ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ALAIN BADIOU1 του Παναγιώτη Σωτήρη Παρότι επιλέγουμε μια στάση κριτική, λέμε εξαρχής ότι η τοποθέτηση του Μπαντιού ως άρνηση όλων των μορφών οντολογικού δυϊσμού αποτελεί αναμφίβολα σημαντική συνεισφορά στην υλιστική σύλληψη της πολιτικής πρακτικής, τόσο ως άρνηση κάθε έννοιας τελεολογίας όσο και ως κατάφαση στην ιστορική καινοτομία. Εξίσου σημαντική είναι η απόρριψη της παραδοσιακής αντίληψης της αλήθειας ως υποκειμενικής στάσης και η εμμονή ότι η αλήθεια μιας κατάστασης είναι μια οντολογική πρόταση: είναι μια πραγματική δυνατότητα ή μια πιθανή εξαίρεση του ίδιου του πεδίου του συμβάντος. Εάν η αλήθεια μιας κατάστασης περιλαμβάνει τη δυνατότητα νέων συμβάντων και επιλέξουμε μια θέση πιστότητας προς το συμβάν, μπορούμε να θεωρήσουμε τα πολιτικά μας σχέδια πραγματικές δυνατότητες ή δυνητικότητες της ίδιας της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό αποτελεί ρήξη με τη σύγχρονη «αδύναμη» σκέψη που επιμένει ότι η θεωρία μπορεί να στοχάζεται μόνο λόγους και πρακτικές και όχι αλήθειες και προτάγματα χειραφέτησης. Ωστόσο, ο βασικός σκοπός της παρέμβασής μου είναι να αποπειραθεί ορισμένα σημεία κριτικής στη συσχέτιση πολιτικής και οντολογίας στο έργο Αλαίν Μπαντιού από τη σκοπιά μιας μαρξιστικής τοποθέτησης. Ξεκινώ από την απόρριψη από τον Μπαντιού μιας σχεσιακής θεωρητικοποίησης της κοινωνίας. Ο Μπαντιού επιμένει στο Πολλαπλό (και όχι στο Ένα) ως βάση της οντολογίας (Badiou 2005, Hallward 2003), κάτι που συνιστά απόρριψη μιας θεώρησης της κοινωνικής ολότητας ως έκφρασης μιας ενοποιητικής κοινωνικής υπόστασης. Η φαινόμενη ενότητα των κοινωνικών μορφών είναι το αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών και πολιτικών ακολουθιών. Στο επίπεδο της απόρριψης μιας ιστορικής μεταφυσικής δύσκολα έχει κανείς αντίρρηση. Όμως ο Μπαντιού υποτιμά εκείνη την πλευρά της κοινωνικής πραγματικότητας που επιτρέπει να «μετρηθεί ως ένα» και που είναι ακριβώς οι κοινωνικές σχέσεις, όπως συμπυκνώθηκε από τον Μαρξ στη σχεσιακή σύλληψη της αντίθεσης κεφαλαίου εργασίας. Είναι αυτό που έχει περιγράψει ο Pierre Macherey με τη φράση ότι «δεν υπάρχουν, με την πλήρη έννοια, παρά μόνο σχέσεις» (Macherey 1979: 218). Επιπλέον, ο μαρξισμός δεν έμεινε μόνο σε μια σχεσιακή αντίληψη αλλά και στη σύλληψη της σχέσης ως διαλεκτικής αντίφασης, στην οποία όχι μόνο είναι η σχέση ανάμεσα στα επιμέρους στοιχεία που παράγει την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και κάθε στοιχείο καθορίζεται μέσα στο πλαίσιο της αντίφασης, σε μια σύνθετη διαδικασία ανταγωνισμού και αμοιβαίου καθορισμού. Αντίθετα, η σταδιακή απομάκρυνση του Μπαντιού, από τη δεκαετία του 1970, από μια αντίληψη των κοινωνικών αντιφάσεων ως σύνθετων και άνισων σχέσεων ανταγωνισμού και αμοιβαίου καθορισμού προς μια μη σχεσιακή αντίληψη του πολιτικού ανταγωνισμού αποτελεί θεωρητική υποχώρηση. Η άρνηση κάθε έννοιας «εργασίας του αρνητικού» (Badiou 1985: 84) και η διαγραφή της έννοιας της σχέσης στο Είναι και συμβάν (Badiou 2005) είναι ενδεικτικά. Ο Μπαντιού προσπαθεί να απαντήσει σε μέρος αυτών των κριτικών ιδίως στη Λογική των Κόσμων (Badiou 2006). Εισάγει έτσι την έννοια του φαίνεσθαι, μόνο που επιμένει στη ριζική ενδεχομενικότητα ως προς τη σχέση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και την καθαρή πολλαπλότητα του όντος. Σε αυτό το πλαίσιο επανεισάγεται και η έννοια της σχέσης, ως συνάρτηση ανάμεσα σε δύο σύνολα, που όμως δεν παράγει ούτε ύπαρξη ούτε διαφορά (Badiou 2006: 599). Για τον Μπαντιού οι σχέσεις παραμένουν οντολογικά υποδεέστερες απέναντι στα στοιχεία που συνδέουν. Επιπλέον, βλέπει την άρνηση μόνο ως λογική (ανήκουσα στη σφαίρα του φαίνεσθαι) και όχι ως οντολογική, ως παραγόμενη και όχι πρωταρχική, και γι’ αυτό την αντικαθιστά με την έννοια του αντιστρόφου (envers). Για τον Μπαντιού οι σχέσεις δεν μπορούν θεμελιωδώς να επηρεάσουν ή να μετασχηματίσουν τα στοιχεία που σχετίζονται. Εάν κανείς ακολουθούσε τον Μπαντιού θα έλεγε ότι η ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις δεν είναι η βασική συνθήκη της ύπαρξής τους ούτε καθορίζει τη μορφή τους. Αυτό, όμως, θα συνιστούσε υποχώρηση σε σχέση με την τοποθέτηση του Αλτουσέρ ή του Πουλαντζά ότι δεν υπάρχουν τάξεις έξω από την πάλη των τάξεων. Η άρνηση της πρωταρχικότητας των σχέσεων και του διαλεκτικού χαρακτήρα των αντιφάσεων επηρεάζει την τοποθέτηση του Μπαντιού ως προς τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Ο Μπαντιού ορθά υποστηρίζει ότι η πρόταση «το ένα χωρίζεται στα δύο» ορίζει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μια στρατευμένη και μια συμφιλιωτική αντίληψη (Badiou 2005a). Όμως, το μείζον ερώτημα που αντιμετωπίζει κάθε προσπάθεια για μια υλιστική διαλεκτική του κοινωνικού δεν ήταν τόσο η θεωρητικοποίηση της διαίρεσης και του ανταγωνισμού, όσο το να στοχαστούμε την κοινωνική συνεκτικότητα, το Ένα, ως πάντοτε διασχιζόμενο από αντιφάσεις και συγκρούσεις που ενέχουν όχι μόνο την πιθανότητα της ρήξης αλλά και της όποιας ασταθούς ενότητας. Ο ανταγωνισμός παρουσιάζεται στο έργο του Μπαντιού ως μια ευθεία αντιπαράθεση ανάμεσα σε κοινωνικές δυνάμεις ήδη συγκροτημένες. Αυτό που απουσιάζει είναι το γεγονός ότι η κοινωνική σύγκρουση είναι μόνο μια πλευρά της ταξικής πάλης. Η μαρξιστική έννοια του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι διαφορετική από, π.χ., την έννοια του πολέμου στον Χομπς ακριβώς γιατί είναι μια θεωρία της άνισης και πάντοτε επικαθορισμένης άρθρωσης του κοινωνικού ανταγωνισμού. Τα συλλογικά υποκείμενα καθορίζονται από τους όρους αυτού του σύνθετου ανταγωνισμού. Η επαναστατική δράση δεν έχει τόσο σχέση με το να συνειδητοποιήσει το υποκείμενο τη δύναμή του, αλλά με την προσπάθεια παρέμβασης στη σύνθετη συνάρθρωση αντιφάσεων και ανταγωνισμών που διαμορφώνουν τόσο το πεδίο της σύγκρουσης όσο και την πιθανότητα ανάδυσης υποκειμένων. Είναι η παρέμβαση που αλλάζει τους όρους της σχέσης, άρα και τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα. Τόσο η παρέμβαση όσο και η αλλαγή αποτελούν πλευρές της ίδιας διαλεκτικής διαδικασίας. Αντίθετα, ο Μπαντιού υποστηρίζει ότι στον κοινωνικό ανταγωνισμό δεν είναι η σχέση που είναι πρωταρχική όσο η ενυπάρχουσα ισχύς κάθε πόλου της αντίθεσης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπαντιού αντιμετωπίζει την έννοια του επικαθορισμού όχι ως έκφραση της συνθετότητας του αντικειμενικού αιτιακού καθορισμού εντός του κοινωνικού όλου, αλλά ως τη δυνατότητα υποκειμενικής στράτευσης και παρέμβασης (Badiou 2006a: 65). Η συνέπεια είναι ότι ο Μπαντιού δείχνει να αναπαράγει μια αρκετά ιδεαλιστική διάκριση ανάμεσα σε εμμενή πραγματικότητα και την παρέμβαση ενός σκεπτόμενου υποκειμένου. Και αυτή είναι ίσως μια βασική αντίφαση στη σκέψη του. Από τη μια προσπαθεί να στοχαστεί την πολιτική υποκεμενικότητα με έναν εμμενή και μη ιδεαλιστικό τρόπο, όταν συνδέει το υποκείμενο με το περίγραμμα μιας κατάστασης και λειτουργίες πιστότητας και παρέμβασης, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να ταυτιστεί ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός (ως ο «θάνατος του ανθρώπου») με το «θάνατο του υποκειμένου» και συνάμα υπερβαίνει τα όρια της λακανικής αντίληψης του υποκειμένου ως «κενής» δομικής θέσης. Από την άλλη όταν στοχάζεται συγκεκριμένες εκφράσεις πολιτικής υποκειμενοποίησης δείχνει να υποχωρεί σε μια παραδοσιακή διχοτομία ανάμεσα στο υποκείμενο και την κατάσταση, με την έμφαση να είναι στις υποκειμενικές αποφάσεις ως αφετηρίες νέων πολιτικών ακολουθιών. Έτσι, η επιμονή του ότι «ένα υποκείμενο δεν είναι ένα αποτέλεσμα, αλλά ούτε και μια απαρχή» και ότι είναι το «τοπικό καθεστώς μιας διαδικασίας» αποτελούν ένδειξη περισσότερο μιας ριζικής απορίας παρά μια οριστική απάντηση. Αυτό είναι το αποτέλεσμα και μιας άλλης αντίφασης στο έργο του Μπαντιού: της άρνησης οποιασδήποτε αιτιώδους σχέσης ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και το συμβάν. Αντίθετα, έχουμε την επιμονή στον ριζικά ενδεχομενικό χαρακτήρα των πολιτικών επιλογών, εξ ου και η άρνησή του να θεωρήσει την κοινωνικο-οικονομική ανάλυση ως ουσιώδη προϋπόθεση της πολιτικής παρέμβασης. Είναι αυτό που ο Alberto Toscano όρισε ως την «εχθρότητα του Μπαντιού σε έναν κομμουνισμό που θα στηριζόταν σε μια παραλλαγή κοινωνικο-οικονομικής εμμένειας» (Toscano 2004: 144). To ίδιο το ισχυρό σημείο του συνολικού επιχειρήματος του Μπαντιού, η σύλληψη μιας χωρίς τέλος δυνατότητας νέων συμβάντων είναι επίσης και η αδυναμία του, όταν ορίζεται ως η άρνηση εκ των προτέρων κάθε μορφής σχεσιακού καθορισμού ή ιστορικής αιτιότητας ακόμη και με την έννοια της «απούσας αιτίας» της δομικής αιτιότητας (Althusser / Balibar 1970). Με βάση τα παραπάνω δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπαντιού προτιμά να αναφέρεται σε εξαιρετικά ιστορικά συμβάντα περισσότερο και όχι σε μακροπρόθεσμες ή μεσοπρόθεσμες ιστορικές διαδικασίες ή πολιτικά προγράμματα. Επιμένει στην πρωτοτυπία που είχε ο Οκτώβρης του 1917 ως πολιτική ακολουθία που δημιούργησε τη δυνατότητα της νέας κατάστασης, αλλά δεν αναφέρεται με τον ίδιο τρόπο στη σύνθετη και άνιση συνάρθρωση πολιτικών αγώνων, κοινωνικών ανταγωνισμών και ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που διαμόρφωσαν τη Ρωσική κοινωνία, γέννησαν τους Μπολσεβίκους ως πολιτικό ρεύμα και δημιούργησαν την ίδια τη δυνατότητα του Οκτώβρη 1917 ως συμβάντος. Η μοναξιά του Λένιν στον τρόπο που στοχάστηκε τη δυνατότητα του «συμβάντος - Οκτώβρης», η μοναξιά του στην ακριβή «ονομασία» της κατάστασης, δεν σημαίνει ότι ο Οκτώβρης ήταν απλώς μια εξαίρεση, ήταν μια ιστορική δυνατότητα. Αυτός ο αναγκαστικά εξαιρετικός χαρακτήρας του συμβάντος μπορεί να αναγνωσθεί με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να το δούμε ως μια αναφορά στην αναγκαστική ενικότητα κάθε ιστορικής συγκυρίας και κατά συνέπεια στη δυνατότητα νέων συμβάντων, νέων κοινωνικών μορφών, νέων πολιτικών διαρρυθμίσεων. Ο άλλος είναι να το δούμε ως το ριζικά ενδεχομενικό ή τυχαίο χαρακτήρα της ιστορικής αλλαγής με την έννοια μιας πλήρους αδυναμίας να στοχαστούμε ιστορικές τάσεις εκ των προτέρων. Οριακά είναι αυτό που ο Daniel Bensaïd περιγράφει ως το συμβάν ως θαύμα (Bensaïd 2004). Είναι γεγονός ότι στη Λογική των κόσμων ο Μπαντιού εισάγει την έννοια των αιώνιων αληθειών και των τρόπων που αυτές παρουσιάζονται μέσα σε συγκεκριμένους κόσμους (Badiou 2006). Το παράδειγμα που αναφέρει είναι ότι η ανάγκη να συναρθρωθεί εμπιστοσύνη και τρόμος και η προτεραιότητα της πολιτικής πάνω στην οικονομία είναι σταθερές σε κάθε προσπάθεια να στοχαστούμε μια πιο εξισωτική κοινωνία χρησιμοποιώντας το κράτος. Από την άλλη, επιμένει στην αιωνιότητα των εξαιρέσεων και όχι των κανόνων, άρα είμαστε μέσα στα όρια της ριζικής ενδεχομενικότητας. Όμως, το ερώτημα του πώς θα δούμε την εμμενή δυνατότητα για κοινωνική αλλαγή παραμένει ανοιχτό, καθώς η απάντηση του Μπαντιού δεν μας βγάζει από την ταλάντευση ανάμεσα στον ιδεαλισμό μιας κάθετης διάκρισης ανάμεσα σε αντικειμενική δυνατότητα και υποκειμενική παρέμβαση και την πιθανή τελεολογία μιας διαλεκτικής της εμμενούς δυνατότητας. Ακόμη και η έννοια του αν-υπαρκτού (Badiou 2006: 341), αυτού που είναι και δεν είναι συνάμα μέσα σε έναν κόσμο, επιτρέποντας τη πιθανότητα και του αποκλεισμού και της ανάδυσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής απάντηση. Ούτε λύνει το πρόβλημα η ιστορικιστική ή ακόμη και μεταφυσική πεποίθηση στην υπερ-ιστορική δυνατότητα λαϊκών εξεγέρσεων σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, που αποτυπώνεται στην έννοια της κομμουνιστικής σταθεράς σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός, ως εξισωτική και αντικρατική διεκδίκηση δεν είναι ένα ενικό πολιτικό σχέδιο αλλά ένα καθολικό χαρακτηριστικό όλων των μορφών λαϊκού αγώνα (Badiou 2003: 131). Προβλήματα, όμως, δημιουργεί και η απουσία μιας θεωρίας της ιδεολογίας, ξεκινώντας από την πολεμική του το 1976 στη θεωρία του Αλτουσέρ για την ιδεολογία (Badiou 1976). Η έννοια της ονομασίας και η πιθανότητα εσφαλμένων ονομάτων μιας κατάστασης απέχει από μια ολοκληρωμένη θεωρία της κοινωνικής παραγνώρισης. Ως αποτέλεσμα, αν και ο Μπαντιού προσφέρει την αναδιατύπωση μιας υλιστικής θεωρίας της πολιτικής χειρονομίας, της παρέμβασης που εγκαινιάζει μια νέα πολιτική ακολουθία, δεν απαντά στο ερώτημα πώς μπορούμε να συνδυάσουμε τη συμμετοχή στον αγώνα με τη γνώση του πεδίου της πάλης και του αντιφατικού καθορισμού τόσο του πεδίου όσο και όσων συμμετέχουν στην πάλη. Παραπέμπει ως αντίληψη στον Μακιαβέλι και τη δυνατότητα νέες μορφές να αναδύονται από το κενό της υπάρχουσας κατάστασης, υπενθυμίζει την έμφαση του Χομπς στο στοιχείο του ανταγωνισμού, απηχεί την έμφαση του Ρουσσώ στη δύναμη της συλλογικής βούλησης, αλλά παραμένει μια προ-μαρξιστική αντίληψη της πολιτικής, εάν επιμένουμε ότι η μαρξιστική αντίληψη της πολιτικής συνδυάζει τη γνώση των κοινωνικών σχέσεων και ανταγωνισμών, τη ρήξη με την ιδεολογική μυστικοποίηση, την εκτίμηση των δυναμικών της συγκυρίας, την ανάδυση πολιτικών μορφών που παρεμβαίνουν τόσο στις πολιτικές σχέσεις εξουσίας αλλά και στις σχέσεις κοινωνικής ισχύος. Και κάπου εκεί είναι που ο Μπαντιού πλησιάζει προς μια έννοια ντεσιζιονισμού ή θεωρίας της απόφασης. Μπορεί να αρνείται τη διχοτομία υποκειμενικού / αντικειμενικού που είναι η βάση του κλασικού ντεσιζιονισμού, αλλά δείχνει ως εάν η απόφαση να είναι τελικά μια κλασική έννοια υποκειμενικής τοποθέτησης. Αυτά συμπυκνώνονται και στην αντίληψη του Μπαντιού για την πολιτική πρακτική, όπως αποτυπώνεται στην άρνηση των παραδοσιακών κομματικών δομών και την αντίθεση στη συνδικαλιστική δράση και τη συμμετοχή σε εκλογές. Αυτό είναι το λογικό συνεπακόλουθο της έμφασης στην επαναστατική αλλαγή ως γεγονός - εξαίρεση, ως κάτι που δεν προλέγεται ούτε προετοιμάζεται και απλώς διευκολύνεται από τη γείωση σε εκείνα τα στρώματα που υφίστανται τη μέγιστη εκμετάλλευση και καταπίεση. Με αυτό τον τρόπο όμως είναι σαν να αρνούμαστε προκαταβολικά κάθε δυνατότητα να παρέμβουμε στο συσχετισμό δύναμης, να αλλάξουμε τα στοιχεία της κατάστασης στηριζόμενοι στη γνώση της κατάστασης και να αναδείξουμε την κοινωνική αλλαγή ως υλικό διακύβευμα. Αντίθετα, ο στοχασμός του Μπαντιού για τη ριζική ενδεχομενικότητα της πολιτικής χειρονομίας τον οδηγεί στην απόρριψη κάθε μορφής πολιτικής εκπροσώπησης, κατ’ αναλογία προς την άρνησή του να στοχαστεί τις αιτιώδεις σχέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές στιγμές της κοινωνικής ολότητας. Όμως, οι μορφές μαζικής στράτευσης και οργάνωσης (κόμματα, συνδικάτα, «κοινωνικά κινήματα») δεν είναι απλές αντανακλάσεις της καπιταλιστικής κοινοβουλευτικής λογικής αλλά και μορφές συλλογικής παρέμβασης που τονίζουν την υλικότητα του κοινωνικού ανταγωνισμού. Επιπλέον, η έννοια που εισάγει ο Μπαντιού για μια πολιτική σε μια απόσταση από το κράτος μοιάζει ταυτόχρονα πολιτικός μαξιμαλισμός και μινιμαλισμός, ταλαντευόμενη καθώς είναι ανάμεσα στην πιστότητα στη δυνατότητα της αλλαγής ως ριζικής ρήξης και την επιμονή στην αδυνατότητα να στοχαστούμε το επαναστατικό υποκείμενο ως αντι-ηγεμονική συμμαχία ενάντια στο κράτος. Είναι σαν ο Μπαντιού να στοχάζεται ταυτόχρονα την πολιτική αλλά και τα όρια στην πολιτική. Μέρος του προβλήματος είναι ο τρόπος που εντάσσει ο Μπαντιού το κράτος μέσα στην οντολογία του. Το αντιμετωπίζει όχι ως υλικό μηχανισμό ή δομή, προσίδια σε συγκεκριμένους τρόπους παραγωγής, αλλά ως μια γενική μετα-δομή που εγγυάται ότι μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση μπορεί να μετρηθεί ως «Μία». Αυτό σημαίνει κατά τον Μπαντιού ότι το κράτος σε αυτή του τη γενικότητα ως την «επαναεξασφάλιση του ενός πάνω στο πολλαπλό των μερών […] δεν μπορεί τόσο εύκολα να δεχτεί επίθεση ή να καταστραφεί» (Badiou 2005: 110). Ο Μπαντιού μοιάζει να υπαινίσσεται ότι στοχαζόμενοι την κοινωνική αλλαγή καλούμαστε να διαλέξουμε ανάμεσα σε δύο ενδεχόμενα: Είτε να γίνουμε επαναστάτες του κράτους μπλεγμένοι στη διαλεκτική της ισότητας αλλά και του τρόμου, είτε να περιοριστούμε σε μια πολιτική σε απόσταση από το κράτος, αρνούμενοι κάθε έννοια αντισυστημικής πολιτικής εκπροσώπησης και περιμένοντας υπομονετικά να διακρίνουμε την πιθανότητα του συμβάντος. Και με αυτή την έννοια θα λέγαμε ότι ενώ ο Μπαντιού έχει κάθε δίκιο να επιμένει στην επικαιρότητα της κομμουνιστικής υπόθεσης, ωστόσο ο «μινιμαλιστικός» μαρξισμός (Toscano 2007) της άρνησης μιας σχεσιακής ή και διαλεκτικής σύλληψης της κοινωνίας επίσης τον οδηγεί σε έναν μινιμαλιστικό κομμουνισμό που υπερασπίζεται την ισότητα και το τέλος των εκμεταλλευτικών και καταπιεστικών κοινωνικών σχέσεων, αλλά δεν θεμελιώνεται ως αντικειμενική ιστορική δυναμική. Κι αυτό γιατί όσο καλοδεχούμενη και εάν είναι η επιμονή στην κομμουνιστική υπόθεση (Badiou 2009), απαιτείται σήμερα να υπερασπιστούμε και την «επαναστατική υπόθεση», τον εκ νέου δηλαδή στοχασμό της δυνατότητας του κοινωνικού μετασχηματισμού μέσα από τη συνειδητή δράση ενός κοινωνικού και πολιτικού κινήματος που διεκδικεί την κοινωνική (αντι)ηγεμονία. Με άλλα λόγια να ξαναστοχαστούμε την κομμουνιστική πολιτική ως επαναστατική πράξη, ως το βήμα από τη (α)δυνατότητα του συμβάντος στην παροντικότητα του κομμουνιστικού πολιτικού σχεδίου. Βιβλιογραφία Althusser, Louis and Étienne Balibar, Reading Capital, London: New Left Books Badiou, Alain 1976, De l’ ideologie, Paris : Maspero. Badiou, Alain 1985, Peut on penser la politique ?, Paris : Seuil. Badiou, Alain 2005, Being and Event, London and New York: Continuum. Badiou, Alain 2005a, Le Siècle, Paris: Seuil. Badiou, Alain 2006, Logiques des Mondes. L’ être et l’ évenement, 2, Paris : Seuil. Badiou, Alain 2006a, Metapolitics, London and New York: Verso. Badiou, Alain 2009, L’ hypothèse communiste, Paris: Lignes. Bensaïd, Daniel 2004, “Alain Badiou and the miracle of the event”, in Hallward (ed.) 2004: 94-105. Hallward, Peter (ed.) 2004, Think Again. Alain Badiou and the Future of Philosophy, London and New York: Continuum. Hallward, Peter 2003, Badiou: A subject to truth, Minneapolis: University of Minnesota Press. Macherey, Pierre 1979, Hegel ou Spinoza, Paris : Maspero. Toscano, Alberto 2004a, “From the State to the World? Badiou and Anti-capitalism”, Communication & Cognition 37:3-4: 199-224. Toscano, Alberto 2007, “L’expatriation du marxisme ou le «tournant» d’Alain Badiou” http://semimarx.free.fr/IMG/pdf/Toscano_expatriation-marxisme.pdf 1 Παρέμβαση στο Διεθνές Συνέδριο «Ο Alain Badiou και οι όροι της φιλοσοφίας» που πραγματοποιήθηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών στις 20 και 21 Νοέμβρη 2009. εδω το link του άρθρου - περιοδικό "ΘΕΣΕΙΣ" Τεύχος 110, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2010 |
Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011
Οντολογία και πολιτική στο έργο του Alain Badiou
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου