Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Ο ακατανόμαστος


O



[...]
Δολώματα, δολώματα. Είναι τάχα δυνατό να 'χω κι ένα φίλο ανάμεσά τους, που κουνάει λυπημένα το κεφάλι, και δε λέει τίποτα ή λέει μόνο, αραιά και που, Φτάνει πια, φτάνει. Και βέβαια μπορεί να υπάρχει κανείς πριν αρχίσει, σ' αυτό είναι αμετακίνητοι. Με θέλουν με τις ρίζες μου και με όλα μου. Αυτός ο χρόνος που τρέχει, που καλπάζει, είναι ο ίδιος που βρισκόταν σε λήθαργο. Κι αυτή η σιωπή, που μέσα της ωρύονται και που μια μέρα θ' αποκατασταθεί, είναι η ίδια η αλλοτινή. Ίσως λιγάκι φθαρμένη απ' τη χρήση. Εντάξει,εντάξει, κι εγώ, εγώ πού είμαι καθ' οδόν, που αρμενίζω με γεμάτα λέξεις πανιά, είμαι επίσης ο ίδιος αδιανόητος πρόγονος για τον οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα. Μπορεί όμως να μιλήσω κάποια μέρα και γι' αυτόν και για την ανεξιχνίαστη εποχή όπου ήμουν αυτός, κάποια μέρα που θα σωπάσουν, αφού πειστούν επιτέλους πως δε θα γεννηθώ, αφού δεν μπόρεσα να συλληφθώ. Ναι, μπορεί να μιλήσω γι' αυτόν, για μια στιγμή, σαν αντίλαλος που κοροϊδεύει, πριν ξαναγυρίσω σ' αυτόν, απ' τον οποίο δεν κατάφεραν να με χωρίσουν. Άλλωστε αρχίζουν να εξασθενίζουν, είναι αισθητό. Αλλά είναι μπλόφα, για να με κάνουν να χαρώ χωρίς λόγο, όπως κάνουν αυτοί, κι από λύπη ύστερα να δεχθώ τους όρους τους, ν' αρκεστώ σε μια ησυχία της κακιάς ώρας. Όμως εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, φαίνεται πως αυτό τους διαφεύγει συνεχώς. [...]


[...]
Ναι αλλά το στόμα μου, δε θα τ' ανοίξω, δεν μπορώ να τ΄ανοίξω, δεν έχω στόμα, και τί έγινε, θα μου φυτρώσει ένα, στην αρχή μια τρυπίτσα, που θ' ανοίγει, θα βαθαίνει, ο αέρας θα ορμήσει μέσα μου, ο ζωογόνος αέρας, κι αμέσως μετά έξω μου, ουρλιάζοντας. Αλλά μήπως ζητάω πολλά, ζητώντας  τόσα πολλά, από τόσα λίγα, είναι άραγε σκόπιμο; Και δε θ' αρκούσε τάχα, χωρίς ν' αλλάξει τίποτα στο πράγμα όπως έχει, όπως ανέκαθεν είχε, χωρίς ποτέ να ανοιχτεί κανένα στόμα στο μέρος όπως ούτε ρυτίδες δεν μπόρεσαν ποτέ να χαραχτούν, δεν θ' αρκούσε τάχα να γίνει, τί να γίνει, έχασα το νήμα, δεν πειράζει, πιάνω άλλο, να γίνει μια ελάχιστη κίνηση ένα ανεπαίσθητο βούλιαγμα ή ανασήκωμα, που θα 'βαζε μπρος, η κίνηση θα πρόσβαλε όλο το σύστημα, θ' απλωνόταν ραγδαία, η ταραχή θα γενικεύονταν, θ' άρχιζαν οι μετακινήσεις, τα λεγόμενα ταξίδια, επαγγελματικά ταξίδια, εκπαιδευτικά ταξίδια, ταξίδια αναψυχής, ταξίδια του μέλιτος, εξερευνητικές αποστολές, οικογενειακές εξορμήσεις, και μακρινοί, μοναχικοί και μελαγχολικοί περίπατοι μες τη βροχή, επισημαίνω τα κυριότερα ρεύματα, αθλητισμός, στριφογυρίσματα στο κρεββάτι, γυμναστικές ασκήσεις, μυικοί σπασμοί, κινητική αταξία, επιθανάτια αγωνία, πτωματική ακαμψία, ανάδυση του σκελετού, πρέπει ν' αρκούσε. Δυστυχώς όμως πρόκειται για υπόθεση λέξεων, φωνών, ας μην το ξεχνάμε, ας προσπαθήσουμε να μην το ξεχνάμε εντελώς, για κάτι που πρέπει να ειπωθεί, απ' αυτούς, από μένα, δεν είναι σαφές, στο τέλος αναρωτιέται κανείς μήπως όλη αυτή η μαλακία περί ζωής και θανάτου είναι άσχετη μ΄αυτούς, όσο είναι και με μένα. [...]
 





 Απόσπασμα από το βιβλίο του 
Σάμουελ Μπέκετ "Ο ακατανόμαστος"
μετάφραση : Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
εκδόσεις ύψιλον
_____________________

Επιμέλεια - δημοσίευση CaRiNa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου