Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΟΜΕΙ ΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ





Η ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΟΜΕΙ ΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ
(Συνοπτική ανάγνωση του κειμένου του Λακάν, Η επιθετικότητα στην ψυχανάλυση)

 
Εισαγωγή και πλαίσιο μελέτης της έννοιας της επιθετικότητας
Το θέμα της σχέσης με τον άλλον και τα πάθη της θίγει σοβαρά και δομικά ερωτήματα σχετικά με το υποκείμενο και φωτίζει με θεμελιακό τρόπο την διαδικασία της υποκειμενοποίησης:  πώς δομείται και μέσα σε ποιες συντεταγμένες συγκροτείται και λειτουργεί ο ψυχισμός του υποκειμένου; Πώς προσδιορίζεται στην ψυχανάλυση η σχέση με τον άλλον; Ποιά είναι η θεμελιακή λειτουργία της και ποια τα πεπρωμένα αυτής της σχέσης με τον άλλον;
Διερευνώντας τους άξονές της σχέσης με τον άλλον, στηρίχθηκα στην προσέγγιση του θέματος της επιθετικότητας μέσα από το κείμενο του Λακάν Η επιθετικότητα στην ψυχανάλυση[i], του 1948. Μ’ αυτό το κείμενο, έχω την εντύπωση ότι ερχόμαστε στη βάση, στο θεμέλιο του ψυχισμού, εκεί που τα πράγματα πρωτοσυγκροτούνται και οργανώνονται, με τέτοιο τρόπο ώστε να επηρεάζουν και να ρυθμίζουν σε μεγάλο βαθμό την μετέπειτα ζωή και ανάπτυξη του ανθρώπου ως ομιλούν ον. Παράλληλα πρόδρομα λακανικά κείμενα στη μελέτη μου στάθηκαν το Στάδιο του καθρέφτη (1936) και τα Οικογενειακά συμπλέγματα (1938), στη βάση ενός λογικού αναδραστικού χρόνου και όχι ενός ιστορικού, χρονολογικού χρόνου.

Στόχος: Η μελέτη και διερεύνηση της έννοιας της επιθετικότητας. Ποιες είναι οι παράμετροι της επιθετικότητας, ποια η σημασία της στον ψυχισμό; Κι ακόμα, κύριο μέλημα στην ψυχανάλυση, για ποιο λόγο τη μελετάμε και πώς γίνεται να της προσδώσουμε επιστημονικότητα, διαμορφώνοντάς την με τέτοιο τρόπο, ώστε να την καταστήσει μια έννοια προς επιστημονική χρήση, ιδιαιτέρως, στο πλαίσιο της αναλυτικής κλινικής.
Βασική ιδέα: Ο Λακάν μελετά την επιθετικότητα αθρώνοντάς την σε 5 άξονες-θέσεις. Μέσα από τη μελέτη αυτών των θέσεων, θα ερευνήσει την υποκειμενικότητα και τις θεμελιακές διαστάσεις της, τόσο τις ενδοψυχικές, ιδιαίτερες για κάθε υποκείμενο, όσο και τις συλλογικές και πολιτισμικές μέσα στις οποίες αυτό ζει και εξελίσσεται. Βρισκόμαστε στην εποχή της λογικής του σημαίνοντος, όπου το ασυνείδητο δομείται ως γλώσσα, αλλά και του σταδίου του καθρέφτη ως διαμορφωτή του υποκειμένου.  Συνεπώς, βρισκόμαστε πολύ μακριά από την υπόθεση της επιθετικότητα ως σύμπτωμα που χρήζει θεραπείας. Η επιθετικότητα ανήκει στην τάξη του συμπτώματος, στο είναι του υποκειμένου και  αποτελεί θέμα δομής και ψυχικής οργάνωσης.
Πλαίσιο: Το πλαίσιο δίνεται από την ίδια την ψυχαναλυτική εμπειρία. Η εμπειρία της ψυχανάλυσης είναι μια εμπειρία που στηρίζεται στην τεχνική της φροϋδικής επινόησης. Ο Λακάν, μετά τον Φρόιντ, επιστρέφει στον Φρόιντ, όχι για να παγιώσει την φροϋδική τεχνική, αλλά για να ανοίξει τα ερωτήματα που προκύπτουν και τις βασικές αρθρώσεις της, καθιστώντας την ψυχανάλυση ένα ανοιχτό σύστημα που κάθε φορά επιτρέπει να παραχθεί εκ νέου η γνώση της.
Καταρχήν, η ψυχανάλυση ανατρέπει την έννοια του μοντέρνου υποκειμένου και το ορίζει με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι άλλα επιστημικά πεδία. Προσεγγίζοντάς το μέσα από το λόγο, μέσα απ’ την ίδια του την ομιλία, του επιτρέπει να εκδηλωθεί ως ένα υποκείμενο απευθυνόμενο σ’ ένα άλλο υποκείμενο. Ο αναλυόμενος απευθύνεται στον αναλυτή. Στη φυσική επιστήμη, το υποκείμενο καταγράφεται με συσκευές, τοποθετείται σε κλίμακες κι άρα, υπόκειται στην πιθανότητα του λάθους, του σφάλματος στην ανάγνωση του αποτελέσματος, αλλά και στο κοινό νόημα για όλα τα υποκείμενα. Στην ψυχανάλυση, όμως, το νόημα της εμπειρίας είναι το ίδιο, αξεχώριστο, για όλα τα υποκείμενα. Αντίθετα, στην ψυχανάλυση, μόνο ένα υποκείμενο μπορεί να καταλάβει ένα νόημα. Και στην ψυχαναλυτική εμπειρία το υποκείμενο δίνει το δικό του νόημα, το ιδιαίτερο και προσωπικό νόημά του. Υπάρχει σαφής σύνδεση με την κλινική του ιδιαίτερου του υποκειμένου.
Ο Φρόιντ έθεσε τους κανόνες της ψυχαναλυτικής εμπειρίας. Τους κανόνες αυτής της συνάντησης των δυο υποκειμένων, το ένα εκ των οποίων παίζει το ρόλο μιας «ιδεώδους α-προσωπικότητας», μας λέει. Α-προσωπικότητα, σημαίνει, αφενός,  ότι αυτό το ένα υποκείμενο, του αναλυτή, δεν λογαριάζεται ως πρόσωπο, δηλαδή ως υποκείμενο μέσα σ’ αυτό το διάλογο· -α- στερητικό λοιπόν, κι αφετέρου, εδώ, συναντάμε αυτό το -α- του μικρού αντικειμένου, που ο Λακάν θα συγκροτήσει αργότερα στη διδασκαλία του.  Αυτό το μικρό αντικείμενο -α- είναι ακριβώς αυτό που ενσαρκώνει ο αναλυτής μέσα στην αναλυτική εμπειρία.

Επιθετικότητα και ψυχανάλυση
Η ψυχανάλυση είναι μια εμπειρία που φέρνει στο φως τις κρυφές προθέσεις του υποκειμένου. Τι σημαίνει πρόθεση; Ακούω στη λέξη: προ-θέση, δηλαδή τη θέση την προηγούμενη του υποκειμένου, με την οποία έρχεται στην ανάλυση. Ή αλλιώς, τη θέση που το σύμπτωμά του τού δίνει. Αυτό διαβάζουμε στο συμβολικό νόημα που φέρει το σύμπτωμά του. Η ανάλυση είναι μια διαδικασία όπου το υποκείμενο μιλά και μέσα από το λόγο του, ξετυλίγει την αλυσίδα των σημαινόντων του και δίνει νόημα στο σύμπτωμά του, σ’ αυτό που του συμβαίνει.
Ο αναλυόμενος προσπαθεί, ως επί το πλείστον, να αφήσει κατά μέρος τις άμυνές του και να μιλήσει για τη σκοπιμότητα και τις σκοτεινές προθέσεις του. Αναρωτιέται τι υπάρχει εκεί, πίσω από συμπεριφορές, αρνήσεις, αποτυχίες και φτάνει να ομολογήσει τις σπουδαιότερες φαντασιώσεις και επιθυμίες του. Η ανάλυση είναι μια ιδιαίτερη αφήγηση, που, εκτός απ’ το περιεχόμενο των λόγων και το νόημά τους, στοχεύει τον τρόπο, την εκφορά: μεταπτώσεις της φωνής, παύσεις, δισταγμοί, παραδρομές, ανακρίβειες, απουσίες, παράπονα, μομφές, φόβοι, θυμοί. Όλα αυτά είναι τα συστατικά των προθέσεών του. Εκεί, ανιχνεύεται η επιθετική πρόθεση, έτσι όπως εκδηλώνεται στην ανάλυση. Και η ανάλυση, αντίθετα από άλλες συναναστροφές, χρειάζεται να επιτρέψει στην επιθετική πρόθεση να αναδυθεί, να εκδηλωθεί, να ξεδιπλωθεί, γνωρίζοντας ότι είναι εκείνη που «κατατρώει, υποσκάπτει, διαλύει, ευνουχίζει» κι έχει τις λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές επιπτώσεις της στη ζωή του υποκειμέν0υ και το περιβάλλον του. Ο αναλυτής δεν την περιορίζει, ούτε την αναγκάζει να σωπάσει, αλλά την επιτρέπει θέτοντάς την συγχρόνως υπό ακρόαση και υπό εξέταση, ακριβώς γιατί γνωρίζει τη δομική της σημασία. Άλλωστε, «ο διάλογος από μόνος του συνιστά παραίτηση από την επιθετικότητα», θα μας πει ο Λακάν. Ένδειξη σπουδαίας κλινικής και θεραπευτικής αξίας προς τον αναλυτή, ο οποίος ζητά απ’ το υποκείμενο να ξεδιπλώσει, μέσα από την αφήγηση της ιστορίας του, τις «τυφλές του σκοπιμότητες», τις προθέσεις, τα κίνητρά του και να θεραπευτεί από τη σιωπή με την οποία ασυνείδητα τα καλύπτει.

Η imago της επίθεσης και η σημασία της
Η ψυχανάλυση, από την γέννησή της, ασχολήθηκε με την εικόνα και τη δύναμή της. Αφετηρία της ήταν η παιδευτική, διαμορφωτική θεμελιακή λειτουργία που έχει η εικόνα στο υποκείμενο. Η λέξη «εικόνα» προέρχεται από το ρήμα είκω = μοιάζω. Εικόνα είναι αυτό που μοιάζει…
Τι είναι όμως η εικόνα; Ο Λακάν δίνει ένα ψυχαναλυτικό ορισμό της λέξης: εικόνες είναι αυτές που καθορίζουν τις «ατομικές αποχρώσεις των τάσεων του ανθρώπου και που αποτελούν παραλλαγές των καλουπιών, καλούπια τα οποία λειτουργούν πάνω στα ίδια τα ένστικτα». Σ’ αυτά τα καλούπια δίνουμε μια αρχαϊκή ονομασία : τα ονομάζουμε imagoς. Ανάμεσα σ’ αυτές, υπάρχει και μια δομική κατηγορία: η imago του τεμαχισμένου σώματος, φορέας των επιθετικών προθέσεων. Πρόκειται για εικόνες ευνουχισμού, ακρωτηριασμού, διάρρηξης, καταβρόχθισης, ξεκοιλιάσματος, διαμελισμού. Πρόκειται για εικόνες που σημαδεύουν τη σχέση του ανθρώπου με το ίδιο του το σώμα. Αυτό το σημάδεμα έχει τις διάφορες εκδηλώσεις του, από τις μυθοπλασίες και τα παιχνίδια των μικρών παιδιών – όπως η ξεκοιλιασμένη κούκλα που έχει αποκεφαλιστεί ή της έχουν βγάλει  τα μάτια – έως το τατουάζ, την περιτομή και το «αυθαίρετο προκρούστειο φαινόμενο της μόδας», που δεν σέβεται τις φυσικές γραμμές του σώματος. Άμεση λοιπόν συνέπεια της δομικής αξίας αυτής της imago είναι η επαναδραστηριοποίησή της μέσα στο ασυνείδητο του υποκειμένου, κάθε φορά που εντοπίζεται η επιθετική πρόθεση.
Στην ψυχανάλυση, η επιθετική πρόθεση επαναδραστηριοποιείται. Η θέση του αναλυτή, εδώ, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη. Δεν απαντά στις εκδηλώσεις της επιθετικής πρόθεσης, δεν αντιδρά, δεν της δίνει στήριγμα. Ακούει τον ασθενή, με την φροϋδική ουδετερότητα δίνοντας την κυμαινόμενη προσοχή του, δεν στέκεται απέναντί του ως ένας άλλος όμοιος. Δεν αντιδρά, όμως, δεν σημαίνει ότι μένει και αδρανής. Αντίθετα, καθοδηγεί τη θεραπεία, δεν προσβάλλει κατά μέτωπο, αλλά εισάγει αυτό που ο Λακάν αποκαλεί «κατευθυνόμενη παράνοια». Η ψυχανάλυση είναι μια διαδικασία που επιχειρεί να προσεγγίσει το φαντασιακό χώρο του υποκειμένου και να μπορέσει να κάνει το υποκείμενο να προβάλλει αυτά που η Κλάιν ονομάζει «εσωτερικά κακά αντικείμενα». Άλλωστε, η αναλυτική πρακτική απευθύνεται στο φαντασιακό χώρο, εκεί που δομούνται τα συμπτώματα ως «αποκλεισμένες νησίδες», εκεί που βρίσκεται το υποκείμενο του ασυνειδήτου. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Λακάν σ’ αυτό το κείμενο, η οποία προτρέπει τον αναλυτή να προσφέρει στο υποκείμενο τον εαυτό του ως ένα «καθαρό καθρέφτη μιας επιφάνειας χωρίς ανωμαλίες»!, έτσι ώστε να συλλαμβάνονται στην κλινική οι τάσεις και οι προθέσεις του αναλυόμενου με περισσότερη σαφήνεια και καθαρότητα.

Επιθετική τάση και ναρκισσισμός
«Η επιθετικότητα είναι η τάση που σχετίζεται με ένα τρόπο ταύτισης που ονομάζουμε ναρκισσιστικό, που προσδίδει τη μορφολογική δομή του ανθρώπινου εγώ και τον κατάλογο των οντοτήτων, χαρακτηριστικό του κόσμου του», μας λέει ο Λακάν με την 4η θέση του για την επιθετικότητα. Έτσι, περνά από την επιθετική πρόθεση στην τάση επίθεσης. Η επιθετικότητα είναι η τάση, μας λέει. Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή την τάση επίθεσης, άραγε;
Μπορούμε βέβαια να την αναγνωρίσουμε σε ορισμένες κλινικές περιπτώσεις με εύγλωττο τρόπο. Μας έχει ήδη εισάγει σ’ αυτό από τον καιρό της διδακτορικής μελέτης του, παρουσιάζοντας την περίπτωση Εμέ, μια παράνοια αυτό-τιμωρίας. Εκεί μας μιλά αρκετά για αυτή την τάση επίθεσης που κατατρώει αυτή τη γυναίκα με μια ένταση και ένα άγχος που κατακλύζει ολόκληρη την ύπαρξή της, ώσπου να φτάσει στην πράξη. Την επιθετική πράξη, που έρχεται ως λύση στο μίσος και το παραλήρημα που έχει κατασκευάσει. Η περίπτωση της Εμέ καταδεικνύει τη σπουδαιότητα και τη θεμελιακή σημασία που έχει η τάση επίθεσης στην παρανοειδή ψύχωση, μέσα από την οποία ο Λακάν μελετά τη δομή του ψυχισμού, τόσο στην ψύχωση, αλλά όσο και στη νεύρωση.
Ποιο είναι λοιπόν το «κακό», αυτός ο σκοτεινός τόπος του υποκειμένου  και ποιες μορφές μπορεί να  πάρει και να οδηγήσει τις επιθετικές τάσεις στην έκρηξη της πράξης, στην επίθεση και το έγκλημα. Το υποκείμενο καταλογίζει στον άλλον την πρόθεση βλάβης κι αυτό κινεί τις αντιδράσεις του. Πρόκειται για πράξεις που εκτείνονται από τη δηλητηρίαση, παραδείγματος χάριν, με το δηλητήριο, ουσία που λειτουργεί σ’ ένα αρχαϊκό επίπεδο πρωτόγονου οργανικισμού, ή τα μάγια, η βασκανία, η τηλεπάθεια, που επιδρούν πάνω στο άτομο και το επηρεάζουν, έως τη σωματική ή/και νομική βλάβη, που μπορεί να βιωθεί ως εισβολή,  έως την καταδίωξη, τον εκφοβισμό, την κατασκοπεία, την εκμετάλλευση. Όλα αυτά μπορούν να μας κατατοπίσουν για τον τρόπο που οργανώνεται δομικά το εγώ και τα αντικείμενά του, δηλαδή με ποιόν ιδιαίτερο τρόπο συγκροτείται το εγώ του υποκειμένου.

Υποκειμενοποίηση και στάδια ανάπτυξης
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια της επιθετικότητας, είναι ανάγκη να σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται το εγώ. Δηλαδή, ποιους σταθμούς ακολουθεί στην ιστορία του και πώς αυτοί οι σταθμοί αντιπροσωπεύουν τα στάδια ταύτισης μέσα από τα οποία ακριβώς υποκειμενοποιείται. Για το λόγο αυτό, μελετάμε τα στάδια στο μικρό παιδί κι αναρωτιόμαστε γι’ αυτές τις πρώτες στιγμές του μικρού υποκειμένου.
Στην πρώιμη ηλικία, το παιδί λαμβάνει συνείδηση του εαυτού του μέσα από τον όμοιό του. Πρόκειται για μια κατάσταση που βιώνεται ως αδιαφοροποίητη. Είναι το ίδιο πράγμα το εγώ και ο άλλος. Αυτό το παρατηρούμε στις αντιδράσεις εκείνης της πρώιμης ζωής των 8 μηνών, όπου οι κινήσεις και οι αντιδράσεις του μικρού παιδιού είναι κατ’ εικόνα του άλλου. Ο Λακάν μιλάει για « συγχρονίες κατοπτρικής αιχμαλωσίας». Δεν υπάρχει ακόμα ο συντονισμός της κινητικής λειτουργίας. Δεν πρόκειται, ακόμα, για άσκηση εξουσίας πάνω στον άλλο, αλλά ούτε και για προστασία και οριοθέτηση εαυτού.
Η επιθετικότητα εδώ μπορεί να κατανοηθεί σε ένα πλαίσιο ενός ευρύτερου συντονισμού, στον οποίο υπάγονται λειτουργίες της τονικής και νευροφυτικής φύσης κάτω από μια σχετική κοινωνικότητα. Κοινωνικότητα η οποία έχει μεγάλη σημασία για τη συγκρότηση των ανθρώπινων συναισθημάτων και την έκφρασή τους. Για παράδειγμα, τα χτυπήματα και τα σκουντήματα που απευθύνονται στον άλλον αποτελούν στιγμές αυτής της πρώτης επιθετικότητας του παιδιού, και σχετίζονται με τη λειτουργική εικόνα του σώματός του, το οποίο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί κινητικά. Μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτές τις αντιδράσεις στο παιδί μπροστά στον καθρέφτη, ή επίσης απέναντι σε άλλα παιδιά συνήθως ίδιας ηλικίας. Πρόκειται για την πρώτη αιχμαλωσία από την εικόνα. Είναι η πρώτη στιγμή της διαλεκτικής των ταυτίσεων.
Στο στάδιο του καθρέφτη, έχουμε το φαινόμενο της αναγνώρισης: το παιδί αναγνωρίζει την εικόνα του στον καθρέφτη. Αισθάνεται αυτή τη χαρά, την αγαλλίαση αυτής της συνάντησης με την εικόνα του και αρχίζει να ενδιαφέρεται για την εικόνα αυτή. Δεν είναι πια ο άλλος, αλλά εκείνο το ίδιο, και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αντίθετα από τα ζώα, όπου όταν αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται απλώς για την εικόνα τους, χάνουν το ενδιαφέρον τους. Το στάδιο του καθρέφτη εκφράζει τη δυναμική και το δυναμισμό του συναισθήματος, μέσω του οποίου το υποκείμενο ταυτίζεται αρχικά με την οπτική εικόνα του ίδιου του του σώματος, με την οπτική του gestalt. Και δεδομένης της απουσίας κινητικού μυϊκού συντονισμού, αυτή αποτελεί για το παιδί μια ιδεώδη ενότητα. Μια imago όχι απλή, αλλά δομική και σωτήρια. Σωτήρια σε σχέση με την πρώτη, την αρχαϊκή  απόγνωση στην οποία βυθίζεται το παιδί λόγω της πρωιμότητάς του (θυμικής και νευρολογικής).
Πρόκειται λοιπόν για μια ιδιαίτερα έντονη αιχμαλωσία από την imago της ανθρώπινης μορφής, απ’ όπου απουσιάζει η προβολή. Πράγματι, δεν πρόκειται για την φαντασιακή προβολή, έναν μηχανισμός ψυχικής άμυνας, τον οποίο ο άνθρωπος θα αποκτήσει αργότερα, αλλά για έναν καθαρό, κανονικό μεταβατισμό: το παιδί που χτυπά, λέει ότι το χτυπούν. Το παιδί που βλέπει το άλλο να πέφτει, κλαίει. Συνεπώς, το υποκείμενο σ’ αυτή την πρώιμη φάση, βιώνει τον εαυτό του μέσα από την ταύτιση με τον άλλο. Βιώνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο,  τις αντιδράσεις, αποκαλύπτοντας εδώ μια δομική αμφιθυμία: ο δούλος ταυτίζεται με τον κύριο, ο σαγηνευμένος με το σαγηνευτή, ο ηθοποιός με το θεατή. Πρόκειται για μια δομική στιγμή, που αφενός μας βοηθά να κατανοήσουμε την έννοια της επιθετικότητας στη βάση της, αλλά και τη σχέση της με το εγώ του ανθρώπου.
Στην ουσία, πρόκειται για μια ερωτική σχέση, κατά την οποία ο άνθρωπος καθηλώνεται σε μια εικόνα. Κι αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η εικόνα τον αλλοτριώνει σε σχέση με τον εαυτό του. Εκεί, βρίσκεται ο τόπος καταγωγής του εγώ του, ή αλλιώς, αυτού του «πάθους που θα ονομαστεί εγώ του». Αυτή η μορφή θα αποκρυσταλλωθεί μέσα στην ενδόμυχη συγκρουσιακή τάση του υποκειμένου και θα κινητοποιεί, έκτοτε, το ξύπνημα της επιθυμίας του για το αντικείμενο της επιθυμίας του άλλου: ζήλεια, πρωταρχικός ανταγωνισμός. Ένας επιθετικός ανταγωνισμός που θα γεννήσει την τριάδα: Άλλος-εγώ-αντικείμενο. Εκεί, θρυμματίζεται η θεαματική ταύτιση με τον άλλον και το παιδί παραγνωρίζει την ταυτότητα με τον άλλο και μπαίνει στον ανταγωνισμό.
Συνεπώς, το εγώ σημαδεύεται εξαρχής από την επιθετική τάση. Και έτσι, κάθε μεγάλη και σημαντική μεταμόρφωση που ρυθμίζει τη ζωή του υποκειμένου, θα ξαναθέτει υπό συζήτηση την οριοθέτησή του. Το εγώ του ανθρώπου δεν ανάγεται στην ταυτότητα που έχει βιώσει. Το εγώ δεν είναι η ιστορία του υποκειμένου, αλλά είναι «η σύζευξη της ιστορίας του υποκειμένου με το αδιανόητο του έμφυτου της επιθυμίας του». Το καταθλιπτικό υποκείμενο μας το λέει καθαρά: «Δεν αξίζω τίποτα. Τίποτα από αυτά που ζω, δεν είμαι εγώ, τίποτα δεν με αντιπροσωπεύει…». Να το αίσθημα της κατωτερότητας!

Το κακόν και η παρανοειδής οργάνωση του εγώ;
Όμως, σε τι άραγε συνίσταται το εγώ; Ποια η δομή του; Η δομή του εγώ είναι παρανοειδής. Τι σημαίνει, άραγε, ότι το εγώ δομείται με παρανοϊκό τρόπο; Ο Λακάν το απαντά πολύ απλά: όταν το υποκείμενο αρνείται για αυτά που του συμβαίνουν να ρίξει την ευθύνη στον εαυτό του και τη ρίχνει στον άλλον…(!) Δηλαδή, αρχικά, κάτι τόσο κοινό και συνηθισμένο: για ό,τι μου συμβαίνει, ρίχνω την ευθύνη στον άλλον. Και οι εκφάνσεις αυτού στην κλινική, εμφανίζονται μέσα από τις θεμελιακές αρνήσεις που έχουν τη μορφή των 3ων παραληρημάτων: ζήλεια – ερωτομανία – ερμηνεία.
Εκεί, είναι ο άλλος που φταίει… Το βλέπουμε αυτό συχνά στην καθημερινή μας ζωή με το «παραλήρημα» της αγνής ψυχής! Εκεί δηλαδή όπου το υποκείμενο επιρρίπτει την ευθύνη στον άλλο, ή στον εξωτερικό κόσμο για την αταξία του είναι του. Πρόκειται για μια αμφιθυμική επιθετικότητα, μια μνησικακία, λέει. Κι επειδή ο Αγ. Αυγουστίνος προηγείται της ψυχανάλυσης, μας δίνει αυτή την ωραία περιγραφή: «είδα με τα ίδια μου τα μάτια… ένα μωρό θύμα της ζήλειας… Δεν μιλούσε ακόμα, θαύμαζε παντελώς κάτωχρο και με δηλητηριώδες βλέμμα τον ομογάλακτό του.»!
Αναφερόμαστε λοιπόν σε ένα στάδιο προ της ομιλίας, ένα στάδιο infans. Δεν υπάρχει ο λόγος διαμεσολαβητής. Οι επιπτώσεις στο σώμα, ξεκάθαρες: θαύμαζε: αναφέρεται στο βλέμμα, στο θέαμα, αυτό που το μάτι βλέπει, μια «θεαματική απορρόφηση», χλωμό: η συναισθηματική αντίδραση που αποτυπώνεται στο σώμα, ένα σώμα που του έχει φύγει το αίμα, μπορούμε να φανταστούμε, ότι έχει εξαφανιστεί, έχει νεκρωθεί… και δηλητηριασμένο βλέμμα: το βλέμμα-δηλητήριο, το βλέμμα που σκοτώνει… Αυτή η μνησικακία, αυτή η αμφίθυμη επιθετικότητα, κάνει το παιδί να υποφέρει… και σκοτώνοντας, θα λέγαμε, σκοτώνεται το ίδιο…Να τες, λοιπόν, οι ψυχικές και οι σωματικές συνιστώσες της επιθετικότητας.! Ψυχικές και σωματικές. Είναι, ίσως, η καλύτερη περιγραφή που θα μπορούσαμε να της κάνουμε.
Η Μέλανι Κλάιν έχει μελετήσει πολύ αυτή την κατάσταση infans. Το παιδί που δεν μιλά, αντιδρά διαφορετικά μπροστά στο τραύμα. Η Κλάιν μας μιλά για τον πρωταρχικό φαντασιακό περίβολο της μητρικής imago. Είναι εκείνη του μητρικού σώματος, που το βλέπουμε να απεικονίζεται στις παιδικές ζωγραφιές, ως εκείνο που εμπεριέχεται στο μέσα του σχεδίου και το οποίο διατρυπιέται, παραβιάζεται από την εξωτερική πραγματικότητα και τους άλλους. Αυτό είναι κάτι που συνεχίζεται στην μετέπειτα ζωή του υποκειμένου, με μια ορισμένη φαντασιακή εμμονή. Και συνιστά το κακό εσωτερικό αντικείμενο, που αναπαράγεται στον ενήλικα, όταν βρεθεί σε κατάσταση μειονεκτικότητας. Είναι κάτι που εμφανίζεται συχνά στους συνειρμούς των υποκειμένων, στην ανάλυση. Το κακό, λοιπόν, πριν απ’ το καλό!
Ο Φρόιντ ήδη μας έχει μιλήσει για την πρωταρχικότητα της αρνητικής λίμπιντο, που προϋπάρχει της αρμονίας. Εδώ, σπάμε το μύθο της αγνής και τέλειας αρμονίας. Αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πάθος. Το ναρκισσιστικό πάθος! Εκεί τοποθετείται κι αυτή η παράνοια, που λέγαμε, του εγώ: δηλαδή, εκεί, το εγώ παραγνωρίζει, παραμελεί, θολώνει [scotomise] τις αισθήσεις του, που το κατευθύνουν να αντιδράσει στην εξωτερική πραγματικότητα και δένει όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα στις σημασίες, σημασίες που δέχεται από τη γλώσσα. Μιλάμε για μια θεμελιώδη παραγνώριση: ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με την καταπίεση αυτού του αρχαϊκού υπερεγώ, που συγκροτεί την ηθική συνείδηση, αλλά και το λυσσαλέο πάθος του να αποτυπώνει την εικόνα του στην πραγματικότητα. Μόνο ελπιδοφόρο μήνυμα, είναι ότι ο άνθρωπος καταφέρνει να υπερβεί αυτή την παραγνώριση, και άρα να υπερβεί τα όρια του ασυνειδήτου του, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Λακάν, μόνο με την δύναμη της διαλεκτικής του. Διαλεκτική σημαίνει λόγος και λογική, με την διπλή αρχαία σημασία.

Το εγώ είναι ένας άλλος, στην ψυχανάλυση
Συνεπώς, ο Λακάν πραγματεύεται την έννοια της επιθετικότητας ως ένταση συνακόλουθη της ναρκισσιστικής δομής του υποκειμένου. Κι εδώ, τονίζεται η διαλεκτική σχέση της επιθετικότητας με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Η δεύτερη ταύτιση, η ταύτιση με το γονέα του ίδιου φύλου, θα μπορεί να λειτουργήσει, μόνο αν έχει ήδη λειτουργήσει η πρώτη, δηλαδή, αν το υποκείμενο έχει προετοιμαστεί από μια πρωταρχική ταύτιση που το δομεί ως αντίζηλο του εαυτού του – στο στάδιο του καθρέφτη, το παιδί προβάλλει τον εαυτό του στον άλλον. Κι έτσι, διαμορφώνεται μια ταυτότητα: μπορούμε να πούμε: «Είμαι άνθρωπος», όπως «Είμαι γιατρός», ή «Είμαι πολίτης αυτής της χώρας». Δηλαδή: «Είμαι όμοιος με εκείνον που αναγνωρίζοντάς τον ως άνθρωπο, καταφέρνω να αναγνωριστώ κι εγώ ως τέτοιος». Εξού και η φράση του Λακάν «Το εγώ είναι ένας άλλος».
Ο πολιτισμός μας, ωστόσο, αυτό το εγώ το περιορίζει στο επίπεδο της υποκειμενικής δραστηριότητας. Όταν λέμε «είμαι γιατρός», το εγώ είναι το γραμματικό υποκείμενο: εγώ είμαι γιατρός, εγώ αγαπάω, εγώ… Όμως, η ψυχανάλυση θεωρεί αυτό το εγώ με διαφορετικό τρόπο: γιατί «είμαι άνθρωπος» σημαίνει «είμαι όμοιος μ’ εκείνον που αναγνωρίζω ως άνθρωπο, κι άρα, καθιερώνομαι κι εγώ ως τέτοιος». Το εγώ λοιπόν είναι ένας άλλος. Κι αυτό είναι κάτι που στοχεύεται στην ανάλυση. Δηλαδή, από αυτό το γραμματικό αντικειμενικό καθεστώς του εγώ του πολιτισμού μας, όπου εγώ και υποκείμενο συγχέονται, ακόμα και στις πιο αρχαϊκές μορφές της γλώσσας, όπου το εγώ παρουσιάζεται μέσω του ποιητικού αιτίου, όπου το υποκείμενο είναι αυτό που ποιεί, πράττει, δηλαδή προσδιορίζεται από την πράξη του, φτάνουμε στη ριζοσπαστική αντίληψη της ψυχανάλυσης για το εγώ.
Τι μας λέει η ψυχανάλυση; Μας λέει ότι το εγώ είναι το κέντρο των αντιστάσεων. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο, τάσεις που ήταν αποκλεισμένες από το εγώ, αρχίζουν να εξετάζονται εκ νέου, τάσεις που υπολανθάνουν στα συμπτώματα που μελετά η ανάλυση. Κι εδώ, ο ρόλος των επιθετικών τάσεων είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη δομή της προσωπικότητας και των συμπτωμάτων. Και ακριβώς, ο ρόλος του Οιδίποδα ποιος είναι; Πρόκειται για κάτι που έχει αποτέλεσμα μετουσίωσης. Καταφέρνει δηλαδή να μετουσιώσει τη γενετήσια λίμπιντο στον άνθρωπο και να τον υπάγει, να τον υποτάξει στον πολιτισμό. Ωστόσο, ο χαρακτήρας της ναρκισσιστικής δομής του υποκειμένου παραμένει ακατάβλητος, απαρασάλευτος, κατά ένα μέρος. Διότι το υποκείμενο παραμένει στην υποταγή της ναρκισσιστικής δομής. Θα ήταν μεγάλη παγίδα, το λέμε συχνά με διάφορους τρόπους, η ψυχανάλυση να αφεθεί να «ξεγελαστεί και να πιστέψει σε μια προϋπάρχουσα αρμονία, την οποία αναζητούμε προκειμένου να μπορέσουμε να ελευθερώσουμε την κοινωνία από τις επιθετικές προτροπές μέσα στο υποκείμενο».
Προχωρώντας το συλλογισμό προς αυτή την κατεύθυνση, θεωρούμε ότι σε όλες τις φάσεις της ανάπτυξης του υποκειμένου, ξαναβρίσκουμε αυτή τη ναρκισσιστική στιγμή, ανάμεσα σε ένα πριν και ένα μετά: σ’ ένα πριν όπου το υποκείμενο χρειάζεται να αποδεχθεί τη λιβιδινική του αποστέρηση και σ’ ένα μετά, όπου υπερβαίνοντας τον εαυτό του, συμμετέχει σε μια ρυθμιστική μετουσίωση, για να μπορέσει να ζήσει μέσα στον πολιτισμό. Σ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, η επιθετικότητα κατανοείται μέσα στις παλινδρομήσεις, στις αποβολές και στις απορρίψεις της τυπικής ανάπτυξης του υποκειμένου, σε σχέση με την πραγμάτωση του φύλου του και σε σχέση με τις λιβιδινικές του μεταμορφώσεις, καθώς περνά από τα διάφορα στάδια: απογαλακτισμός, οιδιπόδειο, εφηβεία, ενηλικίωση, μητρότητα, κλιμακτήριος, κ.α.· φάσεις, δηλαδή, μεταιχμιακές, που έχουν να κάνουν με ένα πριν και ένα μετά· φάσεις όπου παλινδρομήσεις, αποβολές και απορρίψεις έχουν μια σημαντική θέση σ’ αυτή τη μετάβαση από το πριν στο μετά.

Επιθετικότητα, βία, πολιτισμός
Μετά τη χρονική διάσταση, θα λέγαμε, ανάμεσα στο πριν και το μετά, στην 5η θέση του, ο Λακάν δίνει την χωρική διάσταση της επιθετικότητας. Αναφέρεται στην κατηγορία του χώρου, πράγμα που μας επιτρέπει να συλλάβουμε το ρόλο της στη μοντέρνα νεύρωση και στη δυσφορία μέσα στον πολιτισμό.
Στον σύγχρονο πολιτισμό μας, η επιθετικότητα συγχέεται με τη δύναμη. Είναι εκείνο το γιαν των Κινέζων, το μέρος, το θερμό, τη ενεργητικό, το δραστήριο, έναντι του παθητικού, του εσωστρεφούς, του αδρανούς μέρους, του γιν. Αυτά τα δυο πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία για να μπορεί ο άνθρωπος να ζει ευτυχισμένος. Ευτυχία, μας λέει ο Φρόιντ, στη Δυσφορία στον πολιτισμό, είναι η ικανοποίηση των ενορμήσεων. Όμως, το περιβάλλον μας δεν φροντίζει γι’ αυτό, αλλά μας βουτάει μέσα στη στέρηση, μας αρνείται τον κορεσμό των επιθυμιών μας. Τρία τα εμπόδια για την ευτυχία, τρία τα βάσανα, μας λέει: 1) το ίδιο μας το σώμα, με την αδυναμία του, που είναι προορισμένο να φθαρεί και να αποσυντεθεί, 2) το (φυσικό) περιβάλλον, που συχνά μας στέκεται ενάντιο με τις ολέθριες δυνάμεις του, και 3) οι άνθρωποι, η οικογένεια, το κράτος, οι θεσμοί και οι κοινωνίες τους. Στα δυο πρώτα, ξέρουμε ότι μάλλον δεν μπορούμε να κυριαρχήσουμε και γι’ αυτό, υποφέρουμε, αλλά κάποια στιγμή παραδινόμαστε, παραιτούμαστε με κάποιον τρόπο από την οδύνη. Στο τρίτο, όμως, αντιστεκόμαστε… Δεν μπορούμε να αντέξουμε τη ματαίωση. Και θέλουμε να επικρατήσουμε…! Αυτός ο αγώνας είναι αγώνας για τη ζωή. Κυριαρχία, σημαίνει, πρωτίστως, κατάκτηση χώρου. Υπάρχει, δηλαδή, εκεί, μια διάσταση χώρου. Το γνωρίζουμε αυτό κι από τα ζώα, που ορίζουν και προστατεύουν την περιοχή τους με τους φυσικούς μηχανισμούς τους, ή από τα σαρκοβόρα ζώα που ανταγωνίζονται για τη λεία τους και εξαφανίζουν τα μικρότερα. Ο Δαρβίνος επέτυχε! Επικρατεί ο πιο ισχυρός(!), μας λέει.
Να λοιπόν πώς συνδέεται η επιθετικότητα με τη δύναμη. Η επιθετικότητα είναι, αναμφισβήτητα, κι είναι εκείνη που οδηγεί στην πρόοδο, είναι η απαραίτητη δύναμη που εγκυμονεί την εξέλιξη του ανθρώπου. Μιλάμε για την πρόοδο που εξάγεται από τη σύγκρουση του κυρίου και του σκλάβου, έτσι όπως την περιέγραψε ο Χέγκελ, διατυπώνοντας τη λειτουργία της επιθετικότητας στην ανθρώπινη οντολογία. Κι απ’ αυτές τις συγκρούσεις αναδύεται το στάτους, το καταστατικό, το καθεστώς, του ατόμου στη Δύση. Και πως να το ακούμε αυτό σήμερα; Στον καιρό της παγκοσμιοποίησης και της συγκρότησης του μελλοντικού ανθρώπου;

Από εκείνη την εποχή, ωστόσο, ο Λακάν μας το λέει :Το φυσικό άτομο είναι μηδέν. Δεν μετράει δηλαδή τίποτα από μόνο του. Δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του παρά μόνο με τη μεσολάβηση της επιθυμίας και της εργασίας του άλλου. Η θεωρία του Χέγκελ βασίζεται στην αναγνώριση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Μέσα από την ριζική άρνηση της φυσικής αξίας τού να είναι κανείς άνθρωπος, μιλάει είτε για τη στείρα τυραννία του κυρίου, με όλες τις δυσάρεστες επιπτώσεις που μπορούμε να εννοήσουμε παρατηρώντας τις κοινωνίες μας, ιδιαιτέρως τον τελευταίο αιώνα, της λεγόμενης προόδου, είτε για τη τυραννία της εργασίας, που κι εκείνη την διαπιστώνουμε, σήμερα, μέσα από τις άγριες επιπτώσεις της για τα υποκείμενα, τυραννία βέβαια παρόλα αυτά γόνιμη.
Πώς ορίζονται άραγε οι ανάγκες του σημερινού υποκειμένου μέσα από όλα αυτά; Ήδη, ένα πρώτο σημείο συνδέεται με την απουσία ολοένα αυξανόμενη, των πρακτικών ικανοποίησης του υπερεγώ και του ιδεώδους του εγώ· αυτών, δηλαδή, των πρακτικών που συγκροτούσαν τις συνθήκες που επικρατούσαν, παλιότερα, στις κοινωνίες, από τις τελετουργίες της καθημερινής ζωής ως τις γιορτές της κοινότητας και συντελούσαν στη συνάρθρωση και τη συναρμογή του κοινωνικού ιστού και υπερασπίζονταν τις συνδέσεις, ενάντια στις αποσυνδέσεις. Ως επίπτωση αυτής της απουσίας καταγράφεται και η πάλη των φύλων. Του άνδρα και της γυναίκας.
Θεωρώ εντυπωσιακή και πολύ επίκαιρη τη διατύπωση του Λακάν σ’ αυτό το σημείο : Η προώθηση του εγώ στην ύπαρξή μας καταλήγει σύμφωνα με την ωφελιμιστική αντίληψη του ανθρώπου, να πραγματώνει ολοένα και περισσότερο τον άνθρωπο ως άτομο, δηλαδή σε μια απομόνωση της ψυχής, όλο και πιο συγγενή με το πρωταρχικό αίσθημα εγκατάλειψης. Εγκατάλειψη και μοναξιά του σύγχρονου υποκειμένου, χαρακτηριστικά του σήμερα. Γιατί παγκοσμιοποίηση, με την υποτιθέμενη οικουμενικότητα και ισότητα που καταργεί τα σύνορα, καταργεί και τις διαφορές· δηλαδή καταργεί τα  υποκείμενα. Το υποκείμενο είναι το ιδιαίτερο για την ψυχανάλυση. Βέβαια, σ’ αυτή την τροπή που πήραν τα πράγματα, καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η επιστήμη. Μην το ξεχνάμε.

Το μίσος και ο πολιτισμός του
Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα της σύγχρονης μοναξιάς, η μάχη παρουσιάζεται ολοένα και πιο αναγκαία και υποχρεωτική μαμή κάθε προόδου. Και λέγοντας μάχη, εννοούμε την πάλη, τη διαμάχη, λέξεις που μας πάνε στο αρχαίο νείκος. Για τον Εμπεδοκλή, το νείκος μαζί με τη φιλία, αποτελούν τις δυο πρωταρχικές δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο και τα ζώντα όντα, μέσα από την αέναη εναλλαγή τους. Η φιλότης ενοποιεί τον κόσμο, ενώ το νείκος τον διαιρεί και τον μετατρέπει σε πολλαπλότητα. Αυτή είναι η ζωή στην κυκλική της κίνηση.
Το άτομο του ανθρώπινου είδους, εδώ, έχει τις ευθύνες του. Τι εμποδίζει, όμως, τον άνθρωπο να αναλάβει τις ευθύνες του; Ο πόλεμος μας έχει μάθει πολλά για τις νευρώσεις. Κι αυτά τα «κακά εσωτερικά αντικείμενα» ανιχνεύονται σχεδόν παντού. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του εγώ οδηγεί στον ίλιγγο της κυριαρχίας του χώρου. Κι ο φόβος του θανάτου δεν είναι παρά ένας ναρκισσιστικός φόβος του τραυματισμού του ίδιου του σώματος. Να πού έρχεται να φυτρώσει το άγχος. Μας το έχουν αναλύσει οι φιλόσοφοι. Ο Κίρκεγκωρ μας λέει ότι πρόκειται για την άβυσσο στην οποία πέφτει το υποκείμενο και εκεί χάνει τον εαυτό του…
Τι χρειάζεται λοιπόν να κάνει ο άνθρωπος; Να αναλάβει το πρωταρχικό του σχίσμα, μας λέει ο Λακάν τελειώνοντας την ανάπτυξή του για την επιθετικότητα. Ο άνθρωπος της μοντέρνας κοινωνίας βρίσκεται μπροστά στην τρομερή του ρωγμή. Μόνος. Όλοι υποφέρουμε από τους δεσμούς, λέει η Σολέρ. Η απάντηση; Νευρώσεις αυτό-τιμωρίας, υστερικά συμπτώματα και αναστολές, ψυχασθένειες που αποπραγματοποιούν τον άλλο και τον κόσμο…
Αυτό για το οποίο πρόκειται, και είναι εμφανές σήμερα στον πολιτισμό μας, πολιτισμό του μίσους[ii] είχε πει από τότε, ο Λακάν, είναι το κακόν του ίδιου του είναι. Άρα, από την αδερφική ζήλεια και τη εξανθρωπιστική της, θα λέγαμε, λειτουργία, μέσω της διαμεσολάβησης του συμβολικού πεδίου, στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα, φτάνουμε στο κακόν. Το κακόν του ίδιου του είναι, το κακόν αυτό που ο τρελός ψάχνει να χτυπήσει μέσα από το αντικείμενο που χτυπάει. Εγκλήματα δηλαδή που απέχουν πολύ από τα εγκλήματα πάθους. Πρόκειται για πράξεις που κάνουν την αλυσίδα με τον έξω κόσμο να διαρραγεί, να σπάσει.
Και ενώ η πράξη στην πραγματική της διάσταση είναι εκείνη που διατρέχει και τους 3 λογικούς χρόνους: της παρατήρησης, της κατανόησης και του συμπεράσματος[iii], όπου το υποκείμενο πράττει και η πράξη του έρχεται, όπως έλεγε ο Λακάν, στην Ηθική του, στη θέση ενός λέγειν υπερβαίνοντας το μάλιστα, εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η εγκληματική πράξη, ήδη από την Εμέ, και στη συνέχεια με τις αδερφές Παπέν, μας το έδειξε να το καταλάβουμε ο Λακάν, η εγκληματική πράξη δεν περνά από τον δεύτερο χρόνο, εκείνο της κατανόησης. Το υποκείμενο περνά αμέσως από το βλέμμα, το βλέπειν, στην αποτρόπαιη πράξη, σε μια προσπάθεια να απελευθερωθεί και να απαλλαχτεί από το Πράγμα μέσα του. Η επιθετική ενόρμηση που στρέφεται προς τον όμοιο για να τον καταστρέψει και η οποία είναι σύμφυτη με την κοινωνικοποίηση κάθε ατόμου, και με τη γένεση του Εγώ, βρίσκεται στην αρχή κάθε εγκληματικής πράξης και παρανοϊκού παραληρήματος, μας λέει στο κείμενο για τις Παπέν. Εκείνο που κάνει τη διαφορά είναι ο τρίτος όρος, το όνομα του Πατέρα, ή τα ονόματα του Πατέρα, που θα έρθουν να δέσουν αυτό που αποσυνδέεται, λόγω της επιθετικής ενόρμησης. Όπως και στη Εμέ, έτσι και σε πολλά εγκλήματα, η φυλάκιση και η ποινή έρχεται ως τρίτος όρος, ως νόμος, για το υποκείμενο, που δένει και σταματά τα περάσματα στην πράξη.

Κατακλείδα
Η επιθετικότητα είναι εγγεγραμμένη βαθιά στο είναι του υποκειμένου και πολύ περισσότερο, το διαμορφώνει, μέσα από τη σχέση με τον όμοιο και τον εαυτό του. Αποτελεί, συνεπώς, γόνιμη δύναμη, αμείωτη που δεν μπορεί να εξαλειφθεί στον άνθρωπο. Τι κάνουμε όμως με το μίσος; Αυτό το πάθος, ένα από τα 3 μάλιστα βασικά λακανικά πάθη, μαζί με την αγάπη και την άγνοια;
Στο Σεμινάριο Ακόμη, μας απαντά: «… η ψυχανάλυση έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι δεν γνωρίζουμε αγάπη δίχως μίσος.  Ε, λοιπόν, αν μας απογοητεύει η γνώση αυτή, που κυοφορήθηκε στο πέρασμα των αιώνων, …είναι ίσως επειδή το μίσος εκεί δεν μπήκε καθόλου στη θέση του»[iv]! Στην αδελφότητα αυτή, λοιπόν, της οποίας είμαστε πάντα υπερβολικά άνισοι, χρειάζεται να ανοίξουμε εκ νέου το δρόμο του νοήματος. Και αυτό στοχεύει η ψυχανάλυση: πώς και υπό ποιες συνθήκες, θα ανοιχτεί ο δρόμος για το κάθε υποκείμενο, περνώντας και από τους 3 χρόνους της πράξης του: της παρατήρησης (του βλέμματος), της κατανόησης (του συλλογισμού) και της απόφασης (του είναι). Για να μπορέσουμε να περάσουμε σε μια άλλη πράξη, σε μια πράξη εν νέου εξανθρώπισης… Μια πράξη για την οποία χρειάζεται να πάρει κανείς τις αποφάσεις του παίρνοντας τα ρίσκα του, διακινδυνεύοντας να βρεθεί αντιμέτωπος με τη ρωγμή του και το αδύνατο… Διότι, μετά από αυτή την πράξη, το υποκείμενο δεν μένει ποτέ το ίδιο, αλλά γίνεται κάτι άλλο. Και, ίσως, αυτός να είναι και ο δρόμος της προόδου και της εξέλιξης στο πολιτισμό τους. Και ίσως, έτσι, μπορούμε να προσπεράσουμε τα εμπόδια για την ευτυχία, όχι αγνοώντας τα, αλλά ακριβώς λαμβάνοντάς τα υπόψη και δίνοντας τους τη θέση τους.

Ιωάννα Βισβίκη


[ο πίνακας είναι του Β. Καντίσκι με την ονομασία Σύνθεση VII του  1913]

[i] Ζ. Λακάν, «L’agressivité en psychanalyse», Ecrits, Editions du Seuil, 1966, Παρίσι, pp. 101-124, (ελληνική μετάφραση: «Η επιθετικότητα στην ψυχανάλυση», έκδοση της Σχολής Ψυχανάλυσης των Φόρουμ του Λακανικού Πεδίου Γαλλίας, 2008, εσωτερική χρήση από τα μέλη της Διεθνούς).
[ii] Ζ. Λακάν, Les écrits techniques de Freud, éditions Seuil, 1975, Παρίσι, pp. 422.
[iii] Ζ. Λακάν, «Le temps logique et l’assertion de la certitude anticipée», Ecrits, Editions du Seuil, 1966, Παρίσι, pp. 197-213.
[iv] Ζ. Λακάν, Σεμινάριο εικοστό, Ακόμη, εκδόσεις Ψυχογιός, 2011, Αθήνα, σελ. 215.



Πηγή: Champlacanien-  Φόρουμ Ψυχανάλυσης του Λακανικού Πεδίου Αθήνας


 __





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου