Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Σωκράτης - Πρωταγόρας : ζήτημα περί διδασκαλίας της αρετής



ΠΛΑΤΩΝ: "ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ"







Μτφ: Η.Σπυρόπουλος, 2009, Πλάτων, "Πρωταγόρας"
Θεσσαλονίκη: Ζήτρος
2009, Εκδόσεις Ζήτρος

Στον Πρωταγόρα ο Σωκράτης φέρεται να εξιστορεί σε ανώνυμο φιλικό του πρόσωπο, μια σημαντική συζήτηση που είχε λίγες ώρες πριν στο σπιτι του Καλλία με το διάσημο σοφιστή Πρωταγόρα. Ο Ιπποκράτης (φίλος του Σωκράτη) θέλει να γίνει μαθητής του σοφιστή Πρωταγόρα και ο Σωκράτης αντιδρά. Ο Σωκράτης συζητά με τον Ιπποκράτη προσπαθώντας να του μεταβάλει γνώμη, να τον πείσει ότι πρέπει να είναι πιο προσεκτικός με τους ανθρώπους στους οποίους θέλει να εμπιστευτεί το μυαλό του και την ψυχή του.

[...]
Ο ηγεμονικός ρόλος της σοφίας στις ανθρώπινες ενέργειες.

[352a] Τότε είπα: Μήπως το ζήτημα θα μπορούσε να ξεκαθαριστεί κάπως έτσι; Ας πούμε ότι κάποιος εξετάζει την υγεία ή μια από τις σωματικές λειτουργίες ενός ανθρώπου απ᾽ ό,τι μπορεί να δει εξωτερικά, κι αφού δει το πρόσωπο και τις παλάμες, θα του πει: Τώρα, γιά να δούμε το στήθος και τις πλάτες σου· βγάλε τα ρούχα σου, για να σ᾽ εξετάσω καλύτερα. Κι εγώ, για να προχωρήσει η έρευνα, έχω μια ανάλογη απαίτηση· αφού σημειώσω ότι αυτές είναι οι απόψεις σου επάνω στο καλό και το ευχάριστο —απ᾽ ό,τι λες— επίτρεψέ μου μια τέτοια ερώτηση: Εμπρός, Πρωταγόρα, [352b] αποκάλυψε κι αυτή την περιοχή των σκέψεών σου· ποιά ιδέα έχεις σχηματίσει για τη γνώση; Τί συμβαίνει; και σ᾽ αυτό το θέμα οι γνώμες σου συμφωνούν με τον πολύ κόσμο ή είναι διαφορετικές; Νά ποιά γνώμη έχει ο πολύς κόσμος για τη γνώση: ότι αυτή είναι κάτι αδύναμο, ανίκανο να κρατήσει την πρωτοκαθεδρία και την εξουσία· κατά τη γνώμη τους λοιπόν έχει αυτές τις αδυναμίες και, όπως πιστεύουν, καμιά φορά μπορεί ένας άνθρωπος να έχει μέσα του τη γνώση, κι όμως να μην τον κυβερνά η γνώση, αλλά κάτι άλλο: τη μια η έξαψη, την άλλη η λύπη, πού και πού ο έρωτας, πολλές φορές κι ο φόβος· με δυο λόγια [352c] φαντάζονται τη γνώση σαν κανένα ανδράποδο, που όλα τ᾽ άλλα το σέρνουν πότε αποδώ και πότε αποκεί. Μήπως λοιπόν κι εσύ έχεις κάποια ανάλογη ιδέα γι᾽ αυτή ή πιστεύεις ότι η γνώση είναι κάτι ωραίο και ικανό να κυβερνά τον άνθρωπο και ότι, αν ένας άνθρωπος ξέρει ποιό είναι το καλό και ποιό το κακό, τίποτε δεν του δένει τα χέρια, ώστε να κάνει κάτι άλλο κι όχι εκείνο που του συμβουλεύει η γνώση — δηλαδή πιστεύεις ότι η φρόνηση είναι ένας άξιος βοηθός του ανθρώπου;
Σωκράτη, όχι μονάχα συμφωνώ με τα λόγια σου, αλλά για μένα, [352d] περισσότερο από κάθε άλλον, θα ᾽ταν ντροπή να μην υποστηρίζω ότι απ᾽ όλα όσα έχει ο άνθρωπος τη μεγαλύτερη δύναμη την έχει η γνώση και η σοφία.
Τα λόγια σου έχουν και ομορφιά και αλήθεια, του είπα. Ξέρεις όμως ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν ακούν εμένα κι εσένα, αλλά λένε ότι πολλοί γνωρίζουν ποιό είναι το καλύτερο κι όμως, κι ας είναι στο χέρι τους, δεν κάνουν με προθυμία αυτό, αλλά κάνουν άλλα. Ρώτησα πολλούς για ποιά αιτία άραγε συμβαίνει αυτό, και όλοι μου είπαν ότι όσοι κάνουν αυτά, τα κάνουν, [352e] γιατί νικιούνται από την ηδονή ή τη λύπη ή από κάτι άλλο απ᾽ αυτά που ανέφερα.
Δεν είναι μόνο σ᾽ αυτά που πέφτουν έξω οι άνθρωποι, αλλά και σ᾽ ένα σωρό άλλα, νομίζω.
Εμπρός λοιπόν, προσπάθησε μαζί μου να πείσεις τους ανθρώπους και να τους διδάξεις τί ακριβώς παθαίνουν όταν, όπως λεν, [353a] νικιούνται από τις ηδονές, και γι᾽ αυτό τον λόγο δεν κάνουν το καλύτερο, μόλο που, λένε, το γνωρίζουν. Γιατί ίσως, την ώρα που εμείς τους λέγαμε: Άνθρωποί μας, δεν τα λέτε σωστά, πέφτετε έξω, θα μας έκαναν την ερώτηση: Πρωταγόρα και Σωκράτη, μια και αυτό που παθαίνουμε δεν είναι η αδυναμία μας μπροστά στην ηδονή, τί άλλο είναι τέλος πάντων; Εσείς ποιό όνομα του δίνετε; πέστε το, να το ακούσουμε.
Για ποιό λόγο να εξετάσουμε τη γνώμη των πολλών, που λένε ό,τι τους κατεβεί, Σωκράτη;
[353b] Τότε του είπα: Πιστεύω πως κάποια βοήθεια θα μας δώσει κι αυτό, για να ξεδιαλύνουμε το ζήτημα της ανδρείας — δηλαδή σε ποιά σχέση βρίσκεται αυτή με τα άλλα μόρια της αρετής. Λοιπόν θέλεις να μείνουμε σταθεροί στην απόφαση που πήραμε εδώ και λίγη ώρα, δηλαδή εγώ να κατευθύνω τη συζήτηση, με ποιό τρόπο πιστεύω ότι θα γίνει απόλυτα κατανοητό το ζήτημα; Τότε ακολούθησέ με· αν ωστόσο δε θέλεις, για να σου κάνω την καρδιά, βάζω τελεία και παύλα.
Όχι, έχεις δίκιο· προχώρα προς το τέλος, όπως άρχισες.

[353c] Αν λοιπόν, του είπα, μας ξαναρωτούσαν οι άνθρωποι: Ποιό όνομα δίνετε εσείς σ᾽ αυτό που εμείς ονομάζουμε «η αδυναμία μας μπροστά στην ηδονή»; Νά με ποιό τρόπο θα τους απαντούσα: Δώστε προσοχή· γιατί εγώ κι ο Πρωταγόρας θα προσπαθήσουμε να σας το πούμε. Τί λέτε ότι σας συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις, άνθρωποί μου; δε θέλετε να πείτε αυτό, ότι πολλές φορές, με την ηδονή που δίνουν τα φαγητά και τα ποτά κι η ερωτική πράξη, σας νικούν, ώστε ακόμη κι όταν ξέρετε ότι αυτά είναι κακά, πάλι τα κάνετε; Θα συμφωνούσαν. Λοιπόν, θα τους ξαναρωτούσαμε εγώ κι εσύ: Και από ποιά άποψη λέτε ότι είναι κακά; [353d] Επειδή σας δίνουν αυτή την ηδονή της στιγμής και το καθένα τους είναι ευχάριστο ή επειδή σας ρίχνουν αργότερα σε αρρώστιες και σε φτώχειες και ανοίγουν το δρόμο σε πολλά άλλα παρόμοια; Ή μήπως, ακόμη κι αν δεν ανοίγουν αργότερα το δρόμο σ᾽ αυτά, και το μοναδικό αποτέλεσμά τους είναι η ηδονή που σας δίνουν, και πάλι θα ήταν κακά, μόνο και μόνο επειδή δεν ξέρω τί τους ήρθε και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σας προξενούν ηδονή; Μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα μας έδιναν κάποια άλλη απάντηση, Πρωταγόρα, και όχι αυτήν: ότι δηλαδή αυτά δεν είναι κακά, επειδή μας δίνουν εκείνη την ηδονή της στιγμής, [353e] αλλά για τα μελλοντικά τους αποτελέσματα — τις αρρώστιες και τα λοιπά;
Εγώ πιστεύω ότι οι πολλοί αυτή την απάντηση θα μας έδιναν, είπε ο Πρωταγόρας.
Φέρνοντάς μας λοιπόν αρρώστιες, μας φέρνουν στεναχώριες, και φέρνοντάς μας φτώχεια, μας φέρνουν στεναχώριες; Κατά τη γνώμη μου, θα συμφωνούσαν.
Ο Πρωταγόρας το παραδέχτηκε.
Λοιπόν, άνθρωποί μου, έγινε φανερό ότι —όπως λέμε εγώ κι ο Πρωταγόρας— το μόνο που μας κάνει να τα θεωρούμε αυτά κακά είναι επειδή στο τέλος φέρνουν στεναχώριες [354a] και μας στερούν από άλλες ηδονές; Τί λες, θα συμφωνούσαν;
Το παραδεχτήκαμε κι οι δυο μας.
Λοιπόν, αν τώρα τους κάναμε την αντίθετη ερώτηση και τους λέγαμε: Άνθρωποί μας, εσείς από την άλλη μεριά λέτε ότι υπάρχουν ορισμένα δυσάρεστα πράγματα που είναι καλά. Λέγοντας αυτά δεν έχετε στο νου σας κάτι τέτοιο, λόγου χάρη τις γυμναστικές ασκήσεις, τις εκστρατείες, τις θεραπείες που εφαρμόζουν οι γιατροί —καυτηριασμούς, εγχειρήσεις, φάρμακα, δίαιτες φοβερές— αυτά δε λέτε ότι είναι καλά βέβαια, αλλά δυσάρεστα; Θα το παραδέχονταν;
Συμφώνησε ο Πρωταγόρας.
[354b] Λοιπόν από ποιάν άποψη τα ονομάζετε αυτά καλά; επειδή τη στιγμή εκείνη σας φέρνουν τους πιο φριχτούς πόνους και δάκρυα ή επειδή σας φέρνουν αργότερα την υγεία και την ευεξία του σώματος και τη σωτηρία της πατρίδας και το άπλωμα της εξουσίας σας πάνω σ᾽ άλλους και τα πλούτη; Νομίζω ότι η απάντησή τους θα ήταν καταφατική.
Το πιστεύω.
Κι όλα αυτά είναι καλά, επειδή στο τέλος φέρνουν ηδονές και σας σώζουν και διώχνουν μακριά τη λύπη ή για κάποιον άλλο λόγο; Ή μήπως παίρνετε υπόψη σας κάτι άλλο [354c] κι όχι τις ηδονές και τις λύπες, όταν αυτά τα ονομάζετε καλά; μπορείτε να μας πείτε ποιό είναι αυτό; Νομίζω ότι δε θα μπορούσαν να το πουν.
Το ίδιο νομίζω κι εγώ, είπε ο Πρωταγόρας.
Λοιπόν, την ηδονή τη ζητάτε, επειδή είναι κάτι καλό· και αποφεύγετε τη λύπη, επειδή είναι κάτι κακό;
Συμφώνησε.
Έτσι κατά τη γνώμη σας τούτο είναι κάτι κακό, η λύπη, και η ηδονή κάτι καλό; Γιατί κατά τα λεγόμενά σας και η ευχαρίστηση στην ουσία της τότε είναι κάτι κακό, όταν εξαιτίας της χάνετε μεγαλύτερες ηδονές απ᾽ εκείνες που σας χαρίζει αυτή ή επειδή σας ρίχνει σε λύπες μεγαλύτερες [354d] από τις ηδονές που μπορεί να σας δώσει· γιατί, αν από κάποια άλλη άποψη και στηριγμένοι σε κάποιο άλλο κριτήριο ονομάζετε την ίδια τη λύπη χαρά, πολύ θα θέλαμε να τ᾽ ακούσουμε κι εμείς· αλλά πού να το βρείτε;
Κι εγώ την ίδια γνώμη έχω, είπε ο Πρωταγόρας.
Κι αν πάλι πάρουμε την ίδια τη λύπη, δε συμβαίνουν τα ίδια πράγματα; Πότε ονομάζετε την ίδια τη λύπη κάτι καλό; Όταν σας λυτρώνει από λύπες μεγαλύτερες απ᾽ αυτές που μπορεί να σας δώσει αυτή ή σας φέρνει χαρές μεγαλύτερες από τις λύπες· ειδάλλως, αν, λέγοντας την ίδια τη λύπη [354e] καλό, έχετε στο νου σας κάποιο διαφορετικό κριτήριο κι όχι αυτό που έχω εγώ, πολύ θα θέλαμε να τ᾽ ακούσουμε κι εμείς· αλλά πού να το βρείτε;
Πολύ σωστά, είπε ο Πρωταγόρας.

Τώρα, άνθρωποι, θα μπορούσατε να με ρωτήσετε: Πολύ λόγο κάνεις για το θέμα αυτό και το εξετάζεις από πολλές πλευρές· γιατί; Συγχωρήστε με, παρακαλώ, θα τους έλεγα. Νά, πρώτα πρώτα δεν είναι εύκολο να εξηγήσω τί ακριβώς σημαίνει η φράση σας «ο άνθρωπος νικιέται από την ηδονή»· κι ύστερα, στην ερμηνεία αυτής της φράσης στηρίζεται η διασάφηση κάθε άλλης πλευράς του θέματος. Αλλά και τώρα σας δίνω το δικαίωμα να πάρετε πίσω το πούλι σας, [355a] αν τυχόν μπορείτε να πείτε ότι το καλό είναι κάτι άλλο κι όχι η ηδονή ή ότι το κακό είναι κάτι άλλο κι όχι η λύπη — ή είστε ευχαριστημένοι, αν περάσετε ευχάριστα όλη σας τη ζωή, δίχως λύπες; Λοιπόν, αν μένετε ευχαριστημένοι μ᾽ αυτό και δεν μπορείτε ν᾽ αναφέρετε κάτι άλλο ως καλό ή κακό, εφόσον δε φέρνει τα παραπάνω αποτελέσματα, ακούστε τη συνέχεια. Δηλαδή επιτρέψτε μου να σας πω ότι, εφόσον παραδεχόμαστε ότι έτσι έχουν τα πράγματα, τα λόγια σας δεν είναι σοβαρά, όταν λέτε ότι πολλές φορές ο άνθρωπος ξέρει ότι τα κακά είναι κακά, κι όμως τα κάνει, ενώ είναι στο χέρι του να μην τα κάνει, [355b] επειδή τον σέρνουν και τον τυφλώνουν οι ηδονές· κι επίσης γυρνάτε και μας λέτε ότι μπορεί να γνωρίζει ο άνθρωπος το καλό, κι όμως να μη θέλει να το κάνει, εξαιτίας της ηδονής της στιγμής — εκείνη τον νικά. Για να γίνει ολοφάνερο ότι αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα, ας μη χρησιμοποιούμε πια πολλές λέξεις —ηδονή και λύπη, καλό και κακό— αλλά, μια και αποδείχτηκε ότι αυτά είναι δύο, ας τα ονομάσουμε με δύο λέξεις· στην αρχή καλό και κακό, στη συνέχεια αντίστοιχα: ηδονή [355c] και λύπη. Τώρα πάνω σ᾽ αυτή τη βάση ας πούμε: Ο άνθρωπος, αν και ξέρει ότι το κακό είναι κακό, όμως το κάνει. Λοιπόν, αν κάποιος μας ρωτήσει: Γιατί; θα πούμε: Επειδή νικιέται. Από τί; θα μας ρωτήσει· εμείς τώρα πια δεν μπορούμε να πούμε: Από την ηδονή· γιατί αλλάξαμε το όνομα και αντί «ηδονή» λέμε «καλό»· λοιπόν αυτή τη λέξη ας χρησιμοποιήσουμε στην απάντησή μας και ας πούμε: Επειδή νικιέται. Από τί; θα μας πει. Από το καλό, θα του πούμε, μά τον Δία. Λοιπόν, αν πέσαμε σε συνομιλητή σαρκαστικό, θα γελάσει [355d] και θα πει: Τί γελοία πράγματα κάθεστε και μας λέτε — κάνει λέει κάποιος το κακό, ενώ γνωρίζει ότι είναι κακό και άρα δεν πρέπει να το κάνει, γιατί νικιέται από το καλό! Μήπως, θα έλεγε, επειδή πιστεύετε ότι το καλό δεν έχει τόση αξία, ώστε να νικά το κακό ή έχει αξία; Φυσικά στην απάντησή μας θα λέγαμε: Επειδή δεν έχει αξία· γιατί διαφορετικά δε θα έπεφτε σε σφάλμα αυτός που λέμε ότι νικιέται από τις ηδονές. Και σύμφωνα με ποιό κριτήριο το καλό έχει μικρότερη αξία από το κακό ή το κακό από το καλό; Το μοναδικό κριτήριο δεν είναι η διαφορά τους στο μέγεθος [355e] ή η διαφορά τους στην ποσότητα; Αυτή δεν είναι η μόνη απάντηση που θα μπορούσαμε να του δώσουμε; Λοιπόν, θα μας πει. Κατάλαβα· λέγοντας «νικιέται» εννοείτε τούτο: όταν παίρνει κανείς αντί ένα μικρότερο καλό ένα μεγαλύτερο κακό. Πάει καλά ώς εδώ. Τώρα ας ξαναπιάσουμε το ίδιο θέμα, αλλά αυτή τη φορά ας χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις «ευχάριστο» και «λυπηρό»· ας πούμε τώρα ότι ο άνθρωπος κάνει τα λυπηρά —αυτά που παραπάνω λέγαμε «κακά»—, αν και ξέρει ότι είναι λυπηρά, [356a] γιατί νικιέται από τα ευχάριστα, ολοφάνερα επειδή αυτά δεν έχουν τόση αξία, ώστε να νικήσουν. Και ποιό άλλο κριτήριο έχουμε, για να συγκρίνουμε την ηδονή και τη λύπη παρά τις σχέσεις τους ως προς το μέγεθος; Δηλαδή εμφανίζονται μεγαλύτερη και μικρότερη η μια από την άλλη, περισσότερη και λιγότερη, δυνατότερη και λιγότερο δυνατή. Λοιπόν, αν κάποιος έλεγε: Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ηδονή της στιγμής και τη μελλοντική ηδονή ή τη λύπη, Σωκράτη, θα του απαντούσα: Μήπως η διαφορά τους βρίσκεται σε κάτι άλλο κι όχι σε ποσότητα ηδονής ή λύπης; Εγώ δε βλέπω σε τί άλλο. [356b] Αλλά σαν καλός ζυγιστής κάνε ένα δέμα τα ευχάριστα κι άλλο ένα τα λυπηρά, βάλε στη ζυγαριά και τα δράμια για τα κοντινά και για τα απομακρυσμένα και πες μου προς τα πού γέρνει η ζυγαριά. Γιατί, αν και στους δύο δίσκους της ζυγαριάς βάλεις ευχάριστα, είναι λογικό κάθε φορά να προτιμάς τα μεγαλύτερα και τα περισσότερα· αν πάλι βάλεις λυπηρά, τα λιγότερα και τα μικρότερα· κι αν στον ένα δίσκο βάλεις τα ευχάριστα και στον άλλο τα λυπηρά, τότε, αν δεις ότι τα ευχάριστα είναι βαρύτερα από τα λυπηρά, τα ευχάριστα της στιγμής από τα μελλοντικά ή τα μελλοντικά από τα τωρινά, βάζεις σ᾽ εφαρμογή την πράξη που τα περιέχει· [356c] αν όμως δεις ότι τα λυπηρά είναι βαρύτερα από τα ευχάριστα, μην προχωράς στην πράξη. Άνθρωποί μου, θα τους έλεγα, μήπως υπάρχει καμιά διαφορετική άποψη πάνω σ᾽ αυτά; Είμαι σίγουρος ότι δε θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική γνώμη.
Συμφώνησε κι ο Πρωταγόρας.

Στη συνέχεια θα τους πω: Μια και έτσι έχει το πράγμα, απαντήστε μου σ᾽ αυτή την ερώτηση: Εμφανίζονται στα μάτια σας τα ίδια μεγέθη από κοντά μεγαλύτερα, από μακριά μικρότερα ή όχι; Ναι, θα μου πουν. Και με τα χοντρά και με τα πολλά πράγματα το ίδιο συμβαίνει; και οι φωνές που έχουν την ίδια δύναμη, από κοντά ακούονται πιο δυνατές, από μακριά πιο αδύνατες; Ναι, θα λέγανε. [356d] Λοιπόν, αν η ευτυχία μας κρεμόταν απ᾽ αυτό, από το να εκτελούμε και να εκλέγουμε τα μεγάλα μεγέθη, ποιό πράγμα θα θεωρούσαμε σωτήρα της ζωής μας; Την τέχνη του υπολογισμού ή την εντύπωση από τα πράγματα που μας δίνουν τα μάτια μας; Ή αυτή η τελευταία ήταν απατηλή και πολλές φορές μας έκανε να παίρνουμε τα ίδια πράγματα τη μια φορά μεγαλύτερα και την άλλη μικρότερα και να μετανιώνουμε και επειδή τα εκτελέσαμε και επειδή τα εκλέξαμε, τα μεγαλύτερα και τα μικρότερα; Ο υπολογισμός όμως θα μπορούσε να ακυρώσει αυτή την πλανερή εντύπωση [356e] και να μας δείξει την πραγματικότητα κι έτσι θα χάριζε τη γαλήνη στην ψυχή μας κρατώντας την κοντά στην αλήθεια και θα έσωζε τη ζωή μας; Τί λες, οι άνθρωποι θα παραδέχονταν ότι στο θέμα που συζητάμε σωτήρας μας είναι η τέχνη του υπολογισμού ή θα είχαν ν᾽ αναφέρουν κάποια άλλη τέχνη;
Ναι, η τέχνη του υπολογισμού, είπε ο Πρωταγόρας.
Τώρα ας υποθέσουμε ότι η σωτηρία της ζωής μας κρεμόταν από το τί θα διαλέγαμε: Τα μονά ή τα ζυγά ποσά; οπότε θα έπρεπε να κάνουμε ορθή εκλογή ανάμεσα στο μεγαλύτερο και το μικρότερο, συγκρίνοντας είτε ένα ζυγό με άλλο ζυγό αριθμό είτε ένα ζυγό με έναν μονό, παίρνοντας υπόψη και την απόσταση, κοντινή είτε μακρινή — τότε ποιός θα ήταν ο σωτήρας της ζωής μας; [357a] Η γνώση βέβαια. Και μάλιστα η γνώση του υπολογισμού, εφόσον έχει να κάμει με το περισσότερο και το λιγότερο. Και μια που στην εκλογή αυτή έχουμε να κάνουμε με τα ζυγά και τα μονά, δε νομίζεις ότι η τέχνη αυτή θα ήταν η αριθμητική; Τί λες, οι άνθρωποι θα συμφωνούσαν μαζί μας ή όχι;
Κι ο Πρωταγόρας είχε τη γνώμη ότι θα συμφωνούσαν.
Πολύ καλά, άνθρωποί μου. Παραπάνω είδαμε ότι η σωτηρία μας κρέμεται από την ορθή εκλογή ανάμεσα στην ηδονή και τη λύπη, δηλαδή την εκλογή ανάμεσα στο περισσότερο και το λιγότερο, [357b] στο μεγαλύτερο και το μικρότερο, στο πιο απομακρυσμένο και το πλησιέστερο· δε νομίζετε λοιπόν ότι είναι ένα είδος υπολογισμού, μια και έχουμε να εξετάσουμε το μεγαλύτερο και το μικρότερο ανάμεσα στην ηδονή και τη λύπη, ή την ισότητά τους;
Ούτε λόγος.
Και αφού είναι ένα είδος υπολογισμού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι τέχνη και γνώση.
Ναι, θα πουν.
Τώρα, ποιά τέχνη και γνώση είναι, ας το αφήσουμε για άλλη ευκαιρία· όμως τα όσα είπαμε είναι αρκετά, για ν᾽ αποδειχτεί ότι αυτό είναι γνώση — αυτό δεν είχαμε υποχρέωση ν᾽ αποδείξουμε εγώ κι ο Πρωταγόρας, [357c] απαντώντας στην ερώτηση που μας κάνατε; Τώρα, θυμάστε ότι, όταν εγώ κι ο Πρωταγόρας συμφωνήσαμε πως δεν υπάρχει τίποτε πιο δυνατό από τη γνώση, αλλά αυτή —φτάνει να υπάρχει— βγαίνει πάντοτε ισχυρότερη, ενώ εσείς αντίθετα λέγατε ότι η ηδονή καμιά φορά κυβερνά ακόμα και τον άνθρωπο που έχει τη γνώση, μας ρωτήσατε, επειδή δε συμφωνούσαμε μαζί σας: Πρωταγόρα και Σωκράτη, αν το πάθημα αυτό δεν είναι μια ήττα μας από την ηδονή, τότε τί τέλος πάντων είναι και ποιό όνομα του δίνετε εσείς; Σας ακούμε λοιπόν· [357d] αν τότε αμέσως σας λέγαμε ότι είναι η αμάθεια, θα μας περιγελούσατε· αν όμως μας περιγελάσετε τώρα, θα περιγελάσετε και τον ίδιο τον εαυτό σας. Γιατί εσείς δεν είστε που παραδεχτήκατε ότι, όσοι πέφτουν έξω στην εκλογή ανάμεσα στις ηδονές και τις λύπες, πέφτουν έξω επειδή τους λείπει η γνώση κι ότι αυτά τα δύο είναι τα καλά και τα κακά; Και μάλιστα δεν κάναμε λόγο για κάποια γνώση έτσι αόριστα, αλλά —κι αυτό το παραδεχτήκατε παραπάνω κι εσείς— για τη γνώση του υπολογισμού· εξάλλου το ξέρετε βέβαια κι εσείς ότι μια ενέργεια άστοχη [357e] είναι αποτέλεσμα αμάθειας. Σύμφωνα μ᾽ αυτά νά τί σημαίνει η ήττα μας από την ηδονή: άγνοια που δεν έχει όρια. Είναι αυτή που —κατά τα λεγόμενά τους— τη γιατρεύουν ο Πρωταγόρας αποδώ κι ο Πρόδικος κι ο Ιππίας. Εσείς όμως νομίζετε ότι είναι κάτι άλλο κι όχι η αμάθεια και γι᾽ αυτό ούτε οι ίδιοι σας, αλλά ούτε και τα παιδιά σας τα στέλνετε στους διδασκάλους αυτών των πραγμάτων, τους σοφιστές μας, επειδή νομίζετε ότι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να διδαχτεί· τρέμετε για τα λεφτά σας και δεν τα δίνετε σ᾽ αυτούς· έτσι και του σπιτικού σας και της πολιτείας σας οι υποθέσεις πάνε από το κακό στο χειρότερο.



https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj34UBRxzXOPAuFCtWCyaR2-k7haBRGuQHp4ZjdTxwSPeGBeEoa2bBZzjrb6WR3D0vgHTppL2ayLrN8YXVGTtV2fPG19VTDMiSBcqLjQkskCtvvZ4p1EvHsQE0Vbvytf92yzfnD2d43rL0/s1600/19.jpg


Συναγωγή συμπερασμάτων. 

[358a] Αυτή την απάντηση θα δίναμε στον πολύ κόσμο. Τώρα με τη σειρά σας, Πρόδικε και Ιππία, γιατί είναι καιρός κι εσείς να πάρετε μέρος στη συζήτηση, σας ρωτάμε εγώ κι ο Πρωταγόρας: Τί λέτε, τα λόγια μας σας φαίνονται ορθά ή όχι;
Όλοι τους απάντησαν ότι τα όσα ειπώθηκαν ήταν ορθά, και κάτι περισσότερο.
Παραδέχεστε λοιπόν ότι το ευχάριστο είναι καλό και το λυπηρό κακό; Συμπάθα με, Πρόδικε, που αφήνω κατά μέρος τις διακρίσεις που συνηθίζεις να κάνεις ανάμεσα στα συνώνυμα· λοιπόν, πες το ευχάριστο, πες το τερπνό, πες το ευφρόσυνο, πες το με όποιο όνομα του δίνεις ανάλογα με τις σκέψεις και τη διάθεσή σου, [358b] καλέ μου Πρόδικε, και απάντησε σ᾽ αυτό που θέλω να σε ρωτήσω.
Ο Πρόδικος χαμογέλασε και απάντησε ότι συμφωνεί, όπως και οι υπόλοιποι.
Λοιπόν, φίλοι μου, πώς σας φαίνεται τούτο εδώ; τους είπα. Όλες οι ενέργειες που γίνονται γι᾽ αυτό, δηλαδή για μια ζωή ευχάριστη και δίχως λύπες, δεν είναι ωραίες; και το ωραίο έργο δεν είναι καλό κι ωφέλιμο;
Συμφώνησαν.
Λοιπόν, τους είπα, αν το ευχάριστο είναι καλό, μπορεί να βρεθεί άνθρωπος που να ξέρει ή που να φαντάζεται ότι υπάρχουν άλλα καλύτερα [358c] απ᾽ αυτό που κάνει και πραγματοποιήσιμα, και όμως να το κάνει, μολονότι μπορούσε να κάνει τα καλύτερα; κι όταν λέμε ότι κάποιος είναι κατώτερος από τον εαυτό του, δεν εννοούμε τίποτ᾽ άλλο παρά ότι βρίσκεται σε άγνοια, ενώ, όταν λέμε ότι είναι ανώτερος από τον εαυτό του, ότι έχει σοφία;
Συμφώνησαν όλοι τους.
Και κάτι ακόμη: όταν λέτε αμάθεια, εννοείτε κάτι τέτοιο, δηλαδή το να έχει κανείς σφαλερή γνώμη και να πέφτει έξω για τα σπουδαιότερα πράγματα;
Όλοι συμφώνησαν και σ᾽ αυτό.
Δε βγαίνει λοιπόν απ᾽ αυτά ότι κανείς δε βαδίζει προς το κακό με τη θέλησή του ούτε προς εκείνο που πιστεύει ότι είναι κακό [358d] και μάλιστα κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τη φύση του ανθρώπου —όπως δείχνουν τα πράγματα— δηλαδή το να βαδίζει πρόθυμα προς το κακό κι όχι προς το καλό· κι αν βρεθεί στην ανάγκη να διαλέξει το ένα από τα δύο κακά, κανείς δε θα εκλέξει το μεγαλύτερο, εφόσον μπορεί να πάρει το μικρότερο.
Όλη η συντροφιά συμφωνήσαμε πάνω σ᾽ αυτό.

Η δειλία ταυτίζεται με την άγνοια — η ανδρεία ταυτίζεται με τη σοφία.
Τώρα, τους είπα, υπάρχει κάτι άλλο που το λέμε δειλία ή φόβο; Και όταν λέτε τις λέξεις αυτές, εννοείτε ό,τι κι εγώ; Για σένα μιλώ, Πρόδικε· είτε δειλία το λέτε είτε φόβο, εγώ λέγοντάς τες εννοώ το καρδιοχτύπι για κάποιο κακό που μας έρχεται.
Ο Πρωταγόρας κι ο Ιππίας παραδέχτηκαν ότι αυτό το πράγμα λέγεται δειλία και φόβος, [358e] ο Πρόδικος όμως είπε: Δειλία μάλιστα, όχι όμως φόβος. Δεν έχει καμιά σημασία, Πρόδικε· νά τί είναι σοβαρό: αν τα όσα είπαμε είναι ορθά, βρίσκεται άνθρωπος που θα θελήσει να βαδίσει προς εκείνα που φοβάται, την ώρα που μπορεί να βαδίσει προς εκείνα που δε φοβάται; Ή μήπως αυτό είναι αδύνατο, ύστερ᾽ από τα όσα παραδεχτήκαμε; Γιατί έχουμε παραδεχτεί ότι ο άνθρωπος θεωρεί κακά τα όσα φοβάται, και ότι κανένας δε βαδίζει προς αυτά που θεωρεί κακά ούτε τα δέχεται με τη θέλησή του.
Όλοι συμφώνησαν [359a] και στο σημείο αυτό.

Τότε είπα: Έχοντας λοιπόν υπόψη αυτά, Πρόδικε και Ιππία, ας υποστηρίξει ο Πρωταγόρας πού στηρίζει την ορθότητα της πρώτης του απάντησης· όχι βέβαια της πρώτης πρώτης, που μας είπε ότι η αρετή έχει πέντε μόρια και κανένα απ᾽ αυτά δεν είναι όμοιο με τ᾽ άλλα, αλλά ότι το καθένα τους έχει ξεχωριστή λειτουργία. Δεν εννοώ αυτή, αλλά εκείνη που έδωσε κατόπι. Γιατί κατόπι είπε ότι τα τέσσερα είναι πολύ όμοια μεταξύ τους, [359b] όμως το πέμπτο, η ανδρεία, παρουσιάζει μεγάλη διαφορά από τ᾽ άλλα. Και για να το καταλάβω αυτό μου έφερε το ακόλουθο επιχείρημα: Σωκράτη, μου είπε, θα συναντήσεις ανθρώπους ανόσιους και άδικους και αχαλίνωτους και άξεστους όσο δεν παίρνει — κι όμως εξαιρετικά ανδρείους. Απ᾽ αυτό θα καταλάβεις ότι η ανδρεία παρουσιάζει πολύ μεγάλη διαφορά από τα άλλα μόρια της αρετής. Και εγώ τότε σάστισα με την απάντηση αυτή, σαστίζω όμως ακόμη περισσότερο τώρα, ύστερ᾽ από την έρευνα που έκανα μαζί σας. Του έκαμα λοιπόν την ερώτηση: Υποστηρίζεις ότι οι ανδρείοι είναι θαρραλέοι; Κι αυτός μου είπε: [359c] Ναι, και ριψοκίνδυνοι. Θυμάσαι, Πρωταγόρα, ότι μου έδωσες αυτές τις απαντήσεις;
Ναι, είπε.
Εμπρός λοιπόν, του είπα, πες μας: οι ανδρείοι κατά τα λεγόμενά σου σε ποιά πράγματα δείχνονται ριψοκίνδυνοι; σ᾽ αυτά που βαδίζουν και οι δειλοί;
Όχι, είπε.
Άρα στα αντίθετα.
Ναι, είπε.
Αλήθεια, οι δειλοί δε βαδίζουν προς τα ακίνδυνα, ενώ οι ανδρείοι προς τα επικίνδυνα;
Αυτή την ιδέα έχουν οι άνθρωποι, Σωκράτη.
Ορθά τα λες, είπα. Αλλά η ερώτησή μου [359d] δεν έχει αυτό το σκοπό, παρά άλλον: εσύ σε ποιά πράγματα υποστηρίζεις ότι οι ανδρείοι δείχνονται ριψοκίνδυνοι; στα επικίνδυνα, όταν πιστεύουν ότι πράγματι είναι επικίνδυνα ή όταν πιστεύουν το αντίθετο;
Αλλά από όσα είπες προηγουμένως έγινε φανερό ότι το πρώτο είναι αδύνατο.
Και εδώ, του είπα, μιλάς ορθά. Λοιπόν, αν η απόδειξή μας στέκεται, κανείς δε βαδίζει προς αυτά που πιστεύει ότι είναι επικίνδυνα, γιατί παραδεχτήκαμε ότι το να είναι κανείς κατώτερος από τον εαυτό του είναι άγνοια.
Συμφώνησε.
Αλλά βέβαια τότε όλοι βαδίζουν προς εκείνα που θεωρούν ακίνδυνα, και οι δειλοί και οι ανδρείοι· αν δούμε έτσι το ζήτημα, [359e] και οι δειλοί και οι ανδρείοι βαδίζουν προς τα ίδια πράγματα.
Ναι, Σωκράτη, αλλά είναι εντελώς αντίθετα μεταξύ τους εκείνα προς τα οποία βαδίζουν οι δειλοί, και οι ανδρείοι· λόγου χάρη οι δεύτεροι βαδίζουν πρόθυμα στον πόλεμο, ενώ οι πρώτοι προσπαθούν να ξεφύγουν.
Τί λες εσύ, επειδή το να πάει κανείς στον πόλεμο είναι κάτι ωραίο ή αισχρό;
Κάτι ωραίο, είπε.
Λοιπόν, αφού είναι ωραίο, προηγουμένως παραδεχτήκαμε ότι είναι και καλό. Γιατί παραδεχτήκαμε ότι όλες οι ωραίες πράξεις είναι και καλές.
Έτσι είναι, όπως τα λες· κι εγώ πάντοτε αυτή τη γνώμη έχω.
Και έχεις δίκιο, είπα. [360a] Ποιοί όμως από τους παραπάνω λες ότι θέλουν να ξεφύγουν απ᾽ τον πόλεμο, που είναι κάτι ωραίο και καλό;
Οι δειλοί, απάντησε.
Λοιπόν, εφόσον είναι ωραίο και καλό, άρα είναι και ευχάριστο;
Όπως και να ᾽χει, το έχουμε παραδεχτεί, είπε.
Τότε λοιπόν οι δειλοί αποφεύγουν να βαδίσουν προς το ανώτερο και ωραιότερο και πιο ευχάριστο, γνωρίζοντάς το;
Αν κι εδώ δώσουμε καταφατική απάντηση, πάνε περίπατο τα όσα παραδεχτήκαμε παραπάνω, είπε.
Και ο ανδρείος; δεν προχωρεί προς το ανώτερο και ωραιότερο και το πιο ευχάριστο;
Είμαι υποχρεωμένος να συμφωνήσω, είπε.
Άρα γενικά [360b] οι φόβοι που νιώθουν οι ανδρείοι δε φέρνουν ντροπή, ούτε το θάρρος που νιώθουν είναι άσκημο.
Έτσι είναι, είπε.
Και αφού δεν είναι άσκημο, τότε δεν είναι ωραίο;
Βέβαια.
Κι αφού είναι ωραίο, είναι και καλό;
Ναι.
Λοιπόν, αντίθετα οι δειλοί και οι μανιακοί νιώθουν φόβους που φέρνουν ντροπή και θάρρος άσκημο;
Συμφώνησε.
Και τί είναι εκείνο που τους κάνει να νιώθουν κακό και άσκημο θάρρος, αν όχι η αμάθεια και η άγνοια;
[360c] Έτσι είναι, είπε.
Τί λοιπόν; εκείνο που κάνει τους δειλούς να είναι δειλοί, εσύ το λες δειλία ή ανδρεία;
Κατά τη γνώμη μου, δειλία, είπε.
Λοιπόν, δεν αποδείξαμε ότι αυτοί έγιναν δειλοί, επειδή δε γνώριζαν ποιά είναι τα επικίνδυνα;
Και με το παραπάνω, είπε.
Άρα η δειλία τους προέρχεται από αμάθεια;
Ναι.
Και αυτό που τους κάνει δειλούς παραδέχτηκες ότι είναι η δειλία;
Το παραδέχτηκε ο Πρωταγόρας.
Λοιπόν, ύστερ᾽ απ᾽ αυτά μπορούμε να πούμε ότι το να μη γνωρίζει κανείς τα επικίνδυνα και τ᾽ αντίθετά τους είναι δειλία;
Απάντησε με γνέψιμο, Ναι.
Πρόσεξε τώρα, του είπα, [360d] η δειλία έχει αντίθετό της την ανδρεία;
Ναι.
Λοιπόν, το να είναι κανείς σοφός πάνω στο τί είναι επικίνδυνο και τί όχι είναι αντίθετο από το να μη τα γνωρίζει;
Για άλλη μια φορά και σ᾽ αυτό το σημείο έγνεψε, Ναι.
Και η άγνοια πάνω σ᾽ αυτά είναι δειλία;
Εδώ με μεγάλη δυσκολία έγνεψε, Ναι.
Άρα λοιπόν το να είναι κανείς σοφός στα επικίνδυνα και τα αντίθετά τους είναι ανδρεία, μια κι αυτή είναι το αντίθετο από την άγνοια αυτών;
Σ᾽ αυτό το σημείο δε φάνηκε πια πρόθυμος να γνέψει, Ναι, και σιωπούσε.
Τότε του είπα: Τί συμβαίνει, Πρωταγόρα; σε ρωτώ και δεν απαντάς ούτε ναι ούτε όχι.
Βγάλε το συμπέρασμα μόνος σου, είπε.
Αφού σου κάνω ακόμη μια ερώτηση μόνο, του είπα: [360e] Πιστεύεις όπως πρωτύτερα ότι βρίσκονται άνθρωποι εντελώς αμόρφωτοι, εξαιρετικά όμως ανδρειωμένοι;
Σωκράτη, μου φαίνεται ότι ζητάς σώνει και καλά να σου δώσω εγώ την απάντηση· λοιπόν σου κάνω τη χάρη και λέω ότι, ύστερ᾽ από τα όσα παραδεχτήκαμε, αυτό είναι αδύνατο.

ΣΤ. ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.

Τότε είπα: Όλες αυτές τις ερωτήσεις τις κάνω μονάχα για ένα σκοπό: θέλω να εξετάσω πού βρίσκεται η αλήθεια πάνω στο ζήτημα της αρετής, και τί ακριβώς είναι αυτό που λέμε αρετή. Γιατί είμαι βέβαιος ότι, αν αυτό ξεκαθαριστεί, [361a] θα αποδεικνυόταν ευκολότατα εκείνο που μας έκαμε κι εμένα κι εσένα, τον καθένα απ᾽ τη σκοπιά του, να μιλάμε ώρα πολλή, κι εγώ να λέω ότι η αρετή είναι κάτι που δεν μπορεί να διδαχτεί, εσύ ότι μπορεί. Τώρα μου φαίνεται ότι το τελικό συμπέρασμα της συζήτησής μας σα να γίνεται κατήγορος και σαρκαστής μας· και αν του δινόταν φωνή, θα ᾽λεγε: Σωκράτη και Πρωταγόρα, με κάνετε να χάσω το μυαλό μου· εσύ, ο οποίος στην αρχή είπες ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχτεί, τώρα βάζεις τα δυνατά σου κι υποστηρίζεις το αντίθετο απ᾽ ό,τι έλεγες, [361b] προσπαθώντας ν᾽ αποδείξεις ότι όλα τα μόρια της αρετής είναι γνώση: και η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και η ανδρεία και μ᾽ αυτό τον τρόπο θαυμάσια μπορεί να γίνει φανερό ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί· γιατί αν η αρετή είναι κάτι άλλο κι όχι σοφία, όπως προσπάθησε να υποστηρίξει ο Πρωταγόρας, σίγουρα δε θα μπορούσε να διδαχτεί· τώρα όμως, αν γίνει φανερό ότι στο σύνολό της είναι σοφία —αυτή δεν είναι η επιδίωξή σου;— θα ήταν παράδοξο να μην μπορεί να διδαχτεί. Από την άλλη ο Πρωταγόρας τότε ξεκίνησε με την άποψη ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί· αντίθετα όμως δίνει την εντύπωση ανθρώπου που βάζει τα δυνατά του για ν᾽ αποδείξει —ούτε λίγο ούτε πολύ— [361c] ότι αυτή είναι ό,τι άλλο θες, όχι όμως γνώση· αλλά σ᾽ αυτή την περίπτωση θα ᾽ταν των αδυνάτων αδύνατο να μπορεί να διδαχτεί. Βλέπω λοιπόν, Πρωταγόρα, ότι όλ᾽ αυτά έγιναν άνω κάτω, βρίσκονται σε φοβερή σύγχυση. Γι᾽ αυτό μ᾽ όλη μου την ψυχή επιθυμώ να ξεκαθαριστούν αυτά και θα ᾽θελα, αφού τα εξετάσουμε σχολαστικά, να φτάσουμε τέλος στην εξέταση της ουσίας της αρετής, και τότε για μια ακόμη φορά να εξετάσουμε το ίδιο ζήτημα — δηλαδή αν αυτή είναι από τα πράγματα που μπορούν να διδαχτούν ή όχι. Γιατί φοβάμαι μην τυχόν ο Επιμηθέας που έλεγες [361d] μας παραπλανήσει και μας βγάλει από το σωστό δρόμο στην έρευνά μας, όπως κατά τα λεγόμενά σου μας άφησε στο έλεος του θεού, όταν έκανε τη διανομή. Λοιπόν και στο μύθο μού έκανε καλύτερη εντύπωση ο Προμηθέας από τον Επιμηθέα. Εγώ τον παίρνω για παράδειγμα και τα μελετώ όλ᾽ αυτά, γιατί —σαν Προμηθέας— φροντίζω από τα πριν για την πορεία όλης μου της ζωής· θα ένιωθα λοιπόν μοναδική χαρά, όπως είπα και στην αρχή, να τα εξετάζω αυτά μαζί σου, αν αυτό είναι και δική σου επιθυμία.
Τότε ο Πρωταγόρας είπε: Εγώ, Σωκράτη, θαυμάζω το ζήλο σου και τον τρόπο με τον οποίο εκθέτεις τις σκέψεις σου. [361e] Λοιπόν πιστεύω ότι και γενικά δεν είμαι κακός άνθρωπος και ότι δε βρίσκεται άνθρωπος που να νιώθει φθόνο λιγότερο από μένα· έτσι κι εσένα —το ᾽χω κιόλας πει σε πολλούς— σε θαυμάζω περισσότερο από κάθε άλλο συνομιλητή μου, κι όσο για τους συνομηλίκους σου, δε σε συγκρίνω με κανένα. Και λέω ότι δε θα με έκανε να εκπλαγώ, αν πάρεις θέση ανάμεσα στους ονομαστούς για τη σοφία τους ανθρώπους. Ωστόσο για το θέμα αυτό σε άλλη ευκαιρία, όταν θέλεις, θα συζητήσουμε αναλυτικά· τώρα όμως είναι καιρός να ασχοληθούμε και με κάτι άλλο.
[362a] Αλλά, του είπα, αφού έτσι νομίζεις, έτσι ας γίνει. Γιατί εγώ από ώρα έπρεπε να πάω κάπου, όπως είπα, αλλά παρέμεινα για να κάνω την καρδιά του ωραίου Καλλία.
Αυτά είπαμε κι ακούσαμε και τους αφήσαμε και φύγαμε.

Πηγή: Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
http://195.251.117.186/digitalAssets/ancient_greek/library/browse.html?text_id=27&page=36 



__



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου