∞ Α π ε ι ρ 8
♂ η λογική του μη (ο)λου ή του "πορτοκαλιού" (Πλάτων) ♀
Αδάμ και Εύα,1507 by Albrecht Dürer
Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2025
Όψεις του Φαντασιακού
Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022
Πανούκλα-Αλμπέρ Καμύ
Απόσπασμα
«Οι μάστιγες είναι βέβαια κάτι το συνηθισμένο, δύσκολα ωστόσο, πιστεύεις στις μάστιγες όταν σου πέφτουν κατακέφαλα. Έχουν ξεσπάσει στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και πόλεμοι. Κι ωστόσο πανούκλες και πόλεμοι βρίσκουν πάντα τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους. Ο γιατρός Ριέ ήταν κι αυτός απροετοίμαστος, σαν όλους τους συμπολίτες μας και γι’ αυτό πρέπει να καταλάβουμε τους δισταγμούς του. Και πρέπει ακόμα να καταλάβουμε γιατί ταλαντευόταν ανάμεσα στην ανησυχία και τη σιγουριά του. Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: “ Δεν θα κρατήσει πολύ, είναι πολύ ανόητος”. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι, σίγουρα, πολύ ανόητο αυτός ωστόσο δεν τον εμποδίζει να διαρκέσει πολύ. Η ανοησία πάντα επιμένει, θα μπορούσε κανείς να το διαπιστώσει αν δεν σκεφτόταν πάντα τον εαυτό του. Στο θέμα αυτό οι συμπολίτες μας ήταν όπως σ’ όλο τον κόσμο: σκέφτονταν τον εαυτό τους, ήταν μ’ άλλα λόγια ουμανιστές: δεν πίστευαν στις συμφορές. Η συμφορά δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, και, κατά συνέπεια, σκέφτονταν ότι η συμφορά είναι ανύπαρκτη, είναι ένα κακό όνειρο που θα περάσει. Ωστόσο, δεν περνάει πάντα, κι από το ένα κακό όνειρο στο άλλο, τελικά, οι άνθρωποι πεθαίνουν και οι ουμανιστές πρώτοι, γιατί δεν έχουν πάρει τα μέτρα τους. Οι συμπολίτες μας δεν ήταν περισσότερο ένοχοι από άλλους, ξεχνούσαν μόνο να ‘ναι μετριόφρονες, αυτό είναο όλο και σκέφτονταν πως όλα ήταν ακόμα δυνατά γι’ αυτούς, πράγμα που προϋπόθετε ότι οι συμφορές ήταν αδύνατο να υπάρχουν. Εξακολουθούσαν οι εμπορικές συναλλαγές, ετοίμαζαν ταξίδια κι είχαν τις απόψεις τους. Γιατί να σκέφτονταν την πανούκλα που καταργεί το μέλλον, τις μετακινήσεις και τις συζητήσεις; Νόμιζαν πως ήταν ελεύθεροι ενώ κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος όσο υπάρχουν συμφορές.
Ακόμα κι όταν ο γιατρός Ριέ παραδέχτηκε μπροστά στο φίλο του ότι μια χούφτα σκόρπιοι άρρωστοι πέθαναν απροειδοποίητα από πανούκλα, ο κίνδυνος εξακολουθούσε να ΄ναι ανύπαρκτος γι’ αυτόν. Μόνο που όταν είναι κανείς γιατρός έχει σχηματίσει κάποια ιδέα για τον πόνο κι έχει λίγο περισσότερη φαντασία. Κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο την πόλη του, που δεν είχε αλλάξει, μόλι τότε άρχισε ο γιατρός να νιώθει πως γεννιόταν μέσα του αυτή η ελαφριά λιποψυχία, που την ονομάζουν ανησυχία. Προσπαθούσε να συγκεντρώσει στο μυαλό του όσα ήξερε για την αρρώστια αυτή. Διάφοροι αριθμοί τριγύριζαν στη μνήμη του και σκεφτόταν ότι οι τριάντα μεγάλες επιδημίες πανούκλας, που γνώρισε η ιστορία, άφησαν γύρω στα εκατό εκατομμύρια νεκρούς. Τι είναι όμως εκατό εκατομμύρια νεκροί; Όταν έχεις κάνει έναν πόλεμο είναι ζήτημα αν ξέρεις τι σημαίνει ένας νεκρός. Κι αφού ένας νεκρός δε σημαίνει τίποτα, αν δεν τον έχεις δει με τα μάτια σου, εκατό εκατομμύρια πτώματα σπαρμένα στο διάβα της ιστορίας, δεν είναι παρά μόνο καπνός στη φαντασία. Ο γιατρός θυμόταν την πανούκλα της Κωνσταντινούπολης που, κατά τον Προκόπιο, είχε δέκα χιλιάδες θύματα τη μέρα. Δέκα χιλιάδες νεκροί είναι όσο τρεις φορές το κοινό ενός μεγάλου κινηματογράφου. Να τι έπρεπε να κάνουν. Μαζεύουν τον κόσμο στην έξοδο πέντε κινηματογράφων, τους πάνε σε μια πλατεία της πόλης και τους θανατώνουν σωρηδόν για να πάρουν μια ιδέα. Το πολύ πολύ να ‘βαζαν και μερικά γνωστά πρόσωπα πάνω σ΄αυτό τον ανώνυμο σωρό. Αλλά, όπως είναι φυσικό, είναι αδύνατο να γίνει πραγματικότητα αυτό και, κατόπιν, ποιος γνωρίζει δέκα χιλιάδες πρόσωπα; Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, οι άνθρωποι σαν τον Προκόπιο δεν ήξεραν να μετράνε. Πριν εβδομήντα χρόνια, στην Καντώνα, είχαν ψοφήσει σαράντα χιλιάδες ποντικοί πριν η συμφορά αρχίσει να ενδιαφέρεται για τους κατοίκους. Το 1871, ωστόσο, δεν υπήρχει τρόπος να μετράνε τους ποντικούς. Τους υπολόγιζαν χοντρικά, με πολλές πιθανότητες να κάνουν λάθη. Κι όμως, αν το μάκρος ενός ποντικού είναι τριάντα εκατοστά, σαράντα χιλιάδες ποντικοί, ο ένας πίσω απ’ τον άλο, μας κάνουν…
Ο γιατρός στο μεταξύ ανυπομονούσε. Είχε πέσει σε αδράνεια κι αυτό δεν ήταν σωστό. Μερικά κρούσματα δεν αποτελούν επιδημία, αρκεί να πάρουν μέτρα. Έπρεπε να περιοριστεί σ’ ό,τι γνώριζαν, στην αφασία και στην κατάπτωση, στα κοκκινισμένα μάτια, στο βρόμικο στόμα, στους πονοκέφαλους, στους βουβώνες, στη φοβερή δίψα, στο παραλήρημα, στις κηλίδες στο σώμα, στο ξέσκισμα των σωθικών και στο τέλος όλων αυτών… Στο τέλος όλων αυτών μια φράση ξαναρχόταν στο μυαλό του γιατρού Ριέ, η φράση που μ΄αυτήν ακριβώς έκλεινε στο εγχειρίδιό του την απαρίθμηση των συμπτωμάτων: “ Ο σφυγμός εξασθενίζει κι ο θάνατος επέρχεται έπειτα από μια ασήμαντη κίνηση”. Ναι, στο τέλος απ’ όλα αυτά, κρέμεσαι από μια κλωστή και τα τρία τέταρτα των ανθρώπων, αυτός ήταν ο ακριβής αριθμός, ήταν αρκετά ανυπόμονοι ώστε να κάνουν αυτή την αδιόρατη κίνηση που τους γκρέμιζε στο χάος.
Από το βιβλίο του
Camus, Albert «Πανούκλα»
Εισαγωγή: Πωλ Γκαγιάρ
Μετάφραση: Γιάννης Αγγέλου
Εκδοτικός Οίκος Ι. Ζαχαρόπουλος & ΣΙΑ Ο.Ε
(σελ.53-56)
by K.K.(Carina)
_
Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021
200 χρόνια
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Πίνακας σε χαρτόνι με χρωματιστά μολύβια, 34 χ 40εκ.
Τον πίνακα φιλοτέχνησε ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης, 2021
200 ΧΡΟΝΙΑ
(1821-2021)
Την ελευθερία πολλοί ερωτεύτηκαν αλλά ελάχιστοι τόλμησαν να διεκδικήσουν. Θέλει τόλμη η ελευθερία. Ελεύθερος λοιπόν είσαι κάθε στιγμή που τολμάς, κάθε στιγμή που αγωνίζεσαι για να γίνεις.
_
Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020
Παπα-Στρατής - ένα πορτρέτο ανθρωπιάς
![]() |
| παπ-Στρατής Δήμου, Λέσβος, Φωτογραφία και σκίτσο © Γεώργιος Κωνσταντινίδης papa Stratis-Dimoy, Lesvos, Photo by ©Georgios Konstantinidis |
Τον ήξερα χρόνια, εξ αποστάσεως, έναν παπά ψηλό, επιβλητικό, με γαλανά μάτια και κατσαρά μαλλιά, μια μορφή που με πήγαινε πίσω στην αρχαία Αιολία. Μια μορφή απ’ τα παλιά που είχε συγκεραστεί με την εικόνα ενός λαϊκού παπά της λεσβιακής υπαίθρου. Έτσι τον θυμάμαι - ως τον παπά με το τσιγάρο στο χέρι, με τα ανασηκωμένα ράσα πάνω απ’ τα γόνατα, καβάλα σε ένα παπάκι να διασχίζει τους δρόμους της Καλλονής.
Τον αντάμωνα τακτικά, εποχούμενος κι εγώ, στα σοκάκια της πόλης και αλληλοχαιρετιόμασταν για χρόνια με ένα απλό νεύμα της κεφαλής. Η μοίρα το ‘φερε να γνωριστούμε με τον παπα-Στρατή και να συνεργαστούμε στα πλαίσια της Αγκαλιάς, το 2013. Ήταν η αρχή μιας φιλίας, που δυστυχώς διεκόπη απότομα, στις 2 Σεπτεμβρίου του 2015. Τότε πια, η εικόνα του είχε αλλάξει. Είχε εγκαταλείψει πλέον το παπί και κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο, διασωληνωμένος, με τη φιάλη οξυγόνου πάντα παρέα στη θέση του συνοδηγού, παρέα και στον Αϊ-Γιώργη του Κεραμίου, την ενορία του, όπου και συνήθως τον συναντούσα. Τον θυμάμαι καταβεβλημένο, με ανάκατα μαλλιά, με έντονα αναπνευστικά προβλήματα και εμφανή πια τα σημάδια της ασθένειας στο πρόσωπό του. Άλλες φορές πάλι, λίγο καλύτερα, να αγωνίζεται για να συνεχίσει το φιλάνθρωπο έργο της Αγκαλιάς.
Δεν με έκανε ποτέ να νιώσω οίκτο για την κατάσταση της υγείας του, όπως θα ήταν φυσιολογικό. Ίσως γιατί η αρρώστια δεν ήταν ποτέ το επίκεντρο της συζήτησής μας, αλλά ούτε και του ενδιαφέροντός του. Μέσα στην καθημερινή του απλότητα και το ιδιόμορφο του λαϊκού παπά, ένιωθα, όλως παραδόξως, μόνο σεβασμό γι’ αυτόν. Είχαμε μόλις τέσσερα χρόνια διαφορά, αλλά πάντα τον προσφωνούσα με το «πάτερ». Δεν μου ταίριαζε να του μιλήσω στον ενικό, παρ’ όλο που ήξερα ότι δεν θα το πρόσεχε καν.
Σιγά-σιγά άρχισα να συνειδητοποιώ, ότι έβλεπα κάτι πέρα από το προσωπείο που του είχε φορέσει η ασθένεια παρά τη θέλησή του. Διέκρινα στα μάτια του μια δυναμική ανθρωπιά, χωρίς δισταγμούς και αμφιβολίες, που αψηφά τις κακοτοπιές. Δεν ήταν στο έργο του που το ‘βλεπα. Ήταν στο βλέμμα του, στη στάση του, στην ειλικρίνειά του. Μια πηγαία και αυθεντική ανθρωπιά. Μια διάσταση πνεύματος στα μάτια του, που μου θύμιζε την έκφραση της αγιογραφικής μας παράδοσης. Ήταν σαν να έβλεπα αναλαμπές της εσωτερικής του υπόστασης, όπως στα βλέμματα των αγίων - αυστηρά και μειλίχια συνάμα, με τη βεβαιότητα της γνώσης πέραν από τα φαινόμενα. Μόνο που στο ζωντανό πρόσωπο του παπα-Στρατή, η έκφραση αυτή ήταν μια αίσθηση φευγαλέα, διότι η καθημερινότητα και η αρρώστια που διαδέχονταν η μία την άλλη, ήταν αυτές που χαρακτήριζαν τη μόνιμη αίσθηση της έκφρασής του.
Θυμάμαι, του τηλεφώνησα χωρίς να ξέρω ότι βρισκόταν στο νοσοκομείο. Το σήκωσε η γυναίκα του, η Ευστρατία. «Δεν είναι καλά» μου είπε. Δεν θέλησα να τον ενοχλήσω και ετοιμαζόμουν να κλείσω. «Περίμενε», μου ‘πε, «θέλει να σου μιλήσει». Ήθελε να συζητήσουμε για το πώς επρόκειτο να αξιοποιηθούν τα χρήματα, τα οποία είχε δωρίσει το προσωπικό του πανεπιστημίου μας στην Αγκαλιά και τι είχε κάνει μέχρι τότε. Καμιά αναφορά στην υγεία του. Αυτή ήταν και η τελευταία μας συνομιλία λίγες μέρες πριν συγχωρεθεί.
Πέντε χρόνια μετά το θάνατο του παπα-Στρατή, 2 Σεπτεμβρίου του 2020, έτυχε να «με τρέχουν» κι εμένα στο νοσοκομείο του Όσλο με τ’ ασθενοφόρο και τη σειρήνα στη διαπασών, σφαδάζοντας απ’ τους πόνους. Στη διαδρομή θυμήθηκα τον παπα-Στρατή. «Κοίτα σύμπτωση!» σκέφτηκα.
Τις τέσσερις μέρες της διαμονής μου στο νοσοκομείο, πέρασε πολλές φορές απ’ τη σκέψη μου το ενδεχόμενο ενός ξαφνικού θανάτου. Πολλές φορές παρασύρθηκα σε φιλοσοφικούς στοχασμούς περί του παραλόγου της φθαρτής μας φύσης. Το ασθενές μου σώμα είχε γίνει το κέντρο του σύμπαντος κόσμου. Η επιθυμία μου για ζωή είχε αναγάγει τα αποτελέσματα των εξετάσεων στα σημαντικότερα ντοκουμέντα αυτού του κόσμου.
5 Σεπτεμβρίου βγήκα ζωντανός. Διασχίζοντας την πόλη προς το σπίτι, μου ‘ρθε και πάλι στον νου ο παπα-Στρατής. Θυμήθηκα το τηλεφώνημα και την περιφρόνηση του θανάτου που είχε δείξει με τη στάση του, σε αντίθεση με εμένα, και ένιωσα μπροστά του μικρός. Κι ένιωσα ακόμη πιο μικρός, όταν συνειδητοποίησα, ότι η περιφρόνηση του θανάτου ήταν συνέπεια της αυταπάρνησής του. Συνέπεια του αγώνα του να συνεχίσει να μοιράζεται και να απαλύνει τον πόνο των άλλων, των οποιωνδήποτε άλλων, ακόμα και στις λίγες μέρες και ώρες πριν το θάνατό του.
![]() | |||
| Παπα-Στρατής, Λέσβος Φωτογραφία ©Γεώργιος Κωνσταντινίδης Papa Stratis, Lesvos, Photo by ©Georgios Konstantinidis |
Η ψυχή του παπά με τα ανάκατα μαλλιά, τα τριμμένα ράσα και το τσιγάρο στο χέρι, έβλεπα είχε αγγίξει σημεία γνήσιας αυθυπέρβασης. Τα διαπεραστικά του μάτια μου επέτρεψαν κάποιες στιγμές να τα διαπεράσω για να αντικρίσω στα βάθη της δικής του ψυχής την λεβέντικη ανθρωπιά του, που τον έκανε να υπερβεί εαυτόν. Την ανθρωπιά που ’ναι κρυμμένη στα βάθη της εφήμερης ύπαρξής μας και που από γενιά σε γενιά προσμένουμε να λάμψει και να μας πάει σε έναν άλλον κόσμο, τον κόσμο του παπα-Στρατή.
ΥΓ. Τα λόγια δεν αρκούν για να αποδώσω τις αναλαμπές της ψυχής του, όπως τις αντίκρισα. Για αυτό κατέφυγα στις εικόνες - ένα φωτογραφικό πορτρέτο και ένα ζωγραφικό. Η φωτογραφία «ξέφυγε» απ’ τα χέρια μου και έκανε μόνη το ταξίδι της στο διαδίκτυο και σε έντυπα. Το σχέδιο είχα αποφασίσει να το χαρίσω στη σύζυγό του, αλλά δεν πρόλαβα. Έφυγε δυστυχώς κι αυτή, φοβάμαι, απ’ τον καημό της, πριν ολοκληρωθεί το πορτρέτο. Όταν ολοκληρώθηκε, το χάρισα στα δυο παιδιά τους, Μιχάλη και Μαρία, το 2019.
Γιώργος Κωνσταντινίδης
Ιστορικός τέχνης, Υποδιευθυντής Σπουδαστικού Κέντρου Μετοχίου
Παραρτήματος του Νορβηγικού παν. του Άγκντερ στην Καλλονή
__
Σάββατο 28 Μαρτίου 2020
ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ- Gilles Deleuze
του Gilles Deleuze
Gilles Deleuze
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ
Η παρούσα έκδοση ετοιμάστηκε από τον Παναγιώτη Καλαμαρά στο εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας τον Φλεβάρη του 2001. Κυκλοφόρησε στην πόλη της Αθήνας σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με τη χρήση να είναι ελεύθερη για τους σκοπούς του κοινωνικού ανταγωνιστικού κινήματος και τη θερμή παράκληση να αναφέρονται οι πηγές.
Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019
σκιά ωστόσο
![]() |
| photo by©Katerina Konstantinidou |
Απρόσκλητος επισκέπτης το φως
διεκδίκησε ευθαρσώς μία θέση
στον σκοτεινό μου τόπο
Μια προσωρινή παρουσία
μια φωτεινή διαύγεια
έδωσε στο γαλάζιο παρόν μου,
μια, μουσικής σύνθεσης, παύση
Δεν ρώτησε
Δεν απάντησα
Τη σιωπή του μυστικού μοιράστηκε
και κρατώντας την ανάσα του
στην άκρη του κανεπέ κοντοστάθηκε
Παλινδρόμηση αδυναμίας διέκρινα
Ξεσήκωσα τα μαξιλάρια του καναπέ
να κάνω χώρο να καθήσει
Μα δεν κάθησε
παρά στη δύση του
άφησε την τελευταία Αχτίδα
την τελευταία Σκιά
«Στάσου λίγο ακόμα
έχουμε πολλά να μοιραστούμε
Αν φύγεις
θα μείνει η κάμαρα αφώτιστη
τα μαξιλάρια θα βρουν και πάλι τη θέση τους στον καναπέ
κι εκεί, πάνω τους θα γύρω το κεφάλι μου ξανά
να πέσω να πλαγιάσω»
Τίποτε άλλο, παρά
μια επανάληψη του ίδιου ονείρου
by ©K.K
Δευτέρα 22 Απριλίου 2019
Inside the Mirror - Andrei Tarkovsky
Όνειρα και κινηματογράφος μοιράζονται την ίδια πρώτη ύλη: τις εικόνες. Ωστόσο, ο τρόπος που αυτές οργανώνονται δεν είναι κοινός στις δύο περιπτώσεις, κάτι που οφείλεται στη ριζικά διαφορετική αντίληψη του χρόνου (αρκεί να αναλογιστούμε πόσα …δίωρα φιλμ χωρούν σε πέντε λεπτά ύπνου!). Οι ταινίες του Andrei Tarkovsky, και ειδικότερα ο Καθρέφτης, αποτελούν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ποτέ άλλοτε ένα φιλμ δεν άγγιξε με τέτοια επιτυχία τη φύση του ονείρου, χάρη στην αντιμετώπιση που επιφυλάσσει ο σκηνοθέτης στον παράγοντα «χρόνος». Αυτός συλλαμβάνεται ως μια παρουσία πολυδιάστατη και το παρόν, μια καταπιεστική θαρρείς κινηματογραφική σύμβαση (όλες οι ταινίες είναι καταδικασμένες να παρακολουθούνται σε αυτόν), εδώ διασπάται στα ημιτόνιά του. Έτσι, όλα καταλήγουν να αποτελούν θέμα ρυθμού και ο σπουδαίος Ρώσος δημιουργός ενορχηστρώνει τους διαφορετικούς κώδικες που μεταχειρίζεται (χρώμα, φως, ήχος, μουσική, ερμηνείες) με μία ανεπανάληπτη μαεστρία. Σε μια αξέχαστη σκηνή, η βροχή εισβάλλει μέσα στο σπίτι (όπως στη Nostalghia, το χιόνι θα πέσει μέσα στην εκκλησία), στέκοντας ως απόδειξη ότι για τον Tarkovsky η ζωή εξελίσσεται και αναλύεται σε χρονικά παρακλάδια παράλληλα με τις όποιες χωρικές συνιστώσες. Δε χρειάζεται το εκβιαστικό δραματουργικό εργαλείο των flashbacks για να εικονογραφήσει αυτήν την αλήθεια (του) - αρκεί μία απλή κίνηση της κάμερας που καταλήγει να κοιτάζει στον καθρέφτη.
Η ταινία θα διακρίνει ανάμεσα στη βιωμένη ιστορία του ήρωα και την Ιστορία που πορεύεται παράλληλα. Τα επίκαιρα από τον Ισπανικό εμφύλιο, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την έκρηξη της ατομικής βόμβας και την υποδοχή των Ρώσων στρατιωτών παρουσιάζονται αποστασιοποιημένα. Δεν τέμνονται με τη ζωή του και η όποια μομφή για αυτήν την νοοτροπία από πλευράς του σκηνοθέτη, εξουδετερώνεται με ένα απλό ερώτημα του αφηγητή: «Μήπως έχουμε γίνει υπερβολικά αστοί; Και ο αστισμός μας είναι ασιατικός…». Παράλληλα με την αναδρομή στη ζωή του, τον βλέπουμε να αγωνίζεται για να συνθέσει την ταυτότητα του ρωσικού έθνους και να μπορέσει να τοποθετήσει εαυτόν κάτω από τη στέγη της. Σε μια εξόχως συμβολική σκηνή, μια καθισμένη γυναίκα για την οποία δεν μαθαίνουμε τίποτα άλλο στην πορεία του φιλμ, ζητάει από τον Ιγκνάτ, τον γιο του ήρωα, να διαβάσει το γράμμα του Πούσκιν. Πρόκειται για τον χαρακτήρα που θα ενώσει τη γεμάτη ρωγμές συνέχεια του χρόνου και θα υπενθυμίσει τους πολιτιστικούς δεσμούς που έρχονται από το παρελθόν. Άλλωστε η ίδια η ζωή είναι μια ρωγμή στη συνέχεια του θανάτου και ο «μεταφυσικός» Tarkovsky το γνωρίζει καλά και την κινηματογραφεί σαν ένα αέναο κύκλο που μας δόθηκε από τον αιώνιο Θεό.
Όσο και να διαφωνώ με αυτήν την σκέψη, δεν μπορώ παρά να στέκομαι εμβρόντητος μπροστά στην βαθιά πίστη του σκηνοθέτη που κάνει το καθετί να μοιάζει οργανικά συνδεδεμένο σε ένα Όλον. Η κάμερα καταγράφει τη συνάντηση του Πνεύματος με την Ύλη: τα φύλλα των δέντρων χορεύουν στη βροχή και το απέραντο γρασίδι υποκλίνεται στον άνεμο. Θα παρακολουθήσουμε την διαβρωτική επίδραση του χρόνου πάνω στα υλικά αντικείμενα, τα οποία και αντιπαραβάλλονται στην ανθρώπινη παρουσία: ο Tarkovsky αντιλαμβάνεται την τελευταία ως μια ύπαρξη πρωτίστως πνευματική που εξελίσσεται στο άπειρο. Ο ήρωας, υποφέροντας από μία ανίατη ασθένεια, στρέφεται στις εικόνες που έχει φυλάξει η μνήμη, λίγο πριν η ψυχή του εγκαταλείψει το κέλυφός της. Όπως και στο Ivan’s Childhood, ο θεατής δύσκολα εντοπίζει τι είναι αλήθεια και τι όνειρο, τι συμβαίνει στο παρόν και τι έρχεται από το παρελθόν. Άλλωστε, δεν έχει καμία σημασία αφού το ένα ενυπάρχει στο άλλο. Μόνο που τη χαρά μου σκιάζει η αναμονή του ξυπνήματος.
Ήθελα να διηγηθώ την ιστορία του πόνου που βασανίζει έναν άνθρωπο όταν νιώθει πως δεν μπορεί να ξεπληρώσει τους δικούς του για όσα του έχουν δώσει. Νιώθει ότι δεν τους αγάπησε αρκετά, κι αυτή η εντύπωση τον βασανίζει.[…]
Στους Γάλλους ο Καθρέφτης θυμίζει τον κόσμο του Προυστ, αυτόν της μνήμης.
Και ο Καθρέφτης, ήταν αυτό; Μια επανάληψη αυτού του λογοτεχνικού είδους;
Πηγή: Antoine de Baecque “ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ μια ξενάγηση στο έργο του”, μετάφραση: Δώρα Δημητρούλια, εκδόσεις Γκοβόστης. Αθήνα 1991)
«Όταν ο θεατής φτάσει, καταγοητευμένος, στην τελευταία εξαίσια εικόνα της ταινίας του Ταρκόφσκι, ίσως μπορέσει να αντιλήφθη τι σημαίνει ο τίτλος, ίσως μπορέσει δηλαδή να καταλάβει ότι μέσα σ’ αυτό τον "Καθρέφτη" η πραγματικότητα δεν αποδίδεται αλλά κομματιάζεται και ότι είναι άλλος κόσμος που ανασυνθέτεται με τα συντρίμμια της. Με άλλα λόγια ο καθρέφτης για τον Ταρκόφσκι δεν είναι παρά αυτό το κομμάτιασμα που μέσα στο πραγματικό ανοίγεται σε μια αναζήτηση του φαντασιακού. Κι αυτό το φαντασιακό, μακριά απ’ το να είναι γραμμικό, εκρήγνυται, οι αναπολήσεις, η μνήμη λύνουν τη συνοχή της αφήγησης, την τεμαχίζουν, την σκορπάνε με αριστοτεχνικό τρόπο όσο και πρωτοποριακό.
Ο Αλέξης, ο ήρωας, ο σκηνοθέτης, σκύβει πάνω στο παρελθόν του, η μητέρα του και η γυναίκα του συγκλίνουν σ’ ένα μοναδικό πορτρέτο γυναίκας (έξοχα ερμηνευμένο από τη Μαργαρίτα Τερέχοβα) ο γιος του, ο Ινιάτ, ταυτίζεται κάπως παράξενα με τον ίδιο του τον εαυτό –σαν παιδί- μέσα στις αναμνήσεις του. Το παρελθόν και τα πολλαπλά επίπεδά του, διασταυρώνονται με το παρόν, ενώ ο χώρος –διαμέρισμα μέσα στη Μόσχα "η ντάτσα" σε μια ονειρεμένη εξοχή- εναλλάσσεται ανάλογα με το συνειρμό της αφήγησης. Η ίδια η ιστορία, παρούσα μέσα από το μωσαϊκό σαν σημείο αναφοράς μιας τραυματισμένης μνήμης και όχι τόσο σαν ροή που κινείται με τη λογική της ταξικής πάλης, όπως μας τόμαθε ο μαρξισμός.
Έχουμε εδώ βέβαια να κάνουμε με έργο εντελώς ποιητικό όπου επιπλέει αυτό που κατά κάποιο τρόπο λέμε "ρώσικη ψυχή", αλλά πρέπει να διευκρινίσουμε ότι όταν στην ταινία γίνεται αναφορά στον Ντοστογιέφσκι και στους "Δαιμονισμένους" ή όταν ακούμε με κάποια έμφαση τα ποιήματα του πατέρα του σκηνοθέτη, Αρσένη Ταρκόφσκι, αυτό που μας λέγεται δεν είναι τόσο το οργανωμένο "πνεύμα" του λαού ή της γης όσο μια απουσία, ένα ίχνος της σκέψης, ένα ρευστό, πλανώμενο, εύθραυστο "συναίσθημα" χωρίς σκοπιμότητα, σχεδόν μια άρνηση της ταυτότητας.
Θελημένα σ’ αυτό το σημείωμα δεν προσπαθώ μια ερμηνεία της ταινίας, ούτε θέλω να τη διηγηθώ σαν μια παραδοσιακή ιστορία: η ταινία βλέπεται όπως διαβάζεται ένα μεγάλο ποίημα. Το να μπεις μέσα δεν είναι απλό πράγμα, αλλά αφότου αφήνεσαι να σε παρασύρει χωρίς να παραιτηθείς ωστόσο από μια έντονη διανοητική δραστηριότητα, τότε οι εικόνες ασύλληπτης πλαστικότητας του Ταρκόφσκι σε κατακτάνε ολοκληρωτικά. Αυτός ο "καθρέφτης" κολλάει στο πετσί σου και η πολυεδρικότητά του φανερώνει όλα του τα μυστικά»
__________________________________
Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019
Έζησες
Λίγα δάκρυα στο πρόσωπό σου
ασ’ τα να σε δροσίσουν
Λίγες λέξεις σε χωρίζουν απ΄ την άβυσσο της ψυχής σου
πες τες αργά και δυνατά
άσε να σε παρασύρει
μη κόψεις το άνθος μύρισέ το
είναι η ευωδιά μιας άνοιξης που σου χαρίζεται
Λίγα αποτσίγαρα
και δυο σκισμένα ρούχα




