Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Οι σταλινικές διώξεις κατά των Ελλήνων της ΕΣΣΔ ( Ι )





από Ανιχνεύσεις

Μια από τις πλέον άγνωστες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, αποτελούν οι διώξεις κατά των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης που ξεκινούν το 1937 και τερματίζονται το 1949, με τη μαζική και βίαιη μεταφορά της πλειονότητας των ελληνικών πληθυσμών του Καυκάσου στην Κεντρική Ασία.

     Οι πολυάνθρωπες ελληνικές κοινότητες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, υπήρξαν καρπός της πανάρχαιας ελληνικής παρουσίας στον παρευξείνιο χώρο και της έντονης ρωσοτουρκικής αντιπαράθεσης, που καθόρισε και την τελική μορφή της περιοχής αυτής. Η οριστική διαμόρφωση της φυσιογνωμίας των ελληνικών κοινοτήτων συμπίπτει με τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν χιλιάδες πρόσφυγες από το Μικρασιατικό Πόντο κατακλύζουν τις ρωσικές περιοχές. Η άρνηση των κυβερνήσεων της Ελλάδας μετά το 1928, να επιτρέψουν την κάθοδο των προσφύγων αυτών –κάτι που ήταν επιβεβλημένο, εφόσον οι πρόσφυγες αυτοί καλύπτονταν από τη Συνθήκη της Λωζάννης- οδήγησε στον εγκλωβισμό τους στη σοβιετική επικράτεια.[2]

     Οι Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης, ακολούθησαν και συμμετείχαν σε όλες τις φάσεις του πρωτότυπου σοβιετικού πειράματος. Απόλαυσαν τους καρπούς της  Νέας Οικονομικής Πολιτικής και της πολυπολιτισμικής αντίληψης που επικράτησε κατά την πρώτη περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης. Δημιούργησαν πλήρες δίκτυο ελληνικής παιδείας, θεατρικές ομάδες, εκδοτικούς οίκους, εξέδοσαν πλήθος ελληνικών εντύπων, συνέστησαν Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές στα πλαίσια του σοβιετικού διοικητικού συστήματος και ανέπτυξαν μιαν ιδιαίτερη ελληνική γραμματεία και έναν αυτόνομο ελληνικό λόγο. Υπέστησαν όμως  με οδυνηρό τρόπο τις συνέπειες της βίαιης κολεκτιβοποίησης και, στη συνέχεια, της εκρωσιστικής, αφομοιωτικής πολιτικής του σταλινισμού.

     Σημείο καμπής για την αλλαγή της εσωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης, υπήρξαν οι Δίκες της Μόσχας, το συμβολικό μήνυμα των οποίων ήταν ότι, ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος ηγέτης της αχανούς κομμουνιστικής Αυτοκρατορίας ήταν πλέον ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν. Η αντίστροφη μέτρηση για τις μικρές εθνότητες, αλλά και για όση κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση είχε απομείνει, είχε αρχίσει! Ο ακαδημαϊκός Θεοχάρης Κεσσίδης υποστηρίζει ότι στο βαθμό που εδραιωνόταν το διοικητικό-γραφειοκρατικό σύστημα που βρήκε την έκφρασή του στην προσωπολατρεία του Στάλιν, καθώς και στις παραβιάσεις της νομιμότητας και τους άγριους διωγμούς που απλώθηκαν σ’ όλη τη χώρα, έφτασε η ώρα για την πολιτιστική γενοκτονία μερικών μικρών λαών, μαζί και των Ελλήνων της ΕΣΣΔ.[3]

     Οι μαζικές διώξεις εντάθηκαν μετά το Σεπτέμβριο του 1936, όταν σε τηλεγράφημα με τις υπογραφές του Στάλιν και του Ζντάνοφ προς τον Καγκανόβιτς και τον Μολότοφ διατυπώθηκε η κατηγορία κατά της μυστικής αστυνομίας NKVD[4], ότι καθυστέρησε τέσσερα χρόνια στην εξαπόλυση μαζικών διωγμών και υποδείχτηκε η σύντομη αναπλήρωση του χαμένου χρόνου. Οι προαναφερόμενοι ηγέτες ζητούσαν την εξόντωση των “εχθρών του λαού” και την κατάσχεση των περιουσιών τους. Άρχισαν έτσι οι μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις κάτω από το σύνθημα της πάλης κατά των τροτσκιστών. Μόνο στο στρατό συνελήφθησαν 20.000 περίπου αξιωματικοί, οι οποίοι αντιστοιχούσαν στο 25% του σώματος. Τα αναρίθμητα κενά που άφησαν οι εκκαθαρίσεις συμπληρώθηκαν από τη νέα “διανόηση” των αφοσιωμένων στον Στάλιν.[5]

     Το 1937 χαρακτηρίζεται από την πλήρη εκκαθάριση των εσωκομματικών αντιπάλων του Στάλιν. Τον Ιούνιο δικάστηκε μυστικά ο στρατάρχης Τσουχατσέφσκι και μια ομάδα ανώτερων αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού. Το κατηγορητήριο διαμορφώθηκε από τον Γιάκοντα και τον Γιέζοφ, τους αρχηγούς της μυστικής αστυνομίας. Η βασικές κατηγορίες ήταν: απόπειρα δολοφονίας του Στάλιν και πρόθεση καταστροφής της στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης της χώρας με στόχο την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Ολοι κατηγορήθηκαν ότι απ’ τις αρχές της επανάστασης εργάζονταν στις υπηρεσίες κατασκοπείας της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας και ότι είχαν έρθει σε μυστικές συμφωνίες με τους ναζί για το διαμελισμό της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ομολογίες αποσπάστηκαν από τους κατηγορούμενους με βασανιστήρια. Στην απόφαση που τους καταδίκασε σε θάνατο με τουφεκισμό αναφέρεται ότι “… εκρίθησαν ένοχοι προδοσίας κατά της πατρίδος”.[6]

     Την περίοδο αυτή είχαν αρχίσει να επικρατούν και εθνικά κριτήρια στις διώξεις. Η αρχή έγινε με τους Κορεάτες της Άπω Ανατολής, που εκτοπίστηκαν από το Ντάλνι Βοστόκ στα εδάφη της Κεντρικής Ασίας. Η επίσημη κατηγορία ήταν ότι ολόκληρη η κορεάτικη εθνότητα της ΕΣΣΔ ήταν κατάσκοπος των Γιαπωνέζων. Ολόκληρος ο πληθυσμός, ακόμα και τα μέλη του κόμματος εκτοπίστηκαν.[7]

 

Οι διώξεις του ’37-’38
    
Το κλίμα άρχισε να βαραίνει και πάνω από τους Έλληνες. Στην απογραφή του 1937 καταγράφηκαν 268.889 άτομα.[8] Το πραγματικό όμως μέγεθος της ελληνικής μειονότητα ήταν αρκετά μεγαλύτερο και πιθανότητα πλησίαζε τις 450.000.[9] Από αυτούς το ένα τρίτο περίπου είχε την ελληνική υπηκοότητα.[10]

     Με την έναρξη των διώξεων, ολόκληρη η ελληνική ηγεσία και μαζί της και η πλειονότητα των ενηλίκων Ελλήνων συνελήφθη και εξοντώθηκε. Πραγματοποιήθηκαν τέσσερα διαδοχικά κύματα μαζικών διώξεων, τα οποία ξεκίνησαν στις παρακάτω ημερομηνίες: 30 Οκτωβρίου 1937, 8 Φεβρουαρίου 1938, 29 Ιουλίου 1938 και 26 Φεβρουαρίου 1939.[11] Στην πρώτη περίοδο των διώξεων οι μαζικές συλλήψεις των Ελλήνων κορυφώθηκαν στις 17 Δεκεμβρίου 1937 και συνεχίστηκαν έως το τέλος Φεβρουαρίου 1938.[12]

     Για να αντιμετωπίσει η μυστική αστυνομία τον τεράστιο όγκο των περιπτώσεων, της παραχωρείται επίσημα το δικαίωμα από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ(μπ.) να βασανίζει τους υπόπτους. Της παραχωρήθηκε επίσης το δικαίωμα να συλλαμβάνει ως ομήρους τους συγγενείς των κατηγορουμένων. Υπεύθυνη υπηρεσία για όλα αυτά ήταν μια ειδική επιτροπή της NKVD, η OSSO. Η υπηρεσία αυτή έφερε την ευθύνη για τις εκτοπίσεις των οικογενειών, όσων είχαν καταδικαστεί με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα. Συνήθως τα μέλη της οικογένειας ενός “προδότη της πατρίδας” εκτοπίζονταν για πέντε χρόνια και καταγράφονταν στα μητρώα ως TCHIR, με την ένδειξη “μέλος οικογένειας προδότη της πατρίδας”. Δεν είχαν δικαίωμα να κατέχουν το εσωτερικό διαβατήριο και αντ’ αυτού είχαν ένα βιβλιάριο, στο οποίο αναγράφονταν οι ημερομηνίες ελέγχου τους από τα όργανα της μυστικής αστυνομίας, δύο φορές το μήνα[13]

     Το 1937 εκδόθηκε διαταγή, η οποία επέτρεπε τη σύλληψη παιδιών ως 12 ετών και την καταδίκη τους, ακόμα και με τις βαρύτερες ποινές. Αυτή η διαταγή διευκόλυνε την εξόντωση των παιδιών των “εχθρών του λαού”. Τα παιδιά των συλληφθέντων οδηγούνταν σε ορφανοτροφεία. Αναγκάζονταν να αλλάξουν το όνομά τους, αρνούμενα έτσι τους κατάδικους γονείς τους. Αν δε δέχονταν την αλλαγή του ονόματος, τα κακομεταχειρίζονταν και τα περνούσαν από δίκη, σαν “παιδιά εχθρών του λαού” ή σαν “συγγενείς εχθρών του λαού”. Ανήλικοι βασανίστηκαν σκληρά για υποτιθέμενη συμμετοχή τους σε συνωμοσίες. Υπήρχαν περιπτώσεις ανηλίκων, 16-17 χρόνων, που δικάστηκαν και εκτελέστηκαν. Ορισμένες φορές, ενώ η ποινή ήταν 2-3 χρόνια φυλάκιση, τελικά παρέμειναν έγκλειστοι για 15-20 χρόνια.[14]

     Οι διώξεις κατά των Ελλήνων του Πόντου πραγματοποιήθηκαν με εθνικά κριτήρια. Μεγάλες περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό εκκαθαρίστηκαν. Δεν εξαιρέθηκαν από τις διώξεις ούτε τα μέλη του κόμματος. Χιλιάδες Έλληνες εκτελέστηκαν με την κατηγορία του “εχθρού του λαού” ή εξορίστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας. Τα κύρια επιχειρήματα των κατηγόρων ήταν ότι υποστήριζαν πολιτικά το “τροτσκιστικο-μπουχαρινικό κέντρο” και ότι συμμετείχαν σε μυστικές οργανώσεις, με στόχο “την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση ελληνικής δημοκρατίας στα νότια παράλια της Ρωσίας”. Οι ομολογίες αποσπάστηκαν με φρικτά βασανιστήρια. Η εφημερίδα Κόκκινος Καπνας, δίνει τη πληροφορία ότι ομάδα Ελλήνων φοιτητών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που έδρευε στο Σοχούμι της Αμπχαζίας, συνελήφθη με την κατηγορία των “αντεπαναστατικών στοιχείων” για “τροτσκιστικο-μπουχαρινική δράση”.[15] Το σύνολο σχεδόν της ελληνικής διανόησης, ακόμα και τα μέλη του κόμματος, εξοντώθηκαν.[16]

     Τον Αύγουστο του 1938, δίχως να έχει προηγηθεί δημόσια ανακοίνωση, έκλεισαν όλα τα ελληνικά σχολεία, τα οποία ανέρχονταν σε 104.[17] Η διδασκαλία άρχισε να γίνεται κυρίως στη ρωσική γλώσσα, αλλά αρκετές φορές στη γλώσσα της Δημοκρατίας στην οποία ζούσαν. Τα ελληνικά σχολεία των χωριών της Αμπχαζίας μετατράπηκαν, κατά την  πρώτη περίοδο, κυρίως σε γεωργιανά.[18] Παράλληλα άλλαξε και η ονομασία των σχολείων. Έτσι για παράδειγμα, το Ελληνικό Σχολείο στο Βατούμι μετονομάστηκε 8ο Σχολείο. Η διδασκαλία γινόταν μόνο στη ρωσική, ενώ η σύνθεση των μαθητών ήταν πλέον πολυεθνική.[19] Μερικά από τα ελληνικά εκπαιδευτήρια άλλαξαν χρήση. Αυτό συνέβη με το Ελληνικό Παιδαγωγικό Τέχνικουμ του Σοχούμι, μέρος του οποίου παραχωρήθηκε αργότερα για κατοικία στην Αμπχαζία ηθοποιό Αικατερίνα Ζαχάριεβνα Σακιρμπάϊ. Το ελληνικό σχολείο του χωριού Καμπαρντίνκα παραχωρήθηκε στην αστυνομία και στέγασε τις υπηρεσίες της. Το ελληνικό δεκατάξιο σχολείο του ίδιου χωριού μετατράπηκε σε ρωσικό.[20]

     Με τον ίδιο τρόπο, σταμάτησε η έκδοση των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών, ενώ έκλεισαν και οι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι. Τα τυπογραφεία καταστράφηκαν. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος καταστροφής του εκδοτικού οίκου “Κολεκτιβιστής”. Τα τυπογραφικά στοιχεία του πετάχτηκαν στην Αζοφική Θάλασσα συμβολικά, “ώστε να μην ξανατυπωθεί στη Ρωσία ελληνικό βιβλίο”.[21] Έκλεισαν επίσης και οι ελληνικές θεατρικές σκηνές. Kαταστράφηκαν σκόπιμα τα περισσότερα στοιχεία της πολιτιστικής δράσης των Ελλήνων. Πολλοί Έλληνες, επίσης, από φόβο, κατέστρεψαν μόνοι τους πολλά στοιχεία, ένα μέρος των οποίων αφορούσε στην ίδια τη θεατρική παραγωγή.[22] Αντίστοιχη ήταν και η τύχη των ελληνικών εκκλησιών. Οι ιερείς ήταν από τους πρώτους που συνελήφθησαν. Αρκετοί από αυτούς εξαναγκάστηκαν να ποδοπατήσουν τις εικόνες. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο ιερέας Βασίλειος Τρανταφυλλίδης, που εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας στη Θεοδόσια της Κριμαίας το 1922. Το 1937 συνελήφθη και υποχρεώθηκε από τα όργανα του σταλινικού καθεστώτος να ποδοπατήσει μια εικόνα που είχαν πετάξει κάτω. Αυτός αρνήθηκε, λέγοντας “Εγώ εικόνας ‘κι πατώ”.[23] Την τελευταία του πνοή ο ιερέας Τριανταφυλλίδης την άφησε το 1939, εξορισμένος κάπου στα Ουράλια.[24]

     Οι εκκλησίες άλλαξαν χρήση. Η μεγάλη ελληνική εκκλησία στο Σοχούμι μετατράπηκε σε κοινόβιο μαθητών.[25] Η μητρόπολη του Γελεντζίκ έγινε αποθήκη σιτηρών και στο τέλος στέγασε την Κomsomol. Η εκκλησία του χωριού Ντάκγβα ανατινάχτηκε. Το ίδιο έγινε και με την εκκλησία του χωριού Μερτσάν στην Ελληνική Περιοχή. Στη θέση της χτίστηκε σχολείο. Η εκκλησία του χωριού Αχαλσιόν μετατράπηκε και αυτή σε αποθήκη σιτηρών, ενώ ο ιερέας και ο ψάλτης συνελήφθησαν και στάλθηκαν στη Σιβηρία. Το ίδιο συνέβη και με την εκκλησία της Καμπαρτίνκα στην περιοχή Κρασνοντάρ, όπου πολλές εικόνες σώθηκαν, γιατί μια Ελληνίδα, καθαρίστρια στην κοινότητα του χωριού, άκουσε τα σχέδια για την κατεδάφισή της. Πρόλαβαν οι κάτοικοι και πήραν τις καλύτερες εικόνες στα σπίτια τους, φυλλάσσοντάς τες με κίνδυνο της ζωής τους. H εκκλησία του Αγ. Ιωάννου στο χωριό Κούμα μετατράπηκε σε σταύλο. Παρόμοια ήταν η τυχή των περισσότερων ελληνικών εκκλησιών. Οι εικόνες και τα εκκλησιαστικά σκεύη καταστράφηκαν, εκτός από ελάχιστα που σώθηκαν από πολίτες.[26]

     Οι καταστάσεις των υποψήφιων συλληφθέντων συντάσσονταν στα κομματικά γραφεία των οργανώσεων των περιοχών. Τα κριτήρια επιλογής σχετίζονταν σε μεγάλο βαθμό με τα προσωπικά αισθήματα των υπεύθυνων κομματικών. Στους καταλόγους περιλαμβάνονταν όσοι στα παλιότερα χρόνια εξασκούσαν κάποιο ελεύθερο επάγγελμα και οι πλέον ευκατάστατοι. Επίσης, ανάμεσα στους πρώτους συλληφθέντες ήταν όσοι εξακολουθούσαν να έχουν την ελληνική υπηκοότητα. Άλλο κριτήριο αποτελούσε και η πιθανή αλληλογραφία με συγγενείς στην Ελλάδα. Το “αδίκημα” της αλληλογραφίας με άτομα που ζούσαν σε καπιταλιστική χώρα, οδήγησε πολλούς Έλληνες στο να απαγορεύσουν στην οικογένειά τους να στέλνει ή να δέχεται γράμματα από την Ελλάδα.[27] Ο αριθμός των προσώπων που θα έπρεπε να περιλαμβάνει η κατάσταση οριζόταν από τις περιφερειακές οργανώσεις. Η συνολική διαδικασία άγγιζε τα όρια του παραλόγου, εφόσον οι κεντρικές υπηρεσίες έδιναν μόνο τον αριθμό αυτών που θα έπρεπε να συλληφθούν: “… έπαιρναν ένα τηλεγράφημα που έγραφε: 500 άτομα, δίχως να έχει ονόματα. Ο αριθμός αυτός μοιραζόταν. Εχουμε 20 ραγιόνια, άρα αντιστοιχούν 25 άτομα σε κάθε ραγιόνι. Αλλες φορές έρχονταν τηλεγράφημα για 100 άτομα. Το έστελναν στο σοβιέτ. Εκείνοι με τον αστυνομικό, συνολικά πέντε άτομα, έλεγαν ποιον θα δώσουν, εκείνον, εκείνον, εκείνον! Τους συγγενείς τους δεν τους πείραζαν. Στον κατάλογο δεν έβαζαν γέρους, αλλά μόνο ανθρώπους που μπορούσαν να δουλεύουν”.[28] Για όσους τελικά συμπεριλάμβαναν στην κατάσταση, εφεύρισκαν διάφορες κατηγορίες, όπως “έβρισε τον Στάλιν” ή “ανατίναξε ένα γεφύρι” ή “έκανε σαμποτάζ σε εργοστάσιο” ή “συμμετείχε σε εθνικιστική ομάδα” κ.λπ.[29] Τις συλλήψεις τις έκαναν βράδυ. Ο λαός είχε ονομάσει το μαύρο αυτοκίνητο της μυστικής αστυνομίας “μαύρο κοράκι” και τους πράκτορες της μυστικής αστυνομίας “μισαφιρέους”.[30]

     Από το 1934, ένα τριμελές ειδικό συμβούλιο της NKVD είχε τη δικαιοδοσία να συλλαμβάνει, να ανακρίνει, να δικάζει, να καταδικάζει και να επιβάλλει ποινές. Το ειδικό αυτό συμβούλιο συνεδρίαζε μυστικά δίχως την παρουσία του κατηγορουμένου και την ύπαρξη δικηγόρου. Η απόφαση της Ειδικής Σύσκεψης, όπως αποκαλείται η συνεδρίαση του τριμελούς συμβουλίου, ήταν αμετάκλητη και δεν επιδεχόταν έφεση. Οι περισσότεροι δικάζονταν σύμφωνα με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα. Ο ποινικός κώδικας του 1926 έκανε διάκριση μεταξύ των κοινών εγκλημάτων και των “αντιεπανα­στατικών”, τα οποία τιμωρούσε πολύ αυστηρότερα: “Όποιος ήταν φυλακισμένος με το άρθρο 58 του ποι­νικού κώδικα δεν είχε κανένα δικαίωμα. Κι αν πέθαινες και αν σε σκότωναν δεν έδιναν λογαριασμό σε κανένα”.[31] Το άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα της ΕΣΣΔ, που αποτελούνταν από δεκατέσσερα αρθρίδια, αναφερόταν σε “εγκλή­ματα κατά του κράτους”. Ο Ποινικός Κώδικας κατασκευάστηκε σαν “ταξικό όπλο” κατά του οιουδήποτε ήταν ακόμη και ελάχιστα ύποπτος για το σοβιετικό καθεστώς. Με βάση αυτόν τον Ποινικό Κώδικα όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι κατηγορούνταν για ποινικά αδικήματα. Για παράδειγμα το 58-9 ήταν το “στρατιωτικό σαμποτάζ”, το 58-10-11 σήμαινε “στοιχείο βλαβερό για την κοινωνία”. Η παράγραφος β’ του αρθριδίου 1 του άρθρου 58 (58 1-β) αναφερόταν στο αδίκημα της “προδοσίας της Πατρίδας”. Σύμφωνα με αυτήν, οι πράξεις που συντελούσαν στη μείωση της στρατιωτικής ισχύος της ΕΣΣΔ τιμωρούνταν με τουφεκισμό. Το αρθρίδιο 11 αναφερόταν σε δράση προετοιμασμένη από κάποια οργάνωση και στη σύσταση συμμορίας για την τέλεση αδικήματος Συνήθως το αρθρίδιο 11 συμπλήρωνε τις βασικές κατηγορίες του αρθριδίου 1. Το άρθρο 58 χρησιμοποιήθηκε για όλες τις περιπτώσεις εξόντωσης των εσωκομματικών αντιπάλων της κυρίαρχης ομάδας στο Κομμουνιστικό Κόμμα.[32]

     Στις καταδικαστικές αποφάσεις υπήρχαν χαρακτηρισμοί σε κωδικοποιημένη μορφή, όπως “Κοινωνικά επιβλαβές στοιχείο” ή “Κοινωνικά επικίνδυνο στοιχείο” ή “Αντεπαναστατική προπαγάνδα” ή “Αντισοσιαλιστική προπαγάνδα” ή “Προδοσία πατρίδας” ή “Αντε­παναστατική δράση” ή “Τρομοκρατική δράση” ή “Υποψία κατασκοπείας” κ.λπ.. Με τον τελευταίο καταδικάζονταν όσοι είχαν ζήσει κάποτε στο εξωτερικό ή είχαν συγγενείς και διατηρούσαν μαζί τους αλληλογραφία. Ειδικά για πολλούς Έλληνες, η αλληλογραφία που διατηρούσαν με συγγενείς τους στην Ελλάδα, στάθηκε ο κύριος λόγος της σύλληψής τους.[33] Συνελάμβαναν ακόμα και συλλέκτες γραμματοσήμων, οι οποίοι αλληλογραφούσαν με την Ελλάδα για τις ανάγκες της συλλογής τους.[34] Μερικές διατάξεις του κώδικα του 1926 νομιμοπ­οιούσαν τη σύλληψη και την καταδίκη ανθρώπων που δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα. Πολλές φορές, πλάι στον χαρακτηρισμό, έμπαινε η επιπλέον ένδειξη “Τροτσκιστής”.[35] Απ’ ότι γνωρίζουμε, για την πλειονότητα των συλληφθέντων Ελλήνων στην Αμπχαζία χρησιμοποιήθηκε αυτή η κατηγορία.[36]

Η εξόντωση της ελληνικής ηγεσίας

      Oι μεγαλύτερης έκτασης συλλήψεις Ελλήνων έγιναν στην κοιλάδα του Κουμπάν, στη Νότια Ρωσία, όπου υπήρχε μια σμαντική Αυτόνομη Ελληνική Περιοχή.[37] Η Ελληνική Περιοχή εξακολουθούσε να υπάρχει τυπικά μέχρι την άνοιξη του 1938, οπότε αποφασίστηκε η πλήρης κατάργησή της και επανασυστάθηκε η Περιοχή Κριμσκ (Κρίμσκι Ραγιόν) και εδραιώθηκε η απόλυτη κυριαρχία των Κοζάκων. Η μυστική αστυνομία συνέλαβε μαζικά τους Έλληνες άνδρες από 16 ετών και άνω. Στην περιοχή αυτή δεν υπήρχε ελληνική οικογένεια που να μην είχε θύματα.[38] Οι επιζώντες θυμούνται έντονα τις σκηνές των συλλήψεων και των πορειών των συλληφθέντων με τη συνοδεία έφιππων αστυνομικών.[39] Οι  αρχές γύριζαν από σπίτι σε σπίτι στις ελληνικές κοινότητες και κατείσχαν τα πάντα, ελληνικά διαβατήρια, φωτογραφίες και γράμματα από την Έλλάδα. Οι Έλληνες κάτοικοι της περιφέρειας του Κρασνοντάρ, όπου έγιναν οι μεγαλύτερες συλλήψεις, εγκατέλειπαν τα σπίτια τους τρομοκρατημένοι και κατέφευγαν σε σπίτια ντόπιων για να σωθούν. Η κύρια κατηγορία που απαγγέλθηκε στην Ελληνική Περιοχή ήταν ότι οι κάτοικοί της ανήκαν σε παράνομες ελληνικές εθνικιστικές οργανώσεις, που στόχευαν στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και στη δημιουργία ελληνικής δημοκρατίας στη νότια Ρωσία. Τα στοιχεία των περισσότερων από τα 77 μέλη μιας από τις ομάδες που συνελήφθησαν, έχουν έρθει ήδη στο φως. Ολοι κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο, εκτός από δύο οι οποίοι καταδικάστηκαν σε δεκαετή κάθειρξη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. H κατηγορία ήταν ότι ίδρυσαν μια “Ελληνική, αντεπαναστατική, εθνικιστική, αποσχιστική, τρομοκρατική, κατασκοπευτική οργάνωση”[40]. Οι ηγέτες της Ελληνικής Περιοχής δεν ανήκαν στη συγκεκριμένη ομάδα αλλά σε κάποια άλλη με τους ίδιους στόχους, όπως φαίνεται από τα ντοκουμέντα αποκατάστασης που δόθηκαν πολύ αργότερα στις οικογένειές τους. Οι συλληφθέντες βασανίζονταν για να ομολογήσουν τη συμμετοχή τους. Οι καταθέσεις που αποσπάστηκαν με βασανιστήρια ήταν ένα σύνολο ομολογιών και κατηγοριών κατά των άλλων συγκρατουμένων. Όλοι ομολόγησαν ότι με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να σαμποτάρουν και να διαλύσουν το σοβιετικό κράτος και ότι επιθυμούσαν την ίδρυση ελληνικής δημοκρατίας στη νότια Ρωσία.[41] Με τον ίδιο τρόπο καταστράφηκαν και οι ολιγομελείς ελληνικές κοινότητες της Κεντρικής Ασίας, απ’ όπου συνέλαβαν σχεδόν όλους τους άνδρες.[42]

     Η πρακτική των προληπτικών συλλήψεων, δίχως να υπάρχει συγκεκριμένη δράση κατά του κράτους, έβρισκε την τεκμηρίωσή της από σταλινικούς νομομαθείς. Ένας από αυτούς, ο Α. Piontkowsky, αναφέρει: “… είναι απαραίτητο να εφαρμόζονται αναγκαστικά μέτρα σε άτομα που δεν έχουν διαπράξει έγκλημα, αλλά που για τον ένα ή άλλο λόγο, όπως την προηγούμενη δράση τους ή τους δεσμούς τους με κάποιο εγκληματικό περιβάλλον, είναι κοινωνικά επικίνδυνα”.[43] Οι συνέπειες αυτής της άποψης ήταν εξαιρετικά οδυνηρές για τον ελληνικό πληθυσμό. Ένα ποντιακό τραγούδι εκείνης της περιόδου περιγράφει την εφαρμογή της συγκεκριμένης άποψης:

Στείλνε σε και την παβέσκα
προσκαλούνε σε.
Πας λες τα παράπονα σ’,
ατοίν ‘κι ακούνε σε.
Στείλνε σε σην εξορίαν
σο Σιμπήρ μακρά
ορφανίουνταν οι γυναίκ’ς,
τα μικρά”.[44]


     Με εντολή του γενικού εισαγγελέα της ΕΣΣΔ Βισίνσκι οι θανατικές καταδίκες συμπληρώνονταν με την υπόδειξη: “Με κατάσχεση όλων των περιουσιακών τους στοιχείων”. Έτσι άνοιξαν πολλά κρατικά καταστήματα, στα οποία πωλούνταν τα υπάρχοντα των καταδικασμένων.[45] Συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν ακόμα και επιστήμονες που ήταν αναγκαίοι στη στρατιωτική έρευνα, όπως ο Έλληνας Κ. Τσελπάν, ο οποίος είχε σχεδιάσει την περίφημη μηχανή του τανκ Τ-34.[46]

    Οι συλληφθέντες βασανίζονταν σκληρά για να δεχτούν να υπογράψουν την κατηγορία που τους βάραινε.[47] Άλλους τους κατηγορούσαν ότι έβρισαν τον Στάλιν,[48] άλλους ότι έκαναν κάποιο σαμποτάζ, ότι επιδείκνυαν αντισοβιετική συμπεριφορά ή ότι ήταν μέλη αντισοβιετικής οργάνωσης που είχε ως στόχο την ανατροπή της σοβιετικής κυβέρνησης.[49] Τα βασανιστήρια περιελάμβαναν σωματική και ψυχική βία.[50] Στα “πιστο­ποιητικά αποκατάστασης” που εκδόθηκαν μετά το 1956, όσοι εκτελέστηκαν ή καταδικάστηκαν σε πολυετείς καθείρξεις αποκαταστάθηκαν και οι κατηγορίες ακυρώθηκαν.[51] Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μαρτυρίες όσων επέζησαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης: “Πρώτα συνέλαβαν τους Ελληνες Πόντιους κομμουνιστές. Τους έβαζαν τα χέρια στη μέγγενη και τους έλεγαν: εσείς κάνετε τους κομμουνιστές για να δίνετε μυστικά στην Ελλάδα… Εμένα μόλις με έπιασαν, με πήγαν στη φυλακή του Κρασνοντάρ. Μου ζητούσαν να υπογράψω ότι ανατίναξα το γεφύρι στο Ταγκανρόκ. Εγώ δεν ήξερα ούτε που βρισκόταν αυτό… Το πόσο ξύλο έφαγα να υπογράψω ότι χάλασα το γεφύρι δε λέγεται. Με έβαλαν γυμνό σε μια μικρή κάμαρα να στέκω όρθιος. Οι τοίχοι γύρω ήταν γεμάτοι καρφιά. Δεν μπορούσες να ακουμπήσεις πουθενά. Εριχναν κρύο νερό πάνω μου. Πρήστηκα. Με έβγαλαν έξω να υπογράψω. Εγώ δεν υπόγραφα. Τότε άρχιζε το ξύλο… Με χτύπαγε ο ένας και μετά με πέταγε στον άλλο. Τα ίδια και αυτός, μέχρι που σωριαζόμουνα κάτω…”[52]

     Γενικά, οι Έλληνες που θεωρήθηκαν ότι ανήκαν στην ηγεσία της μειονότητας συνελήφθησαν ξαφνικά, χωρίς να ενημερωθούν οι συγγενείς τους γι’ αυτό. Οι συλληφθέντες δεν προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σύλληψη. Η αιτία της παθητικής τους συμπεριφοράς ήταν ότι τα θύματα δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το μηχανισμό των συλλήψεων, εφ’ όσον ήταν πιστοί στο κόμμα. Συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι ήταν δραστήρια μέλη αντεπαναστατικής κεφαλαιοκρατικής εθνικιστικής ομάδας, και κατά συνέπεια “εχθροί του λαού.’ Έτσι, όλους όσους δούλευαν στο τυπογραφείο του “Κομμου­νιστή” τους εμφάνισαν σαν ελληνική εθνικιστική ομάδα με επικεφαλής τον Χριστόφορο Κατσάλοφ, η οποία δρούσε εναντίον του σοβιετικού κράτους. Τους κατηγόρησαν ότι είχαν σχέσεις με τους Ιταλούς, τους Γιαπωνέζους και τους Γερμανούς κατασκόπους. Ότι χρησιμοποιούσαν το τυπογραφείο για να εξυπηρετούν αντεπαναστατικούς σκοπούς.[53] Στις προσπάθειες των συγγενών τους να ενημερωθούν για την τύχη των προσφιλών τους προσώπων συναντούσαν την αδιαφορία των αρμοδίων. Ήταν αδύνατον να πληροφορηθούν οτιδήποτε για την τύχη των συλληφθέντων. Μόνο με την αποσταλινοποίηση δόθηκαν κάποιες πληροφορίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές ήταν ανακριβείς. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της εκτέλεσης του συλληφθέντος αμέσως μετά τη σύλληψη, πληροφορούσαν την οικογένειά του ότι πέθανε από φυσικά αίτια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.[54]

     Η σύλληψη και η εκτέλεση ή η καταδίκη σε πολύχρονη κάθειρξη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν αρκετή στο καθεστώς. Οι οικογένειες των καταδικασμένων χαρακτηρίζονταν, ως “οικογένειες του εχθρού του λαού”, με αποτέλεσμα να υφίσταται διώξεις, όπως απόλυση από την εργασία, συλλήψεις και καταδίκες για ασήμαντους λόγους.[55] Την ίδια περίοδο εξοντώθηκε και ο Δ. Σακαρέλλος, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής της εφημερίδας Σπάρτακος, που εκδιδόταν στο Νοβοροσίσκ στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Ο Σακαρέλλος είχε αναλάβει, επίσης, επικεφαλής του ελληνικού δελτίου ειδήσεων στο ραδιοσταθμό της Μόσχας. Αργότερα είχε συμμετάσχει ως εθελοντής στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και εξαφανίστηκε με τις σταλινικές εκκαθαρίσεις.[56] Την περίοδο αυτή εξοντώθηκαν οι περισσότεροι από τους Ελλαδικούς κομμουνιστές, που είχαν καταφύγει για ιδεολογικούς λόγους στη Σοβιετική Ένωση.[57]

     Ακόμα και ασήμαντοι λόγοι χρησιμοποιούνταν για την καταδίκη κάποιου. Η Β. Μουρατίδου περιγράφει τη σύλληψη ενός Ρώσου, ο οποίος περίμενε τον Έλληνα φίλο του που είχε πάει στην ελληνική πρεσβεία της Μόσχας για ανανέωση των διαβατηρίων της οικογένειάς του. Ο Ρώσος συνελήφθη, και με την κατηγορία της κατασκοπείας καταδικάστηκε και εξορίστηκε στη Σιβηρία.[58] Ενας Έλληνας γιατρός, ο Αλεξανδρόπουλος, καταδικάστηκε με την κατηγορία ότι είχε αποκαλύψει στις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες ένα μικρό ψάρι, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την εξάλειψη των κουνουπιών σε περιοχές με έλη. Αυτό πoυ είχε συμβεί είναι ότι απλά είχε γράψει γι’ αυτό σε γράμμα που έστειλε στους συγγενείς του.[59]

     Είναι πιθανόν, κάποιες συζητήσεις στους κόλπους της ελληνικής διανόησης, που σχετίζονταν με την ύπαρξη ελληνικών αυτονομιών (Ελληνικές Περιοχές), να ερμηνεύτηκαν από τις σταλινικές αρχές ως σχέδιο συνομωσίας με στόχο τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν αποκλείεται, οι συζητήσεις μεταξύ των Ελλήνων στα πλαίσια της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ των εθνοτήτων, να είχε οδηγήσει και στη διατύπωση απόψεων που υπερέβαιναν τα διοικητικά όρια του σοβιετικού συστήματος μεσα στα οποία είχαν θεσμοθετηθεί οι ελληνικές αυτονομίες. Είναι όμως απίθανο οι σκέψεις αυτές να έπαψαν να έχουν περιθωριακό χαρακτήρα. Πάντως η ομάδα του “Κολεκτιβιστή” στη Μαριούπολη εξοντώθηκε με αυτή την κατηγορία. Η κατηγορία με την οποία καταδικάστηκε σε 10ετή καταναγκαστικά έργα ο Α. Δημητρίου ήταν ότι ήταν μέλος παράνομης οργάνωσης, η οποία προετοίμαζε την ανατροπή της Σοβιετικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση στις νότιες περιοχές της χώρας μιας Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο Δημητρίου πέθανε το 1938 στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, δουλεύοντας στα ορυχεία ουρανίου της Σιβηρίας.[60] Παρόμοια ήταν και η τύχη του μεγάλου Έλληνα Μαριουπολίτη ποιητή Γιώργου Κοστοπραφ.[61] Oι Έλληνες θρήνησαν:

Θε’μ’ το μιρ έκρυψες αφκακές σα λιθάρια
Ερούξαν και αραεύ’ ατό όλα τα παληκάρια.

Σ’ Ουκρανίας τα στέπια είναι πολλά ταφία,
ανοίξτε και τερέστε ‘τα, όλα νέϊκα παιδία.[62]

    
Στην Αμπχαζία οι συλλήψεις ξεκίνησαν αμέσως μετά τον εορτασμό των 15 χρόνων από τη δημιουργία της αυτόνομης δημοκρατίας. Είχε προηγηθεί το Δεκέμβριο του ’36 η δολοφονία του προέδρου της Αμπχαζίας Νέστορα Λακόπα του Απόλλωνα. Ο Λακόπα ήταν φιλελεύθερος και φιλέλληνας. Από πολλά χρόνια βρισκόταν σε σύγκρουση με τον Λ. Μπέρια. Η σύγκρουση των δύο ανδρών αντανακλά την σύγκρουση των εθνικών ομάδων στην Αμπχαζία, εφ’ όσον ο Λακόπα ήταν Αμπχάζιος και ο Μπέρια Γεωργιανός, της ομάδας των Μιγγρέλων.[63] H κατάργηση της αυτονομίας της Αμπχαζίας ήταν ένας από τους στόχους της ομάδας Μπέρια και μεθοδεύτηκε με τον εξής τρόπο: καταργήθηκε το καθεστώς σοσιαλιστικής δημοκρατίας και τέθηκε στους κατοίκους της Αμπχαζίας το δίλημμα αν θα ενσωματωθεί η περιοχή τους στην περιφέρεια Κρασνοντάρ της Ρωσίας ή θα εισέλθει στη Γεωργία με αυτόνομο καθεστώς. Επελέγη η δεύτερη λύση, η οποία θεωρήθηκε ως η λιγότερο κακή. Το επόμενο βήμα ήταν η απόπομπή του Λακόπα από την ηγεσία.[64] Ενας βοηθός του Μπέρια, ο Μαμούλοφ, ομολόγησε αργότερα ότι ένας από τους λόγους που ο Μπέρια είχε διαφωνήσει με τον Λακόπα, ήταν η προώθηση στελεχών από εθνότητες, όπως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι.[65]

     Μετά το θάνατο του Λακόπα άνοιξε ο δρόμος για την ανοιχτή εξόντωση των ανεπιθύμητων εθνοτήτων. Σε σύσκεψη καθοδηγητικών στελεχών δόθηκε εντολή στα στελέχη της NKVD να παρακολουθούν τους ελληνικής καταγωγής πολίτες. Η μυστική αστυνομία διαβεβαιώθηκε ότι ήταν καλυμμένη για οποιαδήποτε παράνομη πράξη εις βάρος των Ελλήνων. Έτσι, απαγορεύτηκε κατηγορηματικά η πρόσληψή τους σε υπεύθυνες θέσεις. Σε μεγάλο ποσοστό Ελλήνων αφαιρέθηκαν τα σοβιετικά διαβατήρια και στη θέση τους δόθηκαν ταυτότητες ατόμων απροσδιόριστης υπηκοότητας. Οι αρχές δε δέχονταν αιτήσεις Ελλήνων για απόκτηση της σοβιετικής υπηκοότητας. Ετσι άρχισαν οι μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις.[66] Τον Aύγουστο του 1937 απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες κατά της προηγούμενης ηγεσίας της Αμπχαζίας. Μεταξύ των πρώτων που συνελήφθησαν ως “εχθροί του λαού”, ήταν οι Έλληνες που κατείχαν κυβερνητικές θέσεις. Με την κατηγορία ότι συνομώτησαν να δολοφονήσουν το Στάλιν, συνελήφθησαν οι ακόλουθοι: Ο Κ. Σεμερτζίεφ, μέλος του ΚΚΣΕ, ο Φ. Αναστασιάδης, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της Γεωργίας, ο Νικόλας Δελαβέρης, απόφοιτος του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας, οργανωτής και καθηγητής του πρώτου πανεπιστημίου της Αμπχαζίας, ο Κ. Παρωτίδης, υπουργός Εμπορίου της δημοκρατίας αυτής, ο Ι. Σεμερτζίεφ, υπουργός Υγείας κ.α.[67] Ο γενικός γραμματέας της Αμπχαζίας Ν. Λακόπα και μαζί του οι Μ. Τσαλμάζ, Μ. Λακόπα, Π. Ζαντάρια και οι τρεις Έλληνες χαρακτηρίστηκαν “τροτσκιστικο-φασιστικοί κακούργοι και πράχτορες, σπιούνοι και αντιπερισπαστές”[68]. Η θέση τους, καθώς και στη θέση των απολυμένων στελεχών, καλύφθηκε από Γεωργιανούς.[69]

    Στις συλλήψεις συμμετείχαν και Έλληνες συνεργάτες της μυστικής αστυνομίας. Το κύμα συλλήψεων εξαπλώθηκε και στα ελληνικά χωριά της περιφέρειας. Μόνο από το χωριό Κούμα συνέλαβαν 75 άτομα. Για τις συλλήψεις αυτές οι κάτοικοι θεωρούν υπεύθυνο κάποιο Η. Παπαδόπουλο, “νατσάλνικ”, δηλαδή “αρχηγό”, της GPU, ο οποίος επίσης εξορίστηκε δύο χρόνια αργότερα.[70] Οπως γράφουν οι ίδιοι οι καταδιωγμένοι, “… είχαν κοπεί οι γέφυρες της επιστροφής στην εθνική μας πατρίδα και ο λαός μας ζούσε χωρίς ελπίδα για σωτηρία, η μοίρα του ήταν προδιαγραμμένη”.[71] Όσοι καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα, στάλθηκαν στη Σιβηρία, όπου οι κρατούμενοι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες ζωής, αντιμετώπιζαν το υπερβολικό κρύο και τη βία των φυλάκων. Χρησιμοποιούνταν σαν δωρεάν εργατική δύναμη.[72] Οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα δούλευαν σκληρά, από 12 έως 16 ώρες, κάθε μέρα.[73] Η έλλειψη ικανοποιητικής διατροφής τους αποδεκάτιζε. Οι κρατούμενοι που έχαναν το φως τους ή αρρώσταιναν βαριά, εκτελούνταν από τους φρουρούς.[74] Τα περισσότερα στρατόπεδα βρίσκονταν στην Βορκουτά, στην Καμτσάτκα, στη Σαχαλίνη, στο Ιρκούτσκ και στο Μαγκαντάν της Κολιμά.[75] Ενας από τους επιβιώσαντες, ο Παύλος Κερδεμελίδης, περιγράφει το πώς μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βορκουτά:

    “Το 1939 μας φόρτωσαν 25.000 άτομα και μας πήγαν στη Σιβηρία. Εκεί ήταν δάση. Μας έβαλαν και ανοίξαμε δρόμο και φτάσαμε σε μια πεδιάδα. “Εδώ θα μείνετε” μας είπαν. Μέσα στο δάσος, δίχως σπίτια, δίχως  τίποτα,  μέσα  στο χιόνι…Ετσι σε έξη μήνες από 25.000 μείναμε 600… Μας πήγαιναν για δουλειά τέσσερις-τέσσερις. Γύρω ήταν φαντάροι με όπλα και σκυλιά. Αν έκανες ένα βήμα δεξιά ή ένα βήμα αριστερά πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση.”

     Σε μερικές περιοχές της Σιβηρίας, της Σαχαλίνης και της Κεντρικής Ασίας δημιουργήθηκαν ελληνικές κοινότητες, με βάση τους Έλληνες που είχαν επιζήσει από τα στρατόπεδα και δεν επέστρεψαν μετά την απελευθέρωσή τους. Ίσως το μεγαλύτερο παράδειγμα κοινότητας τέτοιου τύπου να είναι στο Κιζίλ Κιά του Κιργιζιστάν, που δημιουργήθηκε από εξόριστους της περιοχής Κρασνοντάρ.[76] Εμφανίστηκαν περιπτώσεις Ελλήνων οι οποίοι, φοβούμενοι ότι συμπεριλαμβάνονταν στους καταλόγους των εκτοπισμένων στη Σιβηρία, δραπέτευσαν από την Σοβιετική Ένωση και έφτασαν στην Ελλάδα με περιπετειώδη τρόπο. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν οι αδελφοί Στρατηγόπουλοι, παλιοί ευγενείς από την Ουκρανία. Διέφυγαν από την Πολωνία και κατάφεραν να φθάσουν στην Ελλάδα μετά από επεισοδιακό ταξίδι πολλών μηνών.[77]

     Στην Αθήνα το Σωματείο των εκ Ρωσίας Ελλήνων κάλεσε, το Φεβρουάριο του 1938, την “Σεβαστήν Κυβέρνησιν” να ασχοληθεί με το τεράστιο προσφυγικό πρόβλημα και να “… στρέψη το πατρικόν, το στοργικόν βλέμμα και προς το τμήμα τούτο του Πανελληνίου, το οποίον εσυνήθισεν από της υπάρξεώς του να προσφέρει πάντοτε υπέρ της Εθνικής ιδέας χωρίς να ζητή τίποτε”. Το σωματείο ανέφερε ότι ο ανδρικός πληθυσμός από ηλικία 17 ετών και άνω, κυρίως των παράλιων πόλεων και χωριών του Καυκάσου, εκτοπίσθηκε ολόκληρος, οι φυλακές γέμισαν από δεκάδες χιλιάδες και οι οικογένειές τους βρίσκονται σε πολύ άσχημες συνθήκες. Το σωματείο ζητούσε την κατάργηση της απόφασης του υπουργικού συμβούλιου που περιόριζε τις αφίξεις των Ελλήνων από τη Ρωσία και παράλληλα την άρση κάθε περιοριστικού μέτρου για την κάθοδο στην Ελλάδα όλων των ομογενών. Δήλωνε ότι κάθε άλλη λύση που θα είχε έστω και χαλαρούς περιορισμούς, “… δεν θα είναι ανάλογος προς την σοβαρότητα του ζητήματος, το οποίον αφορά την υπόστασιν δεκάδων χιλιάδων ομογενών”.[78]

     Σε υπόμνημα που επιδόθηκε στον τότε πρωθυπουργό δινόταν η πληροφορία ότι μόνο από τις φυλακές Οδησσού είχαν ήδη αποσταλεί στην Σιβηρία 1.500 Έλληνες. Οι διώξεις ερμηνεύτηκαν ως συνέπεια της επικράτησης του καθεστώτος του Μεταξά στην Ελλάδα. Το υπόμνημα καλούσε τον πρωθυπουργό να ακούσει το “ρόγχον… των θνησκόντων εν ταις απαισίαις φυλακαίς των εις Σιβηρίαν εξορίστων”. Στο υπόμνημα ζητούσαν, επίσης, την άμεση κάθοδο στην Ελλάδα των οικογενειών των εξορισμένων στη Σιβηρία. Τέλος, καταγγέλονταν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες “… επιμελώς απέφευγον να θίγωσι το ζήτημα της απορροφήσεως βαθμιαίως μερικών δεκάδων χιλιάδων προσφύγων της Ρωσίας”.[79]

     To Σωματείο προειδοποιούσε ότι “… θα ευρεθώμεν τάχιστα προ του τρομακτικού γεγονότος να ίδωμεν όλας τας Ελληνικάς εν Ρωσία οικογενείας ακεφάλους, των αρχηγών φυλακιζομένων ή εξορισμένων”.[80] Το φαινόμενο του αποκεφαλισμού των ελληνικών οικογενειών και της διάλυσής τους ήταν έντονο κατά την περίοδο των διώξεων.[81] Αυξήθηκε, επίσης, η ανεργία στους κόλπους των Ελλήνων, καθώς οι Έλληνες, σε μεγαλύτερο ποσοστό από τις υπόλοιπες εθνότητες, είχαν χάσει τις δουλειές τους.[82] Οι Έλληνες δάσκαλοι αναγκάστηκαν να αλλάξουν επάγγελμα. Για παράδειγμα ο Μανόλης Μυταφίδης, ο οποίος ήταν διευθυντής στο 10τάξιο ελληνικό σχολείο του Σοχούμι αφού απολύθηκε από τη θέση του διορίστηκε σαν λογιστής σε κολχοζ στο ελληνικό χωριό Αζάντα.[83] H πλειοψηφία των Ελλήνων του Πόντου θεωρούσε τις σταλινικές διώξεις συνέχεια της γενοκτονίας που είχε υποστεί στην ιστορική του πατρίδα, τον Πόντο, από τους νεότουρκους εθνικιστές. Για πολλά χρόνια τραγουδούσαν οι πρόσφυγες στα γλέντια τους και τα πικρά τραγούδια για τις διώξεις που υπέστησαν από το σταλινισμό.[84]  Ένα απ’ αυτά είναι το παρακάτω.


Από πα’ κι ασό κρεβάτ’ εμέν έσκωσαν.
Χωρίς λόγο, χωρίς κρισ’
εμέν μάνα σο καπίσ’ έχωσαν.
Ήβρα σύντροφους πολλούς
φίλ’ς και συγγενούς,
γεροντάδες, νεοντάδες
χωρίς χράμ’, χωρίς παράδες.

Τρεις την ώραν κουβαλούνε μας.
Σύρνε πάνω μας την φθείρα.
Ντο ‘κι ξέρω, ντο και ‘κι είδα ερωτούνε μας.
Κάθα γης πολλά άλλος το κορμίν ατ’ ξύζ’
άλλος αίμα φτύν’ άλλος ξεροβύχ’.

Ετελέθεν και ατό.
Η καμπανία: Δέκα χρόνια κάθε ίναν
εδέκανε σην κοτύλαν να γαζανίεν.[85]

     Οι διώξεις κατά των Ελλήνων πήραν τέτοια έκταση, ώστε ο πρέσβης της Βρετανίας στη Μόσχα δήλωσε ότι εάν η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης δεν άλλαζε πολιτική και δε σταματούσε τις συλλήψεις και τον εκτοπισμό των Ελλήνων, σύντομα θα έκλεινε το κεφάλαιο του ελληνισμού που είχε ανοίξει επτά αιώνες προ Χριστού.[86]

     Όσον αφορά τον αριθμό των θυμάτων, ο υπολογισμός του πραγματικού μεγέθους θα συναρτηθεί με τη δυνατότητα πράσβασης στα πρώην σοβιετικά αρχεία, καθώς και με τη μελέτη, τόσο των ελληνικών κοινοτήτων που ακόμα παραμένουν στον παλιό σοβιετικό χώρο, όσο και των διαφόρων προσφυγικών πληθυσμών που κατά καιρούς μετακινήθηκαν προς της Ελλάδα. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί μέχρι σήμερα, βασίζονται περισσότερο σε σχηματικές αναπαραστάσεις αφηγήσεων. Πάντως, οι υποθέσεις αυτές της σοβιετικής πλευράς, συμπίπτουν με αντίστοιχες ελληνικές,[87]  και δίνουν τον αριθμό των 50.000 για τους Έλληνες θύματα των σταλινικών διώξεων.[88]
 

____________________________________________


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου