Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Τρεις ερμηνείες για την βιβλική αφήγηση του προπατορικού αμαρτήματος


ADAM EVA AND THE TEMPTATION
Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου.[...] καὶ τῇ γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός σου κυριεύσει· τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες, ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου·ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ· ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ·[...] καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη· καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.
Γεν. 3.1-3.24

Μπορεί να προτείνει κανείς τρεις ερμηνείες για την βιβλική αφήγηση του προπατορικού αμαρτήματος.

Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, υπεύθυνη για την πτώση των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο είναι η πράξη:  Ο Θεός τούς έχει πλάσει ως πλάσματα θεωρητικά με την αρχαιοελληνική και πλατωνική έννοια -- πλάσματα των οποίων σκοπός είναι να ατενίζουν την άχρονη τελειότητα της Ιδέας. Οι πρωτόπλαστοι παρακούν την εντολή αυτή επιτελώντας την μία και μοναδική πράξη που τούς βλέπουμε ποτέ να επιτελούν ενόσω βρίσκονται στον παράδεισο. Η πράξη είναι καταστροφική με διπλή έννοια: συνίσταται στην αποκοπή και καταστροφή του καρπού (μέσω της βρώσης του), και συνάμα καταστρέφει τον παράδεισο της καθαρής (θεϊκής) Ιδέας, εισάγωντας σ' αυτή τη βία της πράξης, που είναι επίσης, έτσι θα μας έλεγε ο Χέγκελ, έκφραση της άρνησης (και άρα επίσης της καταστροφής και της εξέγερσης κατά της κατάστασης). Φορέας τους σε τελική ανάλυση είναι ο διάβολος, που δεν είναι άλλο από το πνεύμα της άρνησης και της εξέγερσης ενσαρκωμένο.

Σύμφωνα με την δεύτερη ερμηνεία, υπεύθυνη για την πτώση των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο είναι, αντίθετα, η θεωρία: Ο Θεός έχει δώσει στους πρωτόπλαστους την καθαρή και αδιαμεσολάβητη πληρότητα ως απτή εμπειρία, αλλά αυτοί αποκτούν την επιθυμία να γνωρίσουν ενσυνείδητα την κατάστασή τους και όχι απλώς να την βιώσουν εμπειρικά. Ο καρπός της γνώσης που προκαλεί την πτώση είναι ο καρπός της ίδιας της θεωρητικής ενσυνειδητότητας, της οποίας η εισαγωγή καταστρέφει την αφελή ευτυχία της πληρότητας. Γιατί; Για τον απλούστατο λόγο ότι η θεωρία εισάγει άμεσα την διαίρεση του ατόμου εκ των ένδον: υφίσταται από τη στιγμή που ανοίγει ένα χάσμα ανάμεσα στην εμπειρία και την σκέψη για αυτή. Το ότι ο καρπός είναι η θεωρία αποδεικνύεται από τις συνέπειες της βρώσης του: το να φας τον καρπό ανοίγει κυριολεκτικά τα μάτια (θεωρώ: κοιτάζω, βλέπω). Ο απαγορευμένος καρπός κάνει εφικτό το να δεις αυτό για το οποίο ήσουν ως τότε ευτυχισμένα τυφλός: "καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν". Η αντίληψη της γύμνιας είναι η αντίληψη της διαίρεσης, το καθαρό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι βρίσκεσαι στη θέση να δεις τον εαυτό σου από έξω, από την θέση του παρατηρητή. Μόνο έτσι μπορείς να συνειδητοποιήσεις ότι είσαι γυμνός. Η θεωρία συνεπώς δεν είναι παρά η γνώση του εαυτού ως αλλοτρίωση του εαυτού, η διαίρεσή του υποκειμένου από τον εαυτό του.

Σύμφωνα με την τρίτη ερμηνεία, υπεύθυνη για την πτώση των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο δεν είναι ούτε η θεωρία ούτε η πράξη, αλλά η σύγχυση γύρω από μία κατάσταση που το ίδιο το κείμενο συνομωτεί για να διαιωνίσει. Στον διάλογο της Εύας με το φίδι, η πρώτη λέει ότι επιτρέπεται η βρώση όλων των άλλων καρπών εκτός αυτού που βρίσκεται στο κέντρο του παραδείσου, που, αν φαγωθεί, επιφέρει τον θάνατο. Ο Θεός προειδοποιεί τούς πρωτόπλαστους να μην φάνε τον καρπό αυτό "ἵνα μὴ ἀποθάνητε", για να μην πεθάνουν. Το είδος του δέντρου στο οποίο ανήκει ο καρπός δεν περιγράφεται ως τέτοιο, λέγεται όμως ότι ο καρπός αυτός αφορά ουσιαστικά την γνώση, κυρίως δε τη γνώση του καλού και του κακού: "διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν." Τα λόγια ανήκουν στο φίδι, επιβεβαιώνονται όμως αργότερα και από τον ίδιο τον Θεό: "καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα."

Εδώ όμως, όπως και στο τελικό εδάφιο στο οποίο γίνεται λόγος για νέα μέτρα προστασίας του Παραδείσου ("καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς") διαφαίνεται ένα σκανδαλωδώς αδήλωτο γεγονός: οι πρωτόπλαστοι δεν τιμωρούνται γιατί επεχείρησαν να γίνουν σαν τον Θεό αλλά επειδή το επεχείρησαν μέσω του λάθος δέντρου. Το προπατορικό αμάρτημα είναι η επιλογή της γνώσης για το καλό και το κακό στη θέση της επιλογής της αθανασίας. Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται από το γεγονός ότι θα ήταν παράλογο το αρχικά απαγορευμένο δέντρο να είναι το δέντρο της ζωής: σύμφωνα με τον Θεό η βρώση των καρπών του φέρνει τον θάνατο. Και από την άλλη, υπάρχει το γεγονός ότι στην περιγραφή των αποτελεσμάτων της βρώσης του απαγορευμένου καρπού δεν αναφέρεται πουθενά η ανάδυση της ζωής αλλά η εμπειρία της γνώσης. Θυμόμαστε, τέλος, την αφηγηματολογική συμασία του γεγονότος ότι σύμφωνα με την Εύα, υπάρχουν πέραν του ενός καρποφόρου δέντρου στον Παράδεισο, και ότι είναι επιτρεπτό το να φάνε οι πρωτόπλαστοι από όλα πλην ενός ("ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, ἀπὸ δὲ τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ").  Ο Παράδεισος λοιπόν μοιάζει με τηλεπαιχνίδι όπου καλείσαι να διαλέξεις στα τυφλά ανάμεσα σε έπαθλα, και οι πρωτόπλαστοι, παρασυρμένοι από την ζηλοφθονία του διαβόλου και τη γοητεία του απαγορευμένου, μπερδεύουν τον σωστό τρόπο του να γίνουν Θεοί με τον λάθος.

Το βιβλικό κείμενο τιμωρεί την σύγχυση των πρωτόπλαστων προκαλώντας την σύγχυση των επιγόνων τους, μιας και αποκρύπτει το γεγονός ότι εμπλέκονται δύο δέντρα μέσω της στρατηγικής τού να ονομάσει μεν το ένα αλλά να περιγράψει αναλυτικά της συνέπεις της βρώσης του καρπού του άλλου. Δεν βοηθάει βέβαια την σωστή κατανόηση του τι συμβαίνει το γεγονός ότι, καθώς ο Θεός κλείνει την πόρτα του παραδείσου, επέρχεται μια ολοκληρωτική αντιστροφή της αρχικής κατάστασης: ενώ αρχικά το απαγορευμένο δέντρο ήταν αυτό της γνώσης, η απαγόρευση αυτή αίρεται έμπρακτα από τους πρωτόπλαστους και εισάγεται από τον Θεό μια δεύτερη απαγόρευση, αφού δεν είναι πλέον το δέντρο της γνώσης αλλά αυτό της ζωής που απαγορεύεται να πλησιάσει ο άνθρωπος. Οι πρωτόπλαστοι λοιπόν εξορίζονται κουβαλώντας ως σκευή τον θάνατο από τη μία και την γνώση από την άλλη. Η γνώση αυτή, ανάμεσα σε άλλα, αφορά το γεγονός ότι η ζωή δεν είναι γνώση και ότι η γνώση είναι σε τελική ανάλυση γνώση της περατότητας, του γεγονότος ότι θα πεθάνουν. Είναι όμως ταυτόχρονα γνώση του γεγονότος ότι ο τρόπος με τον οποίο θα εκφράζουν την γνώση τους για όλα αυτά, η γραφή, θα είναι πάντοτε τέτοιος ώστε να είναι σκοτεινός στον εαυτό του.




αναδημοσίευση από Radical Desire



link : http://networkedblogs.com/g9Gyc


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου