Salvador Dali, Cover of Minotaur, no. 12-13, 1939 |
Η φράση «διαφορά των φύλλων» που ήρθε δυναμικά στο προσκήνιο στο πλαίσιο της συζήτητσης ανάμεσα στην ψυχανάλυση και τον φεμινισμό, δεν αποτελεί τμήμα του θεωρητικού λεξιλογίου ούτε του Freud ούτε και του Lacan. Ο Freud μιλά μόνο για την ανατομικη διάκριση μεταξή των φύλων και τις ψυχικές της συνέπειες (Freud, 1925d). O Lacan μιλά για τη θέση φύλου και τη σχέση μεταξύ των φύλων ή διάφυλη σχέση, και πότε πότε για την διαφοροποίηση των φύλων (Σ4,153). Εντούτοις, τόσο ο Freud όσο και ο Lacan ασχολούνται με το ζήτημα της διαφοράς των φύλων. Αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε ένα λήμμα για τον όρο αυτόν, επειδή γύρω του συγκλίνει μια σειρά από σχετιζόμενες θεματικές ιδιαίτερης σημασίας στο έργο του Lacan, και επειδή συνιστά σημαντικό σημείο αναφοράς για τις φεμινιστικές προσεγίσεις στο έργο του (βλ.Brennan,1989 Gallop.1982 Grosz, 1990 Mitchell kai Rose, 1982).
Mια από τις βασικές προκείμενες στις οποίες βασίζεται το έργο του Freud είναι ότι, όπως ακριβώς υπάρχουν ορισμένες φυσικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, έτσι υπάρχουν και ψυχικές διαφορές. Με άλλα λόγια, υφίστανται συγκεκριμένα ψυχικά χαρακτηριστικά που έιναι δυνατόν να ονομαστούν «αρσενικά» και άλλα που μπορούν να ονομαστούν «ξηλυκά». Αντί να προσπαθήσει να αρθρώσει κάποιον τυπικό ορισμό των όρων αυτών (έργο αδύνατο~Freud, 1920a SE XVIII,171), o Freud περιορίζεται στην περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ένα ανθρώπινο υποκείμενο αποκτά ανδρικά ή γυναικεία ψυχικά χαρακτηριστικά. Δεν πρόκειται για μια ενστικτική ή φυσική διαδικασία, αλλά για μια διαδικασία σύνθετη στην οποία οι ανατομικές διαφορές αλληλεπιδρούν με κοινωνικούς και ψυχικούς παράγοντες. Ολόκληρη η διαδικασία εκδηλώνεται γύρω από το ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΕΥΝΟΥΧΙΣΜΟΥ, στο πλαίσιο του οποίου το αγόρι φοβάται ότι θα του αφαιρέσουν το πέος και το κορίτσι, υποθέτοντας ότι του έχουν ήδη αφαιρέσει το δικό του, αναπτύσσει τον φθόνο του πέους.
Στα χνάρια του Freud, o Lacan καταπιάνεται με το πρόβλημα του τρόπου με τον οποίο το ανθρώπινο βρέφος καθίσταται υποκείμενο με φύλο. Για τον Lacan, ανδρισμός και θηλυκότητα δεν συνιστούν βιολογικές ουσίες, αλλά συμβολικές θέσεις, και η ανάληψη μιας από τις δύο αυτές θέσεις είναι θεμελιακή για τη συγκρότηση της υποκειμενικότητας : το υποκείμενο είναι κατ'ουσίαν ένα υποκείμενο με φύλο. «Άνδρας» και «γυναίκα» είναι τα σημαίνοντα που αντιπροσωπεύουν τις δύο αυτές υποκειμενικές θέσεις (Σ20,34).
Τόσο για τον Freud όσο και για τον Lacan, το παιδί αγνοεί αρχικά τη διαφορά των φύλων και έτσι δεν είναι σε θέση να καταλάβει μια σεξουαλική θέση. Μόνον όταν το παιδί ανακαλύπτει τη διαφορά των φύλων, στο σύμπλεγμα του ευνουχισμού, μπορεί να ξεκινήσει την ανάληψη μιας θέσης φύλου. Τόσο ο Freud όσο και ο Lacan αντιλαμβάνονται τη διαδικασία ανάληψης μιας σεξουαλικής θέσης ως στενά συνδεδεμένη με το ΟΙΔΙΠΟΔΕΙΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ, αλλά διαφέορυν όσον αφορά την ακριβή φύση αυτής της σύνδεσης. Για τον Freud, η σεξουαλική θέση του υποκειμένου καθορίζεται από το φύλο του γονέα με τον οποίο το υποκείμενο ταυτίζεται στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα (όταν το υποκείμενο ταυτίζεται με τον πατέρα, καταλαμβάνει μια αρσενική θέση, ενώ η ταύτιση με τη μητέρα ενέχει την ανάληψη μιας θηλυκής θέσης). Για τον Lacan όμως το οιδιπόδειο σύμπλεγμα ενέχει πάντοτε τη συμβολική ταύτιση με τον Πατέρα, και ως εκ τούτου η οιδιπόδειος ταύτιση δεν είναι δυνατόν να καθορίσει τη θέση φύλου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Lacan δεν είναι η ταύτιση αλλά η σχέση του υποκειμένου με τον ΦΑΛΛΟ που καθορίζει τη θέση φύλου.
Η σχέση αυτή μπορεί να βασίζεται είτε στο «έχειν» είτε στο «μη έχειν» : οι άνδρες έχουν τον συμβολικό φαλλό, ενώ οι γυναίκες όχι (ή μάλλον, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, οι άνδρες «δεν είναι χωρίς να τον έχουν»[ils ne sont pas sans l' avoir]. Η ανάληψη μιας θέσης φύλου αποτελεί θεμελιακά μια συμβολική πράξη, και η διαφορά μεταξύ των φύλων είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή μόνο στο συμβολικό επίπεδο (Σ4 ,153).
Μόνο στον βαθμό που η λειτουργία του άνδρα και της γυναίκας συμβολοποείται, στο βαθμό που κυριολεκτικά ξεριζώνεται από το πεδίο του φαντασιακού και τίθεται στο πεδίο του συμβολικού, είναι δυνατόν να πραγματωθεί μια φυσιολογική, ολοκληρωμένη θέση φύλου. (Σ3 , 177 ).
Εντούτοις, δεν υπάρχει σημαίνον της διαφοράς των φύλων καθεαυτήν που θα επέτρεπε στο υποκείμενο να συμβολοποήσει πλήρως τη λειτουργία του άνδρα και της γυναίκας, και ως εκ τούτου είναι αδύνατον να επιτευχθεί μια πλήρως «φυσική, ολοκληρωμένη θέση φύλου». Η σεξουαλική ταυτότητα του υποκειμένου είναι επομένως πάντοτε ένα μάλλον ασταθές ζήτημα, μια πηγή συνεχούς αυτοδιερώτησης. Το ερώτημα του φύλου του καθενός ( «Είμαι άνδρας ή γυναίκα;») είναι το ερώτημα που ορίζει την ΥΣΤΕΡΙΑ. Το μυστηριώδες «άλλο φύλο» είναι πάντοτε η γυναίκα, κάτι που ισχύει και για τα δύο φύλα, και επομένως το υστερικό ερώτημα («Τί είναι μια γυναίκα») παραμένει ταυτόσημο για κάθε υστερικό υποκείμενο, άνδρα ή γυναίκα (Σ3 , 178).
Αν και η ανατομία/ ΒΙΟΛΟΓΙΑ του υποκειμένου παίζει κάποιο ρόλο στο ζήτημα της θέσης φύλου που θα επιλέξει, αποτελεί θεμελιακό αξίωμα της ψυχαναλυτικής θεωρίας ότι η ανατομία δεν καθορίζει τη θέση φύλου. Χάσμα χωρίζει τη βιολογική διάσταση της διαφοράς των φύλων (στο επίπεδο των χρωμοσωμάτων για παράδειγμα), που δυνδέεται με την αναπαραγωγική λειτουργία της σεξουαλικότητας, και το ασυνείδητο, στο οποίο η αναπαραγωγική αυτή λειτουργία δεν αντιπροσωπεύεται. Δεδομένης της μη αναπαραστασιμότητας της αναπαραγωγικής λειτουργίας της σεξουαλικότητας στο ασυνείδητο, «στον ψυχισμό δεν υπάρχει τίποτε μέσω του οποίου το υποκείμενο θα μπορούσε να θέσει τον εαυτό του ως ον αρσενικό η θηλυκό» ( Σ11 , 204). Δεν υπάρχει σημαίνον της διαφοράς των φύλων στη συμβολική τάξη. Το μόνον σεξουαλικό σημαίνον είναι ο φαλλός, και δεν υπάρχει «θηλυκό» ισοδύναμο του σημαίνοντος αυτού : «για να ακριβολογήσουμε δεν υπάρχει συμβολοποίηση του γυναικείου φύλου καθεαυτό...ο φαλλός είναι ένα σύμβολο προς το οποίο δεν υπάρχει αντιστοιχία, ούτε ισοδύναμο. Πρόκειται για ένα ζήτημα ασυμμετρίας στο σημαίνον» (Σ3,176). Γι' αυτό και ο φαλλός είναι, «ο άξονας που ολοκληρώνει και στα δύο φύλα τη διερώτηση του φύλου τους από το σύμπλεγμα του ενουχισμού» ( Ε,198).
Αυτή ακριβώς η θεμελιακή ασυμμετρία στο σημαίνον οδηγεί στην ασυμμετρία ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες στο οιδιοπόδειο σύμπλεγμα. Ενώ το αρσενικό υποκείμενο επιθυμεί τον γονέα του άλλου φύλου και ταυτίζεται με τον γονέα του φύλου του, το θηλυκό υποκείμενο επιθυμεί τον γονέα του ίδιου φύλου και «είναι υποχρεωμένο να αποδεχθεί την εικόνα του άλλου φύλου ως βάση της ταύτηισής του» (Σ3,176 ). Για μια γυναίκα η πραγμάτωση του φύλου της δεν επιτυγχάνεται στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα με τρόπο συμμετρικό προς εκείνον του άνδρα, μέσα από μια ταύτιση με τη μητέρα, αλλά αντιθέτως μέσα από την ταύτιση με το πατρικό αντικείμενο, πράγμα που την υποχρεώνει σε μια επιπλέον παράκαμψη» ( Σ3, 172). «Αυτή η σημαίνουσα ασυμμετρία καθορίζει τα μονοπάτια από τα οποία θα περάσει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Τα δύο μονοπάτια κάνουν και τους δύο να περάσουν από την ίδια ατραπό - του ευνουχισμού» ( Σ3 , 176).
Αν λοιπόν δεν υπάρχει σύβολο για την αντίθεση αρσενικό - θηλυκό καθεαυτήν, ο μόνος τρόπος για να κατανοήσουμε τη διαφορά των φύλων είναι στο πλαίσιο της αντίθεσης ενεργητικότητα - παθητικότητα (Σ11, 192). Αυτή η πόλωση είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η αντίθεση αρσενικό - θηλυκό αντιπροσωπεύεται στον ψυχισμό, αφού η βιολογική λειτουργία της σεξουαλικότητας (αναπαραγωγή ) δεν αντιπροσωπεύεται (Σ11, 204). Έτσι εξηγείται και γιατί το ερώτημα του τί πρέπει να κάνει κανείς ως άνδρας ή ως γυναίκα είναι ένα δράμα που εντοπίζεται ολοκληρωτικά στο πεδίο του Άλλου (Σ11 , 204), πράγμα που σημαίνει ότι υποκείμενο είναι σε θέση να πραγματώσει τη σεξουαλικότητά του μόνο στο συμβολικό επίπεδο ( Σ3, 170).
Σχήμα 3 Το διάγραμμα της διαφοράς των φύλων Formel der Sexuierung aus: Jacques Lacan (1975): Le Séminaire. Livre XX. Encore (1972-1973), Paris: Éditions Seuil, 99. |
Στο σημερινό σεμινάριο του 1970-1 ο Lacan επιχειρεί να τυποποιήσει τη θεωρία του σχετικά με τη διαφορά των φύλων μέσα από την επεξεργασία τύπων που προέρχονται από τη συμβολική λογική. Οι τύποι αυτοί επανεμφανίζονται στο διάγραμμα της διαφοράς των φύλων που εμπεριέχεται στο σεμινάριο του 1972-3 (σχήμα 3, παρμένο από Σ20,73). Το διάγραμμα χωρίζεται σε δύο πλευρές : στην αριστερή, την αρσενική πλευρά, και τη δεξιά, τη θηλυκή πλευρά. Οι τύποι της ανάληψης φύλου εμφανίζονται στο επάνω μέρος του διαγάμματος. Έτσι οι τύποι που αντιστοιχούν στην αρσενική πλευρά είναι Ε(αντσ)xΦx (υπάρχει τουλάχιστον ένα x που δεν υπόκειται στη φαλλική λειτουργία), και VxΦx (= για κάθε x ισχύει η φαλλική λειτρουργία.). Οι τύποι που αντιστοιχούν στη θηλυκή πελευρά είναι Ε(ανπδ και γραμμή πάνω)x Φ(με γραμμή πάνω) x (=δεν υπάρχει x που να μην υπόκειται στη φαλλικη λειτουργία ) και VxΦx (= η φαλλική λειτουργία δεν ισχύει για όλα τα x). O τελευταίος τύπος καταδεικνύει τη σχέση της ΓΥΝΑΙΚΑΣ με τη λογικη του μη όλου. Εκείνο που είναι περισότερο ενδιαφέρον είναι πως οι δύο αποφάνσεις σε κάθε πλευρά του διαγράμματος μοιάζουν να αντιφάσκουν μεταξύ τους : «κάθε πλευρά ορίζεται τόσο από μια κατάφαση όσο και από μια άρνηση της φαλλικής λειτουργίας, από μια συμπερίληψη και έναν αποκλεισμό της απόλυτης (μη φαλλικής) jouissance»( Copjec,1994 : 27). Εντούτοις, δεν υπάρχει συμμετρία ανάμεσα στις δύο πλευρές (δεν υπάρχει σχέση των φύλων). Κάθε πλευρά αντιπροσωπεύει ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο με τον οποίο η ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ μπορεί να αστοχήσει (Σ20,53-4).
πηγή
DYLAN EVANS
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΛΑΚΑΝΙΚΗς ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ
μετάφραση
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ
Ελληνικά γράμματα
από CaRiNa
__
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου