Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Ο Ζιλ Ντελέζ και η ψυχανάλυση



Εισαγωγικές παρατηρήσεις 

Ο γάλλος φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ είχε διαμορφώσει ήδη, πριν από τη δημοσίευση του «Αντι-Οιδίποδα» και τη συνεργασία του με τον Γκουαταρί,  μια συνεκτική – διαφορετική από την παραδοσιακή ψυχαναλυτική – αντίληψη για το ασυνείδητο τόσο στα βασικά φιλοσοφικά του έργα, το «Διαφορά και Επανάληψη» (Difference et Repetition) και το «Η Λογική του Νοήματος» (Logique du sens),όσο και σε προγενέστερες μελέτες του όπως αυτή για το σαδισμό και τον μαζοχισμό (Présentation de Sacher-Masoch). Στα έργα αυτής της περιόδου (λίγο πριν και ύστερα από το 1968),και ειδικότερα στο έργο του «Η Λογική του Νοήματος»,ο Ντελέζ θα πραγματευτεί τη σχέση του ψυχαναλυτικού λόγου και της φιλοσοφικής τομής που πραγματοποιεί σε σχέση με τις καθιερωμένες «εικόνες της σκέψης» - όπως θα αποκαλέσει τους καθιερωμένους τρόπους σκέψης σε μια δοσμένη κοινωνική και ιστορική συνθήκη – με όρους που συμβαδίζουν με την τότε αναδυόμενη στη Γαλλία σχολή της λακανικής ψυχανάλυσης (που έχει βάση σε έναν ιδιαίτερο δομισμό).

O Nτελέζ συνεχίζει να χρησιμοποιεί σε αυτά τα έργα ένα δεδομένο λεξιλόγιο ψυχαναλυτικών εννοιών της εποχής του, εν μέρει χωρίς να το τροποποιεί κριτικά σε αναλογία με την τομή που πραγματοποιεί στον φιλοσοφικό του στοχασμό. Στο σημείο αυτό δεν έχει συγκροτηθεί μια κριτική θεώρηση του ασυνειδήτου που να βασίζεται στην φιλοσοφία της διαφοράς, σε αυτονομία από κάποιες παραδοσιακές φροϋδικές και λακανικές εννοιολογήσεις που μετέπειτα θα επανεξεταστούν ριζικά.  Ταυτόχρονα κάποια βασικά κριτικά σημεία απέναντι στην παραδοσιακή ψυχανάλυση μπορούν να εντοπιστούν ήδη στα έργα αυτά: βλέπε λ.χ. την κριτική στη φροϋδική έννοια του ενστίκτου θανάτου και της επανάληψης στο «Διαφορά και Επανάληψη», ή την πρώιμη ανάλυση της σχιζοφρένειας στο «Η Λογική του Νοήματος» κ.α. Η ειδική έκθεση της ντελεζιανής φιλοσοφικής (και όχι αμιγώς ψυχαναλυτικής) εννόησης του ασυνειδήτου (βασισμένης σε μια σύνθεση μεταξύ διαφορετικών φιλοσόφων, βλ. Νίτσε-Μπερξόν-Σπινόζα κτλ. αλλά και στον Freud), πριν από τη συνεργασία του με τον Γκουατταρί, ξεφεύγει εν μέρει από τους σκοπούς του παρόντος κειμένου, κυρίως για λόγους εστίασης στην ώριμη φιλοσοφική, κοινωνικο-οικονομική, πολιτική, εν τέλει «σχιζοαναλυτική» κριτική του Ντελέζ απέναντι στη ψυχανάλυση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αρκετά σημεία ή κομμάτια μιας τέτοιας κριτικής δεν μπορούν να εντοπιστούν και σε αυτά τα έργα. 

Η πραγματική τομή, εν ολίγοις, στη σχέση του Ντελέζ με τη ψυχανάλυση θα πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά σε ολοκληρωμένη μορφή στον Αντι-Οιδίποδα, που γράφτηκε το 1972, μερικά χρόνια αργότερα από τη συγγραφή των βασικών φιλοσοφικών του έργων - γεγονός που, σε αντίθεση με τις ενστάσεις πολλών κριτικών του Ντελέζ, όπως ο Ζίζεκ (βλ. Organs Without Bodies: On Deleuze and Consequences, Routledge, 2004), μας επιτρέπει να το αντιμετωπίσουμε πλέον ως ένα έργο της ωριμότητάς του, και όχι ως αποτέλεσμα μιας ατυχούς συγκυρίας που επιβλήθηκε από τη συνεργασία με τον «κακό» Γκουατταρί, εφόσον όμως έχουν διακριβωθεί κατ’ αρχήν αναλυτικά οι δεσμοί συνέχειας και ασυνέχειας του με αυτό το προγενέστερο έργο. Στο βιβλίο αυτό, ο Ντελέζ παύει πλέον να κρύβει τη δυσαρέσκειά του απέναντι στη ψυχανάλυση, καθιερώνοντας μια ανοιχτή πολεμική απέναντί της, από κοινού μαζί με τον Γκουατταρί, με στόχο όχι μια απλή καταστροφή της αλλά την αναδόμηση μιας ανταγωνιστικής πρακτικής («σχιζοανάλυση») που θα βασιστεί σε μια διαφορετική θεωρία της επιθυμίας, καταφατικής και όχι αρνητικής αυτή τη φορά (η επιρροή του Σπινόζα είναι εμφανής).

Όσον αφορά την αλλαγή προσανατολισμού σε σχέση με την κριτική προσέγγιση της ψυχανάλυσης, στη μετάβαση του Ντελέζ από το έργο του «Η Λογική του Νοήματος» στον «Αντι-Οιδίποδα», αναφέρεται χαρακτηριστικά το εξής: «Τι ήταν αυτό που απλά δεν ήταν σωστό στη Λογική του Νοήματος; Εμφανώς συνεχίζει να αντανακλά μια αφελή και ένοχη αίσθηση αυτοϊκανοποίησης όσον αφορά τη ψυχανάλυση. H μόνη μου δικαιολογία για μια τέτοια αυτοϊκανοποίηση είναι η εξής: προσπαθούσα τότε, αρκετά δειλά, να καταστήσω τη ψυχανάλυση αβλαβή, να την παρουσιάσω ως μια τέχνη των επιφανειών, η οποία αντιμετωπίζει τα Συμβάντα ως οντότητες της επιφάνειας (ο Οιδίποδας δεν ήταν ένα κακό άτομο, είχε καλές προθέσεις...). Σε κάθε περίπτωση, οι έννοιες της ψυχανάλυσης παραμένουν άθικτες και εκτιμημένες, η Melanie Klein και ο Freud. Αυτό τότε, τώρα τι γίνεται; Ευτυχώς είμαι σχεδόν ανήμπορος να μιλήσω για τον εαυτό μου, διότι αυτό που μου συνέβη από τη Λογική του Νοήματος τώρα εξαρτάται από τη συνάντησή μου με τον Φελίξ Γκουατταρί, από τη δουλειά μου μαζί του, από αυτά που κάναμε μαζί. Πιστεύω πως εγώ και ο Φελίξ αναζητήσαμε νέες κατευθύνσεις απλά επειδή αισθανόμασταν πως αυτό έπρεπε να κάνουμε. Ο Αντι-Οιδίποδας δεν έχει πλέον ούτε ύψος, ούτε βάθος, ούτε επιφάνεια. Στο βιβλίο αυτό το καθετί συμβαίνει, γίνεται, οι εντάσεις, τα συμβάντα, πάνω σε ένα είδος σφαιρικού σώματος ή καμβά ζωγραφικής: το Δίχως Όργανα Σώμα [...] Πιστεύω επίσης ότι αυτή η αλλαγή της μεθόδου φέρει μαζί της μια αλλαγή της θεματικής, ή, αντιστρόφως, ότι ένα ορισμένο είδος πολιτικής παίρνει τη θέση της ψυχανάλυσης. Μια τέτοια μέθοδος θα ήταν επίσης μια μορφή πολιτικής (μια μικροπολιτική) και μια ανάλυση (μια σχιζοανάλυση) και θα πρότεινε τη μελέτη των πολλαπλοτήτων πάνω στους διαφορετικούς τύπους των δίχως-όργανα-σωμάτων. Ένα ρίζωμα, αντί για τις σειρές, λέει ο Γκουατταρί. Ο Αντι-Οιδίποδας είναι ένα καλό ξεκίνημα, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούμε να αποχωριστούμε από αυτό» (Authors Note for the Italian Edition of Logic of Sense, από το Gilles Deleuze, Two Regimes of Madness,semiotexte, 2006, σελ. 65-66) 

Χαράζοντας γραμμές διαφυγής από τον ψυχαναλυτικό λόγο 

Το νήμα της σχέσης του Ντελέζ με την ψυχανάλυση θα πιαστεί στο κείμενο αυτό μέσα από την έκθεση  των κριτικών του θέσεων απέναντι στην ψυχανάλυση, την περίοδο της συνεργασίας του με τον Γκουατταρί, από όπου και προέκυψε το μεγαλειώδες δίτομο έργο τους «Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια». Στο παρόν κείμενο θα βασιστούμε στον πρώτο τόμο του «Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους» (εκδόσεις Ράππα, 1977, μετάφραση Καίτη Χατζηδήμου-Ιουλιέτα Ράλλη), που είναι και το πιο βασικό ίσως έργο όπου και αναπτύσσεται η κριτική θεωρία και πρακτική την οποία θα ονομάσουν «σχιζοανάλυση», ως αντιπαράδειγμα απέναντι στην παραδοσιακή οιδιπόδεια ψυχανάλυση, αλλά και ως καταφατικό πρόγραμμα που μέλλει να δείξει τη δυναμική του. Θα ήταν λάθος να υποστηρίξουμε εξαρχής ότι ο Ντελέζ «αντιτίθεται» απλά και μόνο στη ψυχανάλυση ή έχει σκοπό να την απορρίψει tout court- η δύναμη του αρνητικού, η αντίθεση, και η αντίφαση, σαν όροι της διαλεκτικής, υπήρξαν πάντοτε σημεία κριτικής του Ντελέζ,σαν αντενεργές δυνάμεις απέναντι στην καταφατικότητα της ζωής και της διαφοράς. Η σχέση του Ντελέζ με τη ψυχανάλυση, επομένως, δεν πρέπει να τεθεί με όρους απόρριψης, άρνησης, ή μέχρι και υπέρβασης, αλλά με όρους παραγωγικής διαφοράς, που περιλαμβάνει ένα στοιχείο καταστροφής/αποδόμησης και αναδόμησης/δημιουργίας ταυτόχρονα (το διπλό, καταστροφικό και δημιουργικό, έργο της σχιζοανάλυσης). 

Ας σημειωθεί ωστόσο, παρενθετικά, ότι κάποια στοιχεία κριτικής στη ψυχαναλυτική θεωρία, παρόμοια με αυτή που ασκήθηκε από τον Ντελέζ όσον αφορά το ζήτημα της κεντρικότητας τού οιδιπόδειου συμπλέγματος (ομοιότητα που ίσως περιορίζεται στο σημείο αυτό και δεν προχωράει παραπέρα), μπορεί να βρεθούν στο πρώιμο και «περιθωριακό» έργο «Θεωρία του Υποκειμένου» του Αλαίν Μπαντιού, ενός σχετικά άγνωστου τότε φιλοσόφου, ο οποίος θα αναδειχθεί αργότερα ως ο βασικότερος ίσως φιλοσοφικός «αντίπαλος» του Ντελέζ: «Ο όλος σκοπός της κριτικής οριοθέτησής μας όσον αφορά τη ψυχαναλυτική συνεισφορά στη θεωρία του υποκειμένου μπορεί να αποτιμηθεί ασκώντας την ακόλουθη ερώτηση: γιατί είναι η θεωρία του υποκειμένου της ουσιαστικά βασισμένη στον Σοφοκλή, δηλαδή, βασισμένη πάνω στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα; Υποστηρίζω ότι πρέπει να στραφούμε στον Αισχύλο. Ο Λακάν παίρνει τη μεριά του Σοφοκλή, αλλά στρέφεται προς τον Αισχύλο, o οποίος είναι εκεί που θέλουμε να φτάσουμε» (Alain Badiou, Theory of the Subject, Continuum, 2009, Translation Bruno Bosteels, σελ. 161). Χωρίς να μπαίνουμε σε παραπάνω λεπτομέρειες, σημειώνουμε στο σημείο αυτό πως η Judith Butler τοποθετεί επίσης μια παρόμοια ένσταση απέναντι στη ψυχανάλυση, και πιο συγκεκριμένα θέτει το ζήτημα του γιατί η ψυχανάλυση εστιάζει αποκλειστικά στον μύθο του Οιδίποδα, αντί να παίρνει ως σημείο αφετηρίας της την τραγωδία της Αντιγόνης (βλ. Judith Butler, Antigone’s Claim: Kinship between Life and Death,Columbia University Press,2000). 

Στον αρχαϊκό μύθο του Οιδίποδα, ο Φρόϋντ ανακαλύπτει μια αναλογία της επιθυμίας με την οικογενειακή κατάσταση. 

Μέσα από τη φιγούρα του Οιδίποδα, η ροή της επιθυμίας συνδέεται με αντικείμενα και πρόσωπα όπως ο πατέρας ή η μητέρα. Η παρέμβαση του πατέρα στη φαντασιακή σχέση της μητέρας με το παιδί της, συγκροτεί την ουσία του συμπλέγματος, όπου ο πατέρας λειτουργεί ως φορέας του ευνουχισμού απέναντι στις αιμομικτικές ορμές του παιδιού προς τη μητέρα – με τον τρόπο αυτό η πατριαρχία είναι θεμελιωμένη σε σταθερά θεμέλια στο βαθμό που το παιδί, εσωτερικεύοντας την απαγορευτική προσταγή του υπερεγώ, ταυτίζεται ταυτόχρονα με την πατρική εξουσία την οποία πρόκειται να ενσαρκώσει στη νέα οικογένεια που θα δημιουργήσει μελλοντικά. Ας σημειωθεί ότι το ερμηνευτικό σχήμα του οιδιπόδειου συμπλέγματος φαίνεται ακόμη πιο προβληματικό στην περιγραφή ανάλογων διαδικασιών που αφορούν το γυναικείο φύλο και το κορίτσι, ενώ από πολιτική άποψη οδηγεί σε αντιδραστικά συμπεράσματα εκλογίκευσης μιας παθητικής και εξαρτημένης θέσης (που ισοδυναμεί με την έλλειψη-του-φαλλού/εξουσίας) των γυναικών στα πλαίσια του πατριαρχικού κόσμου (βλ. Elisabeth Grosz-Jacques Lacan, A Feminist Introduction, Routledge, 1990) 

Η επιθυμία, επομένως, αναπαρίσταται και παραμένει κυριολεκτικά εγκλωβισμένη πίσω από τις κουρτίνες του οικογενειακού θεάτρου, όπου η μόνη σημασία που της αποδίδεται βρίσκει ως αποκλειστικό πεδίο αναφοράς την καθορισμένη τάξη του οικογενειακού τριγώνου: μπαμπάς-μαμά-παιδί. Καθένα πρόσωπο παραμένει κλεισμένο στην ταυτότητά του, διαχωρισμένο κατάλληλα από τα υπόλοιπα. Το ασυνείδητο συνιστά με τον τρόπο αυτό ένα θέατρο, που ορίζεται με όρους έλλειψης και εκφράζεται αποκλειστικά μέσα από τις μορφές του μύθου, της τραγωδίας και του ονείρου. Η μετατόπιση του οιδιπόδειου συμπλέγματος από το επίπεδο της φαντασιακής σχέσης με τα οικογενειακά πρόσωπα, στο επίπεδο της συμβολικής τάξης, που πραγματοποιείται από μερικούς λακανικούς και εν μέρει από τον ίδιο τον Λακάν – βλ. τη θεωρία του για το «όνομα-του-πατέρα» και τον πατέρα ως μεταφορικό σχήμα – δεν επιφέρει κάποια αλλαγή στην αντιδραστική λειτουργία κυριάρχησης που ασκείται πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις του ασυνειδήτου από τις αντενεργές δυνάμεις της οικογένειας και της πατριαρχίας, όπως εξηγεί με συστηματικό τρόπο ο Ντελέζ. 

H επιρροή του Λακάν είναι μια διαρκής σταθερά που εκτείνεται πριν από την περίοδο συνεργασίας του Ντελέζ με τον Γκουατταρί, αν και συνεχίζει να διατηρείται στον Αντι-Οιδίποδα μια αμφίσημη σχέση ρήξης και μερικής συνέχειας, που αφορά περισσότερο τη συγκεκριμένη ψυχαναλυτική σχολή, και όχι τόσο το ίδιο το έργο του Λακάν σε απόλυτο βαθμό: «Ήδη στην ψυχανάλυση είχαμε πολλούς πατεράδες: αρχικά έναν πραγματικό πατέρα, αλλά επίσης και εικόνες του πατέρα. Και όλα τα δράματά μας ξετυλίγονταν μέσα στις τεταμένες σχέσεις του πραγματικού με το φανταστικό. Ο J.Lacan ανακαλύπτει έναν τρίτο πατέρα, πιο θεμελιώδη, τον συμβολικό πατέρα ή Όνομα-του-πατέρα. Όχι μόνο το πραγματικό και το φανταστικό, αλλά και οι σχέσεις τους, όπως και οι διαταραχές αυτών των σχέσεων, οφείλουν να ιδωθούν ως το όριο μιας διαδικασίας μέσα στην οποία συγκροτούνται ξεκινώντας από το συμβολικό. Στον Lacan, καθώς επίσης και σε άλλους στρουκτουραλιστές, το συμβολικό σαν στοιχείο της δομής βρίσκεται στην αρχή μιας γένεσης: η δομή ενσαρκώνεται στις πραγματικότητες και στις εικόνες σύμφωνα με καθορίσιμες σειρές. Επιπλέον, τις συνιστά χωρίς να ενσαρκώνεται σε αυτές, αλλά δεν απορρέει απ'αυτές, γιατί είναι βαθύτερη από αυτές υπέδαφος για όλα τα εδάφη του πραγματικού όπως και για όλους τους ουρανούς της φαντασίας. Αντίστροφα, απότομες μεταπτώσεις της δομικής συμβολικής τάξης εξηγούν επιφανειακές διαταραχές του πραγματικού και του φανταστικού: έτσι στην περίπτωση των Ανθρώπων με τους λύκους, έτσι όπως την ερμηνεύει ο Lacan, επειδή ακριβώς το θέμα του ευνουχισμού παραμένει χωρίς σύμβολο (''διάκλειση'') αναφαίνεται μέσα στο πραγματικό με την παραισθησιακή μορφή του κομμένου δαχτύλου (1)» (Ζ. Ντελέζ-Πώς αναγνωρίζουμε τον στρουκτουραλισμό, Η Φιλοσοφία, τόμος Β-επιμέλεια Φρανσουά Σατελέ, μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις Γνώση, 2006, σελ 669 και επ.). 

Στον «Αντι-Οιδίποδα» οι Ντελέζ και Γκουατταρί επισημαίνουν πιο συγκεκριμένα το εξής όσον αφορά τη γενικότερη συνεισφορά του Λακάν (χωρίς να έχουμε ωστόσο τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε βαθύτερα στο ζήτημα): «Η αξιοθαύμαστη θεωρία της επιθυμίας που διατύπωσε ο Λακάν έχει, νομίζουμε, δύο πόλους: τον ένα σε σχέση με το «αντικείμενο α μικρό» ως επιθυμητική μηχανή που ορίζει την επιθυμία σαν μια πραγματική παραγωγή, ξεπερνώντας κάθε ιδέα ανάγκης αλλά και φαντασίωσης· τον άλλο σε σχέση με τον «μεγάλο άλλο» ως σημαίνον, που εισάγει ξανά μιαν ορισμένη ιδέα έλλειψης [...] Στον Λακάν οφείλεται η ανακάλυψη της πλούσιας αυτής περιοχής ενός κώδικα του ασυνειδήτου, που περιτυλίγει την ή τις σημαίνουσες αλυσίδες και το ότι μεταμόρφωσε έτσι την ανάλυση (βασικό κείμενο από ετούτη την άποψη είναι Το Κλεμμένο γράμμα) [...] Πόσες και πόσες ερμηνείες του λακανισμού – φανερά ή κρυφά ευλαβικές – επικαλέστηκαν έτσι ένα δομικό οιδιπόδειο, για να σχηματίσουν και να κλείσουν το διπλό αδιέξοδο... Γι’ αυτό και έπρεπε να ακούσουμε τις προειδοποιήσεις του Λακάν σχετικά με τον φροϋδικό μύθο του οιδιπόδειου, που είναι «αδύνατο να βρίσκεται επάπειρο στην επικαιρότητα, μέσα σε κοινωνικές μορφές όπου ολοένα και πιο πολύ χάνεται το νόημα της τραγωδίας... : ένας μύθος δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς να στηρίζει κάποια λειτουργία και η ψυχανάλυση δεν είναι η τελετουργία του οιδιπόδειου» [...] Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν σωστό να ξανασφίξουμε τις βίδες τη στιγμή που ο Λακάν τις ξελασκάρει· ούτε και να οιδιποδειοποιήσουμε τον σχιζοφρενικό, τη στιγμή που ο Λακάν αντίθετα, μόλις έχει σχιζοφρενοποιήσει ακόμα και τη νεύρωση, με μια σχιζοφρενική ροή, ικανή να καταλύσει το πεδίο της ψυχανάλυσης. Το αντικείμενο «μικρό α» εισβάλλει μέσα στη δομική ισορροπία σαν μια καταχθόνια μηχανή – επιθυμητική μηχανή... Ήταν δυνατό να καταγγέλει κανείς το οιδιπόδειο σαν μύθο και ταυτόχρονα να υποστηρίζει πως το σύμπλεγμα του ευνουχισμού δεν είναι μύθος, αλλά αντίθετα κάτι το πραγματικό [δική μας υπογράμμιση];» (Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους, σελ. 35, 46-47, 97-99) 

Σχιζοανάλυση: ένας «κονστρουκτιβισμός» για το ασυνειδήτο 

Θα συνοψίσουμε τις βασικές γραμμές κριτικής στην ψυχανάλυση,έτσι όπως αρθρώνονται μέσα από το συγκεκριμένο έργο είτε από μεταγενέστερο συμπληρωματικό υλικό (συνεντεύξεις και βιβλία), ξεκινώντας κατ’ αρχήν βασιζόμενοι στα λόγια του ίδιου του Ντελέζ: «Ο Αντι-Οιδίποδας γράφτηκε στη διάρκεια μιας περιόδου αναταραχής, στον απόηχο του ’68... Το βιβλίο προσπάθησε να αποκηρύξει την πανωλεθρία που το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, «μπαμπάς-μαμά», είχε επιφέρει στη ψυχανάλυση, στη ψυχιατρική (συμπεριλαμβανομένου της αντι-ψυχιατρικής), στη λογοτεχνική κριτική, και στη γενική εικόνα της σκέψης που παίρνουμε από αυτό. Το όνειρό μας ήταν να αποτελειώσουμε το οιδιπόδειο μια για πάντα. [...] Τα τρία κύρια επιχειρήματα του Αντι-Οιδίποδα ήταν τα ακόλουθα: 1) Το ασυνείδητο λειτουργεί σαν ένα εργοστάσιο και όχι σαν ένα θέατρο (ένα ζήτημα παραγωγής, και όχι αναπαράστασης) 2) Το παραλήρημα, ή το μυθιστόρημα, είναι κοσμοϊστορικό και όχι οικογενειακό (το παραλήρημα αφορά τις ράτσες, τις φυλές, τις ηπείρους, τους πολιτισμούς, την κοινωνική θέση κτλ.) 3) Η παγκόσμια ιστορία πράγματι υπάρχει, αλλά είναι μια ιστορία της τυχαιότητας (οι ροές οι οποίες είναι το αντικείμενο της ιστορίας καναλιζάρονται μέσα από πρωτόγονους κώδικες, από την επικωδίκωση του δεσπότη, και από την αποκωδίκωση του καπιταλισμού η οποία καθιστά δυνατή τη σύζευξη των ανεξάρτητων ροών). Η φιλοδοξία του Αντι-Οιδίποδα ήταν καντιανής εμπνεύσεως. Επιχειρήσαμε ένα είδος Κριτικής του Καθαρού Λόγου για το ασυνείδητο: εξού και ο προσδιορισμός εκείνων των συνθέσεων που αντιστοιχούν στο ασυνείδητο· η εκδίπλωση της ιστορίας ως η λειτουργία αυτών των συνθέσεων· και η αποκήρυξη του οιδιπόδειου ως «αναγκαίας παραγνώρισης» που παραχαράσσει ολόκληρη την ιστορική παραγωγή» (Πρόλογος για την ιταλική έκδοση των Mille Plateaux, στο ίδιο, σελ. 309)

Xωρίς να αναλύσουμε τις τρεις συνθέσεις του ασυνειδήτου και την εμμενή (σε αντιπαράθεση με την υπερβατική) χρήση τους, εισέρχεται στο σημείο αυτό το εξής ζήτημα που αναφέρει ο Ντελέζ με το οποίο δεν γίνεται ωστόσο να καταπιαστούμε πιο ειδικά παρά μόνο γενικά και ακροθιγώς: σε τι ακριβώς συνίσταται η καντιανή επίδραση στη σχιζοαναλυτική μέθοδο των Ντελέζ-Γκουατταρί; Στον βαθμό που η ψυχανάλυση παραμορφώνει την εγγενή δυναμική της επιθυμητικής παραγωγής, με το να επανάγει το σύνολο των παραγωγικών στοιχείων του ασυνειδήτου στο οιδιπόδειο σχήμα των απωθημένων αιμομικτικών επιθυμιών, πραγματώνει ταυτόχρονα ορισμένους «υπερβατικούς» - ως προς την εμμενή παραγωγική λογική του ασυνειδήτου – παραλογισμούς οι οποίοι έχουν ωστόσο αντικειμενική βάση στην καπιταλιστική κοινωνική πραγματικότητα (βλ. χαρακτηριστικά το υποκεφάλαιο «Επιτέλους, το οιδιπόδειο» (σελ. 304-314), «Ο Αντι-Οιδίπους» για μια επεξήγηση της ιστορικής αυτής συνθήκης). Όπως εξηγούν οι ίδιοι αναλυτικά: «Αν μεταχειριζόμαστε εδώ καντιανούς όρους για μιαν ακόμα φορά, ο λόγος είναι απλούστατος: ο Καντ είχε την πρόθεση – σ’ αυτό που αποκαλούμε κριτική επανάσταση – να ανακαλύψει ενύπαρκτα κριτήρια της γνώσης για να διακρίνει τη σωστή από τη λανθασμένη χρήση των συνθέσεων της συνείδησης [βλ. Κριτική του Καθαρού Λόγου]. Επικαλούμενος λοιπόν μια υπερβατική φιλοσοφία (τα ενύπαρκτα κριτήρια) καταγγέλει την υπερβατική χρήση των συνθέσεων όπως η χρήση αυτή παρουσιάζεται στη μεταφυσική. Οφείλουμε να πούμε πως η ψυχανάλυση έχει, κι αυτή, τη δική της μεταφυσική, δηλαδή το οιδιπόδειο. Και ότι μια επανάσταση – υλιστική τούτη τη φορά – πρέπει απαραίτητα να αρχίσει από την κριτική του οιδιπόδειου, να καταγγείλει τη λανθασμένη χρήση των συνθέσεων του ασυνειδήτου, όπως παρουσιάζεται στην οιδιπόδεια ψυχανάλυση, και να ξαναβρεί έτσι ένα υπερβατικό ασυνείδητο, προσδιορισμένο από την ενύπαρξη των κριτηρίων του και μιαν αντίστοιχη πρακτική ως σχιζοανάλυση» (Αντι-Οιδίποδας, 88-89). 

Φτάνουμε στο σημείο της αυτοτελούς έκθεσης των απόψεων του Ντελέζ γύρω από το ασυνείδητο, σε μερική ανεξαρτησία από την συνολικότερη κριτική πάνω στην ψυχανάλυση. Στη θέση του εκφραστικού μοντέλου του ασυνειδήτου, που υπήρξε η βάση της παραδοσιακής ψυχανάλυσης σε όλη την πορεία της εξέλιξής της με ελάχιστες εξαιρέσεις (βλ. Γιουνγκ), ο Ντελέζ αντιπαραθέτει μια διαφορετική εννόηση του ασυνειδήτου που βασίζεται στις έννοιες των «επιθυμητικών μηχανών» (ή «επιθυμητικών συναρμογών», όπως θα τροποποιηθεί αργότερα η διατύπωση στον δεύτερο τόμο του Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια) και του «δίχως όργανα σώματος» (την οποία δανείζεται από τον Αρτώ). Η έννοια του δίχως-όργανα-σώματος, η οποία εμφανίζεται για πρώτη φορά στο έργο του Ντελέζ «Η Λογική του Νοήματος», στα πλαίσια μιας ανάλυσης της σχιζοφρένειας, είναι ίσως και η δυσκολότερα κατανοητή σε σχέση με τις υπόλοιπες έννοιες που θέτει σε χρήση ο Ντελέζ στα πλαίσια της σχιζοανάλυσης. Η έννοια του δίχως-όργανα-σώματος έχει άμεση σχέση με την προσέγγιση της σχιζοφρένειας: «μας φαίνεται πως η ψυχαναλυτική θεωρία της σχιζοφρένειας έχει μια τάση να παραμελεί τη σημασία και τον δυναμισμό της θεματικής του δίχως όργανα σώματος» (Gilles Deleuze, The Logic of Sense, Continuum, 2004, σελ. 223).

Ας σημειωθεί πως η έννοια αυτή δεν δηλώνει μια αντίθεση μεταξύ του ίδιου σώματος και των επιμέρους οργάνων/αντικειμένων, αλλά περισσότερο μια «αντίθεση» ανάμεσα στο ίδιο το σώμα και τη συμπαγή οργάνωση των οργάνων την οποία εκείνο απορρίπτει, απέναντι δηλαδή στην ολότητα που συγκροτεί έναν ενιαίο οργανισμό. Όπως εξηγεί χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Ντελέζ:  «Τα ίδια τα όργανα, ωστόσο, δεν είναι οι πραγματικοί εχθροί του δίχως όργανα σώματος. Ο εχθρός είναι ο οργανισμός, με άλλα λόγια, οποιαδήποτε οργάνωση που επιβάλλει στα όργανα ένα καθεστώς ολοποίησης, συνεργασίας, συνεργείας, ενσωμάτωσης, επιβολής και διάζευξης (disjunction). Μόνο με αυτή την έννοια τα όργανα είναι πράγματι οι εχθροί του δίχως όργανα σώματος, το οποίο ασκεί μια απωθητική δράση πάνω σε αυτά και τα αντιμετωπίζει ως εργαλεία καταδίωξης. Από την άλλη μεριά, το δίχως όργανα σώμα έλκει τα όργανα, τα ιδιοποιείται για τον εαυτό του, και τα κάνει να λειτουργήσουν σε ένα καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που επιβαλλόταν από τον οργανισμό, με τρόπο τέτοιο ώστε κάθε όργανο να είναι ολόκληρο το σώμα – πολλώ δε μάλλον, αν λάβουμε υπόψη ότι το όργανο λειτουργεί για τον εαυτό του και περιέχει τις λειτουργίες όλων των υπόλοιπων. Τα όργανα γεννιούνται έτσι «ως εκ θαύματος» πάνω στο δίχως όργανα σώμα, υπακούοντας ένα μηχανογενές καθεστώς το οποίο δεν πρέπει να το συγχέουμε ούτε με τον οργανικό μηχανισμό ούτε με την οργάνωση του οργανισμού... Ο ίδιος ο Artaud περιγράφει τη θηριώδη μάχη τού δίχως όργανα σώματος ενάντια στον οργανισμό, και ενάντια στον Θεό, τον άρχοντα των οργανισμών και της οργάνωσης.» (Ζιλ Ντελέζ, Σχιζοφρένεια και Κοινωνία, βλ. ελληνική μετάφραση εδώ: http://bestimmung.blogspot.gr/2015/12/two-regimes-of-madness.html) 

Η έννοια των «επιθυμητικών μηχανών», η οποία υπήρξε καταρχήν επινόηση του Γκουατταρί [1], μπορεί να γίνει ευκολότερα κατανοητή, όχι απλά σε αντίθεση με την έννοια της δομής και του μηχανισμού ως κλειστών συστημάτων, αλλά καταφατικά και σε σχέση με την παραγωγική τους λειτουργία που αφορά μια αυτόνομη δραστηριότητα αυτο-συσχέτισης των μηχανών, χωρίς καμία παρεμβολή των κανονικοτήτων του πολιτισμού και των βιολογικών ορμών. Με τα λόγια των ίδιων των Ντελέζ-Γκουατταρί: «Εκείνο [Id] λειτουργεί παντού, πότε ασταμάτητα, πότε με διακοπές. Εκείνο ανασαίνει, εκείνο θερμαίνει, εκείνο τρώει. Εκείνο χέζει, εκείνο γαμάει... Τι σφάλμα που είπαμε το εκείνο. Παντού πρόκειται για μηχανές, και καθόλου με τη μεταφορική έννοια: για μηχανές μηχανών, με τις συζεύξεις τους, με τις συνδέσεις τους. Μια μηχανή-όργανο είναι συνδεμένη με μια μηχανή-πηγή: η μια εκπέμπει μια ροή που η άλλη την κόβει. Ο μαστός είναι μια μηχανή που παράγει γάλα, και το στόμα μια μηχανή συναρμοσμένη μ’ αυτήν... Ο πρόεδρος Schreber νιώθει κάτι, παράγει κάτι, και μπορεί γι’ αυτό το κάτι να φτιάξει μια θεωρία. Κατιτί παράγεται: αποτελέσματα μιας μηχανής και όχι μεταφορικά σχήματα [...] Οι επιθυμητικές μηχανές είναι μηχανές δυαδικές, με δυαδικό κανονισμό ή συνειρμικό σύστημα: πάντα μια μηχανή συζευγμένη με μια άλλη... πάντα γίνεται μια σύνδεση με κάποιαν άλλη μηχανή, σε μια διατέμνουσα όπου η πρώτη κόβει τη ροή της άλλης, ή «υφίσταται» τη διακοπή της ροής της από την άλλη» (Ζιλ Ντελέζ-Φελίξ Γκουατταρί, Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους, σελ.9,11, από εκδόσεις Ράππα, 1977, μετάφραση Καίτη Χατζηδήμου-Ιουλιέττα Ράλλη)

Οι μηχανές παράγουν χωρίς να έχουν ανάγκη την έλλειψη ή την σταθερή ύπαρξη αντικειμένων– αντιθέτως, το μόνο που τους λείπει είναι ίσως ένα υποκείμενο με πάγια ταυτότητα, ή ακριβέστερα μια επιδίωξη παγίωσης της ταυτότητας ως τέτοιας απέναντι στη διαφορά. Όπως εξηγεί χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Ντελέζ σε μια μεταγενέστερη συνέντευξή του: «Ο Αντι-Οιδίποδας επανεξέτασε το ασυνείδητο, ένα πεδίο το οποίο όλοι γνωρίζουμε, ή τουλάχιστον είμαστε εξοικειωμένοι με αυτό. Επεδίωξε να αντικαταστήσει το οικογενειοκρατικό ή θεατρικό μοντέλο του ασυνειδήτου με ένα περισσότερο πολιτικό μοντέλο: το [ασυνείδητο ως] εργοστάσιο. Ήταν ένα είδος ρωσικού «κονστρουκτιβισμού». Εξού και η ιδέα των επιθυμητικών μηχανών, της επιθυμίας ως παραγωγής. Τα Χίλια Επίπεδα,από την άλλη μεριά, προσπαθούν να επινοήσουν τα δικά τους πεδία, οπότε είναι πιο περίπλοκο» (Eight Years Later: 1980 Interview από το Gilles Deleuze, Two Regimes of Madness, Texts and Interview : 1975-1995, semiotexte, 2006, σελ. 75)

Ή όπως εξηγεί ο Ντελέζ αναλυτικά σε μια μεταγενέστερη συνέντευξή του μαζί με τον Γκουατταρί: «Ο Γκουατταρί και εγώ ξεκινήσαμε με την υπόθεση πως η επιθυμία είναι δυνατό να γίνει κατανοητή μόνο ως κατηγορία της «παραγωγής». Επομένως έπρεπε να επανεισάγουμε την παραγωγή στην ίδια την επιθυμία. Η επιθυμία δεν εξαρτάται από την έλλειψη,δεν είναι η έλλειψη κάποιου πράγματος,και δεν αναφέρεται σε κανένα Νόμο. Η επιθυμία παράγει. Επομένως είναι το αντίθετο από ένα θέατρο. Μια ιδέα όπως το οιδιπόδειο,η θεατρική αναπαράσταση του Οιδίποδα,ακρωτηριάζει το ασυνείδητο και δεν δίνει καμία έκφραση στην επιθυμία. Το οιδιπόδειο είναι το αποτέλεσμα της κοινωνικής καταστολής πάνω στην επιθυμητική παραγωγή. Ακόμη και με ένα παιδί,η επιθυμία δεν είναι οιδιπόδεια,λειτουργεί ως ένας μηχανισμός,παράγει μικρές μηχανές,εγκαθιδρύοντας συνδέσεις μεταξύ πραγμάτων. Αυτό που σημαίνει το γεγονός αυτό με άλλα λόγια,ίσως,είναι ότι η επιθυμία είναι επαναστατική... Η επιθυμία είναι φύσει επαναστατική διότι κατασκευάζει επιθυμητικές μηχανές οι οποίες,όταν εισαχθούν εντός του κοινωνικού πεδίου,είναι ικανές να εκτροχιάσουν κάτι,να μετατοπίσουν τον κοινωνικό ιστό. Η παραδοσιακή ψυχανάλυση,ωστόσο,έχει αναποδογυρίσει τα πάντα στο μικρό της θέατρο... Εδώ βρίσκεται το σημείο αναχώρησής μας: το ασυνείδητο που παράγει αυτές τις μικρές μηχανές της επιθυμίας,τις οποίες αποκαλούμε επιθυμητικές μηχανές»(Gilles Deleuze,Desert Islands and Other Texts,1953-1974, Semiotexte, Foreing Agents Series, 2004, σελ. 232-233) 

Το σχιζοφρενικό υλιστικό παράδειγμα 

Η ψυχανάλυση,συμπεραίνει ο Ντελέζ,καταπνίγει σε συντριπτικό βαθμό την παραγωγή της επιθυμίας και τη δυναμική που της αντιστοιχεί. Τι σημαίνει αυτό ακριβώς; Ότι η ψυχανάλυση ανακαλύπτει το ασυνείδητο,μιλάει για το ασυνείδητο,που ορίζεται αντιπαραθετικά προς τη συνείδηση,ακριβώς για να το παρακάμψει,να το απομειώσει αναλυτικά,εν τέλει για να καταστρέψει τη μη αναγνωρισμένη δυναμική του. Σκοπός της ψυχανάλυσης είναι να διαχωρίσει τις αληθινές – σχετιζόμενες με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα – επιθυμίες από τις ψεύτικες επιθυμίες,να προσθέσει έναν εξωτερικό κώδικα ερμηνείας για το ασυνείδητο,μια συμβολική κωδικοποίηση που έχει για στόχο όχι την επικέντρωση στους εμμενείς μηχανισμούς λειτουργίας του ασυνειδήτου,αλλά την ερμηνεία ενός υποτιθέμενου λανθάνοντος περιεχομένου το οποίο ανάγεται διαρκώς στο «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» και τα οικογενειακά συμπλέγματα εν γένει. «Η [επιθυμητική] παραγωγή καταντά παραγωγή φαντασίωσης-έκφρασης»,υποστηρίζουν οι Ντελέζ-Γκουατταρί,εννοώντας ότι σε αντίθεση με την πραγματική φύση του ασυνειδήτου,ως εργοστασίου παραγωγής (μερικών αντικειμένων,συνδέσεων μεταξύ μηχανών-οργάνων κτλ.),παρεμβάλλεται σαν άξονας αναφοράς το θεατρικό-εκφραστικό ασυνείδητο,που καθυποτάσσει στην τροχιά κίνησής του τις παραγωγικές δυνάμεις της επιθυμητικής οικονομίας. Το οιδιπόδειο συνιστά λοιπόν την ιδεαλιστική καμπή της ψυχανάλυσης και του Φρόϋντ,που καταστέλλει και αποκρύπτει την ουσιαστικά ανοιδιπόδεια φύση της επιθυμητικής παραγωγής (η οποία επανάγεται τελικά στο οιδιπόδειο [προ-ή-μετά]). Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα (μέσα από την πρωταρχική φαντασίωση της οιδιπόδειας σκηνής/θεάτρου) λειτουργεί ως ο βασικός μοχλός καταστολής των επιθυμητικών μηχανών,θέση επιβεβλημένη από την καταστολή που ασκεί η καπιταλιστική μηχανική πάνω στην επιθυμία.

H στενή σύνδεση μεταξύ της ψυχανάλυσης και του (καπιταλιστικού) κοινωνικού σχηματισμού,όπως εξηγούν οι Ντελέζ-Γκουατταρί,πρέπει να γίνει κατανοητή όχι μόνο υπό το πρίσμα του ότι ο καπιταλισμός συνιστά ιστορική προϋπόθεση για τη ψυχανάλυση – και ότι κατ’ επέκταση υπό ορισμένες συνθήκες η ψυχανάλυση λειτουργεί ως καπιταλισμός θεσμός – αλλά επίσης από την οπτική της ουσιαστικής δύναμης καταστολής που ασκείται ταυτόχρονα πάνω στην επιθυμία και την εργασία: «Αυτό που θέλουμε να πούμε,είναι επίσης το εξής: ο Φρόυντ ανακαλύπτει την επιθυμία σαν λίμπιντο,επιθυμία που παράγει,και δεν παύει να αλλοτριώνει την λίμπιντο από το οικογενειακό σχήμα (Οιδίποδας). Η ψυχανάλυση είναι η ίδια ιστορία με την πολιτική οικονομία,όπως την βλέπει ο Μαρξ: ο Άνταμ Σμιθ κι ο Ρικάρντο ανακάλυψαν την ουσία του πλούτου στην παραγωγική εργασία και δεν έπαψαν όμως να την αλλοτριώνουν από την ιδιοκτησία. Αυτό που κάνει την ψυχανάλυση να παραβλέπει την ψύχωση,είναι η επαναφορά της επιθυμίας στην οικογενειακή σκηνή,αυτό είναι που την κάνει να μην ασχολείται παρά με τον χώρο της νεύρωσης και να δίνει και στην ίδια την νεύρωση ακόμη μιαν ερμηνεία που να παραμορφώνει τις δυνάμεις του ασυνειδήτου (Guattari) […] (Deleuze): Είτε οικογενειακός είτε ψυχαναλυτικός,ο Οιδίποδας είναι κατά βάση ένας μηχανισμός καταπίεσης πάνω στις επιθυμητικές μηχανές,και διόλου μια μορφοποίηση του ίδιου του ασυνειδήτου» (Deleuze & Guattari,Τρεις Συνεντεύξεις για τον καπιταλισμό και τις επιθυμητικές μηχανές,περιοδικό Flesh Machine,σελ. 18-19).

Η ντελεζιανή θεώρηση της επιθυμίας έρχεται σε κάθετη ρήξη με τα σχήματα αναπαράστασης που εγκλωβίζουν την επιθυμία σε ένα αντικειμενότροπο ή υποκειμενοκεντρικό πλαίσιο αναφοράς – αντίθετα το επίδικο είναι η απελευθέρωση της επιθυμίας από την κεντρικότητα του ψυχαναλυτικού cogito: «Μας φαινόταν πως η επιθυμία ήταν μια διαδικασία και πως ξετύλιγε ένα πεδίο συνέπειας (place of consistence),ένα πεδίο εμμένειας,ένα «δίχως όργανα σώμα»,όπως το έθετε ο Αρτώ,διασχιζόμενο από μόρια και ροές οι οποίες αποδεσμεύονταν από αντικείμενα και υποκείμενα... Η επιθυμία δεν είναι συνεπώς εσωτερική προς κάποιο υποκείμενο,περισσότερο από την ροπή της προς ένα αντικείμενο: είναι αυστηρά εμμενής σε ένα πεδίο σε σχέση με το οποίο εκείνη δεν προϋπάρχει,ένα πεδίο το οποίο πρέπει να κατασκευαστεί,του οποίου τα μόρια εκπέμπονται και οι ροές συνδυάζονται. Υπάρχει μονάχα η επιθυμία στο βαθμό που υπάρχει η παράταξη ενός συγκεκριμένου πεδίου,η διάδοση συγκεκριμένων ροών,η εκπομπή συγκεκριμένων μορίων. Μακριά από το να προϋποθέτει κάποιο υποκείμενο,η επιθυμία δεν μπορεί να προσεγγιστεί παρά στο σημείο όπου αποστερείται κανείς τη δύναμη του να λέει «Εγώ. Μακριά από το να κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο,η επιθυμία μπορεί να προσεγγιστεί στο σημείο όπου σταματάει κανείς να ψάχνει για ή να πιάνεται από ένα αντικείμενο περισσότερο από τον βαθμό που κατανοεί τον εαυτό του ως υποκείμενο» (Gilles Deleuze and Claire Parnet,Dialogues,Trans. Hugh Tomlinson and Barbara Habberjam,Dead Psychoanalysis: Analyse,σελ. 89)
Το ασυνείδητο ως «παραγωγικό ασυνείδητο»,που εξελίσσεται μέσα από τη σχέση των επιθυμητικών μηχανών μεταξύ τους (και προς το δίχως-όργανα-σώμα),βρίσκει την καθαρότερη «μοντελοποίησή» του,θα λέγαμε,στο όχι αμιγώς κλινικό πρότυπο της ψύχωσης και της σχιζοφρένειας,του οποίου οι κοινωνικο-ιστορικές προϋποθέσεις ανάδυσης μπορούν να εντοπιστούν σε αναφορά (αλλά όχι αναγωγή) προς τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Ντελέζ-Γκουατταρί σε μια κοινή συνέντευξή τους: «Guattari-Εμείς παίρνουμε σαν σημείο αναφοράς την επιθυμία σε μια από τις πιο κρίσιμες,οξείες περιπτώσεις της,εκείνη του σχιζοφρενικού -ο σχιζοφρενικός που μπορεί να παράγει κάτι,πέρα από τον ορίζοντα του απομονωμένου,εξασθενημένου από τα φάρμακα και την κοινωνική καταπίεση σχιζοφρενικού. Νομίζουμε ότι ορισμένοι σχιζοφρενείς εκφράζουν άμεσα μια ελεύθερη αποκωδικοποίηση της επιθυμίας [...] Deleuze-Το χρήμα,το κεφάλαιο-χρήμα,βρίσκεται σε τέτοιο επίπεδο τρέλας,που στην ψυχιατρική το αντίστοιχό του δεν είναι παρά το τελικό της στάδιο» (Ζιλ Ντελέζ-Φελίξ Γκουατταρί,Για τον καπιταλισμό και την επιθυμία,εκδόσεις ελευθεριακή κουλτούρα,2015,σελ. 12)

Η ψυχανάλυση έχει δύο τρόπος να εξαπατά τον ίδιο τον εαυτό της: «με το να πιστεύει πως έχει ανακαλύψει ταυτόσημα στοιχεία,τα οποία μπορεί να βρει κανείς αναπόφευκτα στο καθετί,ή με το να πιστεύει πως έχει ανακαλύψει ανάλογες μορφές οι οποίες δημιουργούν ψευδείς διαφορές. Επομένως,η κλινική ψυχιατρική διάσταση και η λογοτεχνική κριτική διάσταση πάνε στράφι την ίδια στιγμή» (G. Deleuze,The Logic of Sense,σελ. 104-105). Ο Ντελέζ ισχυρίζεται πως κάθετι νέο και ενδιαφέρον στη ψυχανάλυση προέρχεται από το παραμελημένο και παραγνωρισμένο φαινόμενο των ψυχώσεων,το οποίο εξετάζεται σε αντιπαράθεση προς την εγκαθιδρυμένη αναλογική μέθοδο προσέγγισης που εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο από τη ψυχανάλυση. Υποστηρίζει μάλιστα πως η περίπτωση της σχιζοφρένειας μάς προσφέρει μια ριζικά διαφορετική και νέα εικόνα της σκέψης,που οριακά συγκροτεί μια συνθήκη για την ίδια τη σκέψη: «Δεν είναι ζήτημα του να αντιπαραθέσουμε στη δογματική εικόνα της σκέψης μια άλλη εικόνα που είναι δανεισμένη,για παράδειγμα,από τη σχιζοφρένεια,αλλά μάλλον να θυμηθούμε ότι η σχιζοφρένεια δεν είναι απλά μόνο ένα ανθρώπινο γεγονός αλλά επίσης μια δυνατότητα για την σκέψη – η οποία,επιπλέον,μπορεί να αποκαλυφθεί ως τέτοια μονάχα μέσα από την κατάργηση αυτής της εικόνας. [..] Η δειλία,η σκληρότητα,η χυδαιότητα και η ηλιθιότητα... είναι δομές της σκέψης ως τέτοιας» (Gilles Deleuze,Difference and Repetition,Trans. Paul Patton,Columbia University Press,1994,σελ. 148,151)

H βασική τομή που ανοίγει ο Αντι-Οιδίποδας,σε σχέση με το ψυχαναλυτικό πεδίο,είναι ότι η σχιζοανάλυση που βρίσκεται στη βάση του όλου κριτικού εγχειρήματος,παίρνει ως μοντέλο για το ασυνείδητο την ίδια τη ψύχωση και τη σχιζοφρένεια,αντί για τη δυναμική της νεύρωσης που ήταν μέχρι τότε το παραδοσιακό σημείο εκκίνησης.  Βασική στόχευση του έργου των Ντελέζ-Γκουατταρί,είναι να περιγράψουν την επιθυμητική παραγωγή και την σχιζοφρένεια στην θετικότητά τους,ως την ίδια τη διαδικασία της ζωής (ο σχιζοφρενικός ανακαλύπτεται εδώ σαν φιγούρα που ανακατεύει τους κώδικες και διοχευτεύει αποκωδικωμένες ροές),χαράζοντας έτσι μια οξεία διάκριση ανάμεσα στη σχιζοφρένεια ως διαδικασία και τη σχιζοφρένεια ως κλινική οντότητα. Η σχιζοφρένεια ως διεργασία είναι διαχωρισμένη από τον σχιζοφρενικό ως κλινική οντότητα που προσκρούει στο όριο του ρήγματος που διανοίγει,και οδηγείται έτσι στην κατάρρευση.Ήδη ο Μισέλ Φουκώ,στο έργο του «Η ιστορία της τρέλας» (εκδόσεις Ηριδανός,2004),χαράσσει έναν διαχωρισμό ανάμεσα στην τρέλα και τη ψυχική ασθένεια. Ωστόσο η σχιζοφρενική διαδικασία δεν συνιστά έναν (ο αυτο)σκοπός,είναι μια παραγωγή και όχι μια έκφραση. Η σχιζοφρένεια είναι τελικά η μόνη καθολική διεργασία. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και ο συμβολικός ευνουχισμός της ψυχανάλυσης συνιστούν μια έσχατη εδαφικότητα,τους τελευταίους βράχους άμυνας του καπιταλιστικού συστήματος απέναντι στην επαναστατική δύναμη της επιθυμίας.

Η ντελεζιανή προσέγγιση των ψυχώσεων και της σχιζοφρένειας πατάει πάνω στο οριακό σημείο της λακανικής προσέγγισης όπου αναγνωρίζεται μια δυναμική διάσταση της ψύχωσης που τοποθετείται εγγύτερα προς το Πραγματικό παρά το Φαντασιακό ή το Συμβολικό (οι τρεις βασικοί όροι του λακανικού σχήματος): «Οι μηχανισμοί που υπεισέρχονται στη ψύχωση δεν περιορίζονται στο φαντασιακό πεδίο αναφοράς. Που θα τους αναζητήσουμε, αφού διαφεύγουν από τη λιβιδινική επένδυση; Είναι αρκετό να επικαλεστούμε την επανεπένδυση της λίμπιντο στο προσίδιο σώμα; Τον μηχανισμό αυτόν, που είναι κοινά αποδεκτός ως ο μηχανισμός του ναρκισσισμού, τον επικαλείται ρητά ο ίδιος ο Φρόυντ για να εξηγήσει το φαινόμενο της ψύχωσης [...] Μήπως ισχύει ότι στην τάξη του φαντασιακού δεν υφίσταται τρόπος να δώσει κανείς μια ακριβή σημασία στον όρο ναρκισσισμός; Στην τάξη του φαντασιακού, η αλλοτρίωση είναι στοιχείο συστατικό. Η αλλοτρίωση είναι το φαντασιακό ως τέτοιο. Δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε από τον τρόπο προσέγγισης της ψύχωσης στο επίπεδο του φαντασιακού,διότι ο φαντασιακός μηχανισμός είναι εκείνο που δίνει στην ψυχωτική αλλοτρίωση τη μορφή της,αλλά όχι τη δυναμική της» (Ζακ Λακάν,Σεμινάριο Τρίτο,Οι ψυχώσεις,εκδόσεις ψυχογιός,σελ. 169-170)

Ωστόσο, αυτή η διάσταση του Πραγματικού, την οποία υποστηρίζουν οι Ντελέζ-Γκουατταρί, εμφανίζεται μέχρι και στον Λακάν μονάχα ως αρνητική στιγμή, ως ένα είδος «έλλειψης» ή «κενού» στο ψυχικό πεδίο εμμένειας. Η ψύχωση συνιστά τρόπον τινά ένα απροσπέλαστο όριο για τη ψυχαναλυτική ερμηνεία, ένα οριακό σημείο όπου αναφαίνονται καθαρά οι περιορισμοί και οι αναλυτικές της ανεπάρκειες, σε επίπεδο θεωρίας και πρακτικής ταυτοχρόνως. Το πραγματικό επίδικο με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο Ντελέζ είναι το εξής: «η πραγματική δυσκολία είναι να δοθεί μια εξήγηση της σχιζοφρένειας ως κάτι με θετικά γνωρίσματα, και ως τέτοια, να μην ανάγεται στα καταστροφικά χαρακτηριστικά που προξενεί σε ένα άτομο... Δεν μπορούμε να πούμε ότι η ψυχανάλυση μας προσφέρει έναν τρόπο εξόδου από αυτή την ουσιαστικά αρνητική προοπτική διότι η ψυχανάλυση έχει μια αμφίσημη σχέση με τη σχιζοφρένεια [...] Διαπράττουμε το ίδιο λάθος όταν ορίζουμε τη σχιζοφρένεια με αρνητικούς όρους ή με όρους κάποιας έλλειψης (διάσπαση, απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, αυτισμός, αποκλεισμός/διάκλειση [foreclosure]) και όταν τυποποιούμε τη σχιζοφρένεια πάνω σε μια οικογενειακή δομή μέσα στην οποία μπορεί να εντοπιστεί αυτή η έλλειψη. [...] Επομένως η σχιζοφρένεια χρειάζεται να περιγραφεί με θετικούς όρους» (Ζ. Ντελέζ,Σχιζοφρένεια και Κοινωνία,από το Two Regimes of Madness) 

Καταληκτικά, η σχιζοφρένεια για τον Ντελέζ εκφράζει μια οριακή ψυχική απεδαφικοποίηση που συντρίβει την Οιδιπόδεια αναπαράσταση και την καπιταλιστική (και ψυχαναλυτική) μηχανή, μια διαδικασία που συνιστά συνθήκη για την συνένωση των επαναστατικών, των λογοτεχνικών, και των αναλυτικών μηχανών μεταξύ τους με σκοπό την απελευθέρωση της επιθυμίας από τα δεσμά του Εγώ και της αναπαράστασης. Το τελευταίο ζήτημα που τίθεται στο σημείο αυτό, με το οποίο θα κλείσει αυτή η μικρή εισαγωγή στη σχέση του Ντελέζ με την ψυχανάλυση, είναι το εξής: με ποιον τρόπο το μοντέλο της σχιζοφρένειας ως (δυνάμει επαναστατικής) διαδικασίας μπορεί να αποσυσχετιστεί από τις κλινικές εκδηλώσεις των (ψυχο)παθολογιών της ψύχωσης και της σχιζοφρένειας, και σε τι βαθμό η σχιζοφρένεια όπως εννοείται από τους Ντελέζ-Γκουατταρί συνεπάγεται μια θεώρηση που τοποθετεί την τελευταία ως ένα «υψηλό» (sublime) “αντικείμενο” σε ριζική εξωτερικότητα προς την νεωτερικότητα και τον ψυχαναλυτικό λόγο (και εισάγεται έτσι με έμμεσο τρόπο ένα στοιχείο υπερβατικότητας στη θεωρία του Ντελέζ): «Η σχιζοαναλυτική αξιοποίηση της ανοιδιπόδειας, αποσυνδεδεμένης, δίχως-εγώ φύσης της σχιζοφρενικής διαδικασίας εξαρτάται εν μέρει, υποστηρίζω, από το καθεστώς της ως υψηλού [αντικειμένου] εντός του ψυχαναλυτικού λόγου τον οποίο οι Ντελέζ και Γκουατταρί επιδιώκουν να αμφισβητήσουν […] όπως οι πλευρές μια λωρίδας του Μόμπιους, ο «[κλινικά] σχιζοφρενής» και ο «σχιζοφρενικός» είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι... για να μπορούν να είναι ουσιαστικά διαχωρισμένοι. [...] Για να αποκτήσει και να διατηρήσει αυτή την επαναστατική της ενέργεια, η σχιζοφρένεια πρέπει κατά μία έννοια να παραμείνει απολύτως εξωτερική προς τον καπιταλισμό· πρέπει να υπερβεί τα όρια της κοινωνικής και ψυχικής οργάνωσης, να απορρίψει την ερμηνεία και το ερμηνευτικό κλείσιμο, να αντισταθεί στη θεραπευτική παρέμβαση και τη θεωρητική αναπαράσταση» (Angela Woods,The Sublime Object of Psychiatry,Schizophrenia in Clinical and Cultural Theory,Oxfort University Press,2011,σελ. 159-160) 


Σημειώσεις 

[1] Αναφέρει συγκεκριμένα ο Γκουατταρί χαρακτηριστικά όσον αφορά την αντίστιξη της έννοιας της μηχανής με την έννοια της δομής: «Στην πραγματικότητα, μια μηχανή δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις δομικές της αρθρώσεις και, αντιστρόφως, κάθε ενδεχόμενη δομή κυριαρχείται (και αυτό είναι που θέλω να αποδείξω) από ένα σύστημα μηχανών... Η μηχανή, από την άλλη μεριά, παραμένει ουσιαστικά απομακρυσμένη από τον φορέα της δράσης. Το υποκείμενο βρίσκεται πάντοτε κάπου αλλού. Η χρονικοποίηση (temporalization) εισχωρεί στη μηχανή από όλες τις πλευρές και μπορεί να συσχετιστεί με εκείνη μόνο αφότου ένα συμβάν έχει εμφανιστεί. Η ανάδυση μιας μηχανής σηματοδοτεί μια ημερομηνία, μια αλλαγή, διαφορετική από μια δομική αναπαράσταση... Για τη μηχανή, το υποκείμενο της ιστορίας βρίσκεται κάπου αλλού, στη δομή... Το υποκείμενο του ασυνειδήτου ως τέτοιο θα βρίσκεται στην ίδια μεριά όπως η μηχανή, ή ακόμη καλύτερα, μαζί με τη μηχανή» (Felix Guattari,Psychoanalysis and Tranversality,MIT Press,2015,σελ. 318-319, “Machine and Structure”). 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία 

Ζακ Λακάν, Σεμινάριο Τρίτο, Οι ψυχώσεις,εκδόσεις ψυχογιός, 2013
Ζιλ Ντελέζ-Φελίξ Γκουατταρί, Για τον καπιταλισμό και την επιθυμία, εκδόσεις ελευθεριακή κουλτούρα
Ζιλ Ντελέζ-Φελίξ Γκουατταρί,Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: Ο Αντι-Οιδίπους , εκδόσεις Ράππα, 1977, μετάφραση Καίτη Χατζηδήμου-Ιουλιέτα Ράλλη
Deleuze and Psychoanalysis: Philosophical Essays on Deleuze's Debate with Psychoanalysis,Leen De Bolle (ed.), Leuven University Press,2010,  (http://www.scribd.com/doc/243575544/DE-BOLLE-Leen-org-Deleuze-and-Psychoanalysis-pdf)
Angela Woods, The Sublime Object of Psychiatry: Schizophrenia in Clinical and Cultural Theory, Oxford University Press, 2011 (International Perspectives in Psychiatry and Cultural Theory)
Daniel W. Smith-From the Surface to the Depths: On the Transition from Logic of Sense to Anti-Oedipus
Daniel W.Smith-Essays on Deleuze (University Press,2012)
Deleuze & Guattari,Τρεις Συνεντεύξεις για τον καπιταλισμό και τις επιθυμητικές μηχανές, περιοδικό Flesh Machine
Elisabeth Grosz-Jacques Lacan,A Feminist Introduction,Routledge,1990
Eugene W. Holland: Deleuze And Guattari's 'Anti-Oedipus', IntroductionTo Schizoanalysis (Routledge, 1997)
Felix Guattari,Psychoanalysis and Tranversality, MIT Press,2015
Ian Buchanan-Deleuze and Guattari’s ‘Anti-Oedipus’: A Reader’s Guide (Continuum,2008)
Gilles Deleuze and Claire Parnet,Dialogues,Trans. Hugh Tomlinson and Barbara Habberjam,1987, New York Columbia University Press
Gilles Deleuze, Desert Islands and Other Texts, 1953-1974,Semiotexte, Foreing Agents Series, 2004
Gilles Deleuze, Difference and Repetition, Trans. Paul Patton, Columbia University Press, 1994
Gilles Deleuze, The Logic of Sense,Continuum, 2004
Gilles Deleuze, Two Regimes of Madness,semiotexte, 2006
Slavoj Zizek, Organs Without Bodies: On Deleuze and Consequences, Routledge, 2004

Δημοσιεύτηκε από τον χρήστη Derailed Vertica

Πηγή: Ταξικές Μηχανές die Bestimmung des Menschen

_______
_


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου