Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Ο εαυτός στον τόπο του Άλλου



Judith Butler


Ο εαυτός δεν ανήκει στον εαυτό του, ανήκει στον άλλον, είναι του άλλου. Ανήκει στη σκηνή που ο άλλος εγείρει, στη σκηνή της απεύθυνσής του, όταν ο άλλος μου απευθύνεται, όταν γυρεύει και τα δικά μου λόγια. Είναι μάλιστα αυτή η γλωσσική σκηνή που καθορίζει την οντολογία μου, αυτή την ίδια την υποκειμενοποίησή μου. Συχνά λογοδοτούμε για τον εαυτό μας υπό την εξουσία μιας κατηγορίας που μας απευθύνεται, από ένα κάλεσμα που έρχεται απ’ έξω, από αυτό το Έξω που υπαγορεύει εν τέλει τον ίδιο μας τον εαυτό. Εξιστορούμε τον εαυτό μας απολογούμενοι τις περισσότερες φορές γι αυτό το σκοτάδι που μας συγκροτεί. Είναι μάλιστα αυτό το σκοτάδι, αυτή η «αδιαφάνεια του εαυτού», που διανοίγει και τον ορίζοντα των ηθικών μας σχέσεων, την ποιότητα και το εύρος της κοινωνικότητάς μας. Είμαι ο εαυτός μου όταν διατίθεμαι στον άλλον, όταν ανταποκρίνομαι στο κάλεσμα του, όταν αυτός ο άλλος δρα πάνω μου. Σ’ αυτή την απόλυτη κοινωνικότητα, το υποκείμενο εναποθέτει τον εαυτό του, τον εγκαταλείπει κυριολεκτικά, εκεί, στον «τόπο του Άλλου», στον τόπο της υπαρκτικής του ανάδυσης. Χάνω τον εαυτό μου για να τον ξανάβρω όμως, εν ετέρα μορφή, σ’ αυτό το αντικριστό και εσώτατο συγχρόνως πρόσωπο του Άλλου. Μια μετοχή στο ουδέτερο ενός εξωτερικού, κοινού εν τέλει, εαυτού. «Το υποκείμενο», λέει ο Lacan, «είναι υποκείμενο μόνο λόγω του γεγονότος ότι υπόκειται στο πεδίο του Άλλου». Η σκηνή έτσι του υποκειμένου είναι μια σκηνή έκστασης. Ο εαυτός υπάρχει όταν είναι εκτός εαυτού, όταν βρίσκει τη θέση του στην ουδέτερη σκηνή της απεύθυνσής του.

Αυτή μάλιστα η ξενότητα του εαυτού καθορίζει κι αυτόν τον αφηγηματικό μας λόγο. Ο λόγος ο δικός μας ή των άλλων είναι πάντα αντικειμενικός, ένας λόγος που υπερβαίνει την υποκειμενικότητα καθώς συντάσσεται από μια θεωρία που διαρκώς μας υπερβαίνει. Ο Άλλος έτσι δεν είναι ο άλλος αλλά το άλλο, αυτό το άλλο σύστημα που μας υποκειμενοποιεί, μια αδιανόητη εσώτερη πολυφωνία, η ενική μας πληθυντικότητα. Η συνάντηση μας έτσι με τον άλλον δεν είναι το ιστορικό μιας διυποκειμενικής υπόθεσης αλλά το αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων, ένα ολόκληρο «καθεστώς κανονικότητας» που οργανώνει όλο τον ορίζοντα αυτής της αδύνατης συνάντησης.

Στο «Λογοδοτώντας για τον εαυτό» και μέσα σ’ ένα πνεύμα φιλοσοφικής συμβίωσης και συμφιλίωσης, η Judith Butler επιχειρεί να ιχνογραφήσει όλες αυτές τις αδιόρατες προϋποθέσεις. Εκκινώντας από την θέση του Adorno ότι οι ηθικές διερωτήσεις διατυπώνονται στο περιθώριο που αφήνουν οι αποσυρόμενες συλλογικές ηθικές, οικουμενικές εξιδανικεύσεις που δεν ανιχνεύονται στις προσδοκίες του ατομικού, η Butler διατυπώνει εξ αρχής αυτή την καταγωγική κοινωνικότητα του Εγώ, την εμπλοκή του σε μια αφήγηση που τελικά το υπερβαίνει. Η αφήγηση του Εγώ είναι δυνατή μόνο στον ορίζοντα που του διανοίγει αυτή η σκηνή του άλλου. «Το Εγώ», είναι όπως λέει χαρακτηριστικά, «μια κοινωνική θεωρία», μια υποκειμενικότητα εγκαταλελειμμένη στο σχεσιακό της περιβάλλον. Η όποια αρνητική διαλεκτική του συλλογικού που εδραιώνει το Εγώ δεν μπορεί να αποκρύψει το οντολογικό πλαίσιο που συνδιαμορφώνουν οι ηθικές νόρμες του εξωτερικού για το υποκείμενο. Το υποκείμενο έτσι διατίθεται εξ ολοκλήρου στις «σκηνές της απεύθυνσής» του, σ’ αυτή την υπόσχεση του άλλου.

 Το Εγώ λογοδοτεί απέναντι στον άλλον εξαιτίας των ατυχών του πράξεων αλλά και γιατί ο άλλος μας ζητά το λόγο. Αυτή η Νιτσεϊκή θέση εγκλωβισμένη μέσα σε ένα νομικό και τιμωρητικό πλαίσιο, αδυνατεί να συλλάβει την πολυμορφία της αναστοχαστικής σκηνής. Η ενοχική καθήλωση του υποκείμενου στην αστοχία της πράξης του είναι για την Butler μια θέση περιοριστική, παρόλο που αναγνωρίζεται και εδώ ο τόπος του άλλου ως ο γενέθλιος τόπος του υποκειμένου. Ακόμη κι αυτή η σιωπηλή, κρυπτική μου στάση απέναντι στον άλλον δεν με αποβάλλει εξ ολοκλήρου από τη σκηνή της απεύθυνσής του. Αντιθέτως στις φουκωικές ερμηνείες περί υποκειμενοποίησης η ηθικότητα δεν αναγνωρίζεται ως ένα αυστηρό ντετερμινιστικό πλαίσιο αλλά ως μια διαδικασία μέσω της οποίας αναδύονται τα υποκείμενα, πάντα αυτά σε μια διαρκή και κριτική όμως σχέση με τις συνθήκες που τα διαμορφώνουν. Ένα «καθεστώς αλήθειας» που καθιστά δυνατή την αναγνώριση του εαυτού από τον ίδιο τον εαυτό αλλά και από τον άλλον. Το καθεστώς αυτό της αναγνώρισης αν και δεν είναι απόλυτο και αναμφισβήτητο είναι εν τούτοις πραγματικό, αναγνωρίζω τον εαυτό μου και ο άλλος αναγνωρίζει εμένα μέσα σ’ αυτό το καθεστώς. Για τον Foucault είναι σαφές ότι το ανθρώπινο υποκείμενο υπάρχει μόνο μέσα σε «καθεστώτα ορθολογικότητας», σ’ αυτές τις Λογικές του Άλλου. Μια παθητικότητα που είναι τελικά αυτή η «αισθητική του εαυτού», ο τρόπος της παρρησίας του απέναντι στον άλλον αλλά και σ’ αυτόν τον ίδιο τον εαυτό του. Η όποια αμφισβήτηση της αρχής αυτών των καθεστώτων συνεπάγεται την αμφισβήτηση και αυτής της ίδιας της υποκειμενικότητας μας, «γίνομαι αυτό το αντικείμενο της αμφισβήτησης για τον εαυτό μου», θα πει η Butler. Μια αυτοαμφισβήτηση που γίνεται και μια συνιστώσα μάλιστα του ίδιου του εαυτού, όταν ο εαυτός γίνεται μια φαντασματική υπόσταση σ’ αυτόν τον ορίζοντα του άλλου. Είμαστε έτσι εξαρτημένοι απ' αυτή τη «σκηνή της αναγνώρισης» που εγείρει το κανονιστικό καθεστώς των νορμών. Μια σκηνή που εμπεριέχει όλες μαζί τις δυνατότητες των συναντήσεων και απομακρύνσεών μας. Όταν ο εαυτός δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του πάνω στην καθιερωμένη σκηνή, γιατί είναι «μοναδικός, αν όχι και ριζικά προσωπικός», αμφισβητεί όχι την χρησιμότητα της σκηνής, την πρωταρχική, κοινωνική της λειτουργία, αλλά την συγκεκριμένη απροσωπία της, την στεγανότητά της στο προσωπικό του ύφος. Είναι έτσι πάλι αυτός ο πόθος της συνάντησης με τον άλλον που επιβάλλει και την κριτική μου στάση. Μια συνάντηση που θα αποξενώσει το Εγώ από την ενικότητά του. Ποτέ μετά απ' αυτή τη συνάντηση το Εγώ δεν θα επιστρέψει στον εαυτό του, θα τον αναγνωρίζει πλέον μόνο μέσα στον ορίζοντα του άλλου, στην κοινή γλώσσα της συνάντησής τους. Το υποκείμενο έτσι αυτής της συνάντησης είναι ένα εν εκστάσει υποκείμενο, «μετασχηματίζεται διαρκώς από τις συναντήσεις που του συμβαίνουν».

Η απεύθυνση του άλλου με καθιστά ορατό, ταυτοποιεί την αδιαφάνειά μου, με βγάζει έξω από τα σκοτάδια του είναι μου. Αυτό το αγνοημένο, από τις ηθικές σχολές, «Εσύ» που έλκει το «Εγώ» στο ίχνος της ερωτηματικής του πράξης: «Ποιος είσαι;», (Arendt). Ο Άλλος πάντα προηγείται, και θα είναι αυτή η δική του καταγωγική ιστορία που θα μου υπαγορεύει τα υπαρξιακά μου ερωτήματα, «γιατί πέθανε ο άλλος;», (Laplanche). Γίνεται έτσι αυτός ο άλλος η ίδια η εκκεντρικότητά μου, η απαρχή όλων μου των σκέψεων μέσα στο κόσμο. «Είμαι εσύ / αν είμαι», αυτός ο φωτεινός στίχος του P. Celan που η Butler παρά την δυσπιστία της σ’ αυτό το «Εσύ», τον ξεχωρίζει, αναγνωρίζοντας το βάθος της συγκίνησης του, της συν-κίνησης που προκαλεί αυτό το «Εσύ». Η αυθεντικότητα όμως αυτής της μοναδικής σχέσης υπονομεύεται, σύμφωνα με την Butler, από την απροσωπία των νορμών που είναι εν τέλει κι αυτές που καθορίζουν το παιγνίδι. Έτσι η Butler δείχνει να αποστασιοποιείται απ’ τη ρομαντική θέση του «Εσύ», (Cavarero), και να προσεγγίζει περισσότερο την «ανωνυμία των κανόνων» του Foucault. «Η ικανότητα ενός υποκειμένου», λέει η Butler, «να αναγνωρίσει και να αναγνωριστεί παράγεται από έναν κανονιστικό λόγο του οποίου η χρονικότητα δεν είναι η ίδια με αυτή μιας πρωτοπρόσωπης προοπτικής». Αυτή μάλιστα η ανοικτότητα του ερωτήματος της αναγνώρισης, η αδιαφάνεια της ταυτότητας της δικής μας ή των άλλων, είναι για την Butler και η μοναδική μας ευκαιρία απέναντι στη ζωή. Όσο το ερώτημα «Ποιος είσαι;» τελεί σε μια διαρκή απορία τόσο η λακανική επιθυμία αυτού του ανεντόπιστου υπάρχειν μπορεί να παραμένει δυνατή.

Η σκηνή της ψυχανάλυσης είναι για την Butler μία ακόμη σκηνή απεύθυνσης. Η «αυτοαποκαλυπτική ομιλιακή πράξη» αναδύει ένα σχεσιακό περιβάλλον μοναδικής εμβέλειας. «Το Εγώ», όπως λέει χαρακτηριστικά, «αφηγηματοποιείται αλλά επίσης κατατίθεται και αρθρώνεται στο πλαίσιο της σκηνής της απεύθυνσης», γίνεται έτσι μια δυνατότητα γλώσσας, μια «δομή απεύθυνσης», που μου επιτρέπει να εξιστορήσω τον εαυτό μου, πάντα καθυστερημένα και φαντασματικά, όπως θα πει ο Lacan, αλλά και να ακούσω εντός μου αυτή την απεύθυνση του Άλλου, το εγερτήριο κάλεσμά του. Ένα εντός όμως που δεν μου ανήκει, μια εσωτερικότητα που είναι ήδη αλλού. Συνεχώς αυτό το αλλού, αυτός ο άλλος, ο μεγάλος Άλλος, το ασυνείδητο της ψυχαναλυτικής τώρα γλώσσας, μια εξωτερικότητα που αντηχεί διαρκώς εντός μου, και προκαλεί την αδύνατη αφηγηματοποίησή μου/του. Αδύνατη, γιατί το Εγώ δεν μπορεί ποτέ να αρθρώσει πλήρως αυτό που κατέχει και συγχρόνως το κατέχει και το κινητοποιεί γλωσσικά. Η περιβόητη αυτοκυριαρχία του θα ναι πάντα αδύνατη, αυτό το άλλο που ηχεί εντός μου αντιστέκεται στην εξ-άρθρωσή του, στη γλωσσική του διεμφάνιση. Η σκηνή όπου το Εγώ απευθύνεται δεν διαθέτει όλες τις αφηγηματικές δυνατότητες, συγκροτεί και συγκρατεί μόνο μια τοπική απ’ όπου το Εγώ απευθύνεται. Τα «απτικά σημάδια» που με συγκροτούν δεν είναι σημάδια μιας αφήγησης, κάτι δικό μου θα περισσεύει πάντα απ’ την αφήγησή μου, ο λόγος μου θα ναι πάντα λειψός. Τα ίχνη έτσι αυτής της αποτυχίας θα ναι πάντα τα «σημάδια του Άλλου», τα ίχνη εν τέλει του δικού μου Εγώ. Ο Άλλος γίνεται έτσι η οδύνη μου, η αδιαφάνεια μου, το πρωτογενές αλλά και το έσχατο τραύμα μου.
 
Στον ορίζοντα αυτού του μη αφηγήσιμου εαυτού και σε μια προνομιακή συνομιλία με τον Levinas, η Butler θέτει το ζήτημα της ευθύνης απέναντι στον εαυτό μας και στον άλλον ή στους άλλους, όπως θέλει να επιμένει. Η επενέργεια του Άλλου πάνω μας εγκαθιδρύει, σύμφωνα με τον Levinas, και αυτό το καθεστώς της ευθύνης μας. Ο Άλλος όμως του Levinas, και εδώ το κεφαλαίο Α είναι το λεβινασιανό κεφαλαίο και όχι το λακανικό, δεν είναι ο άλλος της κοινωνικής σχέσης της Butler αλλά μια άπειρη πρωταρχική οντολογία που μας απευθύνεται. Η Butler όμως εγγράφει αυτόν τον Άλλον στην προβληματική της δυαδικής σχέσης εκεί δηλαδή που αρχίζουν να εντοπίζονται και οι λεβινασιανές παρεξηγήσεις της. Η μορφή έτσι της κατηγορίας και της δίωξης του εαυτού από τον Άλλον, αυτή η σκηνή της απεύθυνσης του Θεού, δεν μοιράζεται και πολλά από τις δικανικές αντιλήψεις του Νίτσε, όπως υποστηρίζει η Butler. Είναι μια προοντολογική καθήλωση σ’ αυτόν τον Λόγο του Άλλου, σε ένα απροϋπόθετο δίκαιο, πέραν κάθε πραξιακής αναφοράς. Είναι μια παθητικότητα που εγκαταλείπει τον εαυτό σ’ αυτόν τον μεγάλο ορίζοντα του Άλλου και στον ορίζοντα μαζί της ευθύνης μας απέναντί του. Ένας αδιανόητος ορίζοντας εφόσον με απομακρύνει από το λογικό αίτημα της δολοφονίας του ίδιου του διώκτη μου. Τώρα όμως είμαι εγώ ο υπεύθυνος για τη ζωή του. Ένα αδιανόητο που χαρακτηρίζει όμως και όλη την επικράτεια του ανθρώπινου. Ο Adorno, ο έτερος συνομιλητής της Butler, αναγνωρίζει σε όλες αυτές τις δυνάμεις που εγκαθίσταται μέσα μας και μας διαμορφώνουν ακριβώς αυτό, το «μη ανθρώπινο». Μια υπαρκτική αρνητικότητα μέσα από την οποία αναδύεται η ίδια η ανθρωπιά του ανθρώπου. Η ηθική έτσι είναι για τον Adorno, όπως και για τον Foucault, μια κριτική στάση απέναντι σε κοινωνικές νόρμες που προαποφασίζουν «ποιο και τι θα είναι ένα ανθρώπινο υποκείμενο», σε καθεστώτα αλήθειας που καθηλώνουν τα υποκείμενα σε αντανακλάσεις «ηθικού ναρκισσισμού», μια θέση που η Butler θα υποστηρίξει απόλυτα.

Όταν απευθυνόμαστε εξιστορούμαστε, ρηματοποιούμε τον εαυτό μας, τον αποδίδουμε στον τόπο της γλώσσας, σ’ αυτόν τον τόπο του Άλλου. Ο εαυτός μας εκτίθεται έτσι γλωσσικά και εκτίθεται έτσι επειδή αυτό είναι, ένα ρηματικό υποκείμενο, μια γλωσσική εκκένωση και τίποτε άλλο. Μια λογοδιάρροια οντολογικών διαστάσεων που δεν καταλήγει. Ένα διαλεκτικό Είναι αφιερωμένο τελικά στον ίδιο του τον θάνατο καθώς όλες οι γλωσσικές του εκδηλώσεις δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ακυρώνουν το κόσμο. Η λογοδοσία, όπως λέει ο Foucault, είναι τελικά αυτό και μόνο: «μια πράξη θυσίας, καταστρέφεις τον εαυτό σου ως πραγματικό σώμα και πραγματική ύπαρξη». Μια τραγική ιστορία.

Πηγή: λεξήματα

__


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου