αναδημοσίευση από
Lenin Reloaded
άνθρωποι μικραίνουν και μικραίνουν.
Μόνο με μεγενθυντικό φακό φαίνονται τώρα οι ζωές τους· να,
αυτός ο κύριος, συνταξιούχος κατά τα φαινόμενα, που κοιτάζει
τους τίτλους των εφημερίδων στο περίπτερο,
δεν είναι μεγαλύτερος
από ένα σημείο στίξης στην στήλη κάτω δεξιά.
Αυτή η γυναίκα που κλαίει πάνω απ' τον λογαριασμό
της υπεραγοράς πνίγεται ήδη, τοσοδούλα, μέσα σε σταγόνες
από αλάτι και νερό. Αυτό το κορίτσι που μαζεύει
ένα φόρεμα ή ένα παντελόνι έχει λιγοστέψει τόσο
που το μπερδεύεις με το κεφάλι της καρφίτσας. Αυτός
ο εργάτης που μετράει κέρματα στην χούφτα του
πριν παραγγείλει καφέ κρύβεται πίσω από
μπακιρένιο φεγγάρι, αξίας πέντε σεντ. Και σαν να μην έφταναν
αυτά τα ατυχή γεγονότα, η ποίηση παραμένει υψιπετής,
σε μια απόσταση απ' τα πράγματα που ισοδυναμεί
με αβλεψία. Κι έτσι
το ποίημα φουσκώνει και φουσκώνει σαν σουφλέ
που ετοιμάζεται στον φούρνο για ροδομάγουλη οικογένεια
από Πανταγκρουέλ, αντί να έρχεται από μακριά,
με το τρένο, καθώς εσύ περιμένεις στον σταθμό
ξυλιάζοντας και καπνίζοντας αρειμανίως, αντί να έρχεσαι
εσύ πίσω στον εαυτό σου από μακριά, από εκεί
που σε ξέχασες, από μια εξορία όπου έζησες
αποκηρυγμένος, γεμίζοντας με κάτι βρώμικα γένια,
το παντελόνι να σού πέφτει κάθε τόσο επειδή
δεν τρως καλά κι έχασες βάρος. Κι έτσι το ποίημα
στρώνεται στο τραπέζι αντί να συντροφεύει μια μπάλα
χνούδι κάτω απ' τον καναπέ, να νιώθει την ανατριχίλα
που πιάνει τη στάχτη στο τασάκι όταν φυσά
ή να μιλά με τα ξεχασμένα πράγματα πίσω απ' το ψυγείο.
Κάποτε όμως θα πρέπει να μιλήσουνε --ψιθυριστά, ψιθυριστά!--
τα αδιαφοροποίητα πράγματα, η μικρή πλάση,
όσα φοβούνται τη σόλα των παπουτσιών,
το ύπουλο πλησίασμα της παντόφλας, όσα αναδεύει
το σάρωθρο των μεγάλων ανθρώπων άμα πει
να καθαρίσει το τοπίο εκεί, χαμηλά. Κάποτε, λέω,
μιλώντας βέβαια από απόσταση
γιατί καθώς έγραφα αντιλήφθηκα πως έγινα κι εγώ
μια κουκίδα, κάποιος που μόλις
και διακρίνω μακριά μέσα στο χιόνι.
Έρχεται ή φεύγει αυτός που βλέπω;
Αυτό ακόμα δεν μπορώ
να το γνωρίζω.
Είναι πια ζήτημα κλίμακας: κάθε μέρα, μερικοί
άνθρωποι μικραίνουν και μικραίνουν.
Μόνο με μεγενθυντικό φακό φαίνονται τώρα οι ζωές τους· να,
αυτός ο κύριος, συνταξιούχος κατά τα φαινόμενα, που κοιτάζει
τους τίτλους των εφημερίδων στο περίπτερο,
δεν είναι μεγαλύτερος
από ένα σημείο στίξης στην στήλη κάτω δεξιά.
Αυτή η γυναίκα που κλαίει πάνω απ' τον λογαριασμό
της υπεραγοράς πνίγεται ήδη, τοσοδούλα, μέσα σε σταγόνες
από αλάτι και νερό. Αυτό το κορίτσι που μαζεύει
ένα φόρεμα ή ένα παντελόνι έχει λιγοστέψει τόσο
που το μπερδεύεις με το κεφάλι της καρφίτσας. Αυτός
ο εργάτης που μετράει κέρματα στην χούφτα του
πριν παραγγείλει καφέ κρύβεται πίσω από
μπακιρένιο φεγγάρι, αξίας πέντε σεντ. Και σαν να μην έφταναν
αυτά τα ατυχή γεγονότα, η ποίηση παραμένει υψιπετής,
σε μια απόσταση απ' τα πράγματα που ισοδυναμεί
με αβλεψία. Κι έτσι
το ποίημα φουσκώνει και φουσκώνει σαν σουφλέ
που ετοιμάζεται στον φούρνο για ροδομάγουλη οικογένεια
από Πανταγκρουέλ, αντί να έρχεται από μακριά,
με το τρένο, καθώς εσύ περιμένεις στον σταθμό
ξυλιάζοντας και καπνίζοντας αρειμανίως, αντί να έρχεσαι
εσύ πίσω στον εαυτό σου από μακριά, από εκεί
που σε ξέχασες, από μια εξορία όπου έζησες
αποκηρυγμένος, γεμίζοντας με κάτι βρώμικα γένια,
το παντελόνι να σού πέφτει κάθε τόσο επειδή
δεν τρως καλά κι έχασες βάρος. Κι έτσι το ποίημα
στρώνεται στο τραπέζι αντί να συντροφεύει μια μπάλα
χνούδι κάτω απ' τον καναπέ, να νιώθει την ανατριχίλα
που πιάνει τη στάχτη στο τασάκι όταν φυσά
ή να μιλά με τα ξεχασμένα πράγματα πίσω απ' το ψυγείο.
Κάποτε όμως θα πρέπει να μιλήσουνε --ψιθυριστά, ψιθυριστά!--
τα αδιαφοροποίητα πράγματα, η μικρή πλάση,
όσα φοβούνται τη σόλα των παπουτσιών,
το ύπουλο πλησίασμα της παντόφλας, όσα αναδεύει
το σάρωθρο των μεγάλων ανθρώπων άμα πει
να καθαρίσει το τοπίο εκεί, χαμηλά. Κάποτε, λέω,
μιλώντας βέβαια από απόσταση
γιατί καθώς έγραφα αντιλήφθηκα πως έγινα κι εγώ
μια κουκίδα, κάποιος που μόλις
και διακρίνω μακριά μέσα στο χιόνι.
Έρχεται ή φεύγει αυτός που βλέπω;
Αυτό ακόμα δεν μπορώ
να το γνωρίζω.
αναρτήθηκε από Αντώνης
__________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου