Η κριτική αυτή μού φαίνεται πως είναι επίσης πληθωριστική για έναν δεύτερο λόγο, ο οποίος είναι ότι επιτρέπει σε κάποιον να επιδοθεί σε κάτι που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε γενική απαξίωση δια της επίκλησης του χειρότερου. Οποιοδήποτε και αν είναι το αντικείμενο της ανάλυσης, όσο δύσκολα διακρίσιμο και ισχνό και αν είναι, και οποιαδήποτε και αν είναι η λειτουργία του, στον βαθμό που μπορεί πάντοτε να οδηγήσει στην αναφορά σε κάτι που θα είναι χειρότερο χάρη στην εγγενή δυναμική του κράτους και τις τελικές μορφές που αυτή μπορεί να πάρει, το μικρότερο μπορεί πάντα να απαξιώνεται από το περισσότερο, και το καλύτερο απ’ το χειρότερο. Δεν επικαλούμαι ένα παράδειγμα του καλύτερου, προφνώς, αλλά σκεφτείτε, για παράδειγμα, κάποιον δυστυχή που καταστρέφει μια βιτρίνα κινηματογράφου και, σε ένα σύστημα όπως το δικό μας, παραπέμπεται στο δικαστήριο και καταδικάζεται μάλλον αυστηρά· πάντα θα βρείτε ανθρώπους που θα λένε ότι η ποινή αυτή είναι το σημάδι ότι το κράτος γίνεται φασιστικό, λες και πριν το φασιστικό κράτος δεν υπήρχαν τέτοιου είδους ποινές — ή και πολύ χειρότερες.
Ο τρίτος παράγοντας, ο τρίτος πληθωριστικός μηχανισμός που μού φαίνεται χαρακτηριστικός αυτού του τρόπου ανάλυσης, είναι ότι επιτρέπει σε κάποιον να αποφύγει να πληρώσει το τίμημα της πραγματικότητας και της αλήθειας, στον βαθμό που, στο όνομα αυτού του δυναμισμού του κράτους, μπορεί να βρεθεί πάντοτε κάτι σαν συγγένεια ή κίνδυνος, κάτι σαν την μεγάλη φαντασίωση του παρανοϊκού και αδηφάγου κράτους. Στον βαθμό αυτό, στο τέλος δεν έχει σχεδόν καμία σημασία ποια είναι η αντίληψη κάποιου για την πραγματικότητα ή τι είδους εικόνα για την αλήθεια παρουσιάζει η πραγματικότητα. Είναι αρκετό, μέσα από την υποψία —και όπως θα λεγε ο François Ewald, μέσα από την “αποκήρυξη” — να βρεις κάτι σαν το φαντασιακό προφίλ του κράτους και δεν υπάρχει κατόπιν καμία ανάγκη να αναλύσεις την αληθινή πραγματικότητα. Η έκλειψη της αληθινής πραγματικότητας μού φαίνεται πως είναι ο τρίτος πληθωριστικός μηχανισμός που βρίσκουμε σε αυτή την κριτική.
Τέλος, θα ήθελα να πω ότι η κριτική αυτή με όρους μηχανισμού και δυναμισμού του κράτους είναι πληθωριστική στον βαθμό που δεν διεξάγει μια κριτική ή μια ανάλυση του εαυτού της. Με άλλα λόγια, δεν αναζητά να μάθει την πραγματική πηγή αυτής της αντικρατικής καχυποψίας, αυτής της κρατοφοβίας που σήμερα κυκλοφορεί με τόσες διαφορετικές μροφές στη σκέψη μας. Τώρα, μού φαίνεται — και αυτός είναι ο λόγος που έδωσα τόση έμφαση στον νεοφιλελευθερισμό των δεκαετιών 1930-1950— ότι το είδος αυτό ανάλυσης, η κριτική αυτή του κράτους, του εγγενούς και ακατάβλητου δυναμισμού του, και των διασυνδεόμενων μορφών του που επικαλούνται η μία την άλλη, υποστηρίζουν η μία την άλλη, και παράγουν αμοιβαία η μία την άλλη, είναι κάτι ουσιαστικά, ολοκληρωτικά και ήδη ξεκάθαρα διατυπωμένο στα έτη 1930-1945. Τον καιρό εκείνο είναι αρκετά εντοπισμένο και δεν είχε την δύναμη της διασποράς που έχει τώρα. Το βρίσκουμε εντοπισμένο ακριβώς μέσα στις νεοφιλελεύθερες επιλογές που αναπτύσσονται στη φάση αυτή. Βρίσκουμε αυτή την κριτική του πολύμορφου, πανταχού παρόντος, και παντοδύναμου κράτους στα χρόνια αυτά, όταν ο φιλελευθερισμός ή νεοφιλελευθερισμός, ή, ακόμα ακριβέστερα, ο ορντολιμπεραλισμός ασχολούνταν με την διάκριση του εαυτού του από την κεϋνσιανή κριτική και την ίδια στιγμή αναλάμβανε την κριτική των πολιτικών κρατικού ελέγχου και παρέμβασης του New Deal και του Λαϊκού Μετώπου, της οικονομίας και της πολιτικής του Εθνικού Σοσιαλισμού, των πολιτικών και οικονομικών επιλογών της Σοβιετικής Ένωσης, ή με άλλα λόγια, του σοσιαλισμού γενικότερα. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, στην γερμανική αυτή νεοφιλελεύθερη σχολή, και παίρνοντας τα πράγματα με την πιο στενή και ακόμα και ποταπή τους μορφή, εντοπίζουμε τόσο αυτή την ανάλυση της αναγκαίας και τρόπον τινά αναπόφευκτης συγγένειας μεταξύ διαφορετικών μορφών του κράτους όσο και την ιδέα ότι το κράτος έχει έναν ειδικό, εγγενή δυναμισμό που σημαίνει ότι ποτέ δεν μπορεί να σταματήσει την επέκτασή του και την τελική του κατάληψη όλης της πολιτικής κοινωνίας.
Θα ήθελα απλώς να παραθέσω δύο κείμενα που μαρτυρούν για την προχωρημένη φύση αυτών των δύο ιδεών που μοιάζουν τόσο σύγχρονες, τόσε ζωντανές και τόσο πραγματικές για μας. Θα παραθέσω την αντίδραση του Röpke, τον Ιούνη-Ιούλη του 1943 σε ένα ελβετικό περιοδικό, όταν κριτικάρει το πρόσφατα δημοσιευμένο σχέδιο Beveridge και λέει: το σχέδιο Beveridge οδηγεί "προς όλο και περισσότερη κοινωνική ασφάλιση, όλο και περισσότερη κοινωνική γραφειοκρατία, όλο και περισσότερη αναταραχή των εισοδημάτων, όλο και περισσότερα χαρτόσημα και σφραγίδες, όλο και περισσότερες συνδρομές και συνεισφορές, όλο και περισσότερη συγκέντρωση εξουσίας, εθνικού εισοδήματος, και μέριμνας στα χέρια του κράτους το οποίο έτσι και αλλιώς κυκλώνει τα πάντα, ρυθμίζει τα πάντα, συγκεντρώνει και ελέγχει τα πάντα, με μοναδικό βέβαιο αποτέλεσμα την άσκηση, πάνω στην κοινωνία, μιας διαρκώς πιο συγκεντρωτικής δράσης προλεταριοποίησης και κρατικού ελέγχου που καταστρέφει την αστική τάξη.” Την ίδια ακριβώς στιγμή, στην Αγγλία του 1943, και πάλι σε αντίδραση προς τα μεταπολεμικά σχέδια που έκαναν οι Αγγλο-Αμερικάνοι, και κυρίως οι Άγγλοι, ο Hayek έγραψε τα ακόλουθα: “Κινδυνεύουμε σε έναν βαθμό να επαναλάβουμε τη μοίρα της Γερμανίας”. Δεν το είπε αναφερόμενος στον κίνδυνο μιας γερμανικής εισβολής στην Αγγλία, η οποία είχε οριστικά αποτραπεί μέχρι εκείνο το ιστορικό σημείο. Το 1943, το να έχεις τη μοίρα της Γερμανίας σήμαινε για τον Hayek το να υιοθετήσεις το σχέδιο Beveridge για κοινωνικοποίηση, για παρεμβατική οικονομία, για σχεδιασμό, και για κοινωνική πρόνοια. Ο Hayek διασαφήνισε περισσότερο τη θέση του προσθέτοντας: Δεν είμαστε ακριβώς κοντά στην χιτλερική Γερμανία, αλλά στη Γερμανία του προηγούμενου πολέμου. Όπως και τότε, υπάρχει η επιθυμία “να συντηρήσουμε για παραγωγικούς σκοπούς την οργάνωση που ανταπτύχθηκε για σκοπούς εθνικής άμυνας.” Υπάρχει άρνηση να “αναγνωρίσουμε ότι η ανάδυση του φασισμού και του ναζισμού δεν ήταν αντίδραση προς τις σοσιαλιστικές τάσεις στην προηγούμενη περίοδο, αλλά απαραίτητη συνέπεια των τάσεων αυτών.” Έτσι, σε ό,τι αφορούσε το σχέδιο Beveridge, o Hayek είπε ότι πλησιάζουμε την Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι αναφερόταν στην βιλχελμική Γερμανία, στη Γερμανία πριν τον πόλεμο του 1914, αλλά η Γερμανία αυτή, με τις παρεμβατικές της πρακτικές, τις τεχνικές σχεδιασμού της, και τις σοσιαλιστικές της επιλογές ήταν αυτό που στην πραγματικότητα δημιούργησε τον ναζισμό, και έτσι με το να πλησιάζουμε τη Γερμανία του 1914-1918, πλησιάζαμε επίσης προς την ναζιστική Γερμανία. Ο κίνδυνος μιας γερμανικής εισβολής απέχει πολύ απ’ το να έχει τελεσίδικα αποφευχθεί. Οι Άγγλοι σοσιαλιστές, το Εργατικό Κόμμα, και το σχέδιο Beveridge θα είναι οι πραγματικοί πράκτορες της ναζιστικοποίησης της Αγγλίας μέσα από την ανάπτυξη και την υπερχείλιση του κρατικού ελέγχου. Μπορείτε λοιπόν να δείτε ότι όλα αυτά είναι ζητήματα παλιά και τοπικοποιημένα, και τα παίρνω στην μορφή που είχαν το 1945. Μπορείτε να τα βρείτε το 1939, το 1933, και ακόμα και πιο πριν.
===================================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου