Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Alain Badiou-Δυο σεμινάρια για την παραβολή των κρατουμένων στον Λακάν



Aπό Lenin Reloaded by Αντώνης  
Αρχική δημοσίευση: Radical Desire




Alain Badiou
Δύο Σεμινάρια για την παραβολή των κρατουμένων στον Λακάν [1]

Υποκειμενοποιητική προεικόνιση, αναδρομικότητα της υποκειμενικής διαδικασίας

Σεμινάριο 3 Απρίλη, 1978

Η παραβολή των κρατουμένων. — Η μετρική της υποκειμενικής διαδικασίας. — Η υποκειμενοποιητική λειτουργία της βιασύνης. — Μια λογική διάψευση. — Το μη λεχθέν.
1. 
Για χάρη της αυτάρκειας του κειμένου θα πρέπει να ανακαλέσω στη μνήμη το ανέκδοτο του οποίου η ερμηνεία θα παγιώσει το ανεξάλειπτο της απόστασής μας από τον επινοητή του, τον Λακάν.
Όσα ακολουθούν θα πρέπει να ληφθούν ως επαγωγές εκ του απειροελάχιστου σημείου [point infime] δια του οποίου το ίδιο περνάει στο άλλο.

Τηρουμένων των αναλογιών, ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι η λειτουργία της ανάγνωσης που θέτω σε κίνηση εδώ είναι συγκρίσιμη με αυτή που ο Μαρξ, προκειμένου να αναγνωρίσει το μέλλον του, εφάρμοσε το 1843 στη φιλοσοφία του δικαίου του Χέγκελ.
Αναφέρομαι στο κείμενο “Ο λογικός χρόνος και η κατάφαση της προεικονιζόμενης βεβαιότητας”, το οποίο θα βρείτε στα Écrits του Λακάν μεταξύ των σελίδων 161 και 175.

Έχουμε εδώ τρεις κρατούμενους στους οποίους ένας δεσμοφύλακας, του σαδιστικού τύπου που εκτρέφεται από τους “πεφωτισμένους” δεσποτισμούς, υπόσχεται ότι θα απελευθερώσει μόνο τον έναν, υπό τον όρο ότι θα καταφέρει να αναδειχτεί νικητής μιας νοητικής δοκιμασίας στην οποία δεν διακυβεύεται τίποτε περισσότερο πέραν των ίδιων των καθαρών δυνατοτήτων του υποκειμένου.

Ως υλικό σ' αυτή τη διαδικασία χρησιμεύουν τρεις λευκοί και δύο μαύροι δίσκοι. Ένας δίσκος κρεμιέται στην πλάτη κάθε κρατούμενου με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να δει το σημάδι που έχουν οι άλλοι δύο κρατούμενοι, αλλά να αγνοεί το δικό του. Το ζητούμενο είναι ακριβώς να συμπεράνει ποιο είναι το δικό του κρίνοντας από τα άλλα δύο, με κάθε διαγωνιζόμενο να έχει πληροφορηθεί ότι υπάρχουν στο σύνολο πέντε δίσκοι, τρεις λευκοί και δύο μαύροι. Ο κρατούμενος θα δώσει σινιάλο ότι έχει βρει την απάντηση με το να βαδίσει προς την έξοδο. Φυσικά, θα ερωτηθεί αργότερα σε ό,τι αφορά την αυστηρά λογική φύση του συμπεράσματός του.

Μπορούμε να δούμε ότι αυτή η δοκιμασία απαιτεί από το άτομο να ταυτοποιήσει το διακριτικό σημείο [trait différentiel] (μαύρο ή λευκό) που το σημαδεύει και έτσι να κατακτήσει, μέσω της συμβολικής πράξης εξόδου του, το στάτους του ελεύθερου υποκειμένου.

Είναι σημαντικό το γεγονός ότι η λύση αυτή εμφανίζεται από το σημείο του Άλλου (των δύο άλλων), ο οποίος είναι ο αποκλειστικός κάτοχος κάθε συλλογιστικής υπόθεσης.

Το παιδαριώδες αυτό παιχνίδι είναι συναρπαστικό. Δεν είναι ουσιώδες, αν η εργατική τάξη είναι να γίνει το υποκείμενο μιας κομμουνιστικής πολιτικής, να μάθει πώς να αντλεί από την εμπειρία της και μόνο το διακριτικό της οικουμενικότητας που σημαδεύει την αθλιότητά της; Και δεν πρέπει, σε κάθε αποφασιστικό βήμα της ζωής μας, να αναλαμβάνουμε να στοιχηματίσουμε πάνω σε ένα όνομα, σε μια πράξη, σε ένα κλέος [gloire], το τεκμήριο της ύπαρξης των οποίων μπορούμε να αποκτήσουμε μόνο από τους άλλους; Τότε έρχεται ο καιρός που πρέπει να τους ξεπεράσουμε αρχίζοντας από την πεποίθηση ότι είναι ίδιοι και αντλώντας το συμπέρασμά μας για το τι μας σημαδεύει βασιζόμενοι στον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι ίδιοι θα βάλουν σε εφαρμογή ένα πανομοιότυπο συμπέρασμα.

Σαν για να υπογραμμίσει το γεγονός ότι είναι από το Ίδιο που πρέπει να εκπορεύεται η πιθανή ανωτερότητα του ενός-ανάμεσα-στους-άλλους, ο δεσμοφύλακας κρεμάει έναν λευκό δίσκο ανάμεσα στους ώμους του καθένα από τους τρεις κρατούμενους.

Καθένας τους λοιπόν βλέπει δύο λευκούς δίσκους.

Η κεντρική λογική διαδικασία είναι λοιπόν η ακόλουθη: “Βλέπω δύο λευκούς δίσκους. Αν είχα ένα μαύρο δίσκο, οι άλλοι αναπόφευκτα θα έβλεπαν έναν λευκό και έναν μαύρο δίσκο. Θα έλεγαν τότε στον εαυτό τους: ‘Βλέπω έναν μαύρο και έναν λευκό δίσκο. Αν είχα μαύρο δίσκο, τότε αυτός που έχει λευκό θα έπρεπε να βλέπει δύο μαύρους. Εφόσον γνωρίζει ότι υπάρχουν στο σύνολο δύο μαύροι δίσκοι, θα συμπέραινε αμέσως ότι αυτός έχει τον λευκό. Έτσι, θα είχε ήδη αρχίσει να βαδίζει προς την έξοδο. Όμως κανείς δεν κουνιέται, άρα έχω λευκό δίσκο’. Και έτσι, θα άρχιζαν να βαδίζουν προς την έξοδο. Αλλά δεν κινήθηκαν. Άρα, εγώ έχω λευκό δίσκο.”

Παραβλέψτε προς στιγμή την αρχική σύγχυση που ίσως σας προκαλεί αυτή η κατάσταση. Θα ξεκαθαριστούν όλα βήμα-βήμα.

Ας κρατήσουμε το γεγονός ότι αυτή η λογική διαδικασία, που βασίζεται στην ιδέα “βλέπω δύο λευκούς δίσκους” είναι η ίδια και για τους τρεις κρατούμενους, αφού όλοι βλέπουν δύο λευκούς. Έτσι, αρχίζουν όλοι να βαδίζουν προς την έξοδο την ίδια στιγμή.

Τι μας λέει μετά ο Λακάν; Ότι αυτό το αρχικό βάδισμα ακυρώνει το συμπέρασμά τους. Γιατί; Αν ο Α, τη στιγμή που αρχίζει να βαδίζει, βλέπει ότι ο Β και ο Γ κάνουν το ίδιο, τότε δεν μπορεί πλέον να συμπεράνει κάτι, εφόσον η λογική του διαδικασία περιελάμβανε την υπόθεση της ακινησίας των άλλων δύο ως αποφασιστικό επιχείρημα.

Έτσι, και οι τρεις θα παγώσουν, με την ίδια ανησυχία για το ότι βιάστηκαν να φτάσουν στο συμπέρασμα.

Αλλά ο καθένας τους, βλέποντας ότι σταματούν και οι άλλοι δύο, θα ανακαλέσει άμεσα την υποτιθέμενη ανάκληση της υπόθεσής του. Γιατί αν είχαν δει έναν μαύρο και έναν λευκό δίσκο, οι άλλοι δύο δεν θα είχαν λόγο να σταματήσουν. Αν σταματούν, είναι για τον ίδιο λόγο που σταματώ και εγώ: έχουν δει δύο λευκούς και είναι ανήσυχοι εξαιτίας του πιθανού προεικονισμού της βεβαιότητάς τους.

Και έτσι και οι τρεις θα ξανάρχιζαν να βαδίζουν. 

Εδώ τελικά αποκτούμε —σύμφωνα με τον Λακάν— πέντε καταστατικούς χρόνους σε ό,τι αφορά την παραγωγή της βεβαιότητας, οι οποίοι περιοδοποιούν αυτό το οποίο αξίζει πλήρως το όνομα υποκειμενική διαδικασία — που είναι, ως αναμενόμενο, διυποκειμενική:

1. Την ακίνητη αναμονή κατά τη διάρκεια του περάσματος του χρόνου που είναι απαραίτητος για το συμπέρασμα, και τον οποίο υποθέτω ότι και ο άλλος χρειάζεται για να διαμορφώσει την εξαγωγή των συμπερασμάτων εκείνων στο τέλος των οποίων, αν εγώ είχα ένα μαύρο δίσκο, θα πήγαινε κατευθείαν στην έξοδο. Αυτός είναι ο χρόνος της κατανόησης. 

2. Το βήμα μπροστά με το οποίο αποφασίζω για το σημάδι που φέρω εγώ. Αυτός είναι ο χρόνος του συμπεράσματος.

3. Την αναπαράσταση μιας πιθανής βιασύνης, με δεδομένο ότι οι άλλοι άρχισαν επίσης να κινούνται. Την αναδρομική ανακάλυψη μιας δυνατότητας προεικόνισης της βεβαιότητας.

4. Τη μετρική παύση: τη μετέωρη στιγμή κατά την οποία όλοι ξανασταματούν. Η στάση της παύσης στους άλλους αντικειμενικοποιεί τις υποθέσεις στις οποίες βασίζεται η λογική τους.

5. Την επανέναρξη του βαδίσματος, η οποία χαρακτηρίζεται από μια βεβαιότητα που αυτή τη φορά είναι πλήρως θεμελιωμένη και βάσιμη.


Μπορείτε να δείτε ξεκάθαρα ότι η υποκειμενοποίηση που εμπλέκεται σ' αυτή τη διαδικασία παραμένει κρυμμένη μέχρι τη στιγμή του συμπεράσματος, — στιγμή η οποία, όπως επιβεβαιώνεται αναδρομικά, έχει στιγματιστεί από μια πιθανή βιασύνη. Εκεί είναι που η πράξη έρχεται στην επιφάνεια ως πλεόνασμα σε σχέση με την άλγεβρα. Μπορώ να στοιχηματίσω μόνο πάνω στον χρόνο του άλλου (στον χρόνο που παίρνει για να καταλάβει), πιεζόμενος από το πραγματικό της κατάστασης — από το γεγονός δηλαδή ότι θα απελευθερωθεί εκείνος μόνο που θα φτάσει πρώτος στην έξοδο: “Το ‘Εγώ’ για το οποίο πρόκειται καθορίζεται μέσα από την υποκειμενοποίηση του συναγωνισμού με τον άλλο, μέσα στη λειτουργία του λογικού χρόνου. Έτσι, μου φαίνεται ότι είναι αυτό που παρέχει την ουσιώδη λογική μορφή (και όχι την ούτως καλούμενη υπαρξιακή μορφή) του ψυχολογικού ‘Εγώ’” (Écrits, σ. 170).

Σύμφωνα με τα λογικά όρια, τα οποία καθορίζουν τον χώρο-θέσης [esplace] υπό τον έλεγχο του δεσμοφύλακα, το έκτοπο [2]  εδώ είναι επίσης έκχρονο, ένα πιθανό προβάδισμα, μέσω του οποίου η πράξη, το βήμα μπροστά, προεικονίζει —ίσως!— την καλά εδραιωμένη βεβαιότητα. Είναι ακριβώς αυτή η “λειτουργία της βιασύνης” που διαχωρίζει την υποκειμενοποίηση [3]  από την υποκειμενική διαδικασία [4], ενώ την ίδια ώρα την προσδένει στη δεύτερη κάτω από την αιγίδα του νόμου του Άλλου.

Αναλογιστείτε το γεγονός ότι χωρίς εξαίρεση, μια λαϊκή εξέγερση, ακόμα και μία εξέγερση που αποδεικνύεται τελικά νικηφόρα, είναι πάντοτε πρόωρη σε σχέση με την πολιτική διαδικασία που την προετοιμάζει.

Δεν υπάρχει υποκειμενοποίηση χωρίς προεικόνιση, η οποία με τη σειρά της μπορεί να μετρηθεί από την υποκειμενική διαδικασία. Είναι απόλυτα σωστό ότι “αυτό που κάνει την πράξη του συμπεραίνειν να ξεχωρίζει αναφορικά με την υποκειμενική κατάφαση που αναδεικνύει το σόφισμα είναι ότι προεικονίζει την ίδια της τη βεβαιότητα εξαιτίας της χρονικής έντασης με την οποία είναι υποκειμενικά φορτισμένη” (Écrits, σ. 171).

Αναλογιστείτε επίσης ότι η υποκειμενική διαδικασία ανάγεται στην αναδρομική θεμελίωση της υποκειμενοποίησης στα πλαίσια μιας βεβαιότητας που μόνο η υποκειμενοποίηση έχει καταστήσει εφικτή. Διότι τη στιγμή της παύσης, όταν και οι τρεις σταματούν, είναι η βιασύνη των άλλων που επερωτώ και που μου επιστρέφει την ταυτότητά τους.

Τώρα, όλα αυτά είναι απόλυτα αληθή. Όταν ο Μαρξ, ο οποίος κρίνει ότι η Κομμούνα ήταν βιαστική —υποκειμενοποιητική σε ό,τι αφορά την πολιτική της βιασύνη— την κατηγορεί για το ότι δεν προέλασε στις Βερσαλίες, το κάνει για να δείξει αναδρομικά τη φύση της βεβαιότητας (της νίκης) της οποίας η ίδια η βιασύνη θα ήταν φορέας, εφόσον αυτό μπορεί να αποκωδικοποιηθεί από τον άλλο: δηλαδή από την αρχική αταξία και την έκπληξη των κατοικούντων στις Βερσαλίες, και από την δυνατότητα μετατροπής του σφάλματος [défaut] σε λογική [raison] μέσω μιας δεύτερης εκδήλωσης βιασύνης, αυτής της στρατιωτικής επίθεσης κατά των Βερσαλιών. Έτσι η τελευταία θα μπορούσε να εμπλακεί τελικά στην υποκειμενική διαδικασία, δηλαδή, σε μια συνακόλουθη πολιτική κατεύθυνση που αποτελεί και τη μόνη επικύρωση, ως συνεκτικού υποκειμένου, της υπό έκλειψη άλγεβρας [algèbre évanouissante] των μαζών του Παρισιού.

Στην υποκειμενοποίηση, η βεβαιότητα είναι κάτι που προεικονίζεται.

Στην υποκειμενική διαδικασία, η συνεκτικότητα είναι αναδρομική.

Το να κάνεις τη βιασύνη του αγώνα να αποκτήσει συνεκτικότητα: εκεί βρίσκεται όλο το αίνιγμα του υποκειμένου.

2. 


Όμως η λακανική ερμηνεία δεν μπορεί να μας εξυπηρετήσει. Το σφάλμα της συνίσταται στο γεγονός ότι προϋποθέτει αυτό που την καθιστά αδύνατη: μια απόλυτη αμοιβαιότητα, μια αυστηρή λογική ταυτότητα ανάμεσα στους τρεις κρατούμενους.

Υποστηρίζω ότι ακόμα και αν οι τρεις είναι πανομοιότυπες λογικές μηχανές, τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν με τον τρόπο που λέει ο Λακάν. Παρακάνοντάς το έτσι με την άλγεβρα, καταργούμε την τοπολογία [5]. Δεν μπορεί τότε να υπάρξει ούτε βιασύνη ούτε αναδρομικότητα ούτε μετέωρος χρόνος.

Ο τίτλος “Λογικός χρόνος” είναι άξιος απορίας διότι αποπειράται να διασχίσει τις ασύμπτωτες συνέπειες του χρόνου, της προεικόνισης, της αιώρησης, της αναδρομικότητας, και των ανακλαστικών αποτελεσμάτων της καθαρής λογικής.

Για να νομιμοποιηθεί αυτός ο τίτλος σε συνάρτηση με ένα σύνολο θέσεων για το υποκείμενο, θα χρειαζόταν κάτι άλλο από τα αξιώματα με τα οποία ρυθμίζει ο Λακάν το παιχνίδι του.

Θα το αποδείξω.


Ας διακρίνουμε μεταξύ τριών συλλογισμών, R1, R2, R3, σε συνάρτηση με τις τρεις υποθέσεις οι οποίες είναι δυνητικά πιθανές στα πλαίσια των κανόνων του παιχνιδιού (βλέπω δύο μαύρους δίσκους, βλέπω έναν μαύρο και έναν λευκό δίσκο, βλέπω δύο λευκούς δίσκους).

R1: Βλέπω δύο μαύρους δίσκους. Αλλά, όπως γνωρίζω, υπάρχουν μόνο δύο μαύροι. Άρα έχω λευκό. Είναι συλλογισμός που θα αποκαλούσαμε άμεσο. Ο χρόνος της ματιάς.

R2: Βλέπω έναν μαύρο και έναν λευκό. Αν έχω μαύρο, τότε αυτός με τον λευκό βλέπει δύο μαύρους. Άρα, συμπεραίνει από την αρχή βάσει του R1. Στον χρόνο που παίρνει μια ματιά, θα έπρεπε ήδη να έχει ξεκινήσει. Αν δεν ξεκίνησε, δεν έχω μαύρο, έχω λευκό.

Προσέξτε ότι σε αυτό το στάδιο ο R1 εμπεριέχεται εξ ολοκλήρου μέσα στον R2. Μόνο βάσει της υπόθεσης ότι ο άλλος εκτέλεσε τον συλλογισμό R1, την αστραπιαία, διαισθητική σύλληψη του οποίου μπορώ να επικαλεστώ, μπορώ να συμπεράνω ότι αυτός θα έπρεπε να έχει ήδη φύγει απ’ το δωμάτιο.

R3: Βλέπω δύο λευκούς δίσκους. Αν έχω μαύρο, τότε οι δύο άλλοι βλέπουν έναν λευκό και έναν μαύρο. Άρα, χρησιμοποιούν εξ αρχής τον συλλογισμό R2. Θα έπρεπε να έχουν ήδη καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Αν δεν έχουν ήδη φύγει, τότε έχω τον λευκό δίσκο.

Και πάλι, ο R2 εμπεριέχεται στον R3, ο οποίος αρθρώνεται γύρω από το γεγονός ότι αν ο R2 ξεκινούσε την ίδια στιγμή, θα ολοκληρωνόταν πριν προλάβει ο R3 να ολοκληρωθεί, πράγμα το οποίο θα αποτελούσε ένδειξη λόγω ακριβώς της παρουσίας του άλλου (των ανταγωνιστών που αρχίζουν να κινούνται).

Όπως βλέπετε, οι τρεις συλλογισμοί δεν είναι κατά κανένα τρόπο ταυτόσημοι όσον αφορά το αποδεικτικό τους “εύρος”. Στην πραγματικότητα, συνιστούν μια αλυσίδα συμπερίληψης:

R1 ⊂ R2 ⊂ R3

Αν, όπως στην περίπτωση του ανεκδότου μας, όλοι σκέφτονται σύμφωνα με τον R3, είναι τότε προφανές ότι, κατά τη στιγμή της ολοκλήρωσης του R3, η “διάρκεια” του R2 έχει ήδη εξαντληθεί, εφόσον ο R2 είναι εσωτερικό τμήμα του R3.

Τουλάχιστον εφόσον η “ταχύτητα” συλλογισμού είναι η ίδια και για τους τρεις κρατουμένους. Αλλά ο Λακάν προϋποθέτει ρητά αυτή τη λογική ταυτότητα: “ο καθένας τους [...] ταυτίζεται με τον Α από πλευράς πραγματικού, στο μέτρο δηλαδή που καθένας τους καταλήγει ή όχι να αποφασίσει για τον εαυτό του, στο μέτρο που καθένας τους έρχεται την ίδια στιγμή αντιμέτωπος με την ίδια αμφιβολία όπως και εκείνος [ο Α]” (Écrits, σ. 164).

Υπό την προϋπόθεση αυτή, ο συλλογισμός R3 θα είχε όμως καλύψει όλα τα επιμέρους στάδια, δεδομένου του ότι αν ο άλλος συλλογιζόταν σύμφωνα με τον R2 θα είχε ξεκινήσει να κινείται πριν μπορέσω εγώ να ολοκληρώσω τον R3, ο οποίος περιέχει ως τμήμα του τον R2, και έτσι θα μου είχε ήδη παράσχει άφθονες ενδείξεις —αν και πολύ αργά!— ότι έχω πράγματι μαύρο δίσκο.

Αντίθετα, το γεγονός ότι ο άλλος δεν κινείται, εκτός αν κινηθώ εγώ, δεν μπορεί να με οδηγήσει στην αμφιβολία. Ισχύει, μάλιστα, το ακριβώς αντίθετο. Κι αυτό γιατί αποτελεί απλώς ένδειξη ότι ο άλλος συλλογίζεται, όπως κι εγώ, σύμφωνα με τον R3. Κατά συνέπεια, το συμπέρασμά μου, το οποίο ήταν ήδη βέβαιο, απλά και καθαρά επιβεβαιώνεται: πλεοναστική βεβαιότητα, και όχι αιωρούμενη αμφιβολία.

Κάτω από την υπόθεση ότι οι υποκειμενικοί υπολογισμοί είναι ισομορφικοί και ότι έχουμε να κάνουμε με υποκείμενα που είναι από αλγοριθμική σκοπιά ταυτόσημα, μπορεί να υπάρξει μόνο μία και μόνη ταυτόχρονη κίνηση προς τα εμπρός και των τριών προς την έξοδο, η οποία επικαθορίζει τη βεβαιότητα που αντλεί ο καθένας τους από την ολοκλήρωση, και δίχως μάλιστα να απαιτείται προς τούτο κάποια άλλη ένδειξη, του συλλογισμού R3.

Από εκεί και πέρα, θα έχεις ένα και μόνο χρόνο, αυτόν της εκδίπλωσης του R3, μεταβατικό ως προς την καταληκτική πράξη του συμπεράσματος.

Τόσο η περιοδοποίηση της υποκειμενικής διαδικασίας όσο και η υποκειμενοποίηση λοιπόν διαλύονται ταυτόχρονα.

Επειδή δεν υπάρχει βιασύνη.

Φυσικά η περιοδοποίηση είναι ακριβής και η υποκειμενοποίηση υπαρκτή.

Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρχει κάτι που δεν λέει ο Λακάν. Αυτό το αποσιωπημένο παραπλήρωμα εντοπίζεται εκεί ακριβώς όπου είναι πλέον αναγκαίο να υποθέσουμε ότι για να διασχίσουμε την χρονική τοπολογία και την υπολογιστική άλγεβρα, για να εξηγήσουμε τη βιασύνη, είναι απαραίτητο να υποστηρίξουμε ότι η ετερογένεια της δύναμης [6]  υπερβαίνει την σύνδεση των τόπων [7].

Κάνοντας υπερβολικές παραχωρήσεις στην άλγεβρα, καταλήγουμε στον εκτοπισμό του έκτοπου και στη βεβιασμένη παραμέληση του έκχρονου.
“Με βιάση! Με βιάση!
Ν’ ακουστεί ο λόγος του ζωντανού!”
Σεμινάριο 10 Απρίλη 1978

Ποιοτική λειτουργία του καθ’ υπόθεση ηλίθιου. — Η επάνοδος στη σκηνή της δύναμης. — Γειτνιάσεις και υποκειμενοποιητική αναστολή. — Τέσσερις έννοιες, δύο χρόνοι, δύο τροπικότητες.

1.
Γνωρίζουμε τώρα το εξής: είτε ο υποκειμενικός υπολογισμός θα ακολουθεί τον αλγεβρικό κανόνα από την αρχή ως το τέλος, στην οποία περίπτωση δεν θα υπάρχει ούτε προεικόνιση ούτε αναδρομικότητα, είτε θα υφίσταται τόσο μια βιαστική υποκειμενοποίηση όσο και μια υποκειμενική διαδικασία [procès subjectif] της βεβαιότητας· αλλά τότε θα πρέπει να τεθεί εξ αρχής ως υπόθεση το δεδομένο της μη ταυτότητας. Ποιο από τα δύο ισχύει;

Αν όταν ο άλλος αρχίζει να κινείται εγώ σταματήσω, με τη συναίσθηση ότι ίσως βιάστηκα, αυτό συμβαίνει επειδή υποθέτω ότι ενώ εγώ συλλογιζόμουν σύμφωνα με τον R3 ο άλλος ίσως να μην κατάφερε να ολοκληρώσει παρά μόνο τον R2, παρ’ όλο που ο R2 είναι τμήμα του R3.

Στο πεδίο της εμπειρίας περιλαμβάνεται συνεπώς το δεδομένο ότι κάθε υποκείμενο αναγνωρίζει το ενδεχόμενο της μη ταύτισής του με τον οποιοδήποτε άλλο — εν προκειμένω, το γεγονός της ύπαρξης διαφορετικών συλλογιστικών «ταχυτήτων».

Η συναίσθησή μου της βιασύνης προκύπτει εδώ από τη διαπίστωση ότι ο άλλος ενδέχεται να είναι ηλίθιος.

Βλέπετε ότι το ζητούμενο, παρά το ότι μπορεί να υπολογισθεί βάσει του αλγορίθμου (βάσει δηλ. της ταχύτητας εκτέλεσής του), δεν μπορεί τελικά να αναχθεί σ’ αυτόν.

Η αμφιταλάντευσή [halte] μου και, συνεπώς, η όλη περιοδοποίηση της διαδικασίας πηγάζουν από την συνοδεύουσα την πράξη αντίληψη ότι σε κάθε υποκειμενικό καθορισμό υπεισέρχεται πάντα ένα ποιοτικό στοιχείο.

