Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Ο Καντ με το Σαντ: το ιδανικό ζευγάρι



Slavoj Zizek

Kant avec Sade (halley commet's photostream)



Μετάφραση: Kraftwerk
Από όλα τα ζευγάρια στην ιστορία της σύγχρονης σκέψης (Φρόυντ και Λακάν, Μαρξ και Λένιν) ο Καντ και ο Σαντ είναι ίσως το περισσότερο προβληματικό: η δήλωση «ο Καντ με τον Σαντ» είναι «η απόλυτη κρίση» της μοντέρνας ηθικής  η οποία θέτει το σύμβολο της ισότητας μεταξύ των δύο ριζικών αντίθετων, δηλαδή η υψηλή ηθική συμπεριφορά είναι ταυτόσημη με την απεριόριστη ευχαρίστηση που προσφέρει η βία . Πάρα πολλά, ίσως και όλα διακυβεύονται  εδώ:  υπάρχει κάποιος σύνδεσμος μεταξύ την καντιανή φορμαλιστική ηθική και την δολοφονική μηχανή του Άουσβιτς; Είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι εκτελέσεις απότοκα της διαφωτιστικής προσήλωσης στον ορθό λόγο; Υπάρχει τουλάχιστον μια νόμιμη γενεαλογία μεταξύ του Σαντ και των φασιστικών βασανισμών όπως υπονοείται από την εκδοχή του Salo από τον Παζολίνι ο οποίος μεταφέρει την ιστορία στις σκοτεινές μέρες του Μουσολίνι στη δημοκρατία του Salo; Ο Λακάν ανέπτυξε την σχέση αυτή πρώτα στο σεμινάριο Η ηθική της ψυχανάλυσης (1958-59) και μετά στα Γραπτά με το κείμενο «ο Καντ με τον Σαντ» το 1963.

1.
Για τον Λακάν ο Σαντ αποτέλεσε την εγγενή δυνατότητα της καντιανής φιλοσοφικής επανάστασης με την έννοια ότι με ειλικρίνεια εξωτερίκευσε τη φωνή της συνείδησης. Όλοι ξέρουν ότι η αλήθεια του Καντ είναι ο σαδισμός του νόμου.
Ο Λακάν υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο: δεν είναι  ο Καντ ο κρυφός σαδιστής αλλά ο Σαντ κρυφός καντιανός. Η εστίαση του Λακάν είναι πάντα ο Καντ και όχι ο Σαντ: αυτό που τον ενδιαφέρει είναι οι απώτερες συνέπειες και οι απαρνημένες προτάσεις της καντιανής  ηθικής επανάστασης. Με άλλα λόγια ο Λακάν δεν επιδιώκει να φτάσει στο σύνηθες αναγωγιστικό  συμπέρασμα ότι κάθε ηθική πράξη όσο αγνή και αν φαίνεται  στηρίζεται σε κάποιο «παθολογικό» κίνητρο. Η εστίαση του Λακάν  σχετίζεται με την παράδοξη αντιστροφή με την έννοια ότι η επιθυμία καθεαυτή (το να πράττεις σύμφωνα με την επιθυμία σου, να μην τη συμβιβάζεις) δεν μπορεί πια να θεμελιωθεί σε «παθολογικά» κίνητρα και έτσι πληροί τα κριτήρια της καντιανής ηθικής πράξης έτσι ώστε το να ακολουθεί κανείς την επιθυμία του συμπίπτει με το να κάνει κανείς το καθήκον του.
Σε μια ταινία το 60, τον Καζανόβα 70 που πρωταγωνιστούν η Virna Lisa και ο Marcello Mastrogianni, ο ήρωας μπορεί να διατηρήσει τη σεξουαλική του ικανότητα αν «αυτό» εμπλέκει κάποιου είδους κίνδυνο. Στο τέλος της ταινίας στο σημείο που πρόκειται να παντρευτεί την αγαπημένη του θέλει τουλάχιστο να παραβιάσει την απαγόρευση του προγαμιαίου σεξ κοιμώμενος μαζί της τη νύχτα πριν το γάμο- τελικά η νύφη χωρίς να θέλει  χαλάει αυτή την ελάχιστη απόλαυση κανονίζοντας με τον παπά για ειδική άδεια για να κοιμηθούν μαζί πριν το γάμο. Τι μπορεί να γίνει τώρα; Στην τελευταία σκηνή βλέπουμε τον ήρωα να σκαρφαλώνει στο ψηλό κτίριο, βάζοντας τον εαυτό του τη δυσκολία να ανέβει στο δωμάτιο του κοριτσιού με αυτόν το δύσκολο τρόπο σε μια απελπισμένη προσπάθεια να συνδέσει τη σεξουαλική ευχαρίστηση με τον κίνδυνο. Ο Λακάν υποστηρίζει υποστηρίζει ότι το ευχάριστο σεξουαλικό πάθος περιλαμβάνει την περιστολή ακόμη και των πιο εγωιστικών ενδιαφερόντων. Αν αυτή η ευχαρίστηση τοποθετείται πέραν της ευχαρίστησης τότε παρά το ότι όλα δείχνουν το αντίθετο έχουμε μια ηθική πράξη και αυτό το πάθος είναι με τη στενή έννοια ηθικό.
Η περαιτέρω θεώρηση του Λακάν είναι ότι αυτή η ανεστραμμένη σαδική διάσταση ενός ηθικού (σεξουαλικού) πάθους δεν προέρχεται από μια εκκεντρική ερμηνεία του Καντ αλλά είναι εγγενής στο θεωρητικό εγχείρημα του Καντ. Εάν βάλουμε στην άκρη τις επιμέρους αποδείξεις για αυτό (δεν είναι ο καντιανός ορισμός του γάμου «το συμβόλαιο μεταξύ δύο ενηλίκων αντίθετου φύλου σχετικά με την αμοιβαία χρήση των σεξουαλικών οργάνων του άλλου» εξολοκλήρου σαδική αφού ανάγει τον Άλλο, το σεξουαλικό σύντροφο του υποκειμένου σε ένα μερικό υποκείμενο, στο σωματικό του/της όργανο το οποίο δίνει απόλαυση, αγνοώντας τον/ την ως όλο ενός ανθρώπινου προσώπου; ), το σημαντικό στοιχείο που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το Σαντ στον Καντ είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Καντ εννοιολογεί τη σχέση μεταξύ συναισθημάτων και ηθικού νόμου.
Παρά το ότι ο Καντ επιμένει στο απόλυτο χάσμα μεταξύ παθολογικών συναισθημάτων και τον καθαρό τύπο του ηθικού νόμου, υπάρχει ένα a priori συναίσθημα που το υποκείμενο βιώνει κατά αναγκαιότητα όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον ηθικό νόμο, το ν πόνο της ταπείνωσης (εξαιτίας της πληγωμένης υπερηφάνειας του ανθρώπου που πηγάζει από το «ριζικό κακό» της ανθρώπινης φύσης). Για το Λακάν αυτή η απόδοση υπεροχής του πόνου ως του μόνου a priori συναισθήματος είναι στενά σχετικός με την έννοια του πόνου στο Σαντ (βασανισμός και ταπείνωση του άλλου, να υφίσταται κάποιος βασανιστήρια και ταπείνωση από αυτόν), ως τον ενδεικνυόμενο τρόπο πρόσβασης στη σεξουαλική jouissance (το επιχείρημα του Σαντ είναι βεβαίως ότι ο πόνος πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι της ευχαρίστησης λαμβάνοντας υπόψη τη μεγαλύτερη διάρκειά του- η ευχαρίστηση περνάει ενώ ο πόνος διαρκεί). Αυτός ο σύνδεσμος μπορεί να υποστηριχθεί περαιτέρω με βάση αυτό που ο Λακάν ονομάζει σαδική θεμελιώδη φαντασίωση: η φαντασίωση ενός άλλου, αιθερικού σώματος του θύματος, το οποίο μπορεί να βασανιστεί διηνεκώς και παρόλα αυτά με μαγικό τρόπο να διατηρήσει την ομορφιά του.
Αυτή η φαντασίωση δεν αποδίδει τη λιβιδική θεμελίωση της καντιανής θέσης της αθανασίας της ψυχής που αδιάκοπα αγωνίζεται να επιτύχει την ηθική τελειοποίηση; Δεν είναι η φαντασματική «αλήθεια» της αθανασίας της ψυχής, το ακριβώς αντίθετο της αθανασίας του σώματος, της ικανότητάς του να διατηρεί ατελείωτο τον πόνο και τον εξευτελισμό;
Η Τζούντι Μπάτλερ έδειξε ότι το φουκωικό  «σώμα» ως τόπος αντίστασης δεν είναι τίποτα άλλο από το φροϋδικό «ψυχικό»: παραδόξως το σώμα είναι το όνομα που δίνει ο Φουκώ για το ψυχικό όργανο όσο αυτό αντιστέκεται στην κυριαρχία της ψυχής. Ο Φουκώ με τον ορισμό της ψυχής ως «φυλακής του σώματος» αναποδογυρίζει τον πλατωνικό- χριστιανικό ορισμό του σώματος ως η «φυλακή της ψυχής». Αυτό που ονομάζει «σώμα» δεν είναι μόνο το βιολογικό σώμα αλλά πάντα ήδη εμπλέκεται σε ένα είδος προ-υποκειμενικού  ψυχικού οργάνου. Συνεπώς δεν συναντούμε στον Καντ μια μυστική ομόλογη αναστροφή. Αυτό που ο Καντ ονομάζει «αθανασία της ψυχής» είναι η αθανασία ενός άλλου, αιθερικού, απέθαντου σώματος.
 
2.
Είναι μέσω αυτού του κεντρικού ρόλου του πόνου στην ηθική εμπειρία του υποκειμένου που ο Λακάν εισάγει τη διαφορά μεταξύ του υποκειμένου του εκφερόμενου (δήλωσης) (η συμβολική ταυτότητα του υποκειμένου που το υποκείμενο υποθέτει μέσα και δια της δήλωσής του):  ο Καντ δεν θέτει ζήτημα του ποιος είναι το υποκείμενο της εκφοράς του ηθικού νόμου, το πρόσωπο που εκφέρει μια απροϋπόθετη ηθική προσταγή,  αυτή η ερώτηση είναι άνευ νοήματος, αφού ο ηθικός νόμος είναι μια απρόσωπη διαταγή «που προέρχεται από το πουθενά» δηλαδή τίθεται από τον εαυτό του και προϋποθέτει αυτόνομα υποκείμενα. Με την αναφορά του στο Σαντ ο Λακάν διαβάζει την απουσία στον Καντ ως μια πράξη απώθησης αυτού που εκφέρει τον ηθικό νόμο. Ο Σαντ είναι αυτός που τον καθιστά ορατό στη φιγούρα του «σαδιστή»- εκτελεστή- βασανιστή- αυτός ο εκτελεστής είναι εκείνος που εκφέρει τον ηθικό νόμο, το πρόσωπο που βρίσκει ευχαρίστηση στον πόνο και στον εξευτελισμό του ηθικού υποκειμένου.
Ένα αντεπιχείρημα παρουσιάζεται εδώ ως αυταπόδεικτο: δεν είναι όλα τα παραπάνω ανοησίες αφού στο Σαντ το στοιχείο που καταλαμβάνει τη θέση της απροϋπόθετης  διαταγής, ο κανόνας που το υποκείμενο έχει να ακολουθήσει κατηγορηματικά δεν είναι πλέον η καντιανή καθολική ηθική διαταγή «κάνε το καθήκον σου!» αλλά το ριζικό αντίθετό του, η διαταγή να ακολουθήσει στο έσχατο όριο τα εξολοκλήρου παθολογικά, τυχαία καπρίτσια που προκαλούν ευχαρίστηση, ανελέητα μειώνοντας όλους τους ανθρώπους σε όργανα της απόλαυσής του; Είναι σημαντικό να προσεγγίσουμε την φιγούρα του «σαδιστή». Βασανιστή, εκτελεστή ως του υποκειμένου της εκφοράς της καθολικής ηθικής προσταγής. Η Σαδική μετακίνηση από τον καντιανό Σεβασμό στη Βλασφημία δηλαδή τη μετακίνηση από μια στάση σεβασμού στον Άλλο, στην ελευθερία του και την αυτονομία του και πάντα να του συμπεριφέρεσαι ως αυτοσκοπό, σε μια στάση μείωσης όλων των Άλλων ακριβώς σε απλά και επουσιώδη όργανα που θα τα εκμεταλλευτείς ανελέητα, είναι αυστηρά σχετικά με το γεγονός ότι το «υποκείμενο της εκφοράς» της ηθικής προσταγής, αόρατης στον Καντ, ταυτίζεται με  το Σαδικό εκτλεστή.
Αυτό που ο Σαντ επιτυγχάνει είναι ένα εγχείρημα ακριβείας στο οποίο  σπάει ένα σύνδεσμο μεταξύ δύο στοιχείων που στα μάτια του Καντ είναι συνώνυμα και αλληλεπικαλυπτόμενα: την απροϋπόθετη ηθική προσταγή και την καθολικότητα αυτής της προσταγής. Ο Σαντ διατηρεί τη δομή μιας απροϋπόθετης προσταγής, θέτοντας ως περιεχόμενό της την έσχατη παθολογική μοναδικότητα.
Και ξανά το κρίσιμο σημείο είναι ότι αυτό το σπάσιμο δεν είναι εκκεντρικότητα του Σαντ αλλά βρίσκεται αδρανές ως δυνατότητα στην πιο θεμελιώδη ένταση, που συγκροτεί την καρτεσιανή υποκειμενικότητα. Ο Χέγκελ γνώριζε ήδη αυτή την αναστροφή του καντιανού καθολικού στην πιο ριζική ιδιοσυγκρασιακή της ενδεχομενικότητα: δεν είναι το κύριο σημείο της κριτικής του στην καντιανή ηθική προσταγή ότι αφού η προσταγή είναι κενή, ο Καντ πρέπει να τη γεμίσει με κάποιο εμπειρικό περιεχόμενο, δίνοντας σε τυχαίο μερικό περιεχόμενο, τη δομή καθολικής αναγκαότητας;
Μια χαρακτηριστική περίπτωση του «παθολογικού» τυχαίου στοιχείου που εξυψώνεται στο στάτους μιας απροϋπόθετης απαίτησης είναι φυσικά αυτή ενός καλλιτέχνη απόλυτα ταυτισμένου με την καλλιτεχνική του αποστολή, ακολουθώντας τη ελεύθερα χωρίς καμιά ενοχή ως εσωτερικό περιορισμό, ανίκανο να επιβιώσει χωρίς αυτή. Η θλιβερή μοίρα της Jacqueline du Pre μας φέρνει αντιμέτωπους με τη θηλυκή εκδοχή του διαχωρισμού μεταξύ της απροϋπόθετης προσταγής και την καθολικότητα αδιαφοροποίητων εμπειρικών αντικειμένων που πρέπει να θυσιαστούν στην επιδίωξη της Αποστολής κάποιου (είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και παραγωγικό να διαβάσει κανείς την ιστορία της Jacqueline du Pre όχι ως «αληθινή ιστορία» αλλά ως μυθολογική αφήγηση: αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι το πόσο στενά ακολουθεί τη μορφή ενός οικογενειακού μύθου, την ίδια όπως με την ιστορία του Κάσπαρ Χάουζερ, στην οποία ατομικά ατυχήματα παραδόξως αναπαράγουν γνώριμα χαρακτηριστικά γνωστών μύθων). Η απροϋπόθετη προσταγή της du Pre, η ενόρμησή της, το πάθος της , ήταν η τέχνη της ( ήταν τεσσάρων όταν είδε κάποιον να παίζει τσέλο και ισχυρίστηκε ότι αυτό ήθελε να γίνει). Η εξύψωση της τέχνης στο απροϋπόθετο παρέπεμπε την ερωτική της ζωή σε μια σειρά συναντήσεων με άντρες που ήταν όλοι υποκατάστατα, ο ένας καλός όσο ο άλλος- αυτή αναφέρθηκε ότι υπήρξε μια «καταναλώτρια ανδρών». Αυτή κατέλαβε τη θέση που συνήθως κρατιέται για τον άνδρα καλλιτέχνη- δεν είναι άξιο απορίας που η μακρά τραγική της ασθένεια (πολλαπλή σκλήρυνση από την οποία πέθαινε με πόνους από το 1973 ως το 1987) εκλήφθηκε από τη μητέρα της ως μια «απαίτηση της πραγματικότητας», ως θεϊκή τιμωρία όχι μόνο για τη σεξουαλική της ζωή αλλά και την υπερβολική αφοσίωσή της στην τέχνη της.
Πάντως δεν είναι αυτή όλη η ιστορία. Το ερώτημα είναι : είναι ο καντιανός ηθικός νόμος μεταφράσιμος σε μια φροϋδική έννοια του υπερεγώ ή όχι; αν η απάντηση είναι ναι τότε «ο Καντ με τον Σαντ» σημαίνει ότι ο Σαντ είναι η αλήθεια της καντιανής ηθικής. Αν ο καντιανός ηθικός νόμος δεν μπορεί να ταυτιστεί με το υπερεγώ ( ο Λακάν στις τελευταίες σελίδες του Σεμιναρίου ΧΙ λέει ότι ο ηθικός νόμος  είναι ισοδύναμος με την επιθυμία ενώ το υπερεγώ τροφοδοτεί τον συμβιβασμό του υποκειμένου με την επιθυμία του), τότε ο Σαντ δεν είναι όλη η αλήθεια της καντιανής ηθικής αλλά μια μορφή της διεστραμμένης συνειδητοποίησής της. Εν συντομία μακράν από το να είναι πιο ριζοσπαστικός από τον Καντ, ο Σαντ αρθρώνει τι συμβαίνει όταν το υποκείμενο προδίδει την αληθινή αυστηρότητα της καντιανής ηθικής.
Αυτή η διαφορά είναι κρίσιμη σε σχέση με τις πολιτικές της συνέπειες: αν η λιβιδική δομή των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι διαστροφική (το υποκείμενο του ολοκληρωτισμού καταλαμβάνει τη θέση του αντικειμένου- οργάνου της joissance του Άλλου, ο «Σαντ ως η αλήθεια του Καντ» θα σήμαινε ότι η καντιανή ηθική περιλαμβάνει και δυνατότητες ολοκληρωτισμού. Αν παρόλα αυτά εκλάβουμε την καντιανή ηθική ως ακριβώς απαγόρευση στο υποκείμενο να καταλάβει τη θέση του αντικειμένου- οργάνου της joissance του Άλλου, δηλαδή να το καλείς να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για όσα ισχυρίζεται ότι είναι το καθήκον του, τότε ο Καντ είναι ένας βασικός πολέμιος του ολοκληρωτισμού.
Το όνειρο για την ένεση της Ίρμας που ο Φρόυντ χρησιμοποίησε ως υποδειγματική περίπτωση για να καταδείξει τη διαδικασία ανάλυσης των ονείρων, είναι ένα όνειρο υπευθυνότητας ( η ευθύνη του Φρόυντ για την αποτυχία της θεραπείας της ‘Ιρμας- αυτό το γεγονός αρκεί για να δείξει ότι η υπευθυνότητα είναι σημαντική για το φροϋδισμό.
Αλλά πώς θα το εκλάβουμε αυτό; Πώς θα αποφύγουμε τη συνηθισμένη παγίδα του mauvaise foi του σαρτρικού υποκειμένου υπεύθυνου για το υπαρξιακό του σχέδιο, δηλαδή του υπαρξιακού μοτίβου μιας οντολογικής ενοχής που υπάγεται στην πεπερασμένη ανθρώπινη ύπαρξη ως τέτοια ή στην αντίθετη παγίδα του ριξίματος της ευθύνης στον Άλλο («αφού το ασυνείδητο είναι  ο λόγος του Άλλου δεν είμαι υπεύθυνος για τους σχηματισμούς του, είναι  ο μεγάλος Άλλος που μιλά μέσω εμού, εγώ είμαι απλά το όργανό του..»);
Ο ίδιος ο Λακάν  κατέδειξε την διέξοδο από αυτό το αδιέξοδο με την αναφορά του στη φιλοσοφία του Καντ ως το πιο κρίσιμο προαπαιτούμενο  της ψυχαναλυτικής ηθικής του καθήκοντος «πέρα από το καλό». Σύμφωνα με τη συνήθη ψευδοεγελιανή κριτική η καντιανή καθολική ηθική της κατηγορικής προσταγής αποτυγχάνει στο να λάβει υπόψη της τη συμπαγή ιστορική κατάσταση στην οποία το υποκείμενο εμφυτεύεται και η οποία παρέχει το καθορισμένο περιεχόμενο του καλού. Αυτό που διαφεύγει από τον καντιανό φορμαλισμό είναι η ιστορικά καθορισμένη ιδιαίτερη Ουσία της ηθικής ζωής.
Παρόλα αυτά αυτή η κατηγορία μπορεί να αντικρουστεί με το να ισχυριστεί κάποιος ότι  η μοναδική δύναμη της καντιανής ηθικής βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την ακαθοριστία: ο ηθικός Νόμος δε μου λέει ποιο είναι το καθήκον μου, αλλά απλά μου λέει ότι πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου δηλαδή δεν είναι δυνατό να παράγω τις νόρμες που πρέπει να ακολουθήσω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση από τον ίδιο τον ηθικό Νόμο- αυτό σημαίνει ότι το υποκείμενο πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της «μετάφρασης», της αφηρημένης έκχυσης του ηθικού Νόμου σε μια σειρά υποχρεώσεων.
Με αυτό το νόημα κανείς μπορεί να ρισκάρει έναν παραλληρισμό με την Κριτική της κρίσης του Καντ: ο σχηματισμός μιας καθορισμένης ηθικής υποχρέωσης έχει την ίδια δομή μιας αισθητικής κρίσης δηλαδή μιας κρίσης στην οποία αντί απλά να εφαρμόσουμε μια καθολική κατηγορία σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή να περιλάβουμε αυτό το αντικείμενο κάτω από έναν καθολικό καθορισμό το Εγώ εφεύρει την καθολική, αναγκαία διάσταση και εξυψώνει αυτό το συγκεκριμένο και τυχαίο αντικείμενο (πράξη) στη λαμπρότητα του ηθικού Πράγματος.
Έτσι υπάρχει πάντα κάτι υψηλό που αποφαίνεται σχετικά με το τι καθορίζει το καθήκον μας : μέσα σε αυτό εγώ εξυψώνω ένα αντικείμενο στη λαμπρότητα του πράγματος ( ο ορισμός του Λακάν για τη μετουσίωση). Η πλήρης παραδοχή αυτού του παράδοξου μας υποχρεώνει να απορρίψουμε κάθε αναφορά στο καθήκον ως δικαιολογία: «Ξέρω ότι είναι δύσκολο και μπορεί να πονέσει αλλά τι να κάνω, είναι το καθήκον μου..». Το συνηθισμένο μότο της ηθικής αυστηρότητας είναι : «Δεν υπάρχει δικαιολογία για να κάνει κανείς το καθήκον του!» παρόλο που ο Καντ με το «Du kannst, den du sollst» (Μπορείς, επειδή οφείλεις!) φαίνεται να προσφέρει μια καινούργια εκδοχή αυτού του μότο συμπληρωμένη με μια πιο παράδοξη εκδοχή : «Δεν υπάρχει δικαιολογία για να κάνει κανείς το καθήκον του!». Η αναφορά στο καθήκον ως δικαιολογία για να κάνουμε το καθήκον μας θα πρέπει να απορριφθεί ως υποκριτική. Αρκεί να ανακαλέσει κανείς το παροιμιώδες παράδειγμα ενός αυστηρού σαδιστικού δασκάλου που επιβάλει στους μαθητές του ανελέητη πειθαρχία και βασανισμό. Φυσικά η δικαιολογία στον εαυτό του και στους άλλους είναι : «Βρίσκω πολύ δύσκολο να ασκώ τέτοια πίεση στα καημένα παιδιά αλλά τι μπορώ να κάνω- είναι το καθήκον μου».  Το πιο συναφές παράδειγμα είναι αυτό ενός σταλινικού πολιτικού που αγαπά την ανθρωπότητα αλλά παρόλα αυτά εκτελεί φριχτές εκκαθαρίσεις και εκτελέσεις. Η καρδιά του ματώνει καθώς το κάνει αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι για αυτό, είναι το καθήκον του έναντι της προόδου της ανθρωπότητας.
Αυτό που συναντούμε εδώ είναι η επίσημη διαστροφική συμπεριφορά υιοθέτησης της θέσης του καθαρού οργάνου της θέλησης του μεγάλου Άλλου: δεν είναι ευθύνη μου, δεν είμαι εγώ που το κάνω , είμαι απλά ένα όργανο μιας υψηλότερης Ιστορικής Αναγκαιότητας… Η αισχρή jouissance αυτής της κατάστασης δημιουργείται από το γεγονός ότι εκλαμβάνω τον εαυτό μου ως απαλλαγμένο για ότι κάνω. Δεν είναι ωραίο να είσαι ικανός να προκαλείς πόνο στους άλλους με την πλήρη επίγνωση ότι δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για αυτό αλλά εκπληρώνω το θέλημα του Άλλου… είναι αυτό που η καντιανή ηθική απαγορεύει. Αυτή η θέση του σαδιστή διαστροφικού παρέχει την απάντηση στην ερώτηση : πώς μπορεί το υποκείμενο να είναι ένοχο όταν απλά συνειδητοποιεί  μια «αντικειμενική» εξωτερικά επιβαλλόμενη αναγκαιότητα; Με το να αποδέχεται υποκειμενικά μια α «αντικειμενικότητα» δηλαδή βρίσκοντας απόλαυση σε αυτό που του επιβάλλεται. Έτσι στην πιο ριζική της μορφή, η καντιανή ηθική ΔΕΝ είναι «σαδιστική» αλλά είναι ακριβώς αυτό που απαγορεύει την κατάληψη της θέσης ενός Σαδικού εκτελεστή.
Στην τελική στροφή ο Λακάν σε καμιά περίπτωση δεν υπονομεύει τη θέση του «Καντ ως η αλήθεια του Σαντ». Δεν είναι τυχαίο ότι στο ίδιο σεμινάριο στο οποίο ο Λακάν αναπτύσσει τον εγγενή σύνδεσμο μεταξύ του Καντ και του Σαντ, περιέχει επίσης τη λεπτομερή ανάγνωση της Αντιγόνης στην οποία ο Λακάν σκιαγραφεί  το περίγραμμα μιας ηθικής πράξης που ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ επιτυχώς να αποφύγει την παγίδα της Σαδικής διαστροφής ως η κρυμμένη της αλήθεια.Επιμένοντας στην απροϋπόθετη απαίτηση για την αρμόζουσα ταφή του αδελφού της, η Αντιγόνη  ΔΕΝ υπακούει σε μια διαταγή που την εξευτελίζει, μια διαταγή που προφέρεται από έναν Σαδιστικό εκτελεστή… Έτσι η κύρια προσπάθεια του Σεμιναρίου του Λακάν στην Ηθική της ψυχανάλυσης είναι το σπάσιμο του φαύλου κύκλου του Καντ με το Σαντ. Πώς είναι αυτό δυνατό; Μόνον αν –σε αντίθεση με τον Καντ- κάποιος αποδεχθεί ότι το καθεστώς της επιθυμίας δεν είναι από μόνο του «παθολογικό». Εν συντομία ο Λακάν θέτει την αναγκαιότητα μιας «κριτικής της καθαρής επιθυμίας» σε αντίθεση με τον Καντ για τον οποίο η ικανότητα να επιθυμούμε είναι εξολοκλήρου  «παθολογική» (αφού όπως επανειλημμένως τονίζει, δεν υπάρχει a priori σύνδεσμος μεταξύ ενός εμπειρικού αντικειμένου και της ευχαρίστησης που αυτό το αντικείμενο δημιουργεί στο υποκείμενο), ο Λακάν υποστηρίζει ότι υπάρχει ένα « αγνό καθεστώς επιθυμίας» αφού η επιθυμία έχει ένα μη παθολογικό a priori αντικείμενο- αίτιο, αυτό το αντικείμενο είναι φυσικά αυτό που ο Λακάν ονομάζει αντικείμενο α.


αναδημοσίευση από το Στο ντιβάνι με το Λακάν
_________________________________ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου