καθηγητής Θεόδωρος Γεωργίου, στον οποίο ο Γιούργκεν Χάμπερμας παραχώρησε τη σχετική άδεια γραπτώς. Το κείμενο δημοσιεύεται στα ελληνικά κατ’ αποκλειστικότητα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», όπως ο ίδιος ο Χάμπερμας επιθυμεί.


πηγή: efsyn.gr

__

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου