Walter Benjamin-Για μια κριτική της βίας
(Πρώτο Μέρος)
(Πρώτο Μέρος)
Σημείωση από τις εκδόσεις Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας: Το κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν Zur Kritik Der Gewalt, Gesammelte Schriften, 1977, μετέφρασε από το γερμανικό πρωτότυπο ο Λεωνίδας Μαρσιανός. Η έκδοση ετοιμάστηκε στο Εργαστήρι της Ελευθεριακής Κουλτούρας με γενική επιμέλεια του Παναγιώτη Καλαμαρά Κυκλοφόρησε στην πόλη της Αθήνας το Καλοκαίρι του 2002 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και η χρήση είναι ελεύθερη για τους σκοπούς του κοινωνικού ανταγωνιστικού κινήματος με τη θερμή παράκληση να αναφέρονται οι πηγές.
Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το εγχείρημα μιας κριτικής της βίας ως έκθεση της σχέσης της με το δίκαιο και τη δικαιοσύνη. Διότι βία με την ακριβή έννοια της λέξης προκύπτει από μια ανεξαρτήτου αποτελέσματος αιτία μόνον όταν αυτή αρχίζει να επεμβαίνει στις ηθικές αξίες. Η σφαίρα των αξιών αυτών διέπεται από τις έννοιες του δικαίου και της δικαιοσύνης. Είναι σαφές, όσον αφορά την πρώτη απ' αυτές, ότι η σχέση μέσου-σκοπού είναι η πλέον θεμελιώδης σχέση σε οποιαδήποτε έννομη τάξη. Επιπλέον, ότι η βία απαντάται μόνο στην επικράτεια των μέσων, όχι των σκοπών.
Αυτές οι διαπιστώσεις προσφέρουν περισσότερα εφόδια στην κριτική της βίας, και διαφορετικά μάλιστα, απ' ό,τι πιθανόν φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Διότι αν η βία είναι μέσο, τότε εμφανίζεται δίχως άλλο ένα σταθερό μέτρο για την κριτική της. Μέτρο που επιβάλλει το ερώτημα κατά πόσον οι σκοποί της βίας, σε δεδομένες περιπτώσεις, είναι δίκαιοι ή άδικοι.
Έτσι όμως η κριτική της θα προέκυπτε απλώς από μια συστηματοποίηση των δίκαιων σκοπών,πράγμα που δεν συμβαίνει. Μια τέτοια συστηματοποίηση, έστω κι αν δεν επιδεχόταν καμία αμφισβήτηση, δεν θα περιλάμβανε ένα κριτήριο για την ίδια τη βία ωςαρχή [Prinzip], αλλά ένα κριτήριο για τις περιπτώσεις άσκησης της. Έτσι, τοερώτημα αν η βία εν γένει, ως αρχή, είναι ηθική ως μέσο για την επίτευξη των δίκαιων σκοπών, παραμένει ανοιχτό. Το ερώτημα αυτό, για να απαντηθεί, απαιτεί ένα αυστηρότερο κριτήριο, μια διάκριση στη σφαίρα των ίδιων των μέσων, χωρίς να εξεταστούν οι σκοποί που αυτά υπηρετούν.
Ο αποκλεισμός αυτού του ακριβέστερου κριτικού προβληματισμού χαρακτηρίζει μια μεγάλη τάση στη φιλοσοφία του δικαίου, αποτελώντας ίσως το κυριότερο γνώρισμα της : πρόκειται για το φυσικό δίκαιο. Στην εφαρμογή βίαιων μέσων για δίκαιους σκοπούς δεν βλέπει μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ όσο θα φαινόταν προβληματικό στον άνθρωπο το "δικαίωμα " του να κινεί το σώμα του προς έναν επιδιωκόμενο προορισμό.
Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεώρηση (η οποία χρησίμευσε ως ιδεολογική θεμελίωση της Τρομοκρατίας στη Γαλλική Επανάσταση) αν η βία είναι φυσικό προϊόν, όμοιο της πρώτης ύλης, δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη χρήση της, εξαιρουμένης της κατάχρησης της για την επίτευξη άδικων σκοπών.
Ο αποκλεισμός αυτού του ακριβέστερου κριτικού προβληματισμού χαρακτηρίζει μια μεγάλη τάση στη φιλοσοφία του δικαίου, αποτελώντας ίσως το κυριότερο γνώρισμα της : πρόκειται για το φυσικό δίκαιο. Στην εφαρμογή βίαιων μέσων για δίκαιους σκοπούς δεν βλέπει μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ όσο θα φαινόταν προβληματικό στον άνθρωπο το "δικαίωμα " του να κινεί το σώμα του προς έναν επιδιωκόμενο προορισμό.
Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεώρηση (η οποία χρησίμευσε ως ιδεολογική θεμελίωση της Τρομοκρατίας στη Γαλλική Επανάσταση) αν η βία είναι φυσικό προϊόν, όμοιο της πρώτης ύλης, δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στη χρήση της, εξαιρουμένης της κατάχρησης της για την επίτευξη άδικων σκοπών.
Σύμφωνα με τη θεωρία περί κράτους του φυσικού δικαίου, όταν τα πρόσωπα αποποιούνται όλης της εξουσίας [Gewalt] τους για χάρη του κράτους, αυτό συμβαίνει υπό την προϋπόθεση (την οποία λόγου χάρη διατυπώνει ο Σπινόζα στη Θεολογικο-Πολιτική Πραγματεία) ότι κατά βάση καθένα, προ της συνάψεως του έλλογου τούτου συμβολαίου, ασκούσε de jure τη βία που de facto διέθετε. Αυτές οι θεωρήσεις αναβίωσαν πρόσφατα, πιθανόν μέσω της δαρβινικής βιολογίας, η οποία με το δογματικό της τρόπο θεωρεί τη βία ως το μοναδικό μέσο, πλην της φυσικής επιλογής, που είναι αρχέγονο και προσήκον σε όλους τους ζωτικούς σκοπούς της φύσης. Η δαρβινιστική αγοραία φιλοσοφία έχει συχνά δείξει πόσο μικρό είναι το βήμα από το φυσικοϊστορικό δόγμα μέχρι το ακόμα χονδροειδέστερο δικαιοφιλοσοφικό, ότι δηλαδή κάθε βία που προσήκει στους φυσικούς σκοπούς θεωρείται, ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, νόμιμη.
Αυτή η φυσικοδικαιϊκή θέση περί της βίας ως φυσικού δεδομένου, είναι διαμετρικά αντίθετη με τη θετικοδικαιϊκή περί της βίας ως ιστορικού γεγονότος. Αν το φυσικό δίκαιο μπορεί να κρίνει κάθε υπαρκτό δίκαιο ασκώντας κριτική στους σκοπούς του, τότε το θετικό δίκαιο μπορεί να κρίνει κάθε μεταγενέστερο δίκαιο ασκώντας απλώς κριτική στα μέσα του. Αν η δικαιοσύνη είναι το κριτήριο των σκοπών, τότε η νομιμότητα είναι το κριτήριο των μέσων. Κι ενώ η αντίθεση αυτή παραμένει, οι δύο σχολές συναντώνται στο κοινό θεμελιακό τους δόγμα: οι δίκαιοι σκοποί μπορούν να επιτευχθούν μέσω νόμιμων μέσων, τα νόμιμα μέσα χρησιμοποιούνται για δίκαιους σκοπούς.
Αυτή η φυσικοδικαιϊκή θέση περί της βίας ως φυσικού δεδομένου, είναι διαμετρικά αντίθετη με τη θετικοδικαιϊκή περί της βίας ως ιστορικού γεγονότος. Αν το φυσικό δίκαιο μπορεί να κρίνει κάθε υπαρκτό δίκαιο ασκώντας κριτική στους σκοπούς του, τότε το θετικό δίκαιο μπορεί να κρίνει κάθε μεταγενέστερο δίκαιο ασκώντας απλώς κριτική στα μέσα του. Αν η δικαιοσύνη είναι το κριτήριο των σκοπών, τότε η νομιμότητα είναι το κριτήριο των μέσων. Κι ενώ η αντίθεση αυτή παραμένει, οι δύο σχολές συναντώνται στο κοινό θεμελιακό τους δόγμα: οι δίκαιοι σκοποί μπορούν να επιτευχθούν μέσω νόμιμων μέσων, τα νόμιμα μέσα χρησιμοποιούνται για δίκαιους σκοπούς.
Το φυσικό δίκαιο επιδιώκει μέσω της δίκαιης υπόστασης των σκοπών να "δικαιώσει" τα μέσα, το θετικό δίκαιο μέσω της νομιμότητας των μέσων να "κατοχυρώσει" τη δίκαιη υπόσταση των σκοπών. Η αντινομία αποβαίνει αδιέξοδη, αν η κοινή δογματική προϋπόθεση είναι λανθασμένη, αν αφενός τα νόμιμα μέσα και αφετέρου οι δίκαιοι σκοποί βρίσκονται σε σύγκρουση που δεν επιδέχεται συμβιβασμό. Όμως αν δεν εγκαταλειφθεί ο κυκλικός συλλογισμός και διατυπωθούν κριτήρια, ανεξάρτητα μεταξύ τους, τόσο για τους δίκαιους σκοπούς όσο και για τα νόμιμα μέσα, είναι αδύνατο να σχηματιστεί μια σαφής εικόνα.
Η επικράτεια των σκοπών και παράλληλα η αναζήτηση ενός κριτηρίου δικαιοσύνης αποκλείεται εξαρχής απ' αυτή τη μελέτη. Αντίθετα, η μελέτη επικεντρώνεται στο ζήτημα της νομιμότητας των συγκεκριμένων μέσων που συνιστούν βία. Οι φυσικοδικαιϊκές αρχές δεν μπορούν να απαντήσουν αναφορικά με το ερώτημα αυτό˙ οδηγούν απλώς σε μια αβάσιμη καζουϊστική θεώρηση. Γιατί αν το θετικό δίκαιο παραβλέπει την απόλυτη φύση των σκοπών, έτσι και το φυσικό δίκαιο παραβλέπει την εξαρτημένη φύση των μέσων. Απ' την άλλη πλευρά, η θετική θεωρία του δικαίου είναι επαρκής ως υποθετική βάση κατά την αφετηρία της μελέτης, διότι δέχεται μια θεμελιώδη διάκριση όσον αφορά τα είδη της βίας, ανεξάρτητα από τις περιπτώσεις άσκησης της.
Η διάκριση γίνεται ανάμεσα στην ιστορικά αναγνωρισμένη βία, τη λεγόμενη επικυρωμένη, και τη μη επικυρωμένη βία. Το γεγονός ότι οι ακόλουθες σκέψεις απορρέουν από την εν λόγω διάκριση, δεν σημαίνει φυσικά ότι οι όποιες περιπτώσεις βίας ταξινομούνται σύμφωνα με αυτή, ως προς το αν είναι ή δεν είναι επικυρωμένες. Διότι το μέτρο μιας κριτικής της βίας στο θετικό δίκαιο δεν έχει να κάνει με τις χρήσεις της, αλλά μόνο με την αποτίμηση τους.
Αυτό που μας απασχολεί είναι τι προκύπτει σε σχέση με την ουσία της βίας εφόσον ένα τέτοιο μέτρο ή μια διάκριση είναι κάτι το εφικτό ή, με άλλα λόγια, τι σημασία έχει αυτή η διάκριση. Το αν έχει νόημα η εν λόγω θετικοδικαιϊκή διάκριση, αν είναι απολύτως βάσιμη και αναντικατάστατη, θα φανεί αρκετά σύντομα, ενώ ταυτοχρόνως θα φωτιστεί η συγκεκριμένη σφαίρα, στην οποία μπορεί να υπάρξει αποκλειστικά αυτή η διάκριση. Κοντολογίς: αν το μέτρο που θεσπίζει το θετικό δίκαιο για τη νομιμότητα της 6ίας μπορεί να αναλυθεί μόνο βάσει του νοήματος του, τότε η σφαίρα εφαρμογής του πρέπει να κριθεί μόνο βάσει της αξίας του. Η αφετηρία αυτής της κριτικής πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί εκτός της θετικής φιλοσοφίας του δικαίου, αλλά και εκτός του φυσικού δικαίου, θα φανεί κατά πόσο μια προσέγγιση του δικαίου αποκλειστικώς από ιστορικοφιλοσοφική σκοπιά μπορεί να προσφέρει αυτή την αφετηρία.
Η σημασία της διάκρισης της βίας σε νόμιμη και μη νόμιμη δεν καθίσταται άμεσα προφανής. Η φυσικοδικαιϊκή παρανόηση, ότι η διάκριση συνίσταται μεταξύ βίας με δίκαιους ή βίας με άδικους σκοπούς, πρέπει σαφώς να αντικρουστεί. Έχει μάλλον ήδη αναφερθεί ότι το θετικό δίκαιο απαιτεί από κάθε είδος βίας ένα τεκμήριο ιστορικής καταγωγής, από το οποίο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, προκύπτει η νομιμότητα της, η επικύρωση της. Επειδή η αναγνώριση της έννομης βίας καθίσταται εξόφθαλμη με την εθελούσια υποταγή στους σκοπούς της, η ύπαρξη ή η έλλειψη γενικότερης ιστορικής αναγνώρισης αυτών των σκοπών πρέπει να θεμελιώνει την υποθετική διάκριση μεταξύ των ειδών της. Οι σκοποί που στερούνται αυτής της αναγνώρισης, μπορούν να ονομαστούν φυσικοί σκοποί˙ οι άλλοι μπορούν να ονομαστούν έννομοι σκοποί. Μάλιστα, η διαφορετική λειτουργία της βίας, ανάλογα με το αν υπηρετεί φυσικούς ή έννομους σκοπούς, μπορεί να διαπιστωθεί με τον πιο παραστατικό τρόπο, όταν υπάρχει το υπόβαθρο συγκεκριμένων έννομων σχέσεων.
Χάριν απλότητας, η περαιτέρω συζήτηση θα αφορά τις σημερινές ευρωπαϊκές συνθήκες.Σ’ αυτές τις έννομες σχέσεις επικρατεί η τάση, όσον αφορά το μεμονωμένο άτομο ως υποκείμενο δικαίου, να μη γίνονται δεκτοί οι φυσικοί σκοποί αυτού του ατόμου, σε κάθε περίπτωση που θα ήταν χρήσιμη η βία κατά την επιδίωξη τους. Αυτό σημαίνει, ότι η παρούσα έννομη τάξη επιμένει, σε όλους τους τομείς όπου οι ατομικοί σκοποί θα μπορούσαν να επιδιωχθούν με τη βία, να εγείρει έννομους σκοπούς, τους οποίους μόνο η έννομη βία είναι σε θέση να πραγματοποιήσει. Επιμένει μάλιστα να περιορίζει μέσω των έννομων σκοπών ακόμα και τομείς όπου κατ’ αρχήν γίνεται δεκτή η ύπαρξη λιγότερο στενών ορίων των φυσικών σκοπών (όπως στον τομέα της εκπαίδευσης), προτού τέτοιοι φυσικοί σκοποί επιδιωχθούν με υπέρμετρη βία (όπως με τους νόμους περί ορίων στο εκπαιδευτικό δικαίωμα για την επιβολή τιμωριών).
Αυτό που μας απασχολεί είναι τι προκύπτει σε σχέση με την ουσία της βίας εφόσον ένα τέτοιο μέτρο ή μια διάκριση είναι κάτι το εφικτό ή, με άλλα λόγια, τι σημασία έχει αυτή η διάκριση. Το αν έχει νόημα η εν λόγω θετικοδικαιϊκή διάκριση, αν είναι απολύτως βάσιμη και αναντικατάστατη, θα φανεί αρκετά σύντομα, ενώ ταυτοχρόνως θα φωτιστεί η συγκεκριμένη σφαίρα, στην οποία μπορεί να υπάρξει αποκλειστικά αυτή η διάκριση. Κοντολογίς: αν το μέτρο που θεσπίζει το θετικό δίκαιο για τη νομιμότητα της 6ίας μπορεί να αναλυθεί μόνο βάσει του νοήματος του, τότε η σφαίρα εφαρμογής του πρέπει να κριθεί μόνο βάσει της αξίας του. Η αφετηρία αυτής της κριτικής πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί εκτός της θετικής φιλοσοφίας του δικαίου, αλλά και εκτός του φυσικού δικαίου, θα φανεί κατά πόσο μια προσέγγιση του δικαίου αποκλειστικώς από ιστορικοφιλοσοφική σκοπιά μπορεί να προσφέρει αυτή την αφετηρία.
Η σημασία της διάκρισης της βίας σε νόμιμη και μη νόμιμη δεν καθίσταται άμεσα προφανής. Η φυσικοδικαιϊκή παρανόηση, ότι η διάκριση συνίσταται μεταξύ βίας με δίκαιους ή βίας με άδικους σκοπούς, πρέπει σαφώς να αντικρουστεί. Έχει μάλλον ήδη αναφερθεί ότι το θετικό δίκαιο απαιτεί από κάθε είδος βίας ένα τεκμήριο ιστορικής καταγωγής, από το οποίο, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, προκύπτει η νομιμότητα της, η επικύρωση της. Επειδή η αναγνώριση της έννομης βίας καθίσταται εξόφθαλμη με την εθελούσια υποταγή στους σκοπούς της, η ύπαρξη ή η έλλειψη γενικότερης ιστορικής αναγνώρισης αυτών των σκοπών πρέπει να θεμελιώνει την υποθετική διάκριση μεταξύ των ειδών της. Οι σκοποί που στερούνται αυτής της αναγνώρισης, μπορούν να ονομαστούν φυσικοί σκοποί˙ οι άλλοι μπορούν να ονομαστούν έννομοι σκοποί. Μάλιστα, η διαφορετική λειτουργία της βίας, ανάλογα με το αν υπηρετεί φυσικούς ή έννομους σκοπούς, μπορεί να διαπιστωθεί με τον πιο παραστατικό τρόπο, όταν υπάρχει το υπόβαθρο συγκεκριμένων έννομων σχέσεων.
Χάριν απλότητας, η περαιτέρω συζήτηση θα αφορά τις σημερινές ευρωπαϊκές συνθήκες.Σ’ αυτές τις έννομες σχέσεις επικρατεί η τάση, όσον αφορά το μεμονωμένο άτομο ως υποκείμενο δικαίου, να μη γίνονται δεκτοί οι φυσικοί σκοποί αυτού του ατόμου, σε κάθε περίπτωση που θα ήταν χρήσιμη η βία κατά την επιδίωξη τους. Αυτό σημαίνει, ότι η παρούσα έννομη τάξη επιμένει, σε όλους τους τομείς όπου οι ατομικοί σκοποί θα μπορούσαν να επιδιωχθούν με τη βία, να εγείρει έννομους σκοπούς, τους οποίους μόνο η έννομη βία είναι σε θέση να πραγματοποιήσει. Επιμένει μάλιστα να περιορίζει μέσω των έννομων σκοπών ακόμα και τομείς όπου κατ’ αρχήν γίνεται δεκτή η ύπαρξη λιγότερο στενών ορίων των φυσικών σκοπών (όπως στον τομέα της εκπαίδευσης), προτού τέτοιοι φυσικοί σκοποί επιδιωχθούν με υπέρμετρη βία (όπως με τους νόμους περί ορίων στο εκπαιδευτικό δικαίωμα για την επιβολή τιμωριών).
Ως γενικό αξίωμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής νομοθεσίας μπορεί να διατυπωθεί το εξής: όλοι οι φυσικοί σκοποί των μεμονωμένων ατόμων πρέπει ναπροσκρούουν στους έννομους σκοπούς, εφόσον επιδιώκονται με περισσότερη ή λιγότερη βία (η αντίφαση στην οποία πέφτει εδώ το δικαίωμα αυτοάμυνας, θα ερμηνευτεί αφ’ εαυτού απ’ όσα θα ακολουθήσουν). Σύμφωνα με το εν λόγω γενικό αξίωμα προκύπτει, ότι το δίκαιο θεωρεί τη βία στα χέρια του μεμονωμένου ατόμου κίνδυνο που υπονομεύει την έννομη τάξη. Άραγε πρόκειται για έναν κίνδυνο που απειλεί να ακυρώσει τους έννομους σκοπούς και τους εκτελεστές του νόμου; Σίγουρα όχι' διότι, τότε δεν θα αποδοκιμαζόταν η ίδια η βία, αλλά μόνον εκείνη που στρέφεται προς παράνομους σκοπούς.
Θα μπορούσε κάποιος να προβάλλει τον ισχυρισμό, ότι ένα σύστημα έννομων σκοπών δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί, αν οπουδήποτε επιτρεπόταν ακόμη η επιδίωξη με τη βία φυσικών σκοπών. Ωστόσο, αυτό δεν θα έπαυε να είναι σκέτο δόγμα. Αντίθετα, θα έπρεπε να υπολογίσει το απροσδόκητο ενδεχόμενο το συμφέρον του δικαίου στο μονοπώλιο της βίας έναντι του μεμονωμένου ατόμου να μην εξηγείται μέσω της πρόθεσης του να διαφυλάξει τους έννομους σκοπούς, αλλά μάλλον μέσω της πρόθεσης του να διαφυλάξει το ίδιο το δίκαιο˙ότι η βία, όταν δεν βρίσκεται στα χέρια του εκάστοτε δικαίου, απειλεί το ίδιο το δίκαιο, όχι λόγω των σκοπών τους οποίους τυχόν επιδιώκει, αλλά λόγω της εκτός δικαίου γυμνής ύπαρξης της. Η ίδια η υπόθεση ίσως καθίσταται σαφέστερη, αν αναλογιστεί κανείς πόσο συχνά η μορφή του ≪μεγάλου≫ εγκληματία, ακόμα και αν οι σκοποί του υπήρξαν ειδεχθείς, προκαλεί τον κρυφό θαυμασμό των κοινών ανθρώπων˙ θαυμασμός που δεν μπορεί να οφείλεται στην πράξη του, αλλά αποκλειστικά στη βία που αυτή δηλώνει.
Στην περίπτωση αυτή, η βία την οποία επιχειρεί το παρόν δίκαιο να αφαιρέσει από το μεμονωμένο άτομο σε όλα τα πεδία δράσης, παρουσιάζεται πραγματικά απειλητική και συγκεντρώνει έναντι του δικαίου, ακόμα και στην ήττα, τη συμπάθεια του κοινού. Μέσω ποιας λειτουργίας εμφανίζεται δικαιολογημένα η βία τόσο απειλητική στο δίκαιο και πόσο μπορεί να τρομοκρατείται το δίκαιο από αυτή, θα φανεί ακριβώς σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες σύμφωνα με την παρούσα έννομη τάξη, επιτρέπεται ακόμα η εφαρμογή της. Κατ’ αρχάς τέτοια είναι η περίπτωση της ταξικής πάλης, με τη μορφή του κατοχυρωμένου δικαιώματος απεργίας των εργαζομένων.
Η οργανωμένη εργατική τάξη είναι σήμερα, πλην του κράτους, το μοναδικό υποκείμενο δικαίου που έχει το δικαίωμα άσκησης βίας. Προβάλλεται βέβαια η ένσταση κατά της θεώρησης αυτής, ότι η παράλειψη πράξης, το μη πράττειν, κάτι που είναι σε τελική ανάλυση η απεργία, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να ονομαστεί βία. Μια τέτοια συλλογιστική διευκόλυνε την κρατική εξουσία, όταν ήταν αναπόφευκτο πλέον, για να παραχωρήσει το δικαίωμα της απεργίας. Όμως αυτό δεν ισχύει άνευ όρων, γιατί δεν είναι απόλυτο. Αληθεύει ωστόσο ότι η παράλειψη πράξης, ή υπηρεσίας, όταν ισοδυναμεί απλώς με μια ≪διακοπή των σχέσεων≫, μπορείνα είναι εντελώς μη βίαιο, καθαρό μέσο.
Και όπως δεν παραχωρείται σύμφωνα με τη θεώρηση του κράτους (ή του δικαίου), μαζί με το δικαίωμα απεργίας των εργαζομένων, κανένα δικαίωμα άσκησης βίας, αλλά δικαίωμα αποφυγής της βίας που θα ασκούσε ο εργοδότης έμμεσα, έτσι μπορεί απεργίες τέτοιου τύπου να συμβαίνουν κάπου κάπου και να σημαίνουν απλώς την "απομάκρυνση" ή την "αποξένωση" από τον εργοδότη. Η στιγμή όμως της βίας οπωσδήποτε φτάνει, και μάλιστα ως εκβιασμός, με μια τέτοια παράλειψη,με τη μορφή της συνειδητής προθυμίας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, επανάληψης του ανασταλθέντος πράττειν, παρότι αυτές οι συνθήκες είτε δεν έχουν καμία σχέση με τούτο το πράττειν, είτε το αλλάζουν απλώς επιφανειακά.
Μ' αυτή την έννοια, το δικαίωμα της απεργίας σύμφωνα με τη θεώρηση της εργατικής τάξης που αντιτίθεται σ' αυτή του κράτους, συνιστά δικαίωμα άσκησης βίας για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών. Η αντίθεση μεταξύ των δύο αντιλήψεων εκδηλώνεται με όλη της την οξύτητα ενόψει της επαναστατικής γενικής απεργίας. Σ’ αυτήν κάθε φορά που η εργατική τάξη θα επικαλείται το δικαίωμα της να απεργήσει, το κράτος θα ονομάζει αυτή την επίκληση καταχρηστική, εφόσον δεν ≪νοείται έτσι≫ το δικαίωμα της απεργίας και θα εκδίδει έκτακτα διατάγματα. Διότι είναι στη διακριτική του ευχέρεια να ορίσει ότι η ταυτόχρονη πραγματοποίηση απεργίας σ’ όλα τα εργοστάσια, αφού δεν έχει δοθεί στο καθένα απ' αυτά η απαιτούμενη εκ του νομοθέτη ειδική αφορμή, είναι παράνομη.
Σε τούτη τη διαφορά ερμηνείας εκφράζεται η αντικειμενική αντίφαση της νομικής κατάστασης, σύμφωνα με την οποία το κράτος αναγνωρίζει ένα είδος βίας, της οποίας οι σκοποί ως φυσικοί σκοποί είναι ενίοτε αδιάφοροι, όμως στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης (της επαναστατικής γενικής απεργίας) αντιμετωπίζονται εχθρικά. Ως βία, δηλαδή, χαρακτηρίζεται, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο με την πρώτη ματιά, ακόμη και η συμπεριφορά που είναι απαραίτητη για την άσκηση ενός δικαιώματος, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Μάλιστα, μια τέτοια συμπεριφορά, όποτε είναι ενεργητική, ονομάζεται βία, εφόσον ασκεί ένα δικαίωμα προκειμένου να ανατρέψει την έννομη τάξη που της το απένειμε, ενώ όταν είναι παθητική, μπορεί να χαρακτηριστεί το ίδιο, αφού σύμφωνα με την ανωτέρω συλλογιστική συνιστά εκβιασμό.
Ως εκ τούτου αυτό που αποκαλύπτεται είναι απλώς μια αντικειμενική αντίφαση της νομικής κατάστασης, όχι όμως μια λογική αντίφαση του δικαίου, όταν υπό συγκεκριμένες συνθήκες αντιμετωπίζει βιαιοπραγώντας τους βιαιοπραγούντες απεργούς. Διότι στην απεργία, περισσότερο απ’ όλα το κράτος τρέμει ακριβώς εκείνη τη λειτουργία της βίας, τη διακρίβωση της οποίας η παρούσα μελέτη προτάσσει ως το μοναδικό ασφαλές θεμέλιο της κριτικής της. Δηλαδή αν η βία ήταν, όπως αρχικά εμφανίζεται, το γυμνό μέσο με το οποίο επιδιώκεται να διασφαλιστεί άμεσα οτιδήποτε, τότε θα μπορούσε να εκπληρώσει τον σκοπό της μόνο ως ληστρική βία. Θα ήταν τελείως ακατάλληλη για να μετασχηματίσει ή να θεμελιώσει σχετικά παγιωμένες συνθήκες. Η απεργία όμως καταδεικνύει, ότι η βία έχει αυτή τη δυνατότητα, ότι είναι σε θέση να μετασχηματίσει ή να θεμελιώσει νομικές συνθήκες, όσο κι αν θίγεται το περί δικαίου αίσθημα μ' αυτήν. Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι μια τέτοια λειτουργία της βίας είναι τυχαία και ευκαιριακή. Η προσεκτική εξέταση της πολεμικής βίας θα απέκρουε έναν τέτοιο ισχυρισμό.
Ως εκ τούτου αυτό που αποκαλύπτεται είναι απλώς μια αντικειμενική αντίφαση της νομικής κατάστασης, όχι όμως μια λογική αντίφαση του δικαίου, όταν υπό συγκεκριμένες συνθήκες αντιμετωπίζει βιαιοπραγώντας τους βιαιοπραγούντες απεργούς. Διότι στην απεργία, περισσότερο απ’ όλα το κράτος τρέμει ακριβώς εκείνη τη λειτουργία της βίας, τη διακρίβωση της οποίας η παρούσα μελέτη προτάσσει ως το μοναδικό ασφαλές θεμέλιο της κριτικής της. Δηλαδή αν η βία ήταν, όπως αρχικά εμφανίζεται, το γυμνό μέσο με το οποίο επιδιώκεται να διασφαλιστεί άμεσα οτιδήποτε, τότε θα μπορούσε να εκπληρώσει τον σκοπό της μόνο ως ληστρική βία. Θα ήταν τελείως ακατάλληλη για να μετασχηματίσει ή να θεμελιώσει σχετικά παγιωμένες συνθήκες. Η απεργία όμως καταδεικνύει, ότι η βία έχει αυτή τη δυνατότητα, ότι είναι σε θέση να μετασχηματίσει ή να θεμελιώσει νομικές συνθήκες, όσο κι αν θίγεται το περί δικαίου αίσθημα μ' αυτήν. Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι μια τέτοια λειτουργία της βίας είναι τυχαία και ευκαιριακή. Η προσεκτική εξέταση της πολεμικής βίας θα απέκρουε έναν τέτοιο ισχυρισμό.
αρχική ανάγνωση από Radical Desire
To link
__________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου