__
__ |
Όταν έβρεχε, όταν χιόνιζε,όταν έρριχνε χαλάζι,βρισκόμουν αντιμέτωπος με το ακόλουθο δίλημμα. Να συνεχίσω να προχωράω ακουμπώντας στην ομπρέλλα μου και να γίνω μούσκεμα ή να σταματήσω και να προφυλαχτώ κάτω από την ανοιχτή μου ομπρέλλα;
Όπως τόσα και τόσα διλλήματα έτσι κι αυτό ήταν ψευδοδίλλημα.
Γιατί αφ' ενός μεν το μόνο που είχε απομείνει από το θόλο της ομπρέλλας μου ήταν μερικά κουρέλια που ανέμιζαν γύρω απ΄τις βέργες, και αφ' ετέρου θα μπορούσα να συνεχίσω να προχωράω, πολύ αργά, χρησιμοποιώντας την ομπρέλλα μου όχι πια σαν στήριγμα αλλά σαν υπόστεγο. Αλλά είχα τόσο πολύ συνηθίσει στην ιδέα, αφ' ενός μεν της τέλεια αδιάβροχης ακριβής μου ομπρέλλας και αφ' ετέρου της αδυναμίας μου να προχωρήσω χωρίς ν' ακουμπάω σ' αυτήν, που το δίλλημα παρέμενε ακέραιο, για μένα.
Θα μπορούσα φυσικά να φτιάξω ένα μπαστούνι, με ένα κλαδί, και να συνεχίσω το δρόμο μου, παρ' όλη τη βροχή, το χιόνι, το χαλάζι, ακουμπώντας στο μπαστούνι και κρατώντας την ομπρέλλα ανοιχτή από πάνω μου. Αλλά δεν το έκανα, δεν ξέρω γιατί. Αλλά όταν έπεφτε βροχή, και τα διάφορα άλλα που μας πέφτουν απ' τον ουρανό, εγώ συνέχιζα καμιά φορά το δρόμο μου ακουμπώντας στην ομπρέλλα, οπότε γινόμουν λούτσα. Αλλά τις πιο πολλές φορές σταματούσα επιτόπου, άνοιγα την ομπρέλλα από πάνω μου και περίμενα να περάσει η μπόρα. Οπότε γινόμουν πάλι λούτσα. Αλλά το θέμα δεν ήταν εκεί. Κι αν είχε αρχίσει ξαφνικά να βρέχει μάννα, εγώ πάλι θα περίμενα, ακίνητος, κάτω απ' την ομπρέλλα μου, να σταματήσει, πριν τρέξω να επωφεληθώ. Κι όταν το χέρι μου κουραζόταν να κρατάει την ομπρέλλα ψηλά, τότε την έδινα στο άλλο χέρι. Και με το ελεύθερο χέρι μου χτυπούσα κι έτριβα κάθε σημείο του σώματός μου που μπορούσα να φτάσω, για να μπορεί το αίμα να σταλάζει ελεύθερα, ή το περνούσα στο πρόσωπό μου, με μια κίνηση που μου ήταν χαρακτηριστική. Κια η μακριά μύτη της ομπρέλλας μου ήταν σαν δάχτυλο. Οι καλύτερες σκέψεις μου μου έρχονταν σ' αυτές τις στάσεις. Αλλά όποτε φαινόταν καθαρά πως η βροχή κ.τ.λ. δε θα σταμάταγε όλη μέρα ή όλη νύχτα, τότε υποχωρούσα μπρος στη λογική κι έφτιαχνα μια καλύβα της προκοπής. Αλλά δεν μ' άρεσαν πια οι καλύβες της προκοπής, αυτές με τα κλαδιά.
απόσπασμα από το βιβλίο του Samuel Beckett "Molloy" σε
μετάφραση Α.Παπαθανασοπούλου
εκδόσεις ύψιλον
από CaRiNa
__________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου