Χωρίς τίτλο, 1971 του Σι Τουμλι (Cy Twombly)
«Όταν εκθέτετε σε έναν ασθενή σας στις ερμηνείες σας, η μέθοδός σας ακολουθεί σε βάρος του τη διαβόητη αρχή: "Κορώνα κερδίζω, γράμματα χάνεις". Αν τυχόν συμφωνήσει τότε είναι εντάξει, αν όμως σας φέρει αντιρήσεις τότε αυτό αποτελεί ένδειξη αντίστασης. » S.F.
Πρόθεση της αναλυτικής εργασίας είναι, ως γνωστόν, να φέρει τον ασθενή στο σημείο να άρει τις απωθήσεις -υπό την ευρύτατη έννοια- της πρώτης περιόδου ανάπτυξής του, για να τις αντικαταστήσει με αντιδράσεις που θα ανταποκρίνονται σε μια κατάσταση ψυχικής ωριμότητας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, πρέπει να θυμηθεί ορισμένα βιώματα και τα συναισθήματα που αυτά του προκάλεσαν, πράγματα που τώρα είναι ξεχασμένα. Γνωρίζουμε ότι τα σημερινά του συμπτώματα και οι αναστολές του είναι επακόλουθα τέτοιων απωθήσεων, δηλαδή υποκατάστατα εκείνων που έχει ξεχάσει. Tι υλικά θέτει στη διάθεσή μας, ώστε με την εκμετάλλευσή τους να μπορέσουμε να τον οδηγήσουμε στην επανάκτηση των χαμένων αναμνήσεών του; Πολλά και διάφορα, αποσπάσματα αυτών των αναμνήσεων στα όνειρά του, που καθεαυτά έχουν απαράμιλλη αξία, αλλά κατά κανόνα είναι σοβαρά παραμορφωμένα από όλους τους παράγοντες που συμμετέχουν στη διαμόρφωση του ονείρου· ιδέες που παράγει, καθώς αφήνεται "στους ελεύθερους "συνειρμούς", μέσα στις οποίες μπορούμε να βρούμε νύξεις για απωθημένα βιώματα και παράγωγα των καταπιεσμένων συναισθηματικών παρορμήσεων, καθώς και των αντιδράσεων σε αυτές· τέλος, νύξεις αναπαραγωγών των συναισθημάτων που ανήκουν στο απωθημένο υλικό, εκδηλωνόμενες σε, περισσότερο ή λιγότερο, σημαντικές πράξεις του ασθενούς μέσα και έξω από τις αναλυτικές συνεδρίες. 'Εχουμε αποκτήσει την εμπειρία ότι η σχέση μεταβίβασης που δημιουργείται προς τον αναλυτή, είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την επάνοδο τέτοιων συναισθηματικών σχέσεων. Aπό αυτή την πρώτη ύλη -όπως θα λέγαμε- πρέπει να παραγάγουμε αυτό που επιθυμούμε.
Tο επιθυμούμενο είναι μια αξιόπιστη και, από κάθε ουσιαστική πλευρά, πλήρης εικόνα των ξεχασμένων χρόνων της ζωής του ασθενούς. Eδώ όμως, πρέπει να θυμηθούμε ότι η αναλυτική εργασία αποτελείται από δύο εντελώς διαφορετικά μέρη, ότι εκτελείται σε δύο χωριστές σκηνές και γίνεται από δύο ανθρώπους, καθένας από τους οποίους έχει άλλη αποστολή. Mπορεί κανείς να αναρωτηθεί στιγμιαία γιατί δεν έχει ήδη επισημανθεί αυτό το βασικό γεγονός, αλλά αμέσως σκέφτεται ότι τίποτε δεν του αποσιωπήθηκε, ότι πρόκειται για κάτι γενικά γνωστό, για ένα τρόπον τινά αυτονόητο γεγονός, που μόνον εδώ και για έναν ειδικό σκοπό υπογραμμίζεται και αξιολογείται ξεχωριστά. Ξέρουμε όλοι ότι ο αναλυόμενος πρέπει να οδηγηθεί ώστε να ξαναθυμηθεί κάτι που έζησε και απώθησε, και οι δυναμικές συνθήκες αυτής της διαδικασίας είναι τόσο ενδιαφέρουσες ώστε το άλλο μέρος της εργασίας, η δουλειά του αναλυτή, έρχεται σε δεύτερη γραμμή. O αναλυτής δεν έζησε ούτε απώθησε τίποτε από τα ζητούμενα, δεν μπορεί να είναι δουλειά του να θυμηθεί κάτι. Ποια είναι λοιπόν η αποστολή του; Πρέπει να μαντέψει το ξεχασμένο υλικό από τα σημάδια που άφησε πίσω του ή, πιο σωστά, να το κατασκευάσει. Πώς, πότε και με ποιες επεξηγήσεις θα ανακοινώσει τις κατασκευές του στον αναλυόμενο, αυτό είναι που θα συνδέσει μεταξύ τους τα δύο κομμάτια της αναλυτικής εργασίας, το δικό του μερίδιο με εκείνο του αναλυομένου [...].
Εκ των υστέρων 1: 5-15, σελ. 5-6. © Εκ των υστέρων
__
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου