samuel beckett
Στο δάσος
Το δάσος με τύλιγε ολόγυρα, και τα κλαδιά,
που μπλέκονταν μεταξύ τους σ’ ένα εξωφρενικό ύψος σε σχέση με το δικό
μου, με προστάτευαν απ’ το φως και την κακοκαιρία […] Σ’ αυτά τα μέρη το
σκοτάδι ήταν λιγότερο πυκνό κι έσπευδα να απομακρυνθώ. Δε μ’ αρέσει να
αραιώνει το σκοτάδι, είναι ύποπτο. Σ’ αυτό το δάσος μου έτυχαν και
μερικές συναντήσεις, φυσικά, και πού δεν τυχαίνουν, αλλά όχι τίποτα
ιδιαίτερο. Συνάντησα συγκεκριμένα έναν καρβουνιάρη. Θα μπορούσα να τον
αγαπήσω, πιστεύω, αν ήμουν εβδομήντα χρόνια νεότερος. Αλλά δεν είναι
σίγουρο[…] Η αγάπη δε μου έτρεχε ποτέ από τις τσέπες, αλλά πάντως έβαζα
κι εγώ το ρεφενέ μου όταν ήμουνα μικρός, και πήγαινε όλος στους γέρους
κατά προτίμηση. Και νομίζω μάλιστα πως πρόλαβα ν’ αγαπήσω κάνα δυο, όχι
με αληθινή αγάπη εννοείται, ούτε σύγκριση με τη γριά, την, πάλι ξεχνάω
τ’ όνομά της, Ροζ, όχι, τελοσπάντων, ξέρετε ποια εννοώ, αλλά πάντως, πώς
να το πω, τρυφερά, σαν κάποιους που είναι στα πρόθυρα μιας καλύτερης
γης[…] Όρμησε κατά πάνω μου και με ικέτεψε να μοιραστώ το καλύβι του, αν
θέλετε το πιστεύετε. Ένας τέλεια άγνωστος. Βαρεμένος από τη μοναξιά,
όπως φαίνεται. Είπα καρβουνιάρης αλλά δεν ξέρω πραγματικά[…] Είχε
γεννηθεί στο δάσος, όπως φαίνεται, και είχε περάσει εκεί ολόκληρη τη ζωή
του. Τον παρακάλεσα να μου εξηγήσει το συντομότερο δρόμο για να βγω απ’
το δάσος. Γινόμουν ομιλητικός. Η απάντησή του δε γινόταν να είναι πιο
μπερδεμένη. Ή εγώ δεν κατάλαβα λέξη απ’ ό,τι μου είπε, ή αυτός δεν
κατάλαβε λέξη απ’ ό,τι του είπα, ή δεν είχε ιδέα, ή ήθελε να με κρατήσει
κοντά του. Η τέταρτη υπόθεση είναι κι εκείνη στην οποία έκλινα ταπεινά
εντέλει, γιατί μόλις έκανα να φύγω με άρπαξε απ’ το μανίκι. Έπιασα
λοιπόν κι εγώ σβέλτα το ένα δεκανίκι μου και του κοπάνησα μια γερή
κατακέφαλα. Αυτό τον ηρέμησε. Το βρωμόγερο. Σηκώθηκα και συνέχισα το
δρόμο μου. Αλλά δεν πρόλαβα να κάνω λίγα βήματα, και λίγα βήματα για
μένα εκείνο τον καιρό ήταν υπόθεση, και κάνοντας στροφή εκατόν ογδόντα
μοιρών ξαναγύρισα κοντά του για να τον εξετάσω. Βλέποντας πως ανάσαινε
ακόμα, αρκέστηκα να του καταφέρω μερικές ξεγυρισμένες κλωτσιές στα
πλευρά. Ιδού πώς τα κατάφερα. Διάλεξα προσεκτικά την πιο πρόσφορη θέση,
λίγα βήματα πιο πέρα από το πτώμα, έχοντάς του φυσικά γυρισμένη την
πλάτη. Ύστερα, κρεμασμένος γερά στα δεκανίκια μου, άρχισα να κάνω
κούνια, μπρος – πίσω, με τα πέλματα κολλημένα σφιχτά, ή μάλλον τα πόδια
κολλημένα σφιχτά, γιατί πώς να κολλήσω τα πέλματα με τέτοια πόδια που
είχα; Τα κόλλησα, μόνο αυτό μπορώ να σας πω, τελεία και παύλα. Ή δεν τα
κόλλησα. Τι σημασία μπορεί να έχει; Έκανα κούνια, αυτό είναι το βασικό,
διαγράφοντας ένα τόξο συνεχώς αυξανόμενο, ως τη στιγμή που, κρίνοντας
πως ήταν η κατάλληλη, ρίχτηκα μ’ όλη τη δύναμη μπροστά, και, συνεπώς,
την επόμενη στιγμή, πίσω, πράγμα που έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα. Από
πού μου ήρθε αυτό το κύμα σφρίγους; Απ’ την αδυναμία μου ίσως. Το
χτύπημα μ’ έριξε κάτω, φυσικά. Έφαγα τα μούτρα μου. Δεν μπορεί να τα
‘χει κανείς όλα, το έχω προσέξει επανειλημμένα αυτό. Ξεκουράστηκα λίγο,
ύστερα σηκώθηκα, μάζεψα τα δεκανίκια μου και πήγα και πήρα θέση από την
άλλη πλευρά του πτώματος, όπου και στρώθηκα μεθοδικά στην επανάληψη της
ίδιας άσκησης. Είχα πάντα το πάθος της συμμετρίας. Αλλά πρέπει να
σημάδεψα λιγάκι χαμηλά, γιατί το ένα απ’ τα τακούνια μου βούλιαξε σε
κάτι μαλακό. Δε βαριέσαι. […] Ο κόσμος νομίζει πως επειδή είσαι γέρος,
φτωχός, σακάτης και έντρομος, δεν μπορείς να υπερασπιστείς τον εαυτό
σου, και σε γενικές γραμμές αυτό αληθεύει. Αλλά έτσι και σου τύχουν
ευνοϊκές συνθήκες, ένας επιτιθέμενος ασθενικός και αδέξιος, στα μέτρα
σου τελοσπάντων, κι ένα μέρος απόμερο, τότε έχεις μεγάλες πιθανότητες
να δείξεις πόσα απίδια βγάζει ο σάκος. Και η υπενθύμιση αυτής της
πιθανότητας, που τόσο συχνά παραβλέπεται, ήτανε δίχως άλλο ο λόγος που
μ’ έκανε να καθυστερήσω τόσο πολύ σ’ ένα περιστατικό που από μόνο του
δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, όπως και όλα άλλωστε που μας
διδάσκουν ότι.
Σάμουελ Μπέκετ
Μολλόυ
---
Απόδοση κειμένου στα ελληνικά: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Εκδόσεις Κρύσταλλο, Αθήνα, 1981
__________________________
αναδημοσίευση από Ανώνυμοι
Το δάσος με τύλιγε ολόγυρα, και τα κλαδιά,
που μπλέκονταν μεταξύ τους σ’ ένα εξωφρενικό ύψος σε σχέση με το δικό
μου, με προστάτευαν απ’ το φως και την κακοκαιρία […] Σ’ αυτά τα μέρη το
σκοτάδι ήταν λιγότερο πυκνό κι έσπευδα να απομακρυνθώ. Δε μ’ αρέσει να
αραιώνει το σκοτάδι, είναι ύποπτο. Σ’ αυτό το δάσος μου έτυχαν και
μερικές συναντήσεις, φυσικά, και πού δεν τυχαίνουν, αλλά όχι τίποτα
ιδιαίτερο. Συνάντησα συγκεκριμένα έναν καρβουνιάρη. Θα μπορούσα να τον
αγαπήσω, πιστεύω, αν ήμουν εβδομήντα χρόνια νεότερος. Αλλά δεν είναι
σίγουρο[…] Η αγάπη δε μου έτρεχε ποτέ από τις τσέπες, αλλά πάντως έβαζα
κι εγώ το ρεφενέ μου όταν ήμουνα μικρός, και πήγαινε όλος στους γέρους
κατά προτίμηση. Και νομίζω μάλιστα πως πρόλαβα ν’ αγαπήσω κάνα δυο, όχι
με αληθινή αγάπη εννοείται, ούτε σύγκριση με τη γριά, την, πάλι ξεχνάω
τ’ όνομά της, Ροζ, όχι, τελοσπάντων, ξέρετε ποια εννοώ, αλλά πάντως, πώς
να το πω, τρυφερά, σαν κάποιους που είναι στα πρόθυρα μιας καλύτερης
γης[…] Όρμησε κατά πάνω μου και με ικέτεψε να μοιραστώ το καλύβι του, αν
θέλετε το πιστεύετε. Ένας τέλεια άγνωστος. Βαρεμένος από τη μοναξιά,
όπως φαίνεται. Είπα καρβουνιάρης αλλά δεν ξέρω πραγματικά[…] Είχε
γεννηθεί στο δάσος, όπως φαίνεται, και είχε περάσει εκεί ολόκληρη τη ζωή
του. Τον παρακάλεσα να μου εξηγήσει το συντομότερο δρόμο για να βγω απ’
το δάσος. Γινόμουν ομιλητικός. Η απάντησή του δε γινόταν να είναι πιο
μπερδεμένη. Ή εγώ δεν κατάλαβα λέξη απ’ ό,τι μου είπε, ή αυτός δεν
κατάλαβε λέξη απ’ ό,τι του είπα, ή δεν είχε ιδέα, ή ήθελε να με κρατήσει
κοντά του. Η τέταρτη υπόθεση είναι κι εκείνη στην οποία έκλινα ταπεινά
εντέλει, γιατί μόλις έκανα να φύγω με άρπαξε απ’ το μανίκι. Έπιασα
λοιπόν κι εγώ σβέλτα το ένα δεκανίκι μου και του κοπάνησα μια γερή
κατακέφαλα. Αυτό τον ηρέμησε. Το βρωμόγερο. Σηκώθηκα και συνέχισα το
δρόμο μου. Αλλά δεν πρόλαβα να κάνω λίγα βήματα, και λίγα βήματα για
μένα εκείνο τον καιρό ήταν υπόθεση, και κάνοντας στροφή εκατόν ογδόντα
μοιρών ξαναγύρισα κοντά του για να τον εξετάσω. Βλέποντας πως ανάσαινε
ακόμα, αρκέστηκα να του καταφέρω μερικές ξεγυρισμένες κλωτσιές στα
πλευρά. Ιδού πώς τα κατάφερα. Διάλεξα προσεκτικά την πιο πρόσφορη θέση,
λίγα βήματα πιο πέρα από το πτώμα, έχοντάς του φυσικά γυρισμένη την
πλάτη. Ύστερα, κρεμασμένος γερά στα δεκανίκια μου, άρχισα να κάνω
κούνια, μπρος – πίσω, με τα πέλματα κολλημένα σφιχτά, ή μάλλον τα πόδια
κολλημένα σφιχτά, γιατί πώς να κολλήσω τα πέλματα με τέτοια πόδια που
είχα; Τα κόλλησα, μόνο αυτό μπορώ να σας πω, τελεία και παύλα. Ή δεν τα
κόλλησα. Τι σημασία μπορεί να έχει; Έκανα κούνια, αυτό είναι το βασικό,
διαγράφοντας ένα τόξο συνεχώς αυξανόμενο, ως τη στιγμή που, κρίνοντας
πως ήταν η κατάλληλη, ρίχτηκα μ’ όλη τη δύναμη μπροστά, και, συνεπώς,
την επόμενη στιγμή, πίσω, πράγμα που έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα. Από
πού μου ήρθε αυτό το κύμα σφρίγους; Απ’ την αδυναμία μου ίσως. Το
χτύπημα μ’ έριξε κάτω, φυσικά. Έφαγα τα μούτρα μου. Δεν μπορεί να τα
‘χει κανείς όλα, το έχω προσέξει επανειλημμένα αυτό. Ξεκουράστηκα λίγο,
ύστερα σηκώθηκα, μάζεψα τα δεκανίκια μου και πήγα και πήρα θέση από την
άλλη πλευρά του πτώματος, όπου και στρώθηκα μεθοδικά στην επανάληψη της
ίδιας άσκησης. Είχα πάντα το πάθος της συμμετρίας. Αλλά πρέπει να
σημάδεψα λιγάκι χαμηλά, γιατί το ένα απ’ τα τακούνια μου βούλιαξε σε
κάτι μαλακό. Δε βαριέσαι. […] Ο κόσμος νομίζει πως επειδή είσαι γέρος,
φτωχός, σακάτης και έντρομος, δεν μπορείς να υπερασπιστείς τον εαυτό
σου, και σε γενικές γραμμές αυτό αληθεύει. Αλλά έτσι και σου τύχουν
ευνοϊκές συνθήκες, ένας επιτιθέμενος ασθενικός και αδέξιος, στα μέτρα
σου τελοσπάντων, κι ένα μέρος απόμερο, τότε έχεις μεγάλες πιθανότητες
να δείξεις πόσα απίδια βγάζει ο σάκος. Και η υπενθύμιση αυτής της
πιθανότητας, που τόσο συχνά παραβλέπεται, ήτανε δίχως άλλο ο λόγος που
μ’ έκανε να καθυστερήσω τόσο πολύ σ’ ένα περιστατικό που από μόνο του
δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, όπως και όλα άλλωστε που μας
διδάσκουν ότι.
Σάμουελ Μπέκετ
Μολλόυ
---
Απόδοση κειμένου στα ελληνικά: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Εκδόσεις Κρύσταλλο, Αθήνα, 1981
__________________________
αναδημοσίευση από Ανώνυμοι