Η βιασύνη μου, η αμφιταλάντευσή μου. Αν εξαλειφθεί το στοιχείο της αμφιβολίας σε ό,τι αφορά την διαφορική ετερογένεια του άλλου, θα είναι τότε αδιανόητη οποιαδήποτε βιασύνη.

Στο σημείο αυτό, βεβαίως, παρουσιάζεται ένα επιπλέον στοιχείο το οποίο, αν και αναπόσπαστο τμήμα του αλγορίθμου, υπακούει σε αρχές που δεν εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του τελευταίου: πρόκειται για το ζήτημα της εγγύτητάς μου στον άλλο, που εδώ αντιστοιχεί στην διαφορά R3-R2, όπου το ενδεχόμενο της νοητικής καθυστέρησης του συναδέλφου μου ως προς την συλλογιστική του ταχύτητα μού επισημαίνει την ανάγκη να τηρήσω στάση επιφύλαξης, εάν τυχόν αυτός αρχίσει πρώτος να βαδίζει.

Ενώ, βεβαίως, το γεγονός ότι αυτός αρχίζει να βαδίζει πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα της άλγεβρας, μέσω της οποίας συναρτάται προς την δική μου συλλογιστική πορεία, οφείλει ωστόσο να εξεταστεί και από την οπτική της τοπολογίας, η οποία, γύρω από το πεδίο εκδίπλωσης του εν λόγω συλλογισμού, ορίζει ένα σύνολο υποκειμενικών γειτνιάσεων (ταχύτητας, βιασύνης, ηλιθιότητας…), μέσω των οποίων προχωρώ στην αξιολόγηση του άλλου.

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, πέρα από τη δοκιμασία του αλγορίθμου, ο “συναγωνισμός”, στον οποίο αναφέρεται ο Λακάν, επιβάλλει στο υποκείμενο και την υποχρέωση μιας ποιοτικής προσοχής στο παίγνιο της διαφορικής δύναμης, η οποία συρράπτεται στον συλλογισμό από τη στιγμή που εκείνο που διακυβεύεται είναι η ίδια η πράξη.

Για να το θέσω ακόμα καλύτερα, θα πρέπει να αντιλαμβάνομαι το υποκείμενο — πράγμα που άλλωστε είχα επισημάνει εξ αρχής — ως συνέπεια ενός εξαγνισμού [9]  της δύναμης στα πλαίσια της εντατικής προσπάθειας επίλυσης του αλγορίθμου.

Η υποκειμενοποίηση λειτουργεί στα πλαίσια της δύναμης μέσω της οποίας ο τόπος (δηλ. το συμπέρασμα που αντλώ από τον R3) μεταβάλλεται.

Το αφήγημα εκτυλίσσεται με τον τρόπο που υποδεικνύει ο Λακάν, μόνον εφόσον γίνει η παραδοχή ότι υφίσταται ένα πεδίο πιθανών γειτνιάσεων που μεταδίδοντας μια ποιοτική αβεβαιότητα σε όλα τα στάδια του αλγορίθμου παράγει αναγκαστικά την περιοδοποίηση της υποκειμενικής διαδικασίας — τον μετέωρο χρόνο.

Από πού προκύπτει η εμμενής αυτή τοπολογία που έρχεται και διακόπτει έναν αλγόριθμο ο οποίος, χωρίς την παρεμβολή της, θα οδηγούσε απαρέγκλιτα στο αυτόματο και αληθές του συμπέρασμα;

Από το γεγονός ότι ο χώρος θέσης [10] είναι πάντοτε ήδη ο χώρος του υποκειμενικού.

Κάνοντας την υπόθεση ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο άλλος ενδέχεται να παραπέμπει σε μια διαφορά δύναμης, υπάγω την εμπειρία μου στην έννοια ότι κάθε κατάληψη θέσης αποκαθιστά τον νόμο στη βάση του έκτοπου.

Η ένδειξη της ύπαρξης αυτής της διαφοράς διανοητικής δύναμης θα ήταν η σωτηρία μου, εφόσον, βεβαίως, ο δεσμοφύλακας θα με απελευθέρωνε στο τέλος της νικηφόρου και έλλογης εξόδου μου. Αλλά η διαφορά αυτή θα πρέπει να δομεί εξ αρχής το σύνολο του πεδίου, ως απαραίτητη έννοια του υποκειμένου, ούτως ώστε να δύνανται τα βήματα των ανταγωνιστών μου να σημασιοδοτηθούν ως προειδοποιητική ένδειξη.

Στο πλαίσιο της διαφορικότητας των δυνάμεων το υποκειμενικό προηγείται πάντοτε του εαυτού του.

Η προεικόνιση του υποκειμένου το οποίο τελικά θα με υποκαταστήσει στην κατάσταση βεβαιότητας είναι μόνο δυνατή μέσω της αποτίμησης του άλλου και, πιο συγκεκριμένα, βάσει της παραδοχής ότι το εν λόγω υποκείμενο βρίσκεται ήδη εκεί, ενώ η αναδρομική του θεμελίωση είναι εφικτή μόνο στο μέτρο που αυτό, μέσω των συνεπειών της βιασύνης, θα έχει αποκτήσει, εκ της θέσεώς του, τον έλεγχο της αντίφασης των δυνάμεων.

2.
Τέλος, στο στοιχείο της βιασύνης διακρίνω την εμφιλοχώρηση μιας τοπολογίας στη λειτουργία μιας άλγεβρας. Η συνεκτικότητα του υποκειμένου απορρέει από το γεγονός ότι το υποκείμενο έχει εδραιώσει την αιτία του στο στοιχείο τόσο της αταξίας όσο και της τάξης.

Κι αυτό γιατί ο ηλίθιος ενσαρκώνει μια συλλογιστική αταξία, έτσι δεν είναι;

Όπως λέει ο Μάο: “Είναι έξοχο πράγμα οι ταραχές.” [11]  Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι εκεί βρίσκεται το μυστικό της συνεκτικότητας.

Παρ’ όλα αυτά, αν η βιασύνη δεν μπορεί να εξαχθεί ως συνέπεια του αλγόριθμου, αν —όπως υποστηρίζει ο Λακάν— δεν υπάρχει καθαρά λογική λειτουργία της βιασύνης, λόγω του ότι η λειτουργία της είναι τοπολογική, τότε με ποιο τρόπο πρέπει να προσδιοριστεί η δυνατότητά της;

Αν το βήμα του άλλου είναι εκείνο που με παρωθεί στη δυσπιστία, υπενθυμίζοντάς μου το γεγονός ότι ίσως κατέχει μια διαφορετική δύναμη από ό,τι εγώ, αυτό οφείλεται στο ότι δεν το σκέφτηκα νωρίτερα, στο ότι μου ήταν αδύνατο να το σκεφτώ.

Πώς θα μπορούσα, άλλωστε, να το κάνω, αφού η έκταση της διαφοράς μου από τον άλλο, καθοριζόμενη τοπολογικά, δεν υπάγεται σε κανένα σταθερό χρονικό μέτρο, αφήνοντάς με πάντοτε σε απορία, όσον αφορά το αν και κατά πόσο ο καθ’ υπόθεση ηλίθιος κινδυνεύει να χαθεί ακόμα και στις πιο απλές συλλογιστικές υποθέσεις;

Κατά την πρώτη στιγμή της συλλογιστικής μου παύσης, η πεποίθηση για τις διαφορετικές δυνάμεις που εμπλέκονται δεν μου χρησιμεύει σε τίποτα, λόγω του ότι είναι αδύνατο να υπαχθεί σε οποιαδήποτε έλλογη αποτίμηση της εν χρόνω εγγραφής της.

Συνεπώς, είναι σωστό να ξεκινήσω μόλις έχω ολοκληρώσει τον R3, έτσι ώστε η λογική των γειτνιάσεων να λειτουργεί μόνο σε συνάφεια με τα βήματα του άλλου.

Λαμβάνουμε ως δεδομένο ότι η λογική των γειτνιάσεων είναι αναπόσπαστη από το πραγματικό. Η βιασύνη, η οποία δεν συνάγεται λογικά από το συμβολικό, συνιστά την τροπικότητα με την οποία το υποκείμενο υπερβαίνει το συμβολικό, αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο του πραγματικού.

Κατ’ αρχάς, το πραγματικό της κίνησης του άλλου, αντί να με κάνει να επιταχύνω, με κάνει να σταματώ.

Αλλά, ουσιαστικότερα, το πραγματικό ορίζει το διακύβευμα, δηλαδή, το ίδιο το υποκείμενο ως ελεύθερο υποκείμενο.

Βιάζομαι για τον απλό λόγο ότι το να είμαι ο πρώτος που θα εξέλθει είναι το μόνο πραγματικό που έχει σημασία. Η πράξη έχει το προβάδισμα έναντι του συλλογισμού. 

Βλέπετε, σ’ αυτό το προβάδισμα έγκειται το όλο μυστικό της υποκειμενοποίησης. Όταν ξεσπά η λαϊκή εξέγερση, αυτό δεν οφείλεται ποτέ στο ότι έφτασε η υπολογίσιμη στιγμή της εξέγερσης, αλλά στο ότι δεν αξίζει πλέον να κάνεις οτιδήποτε άλλο απ’ το να εξεγερθείς. Είναι αυτό που έλεγε ο Λένιν: υπάρχει επανάσταση όταν ‘οι από κάτω’ δεν θέλουν να συνεχίσουν όπως πριν και είναι πλέον πασιφανές ότι αξίζει περισσότερο να πεθάνεις όρθιος παρά να ζεις με το κεφάλι σκυμμένο. [12]

Το ανέκδοτο μάς αποκαλύπτει ότι αυτό το οποίο υποκειμενοποιεί είναι η αναστολή ενός αλγόριθμου και όχι η ενεργοποίηση του.

Όσο για την υποκειμενική διαδικασία, ο ρόλος της εξαντλείται στην ανασύσταση της αλληλουχίας από τη σκοπιά της αναστολής. Δεν συνίσταται ποτέ στη διαιώνιση του αλγόριθμου, διότι η είσοδος της δύναμης στη σκηνή καταλύει τον νόμο στον οποίο η δύναμη οφείλει το ότι παραμένει στη θέση που της έχει αντιστοιχηθεί.

Το ίδιο συμβαίνει και με το κόμμα, η πολιτική συνεκτικότητα του οποίου αλλάζει αμετάκλητα μέσω της δοκιμασίας της μαζικής εξέγερσης.

3.
Η βιασύνη είναι διαιρέσιμη.


Μπορώ να εξέλθω, χωρίς καν να χρειαστεί να λάβω υπόψη την ποιοτική διαφορά του άλλου, αφενός μεν επειδή το πραγματικό μου ασκεί αφόρητη πίεση, αφετέρου δε επειδή ο χώρος της τοπολογικής αυθεντίας είναι ανύπαρκτος. Λόγω του πάθους μου για την ελευθερία μπορώ να εμπιστευτώ την τύχη μου στον συντομότερο αλγόριθμο και να μην ανεχτώ καμία αναστολή.

Συμβαίνει κάπως έτσι: κατακυριευμένος από το πραγματικό, που αποκτά τη ζωτική σημασία του διακυβεύματος, επικαλούμαι αποκλειστικά τον νόμο, που όμως αποτυγχάνει να με στηρίξει μέχρι τέλους.

Αν παρακάμψω το αμφίσημο μήνυμα της αναχώρησης του άλλου, τρέχοντας ασθμαίνοντας προς την έξοδο, χωρίς όμως να αξιολογήσω την διαιρέσιμη σημασία αυτού του μηνύματος, τότε χωρίς αμφιβολία υποκειμενοποιώ, αλλά αποκλειστικά και μόνο βάσει των επαγωγών μιας άκαμπτης και άψυχης άλγεβρας. Προσκολλώμαι επίμονα στον R3, παραβλέποντας τη λογική των γειτνιάσεων.

Από μια άλλη άποψη, αναγνωρίζουμε εδώ την αγωνία, την σημαντική αυτή έννοια την οποία έχουμε ήδη παρουσιάσει. 

Υπό το πρίσμα της συναφούς υποκειμενικής διαδικασίας ο δεσμοφύλακας θα εμφανιστεί ως εκείνος που κρατάει το κλειδί της ίδιας μου της ύπαρξης. Προς το μέρος του τρέχω ασυλλόγιστα επαιτώντας την απελευθέρωσή μου. Αν, όντως, ο κρετίνος συλλογιζόταν με βάση τον R2, το γεγονός ότι εξαιτίας του θα κατέληγα πάλι πίσω από τα κάγκελα θα έκρυβε μια θλιβερή αλήθεια. 

Η αγωνία (ως υποκειμενοποίηση) επικαλείται το υπερεγώ (πράγμα που αντιστοιχεί εδώ στην υποκειμενική διαδικασία).

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή της βιασύνης, η οποία βρίσκει στήριγμα σε μια στρατηγική προεικόνιση, χωρίς όμως να καταλήγει στη θεμελίωση βεβαιότητας. Στη δεδομένη περίπτωση, αποκτώ στιγμιαίο προβάδισμα στοιχηματίζοντας πάνω στο πραγματικό.

Αν για παράδειγμα, σκεφτώ, ως τοπολόγος, ότι οι ανταγωνιστές μου είναι λίγο πολύ ισάξιοί μου, τότε ο μόνος τρόπος να ξεφύγω είναι να μην περιμένω μέχρι το τέλος της συλλογιστικής διαδικασίας, την οποία, διαφορετικά, θα ολοκλήρωναν την ίδια στιγμή με μένα. Τότε λογαριάζω ότι το πιθανό αναποφάνσιμο της έκβασης είναι εκείνο από το οποίο πρέπει να λυτρωθώ δυνάμει μιας θεμελιώδους υποκειμενικής πίστης στο ότι ο συλλογισμός μου θα ολοκληρωθεί ενώπιον του διευθυντή της φυλακής.

Στο κάτω-κάτω, αυτό και μόνο έχει σημασία.

Η νίκη ανήκει σ’ εκείνον που καταφέρνει να πάρει το πάνω χέρι κάνοντας λογαριασμούς στο γόνατο.

Έχουμε ήδη συναντήσει αυτή την ξαφνική ταλάντευση μέσω της οποίας αναλαμβάνω τον κίνδυνο του πραγματικού, χωρίς όμως να καταφεύγω στην αμετακίνητη χρονικότητα του νόμου: το όνομά της είναι θάρρος.

Οι δύο γενολογικές μορφές της υποκειμενοποίησης είναι η αγωνία και το θάρρος.
 

Προσέξτε ότι η πράξη παραμένει η ίδια. Η βιασύνη είναι η μορφή του Ενός που αντιστοιχεί στη σχάση αγωνίας/θάρρους. Αλλά οι δύο αυτές υποκειμενικές τροπικότητες αντιδιαστέλλονται μεταξύ τους, στο μέτρο που η αγωνία παρακωλύει τη λειτουργία ενός άκαμπτου νόμου υπό τη δράση ενός πλεονάσματος του πραγματικού, ενώ το θάρρος στοιχηματίζει στο πραγματικό υπό τη δράση ενός προεικονισμένου υπολογισμού. 

Στην περίπτωση δε μιας θαρραλέας υποκειμενοποίησης, ο διευθυντής της φυλακής δεν είναι εκείνος από τον οποίο προσδοκώ τη σωτηρία μου. Θα πρότεινα μάλλον ότι η πλεονασματική μου σχέση έναντι κάθε υπολογισμού, ό,τι δηλ. διακινδυνεύω στοιχηματίζοντας πάνω στο πραγματικό, κατισχύει του ίδιου του νόμου. Η πίστη είναι εκείνη που με επαναφέρει στον εαυτό μου, εφόσον θα έχω πλέον αποκτήσει την πεποίθηση ότι στο απώτερο μέλλον η υποκειμενική διαδικασία θα ανασυνθέσει ένα κόσμο στον οποίο ο νόμος οφείλει να μαραζώσει. 

Το θάρρος επικαλείται τη δικαιοσύνη. 

Είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο που οι δύο υποκειμενοποιητικές εκδοχές λαμβάνουν τα ονόματά τους, σε συνάρτηση δηλαδή προς τη διττή υπόσταση της υποκειμενικής διαδικασίας. 

Υπάρχουν τέσσερις θεμελιώδεις έννοιες (αγωνία, θάρρος, δικαιοσύνη, υπερεγώ), δύο χρονικότητες (υποκειμενοποίηση, υποκειμενική διαδικασία), και δύο τροπικότητες: η τροπικότητα ψ, η οποία συνδέει την αγωνία με το υπερεγώ, και η τροπικότητα α, η οποία συνδέει το θάρρος με την δικαιοσύνη. 

Κατά το μέτρο που συνιστά τοπολογική διασάλευση μιας άλγεβρας, το υποκείμενο υλοποιείται στην πράξη ως σχάση των τροπικοτήτων ψ και α.

Μετάφραση: Αντώνης Μπαλασόπουλος

___________________________


 

Σημειώσεις

[1] Σ.τ.Μ: Για την παρούσα μετάφραση χρησιμοποιήθηκε τόσο το γαλλικό πρωτότυπο στο Théorie du sujet, Παρίσι, Seuil, 1982, όσο και, κατ’ αντιπαράθεση, η αγγλική μετάφραση του Bruno Bosteels στο Theory of the Subject, Λονδίνο, Continuum, 2009. Οι ακόλουθες υποσημειώσεις συνιστούν μεταφράσεις αποσπασμάτων από τις εισαγωγικές ορολογικές επεξηγήσεις και υποσημειώσεις του Bosteels από την αγγλική έκδοση. Ευχαριστώ θερμά τον Δήμο Κ. για την πολύτιμη συνδρομή του στην μετάφραση ορισμένων σημαντικών σημείων από τα γαλλικά και για την γενικότερη συμβολή του στην μεταφραστική επιμέλεια του κειμένου.
[2] Έκτοπο (γαλ. horlieu, αγγ. outplace): Πρόκειται για νεολογισμό ή σύνθετη λέξη που βασίζεται στην σύντμηση του hors-lieu, “εκτός τόπου”, ή “εκτός θέσης”, όπως όταν κάποιος είναι hors-jeu, οφσάιντ, στο ποδόσφαιρο. [...] Γενικότερα, το horlieu στον Μπαντιού αντανακλά τη λογική του “μη χώρου” ή non lieu και την διάδρασή του με τα lieux ή τόπους μιας δεδομένης δομής, κάτι που είναι βασικό για τη μετάβαση από τον δομισμό στον μεταδομισμό για γάλλους στοχαστές τόσο διαφορετικούς όσο είναι οι Ρολάν Μπαρτ, Μισέλ Φουκώ, Ζακ Ντεριντά, Ζακ Ρανσιέρ και Μισέλ ντε Σερτώ, πριν αποπολιτικοποιηθεί στην ανθρωπολογική εργασία του Μαρκ Οζέ.
[3] Υποκειμενοποίηση (γαλ., αγγ., subjectivation): Όρος που συνιστά άμεσο και ρητό δάνειο από τον Λακάν για να δηλώσει μια από τις δύο όψεις ή χρονικότητες του υποκειμένου, δηλαδή τον βιαστικό, ελαφρώς υστερικό και συχνότερα βραχύβιο χρόνο της αναστολής και της καταστροφής, ο οποίος σύμφωνα με την Θεωρία του υποκειμένου παίρνει τη μορφή είτε της αγωνίας είτε του θάρρους.
[4] Υποκειμενική διαδικασία (γαλ. processus subjectif ή procès subjectif, αγγ. subjective process): Όρος που συνιστά άμεσο και ρητό δάνειο από τα Écrits του Λακάν για να δηλώσει μία από τις δύο όψεις ή χρονικότητες του υποκειμένου, δηλαδή, τον ανθεκτικό, διαρκή, και συχνότερα επίμοχθο χρόνο της ανασύνθεσης ο οποίος δίνει συνεκτικότητα σε ένα υποκείμενο, είτε με τη μορφή μιας νέας μορφής δικαιοσύνης, είτε με την μορφή του τρομακτικού καλέσματος στην τάξη εκ μέρους του υπερεγώ. Η άλλη στιγμή ή ο άλλος χρόνος του υποκειμένου είναι η υποκειμενοποίηση.
[5] Τοπολογία (γαλ. topique, αγγ. topology): Όρος που χρησιμοποιείται στο Θεωρία του υποκειμένου πρώτον, για να δηλώσει τις αντίστοιχες “τοπολογίες” ή “τοπογραφίες” του Μαρξ και του Φρόυντ για το ταξικό υποκείμενο και για το ασυνείδητο και, έπειτα, για να χαρτογραφήσει τις διαφορετικές λογοθετικές πρακτικές της ‘ηθικής’ στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου, που έχει τίτλο Topiques de l' éthique. [...] Ο Μπαντιού έχει επίσης κατά νου και συζητά ανοιχτά τις τοπολογικές έρευνες του Λακάν κατά τα τελευταία του σεμινάρια. Ίσως να υπάρχει ακόμη μια μακρινή ηχώ της μεγάλης εργασίας στη δομική ανθρωπολογία του Κλωντ Λεβί-Στρως, του Θλιμμένοι τροπικοί.
[6] Δύναμη (γαλ., αγγ., force): Το συμπλήρωμα της ιστορίας στη δομή των επιμερισμένων τόπων, η δύναμη είναι ένας όρος που έρχεται πρώτα από την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ, ο οποίος, στη διάρκεια του επιχειρήματος που αναπτύσσεται στη Θεωρία του υποκειμένου θα φτάσει να σηματοδοτεί αυτό που ο Μπαντιού θα συζητήσει αργότερα συστηματικά με όρους “συμβάντος.” Ήδη στη Θεωρία της αντίφασης, η δύναμη βρίσκεται σε αντίθεση με τον τόπο.
[7] Τόπος (γαλ. lieu, αγγ. place): Το δομικό στοιχείο το οποίο καθορίζει την φύση και ταυτότητα οποιουδήποτε πράγματος, όπως ορίζεται από τον γενικό χώρο των επιμερισμένων τόπων.
[8] Φράση του Σεν-Ζον Περς [Saint-John Perse], από το ποίημα Vents [Άνεμοι], Flammarion, 1968, άσμα δεύτερο. Γαλλικό πρωτότυπο: “Se hâter! Se hâter! Parole de vivant!”
[9] Εξαγνισμός [γαλ. épuration, αγγ. purification, purging]: Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την διαδικασία μέσω της οποίας η δύναμη —και γενικότερα, το υποκείμενο— επανεπεξεργάζεται το σύστημα τόπων που αλλιώς θα καθόριζει την ταυτότητά της ως αυτή ή την άλλη δύναμη: αυτό ή εκείνο το υποκείμενο. Ο όρος προφανώς θα μπορούσε να μεταφραστεί ως “εκκαθάριση”, αλλά οι σταλινικές αντηχήσεις του όρου, αν και δεν απουσιάζουν ποτέ εντελώς, δεν θα πρέπει να αφεθούν να κυριαρχήσουν στην ερμηνεία του όρου στη Θεωρία του υποκειμένου. Στον Αιώνα, ο Μπαντιού θα συζητήσει τον δρόμο της καταστροφής και του εξαγνισμού, περιλαμβανομένων των σταλινικών του ακροτήτων, σε αντίθεση με τον δρόμο της υφαίρεσης και της ελάχιστης διαφοράς. Ακόμα και εδώ, πάντως, επιμένει ότι ο εξαγνισμός και οι εκκαθαρίσεις, περιλαμβανομένης της αποκήρυξης των προδοτών και της σεχταριστικής άμυνας κόντρα σε παρεκκλίσεις και αιρέσεις κάθε είδους, είναι κοινές πρακτικές σε όλον τον εικοστό αιώνα σε πολλές ομάδες της πρωτοπορίας, από τον σουρεαλισμό υπό την ηγεσία του Αντρέ Μπρετόν στους σιτουασιονιστές υπό την ηγεσία του Γκυ Ντεμπόρ, καθώς και σε ψυχαναλυτικές ομάδες, από τον Φρόυντ στον Λακάν.
[10] Χώρος θέσης (γαλ. esplace, αγγ. splace): Πρόκειται για νεολογισμό ή σύνθετη λέξη που βασίζεται στην σύντμηση του espace de placement, του “χώρου της θέσης”. Μπορεί να εννοηθεί ως σχεδόν συνώνυμο της “δομής” ή ακόμα και της “συμβολικής τάξης”, αν και δεν υπάρχει αυστηρός παραλληλισμός ούτε με τον Αλτουσέρ ούτε με τον Λακάν. Αυτό το οποίο ο Μπαντιού καλεί “κατάσταση της περίστασης” [state of the situation] στο Το Είναι και το Συμβάν και “κόσμο” στο Λογικές των Κόσμων ανταποκρίνονται επίσης χονδρικά στον “χώρο θέσης” στη Θεωρία του υποκειμένου.
[11] Πρόκειται για αναφορά στη διάσημη ρήση με την οποία ο γέρο-Μάο συνήθιζε να αναφέρεται στην διεθνή κατάσταση κατά τη διάρκεια της Πολιτισμικής Επανάστασης. Δημοσιεύτηκε στην Renmin Ribao (Λαϊκή Καθημερινή) στις 9 Νοέμβρη 1967: “Υπάρχει μεγάλη αναταραχή κάτω απ’ τον ουρανό και η κατάσταση είναι έξοχη” [Tianxia da luan, xinghsi da hao]. Η κινεζική έννοια της “αταξίας”, luan, που μπορεί επίσης να αποδοθεί ως “οχλήσεις”, “αναταραχές”, ή “χάος”, συνήθως αποδίδεται ως “ταραχές” [troubles] στα γαλλικά.
[12] Πρόκειται, πιθανότατα, για αναφορά στο φυλλάδιο του 1920 του Λένιν, Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, στον τόμο 31 των Απάντων του: “Ο βασικός νόμος της επανάστασης, ο οποίος και έχει επικυρωθεί από όλες τις επαναστάσεις και κυρίως από τις τρεις ρωσικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα, είναι ο εξής: για να λάβει χώρα μια επανάσταση δεν είναι αρκετό για τις εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες μάζες να συνειδητοποιήσουν το ανέφικτο του να συνεχίσουν να ζουν με τον παλιό τρόπο και να ζητήσουν αλλαγές· για να λάβει χώρα μια επανάσταση είναι βασικό να μην μπορούν οι εκμεταλλευτές να ζήσουν και να διοικήσουν με τον παλιό τρόπο. Μόνο όταν οι ‘κατώτερες τάξεις’ δεν θέλουν να ζήσουν με τον παλιό τρόπο και οι ‘ανώτερες τάξεις’ δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν
__________________________


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου